Πλωτίνος Ροδοκανάκης: Ο σοσιαλισμός ως «θεϊκός μοχλός» για την κοινωνική επανάσταση

Πλωτίνος Ροδοκανάκης: Ο σοσιαλισμός ως «θεϊκός μοχλός» για την κοινωνική επανάσταση


1. Ο Συγ­γρα­φέ­ας Ρο­δο­κα­νά­κης - Rhodakanaty

    Με την αι­νιγ­μα­τι­κή ζωή του Πλω­τί­νου Κων­στα­ντί­νου Ρο­δο­κα­νά­κη (ισπ. Plotino Constantino Rhodakanaty [Ελ­λά­δα 1828; - México; 1890;]) ασχο­λή­θη­καν σε αρ­κε­τές με­λέ­τες τους οι Τέ­ος Ρόμ­βος και Carlos Illades, οι οποί­οι ανα­φέ­ρουν ότι γεν­νή­θη­κε στην Ελ­λά­δα και εί­ναι γό­νος της γνω­στής οι­κο­γέ­νειας των Ρο­δο­κα­νά­κη­δων με κα­τα­γω­γή από τη Χίο. Ανά­με­σα στα μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας αυ­τής συ­γκα­τα­λέ­γο­νται και πολ­λοί γνω­στοί επι­χει­ρη­μα­τί­ες, για­τροί και λό­γιοι, όπως ο Κων­στα­ντί­νος Ρο­δο­κα­νά­κης, προ­σω­πι­κός για­τρός του βα­σι­λιά της Αγ­γλί­ας Κα­ρό­λου του ΙΙ της Αγ­γλί­ας (17ος αι.), ο Θε­ό­δω­ρος Ρο­δο­κα­νά­κης, έμπο­ρος και κα­τό­πιν ισχυ­ρός βιο­μή­χα­νος και δι­πλω­μά­της στην Οδησ­σό (19ος αι.), ο Πρί­γκι­πας Δη­μή­τριος Ρο­δο­κα­νά­κης που συ­νέ­γρα­ψε και αρ­κε­τά έρ­γα για την χιώ­τι­κη αρι­στο­κρα­τία (19ος αι.), ο Εμ­μα­νου­ήλ Ρο­δο­κα­νά­κης, αντι­πρό­ε­δρος της «Société des Gens des Lettres» και ιδρυ­τής της «Académie des Sciences Morales et Politiques» στη Γαλ­λία (τέ­λος 19ου- αρ­χές 20ού αι.), ο γεν­νη­μέ­νος στην Αλε­ξάν­δρεια Νι­κό­λα­ος Ρο­δο­κα­νά­κης, φι­λό­λο­γος, αρα­βο­λό­γος και μέ­λος της Αυ­το­κρα­το­ρι­κής Ακα­δη­μί­ας της Αυ­στρί­ας, όπου σπού­δα­σε και έζη­σε και, τέ­λος, ο γνω­στός συγ­γρα­φέ­ας Πλά­των Ρο­δο­κα­νά­κης (τέ­λος 19ου-αρ­χές 20ού αι.).
    Κα­τά τον Ρόμ­βο, ο Κων­στα­ντί­νος Ρο­δο­κα­νά­κης, πα­τέ­ρας του Πλω­τί­νου, υπήρ­ξε για­τρός, αν και οι πλη­ρο­φο­ρί­ες που δί­νει για αυ­τόν στην αρ­χή της με­λέ­της του (ονο­μα­τε­πώ­νυ­μο και ημε­ρο­μη­νί­ες) δεν επι­βε­βαιώ­νο­νται από τα γε­νε­α­λο­γι­κά δέ­ντρα στις με­λέ­τες εί­τε του Stourdza εί­τε του Legrand, όπως προ­α­να­φέρ­θη­κε. Επι­πλέ­ον, ο ίδιος ο Ρόμ­βος μας πλη­ρο­φο­ρεί στο τέ­λος της με­λέ­της του ότι δεν κα­τά­φε­ρε να βρει κά­ποια από­δει­ξη για την πα­ρου­σία του ίδιου του Πλω­τί­νου ού­τε στην Αθή­να, ού­τε σε άλ­λο μέ­ρος της Ελ­λά­δας, αλ­λά ού­τε και στις ελ­λη­νι­κές πα­ροι­κί­ες της Τερ­γέ­στης, του Βε­ρο­λί­νου ή της Βιέν­νης, ή στα Πα­νε­πι­στή­μια των δύο τε­λευ­ταί­ων πό­λε­ων. O Ρόμ­βος ση­μειώ­νει ότι αυ­τή η απου­σία του ονό­μα­τος Πλω­τί­νος Κων­στα­ντί­νος Ρο­δο­κα­νά­κης από τα δη­μο­το­λό­για και τα βι­βλία εγ­γρα­φών στα Πα­νε­πι­στή­μια της Βιέν­νης και του Βε­ρο­λί­νου δεν απο­τε­λεί επαρ­κή από­δει­ξη για την πα­ρου­σία του, δε­δο­μέ­νου ότι αυ­τό συ­νέ­βη και με άλ­λους Έλ­λη­νες όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, με τον Ρο­ΐ­δη, η μη­τέ­ρα του οποί­ου μά­λι­στα ήταν από την ίδια οι­κο­γέ­νεια των Ρο­δο­κα­νά­κη­δων και ο ίδιος εί­χε φοι­τή­σει στο Πα­νε­πι­στή­μιο στο Βε­ρο­λί­νο. Κα­τά τη διάρ­κεια του 19ου αιώ­να, αλ­λά και πιο πριν, αρ­κε­τοί Έλ­λη­νες άλ­λα­ξαν τα ονό­μα­τα ή/και τα επώ­νυ­μά τους ανά­λο­γα με τις συν­θή­κες στις οποί­ες ζού­σαν ή ακο­λου­θώ­ντας την μό­δα των ψευ­δω­νύ­μων. Στον επί­λο­γο του Ρόμ­βου, αξιο­πρό­σε­κτο εί­ναι ότι επί της ου­σί­ας ακυ­ρώ­νει τις πλη­ρο­φο­ρί­ες που δί­νει στην έναρ­ξη της αφή­γη­σης για τη ζωή του Πλω­τί­νου Ρο­δο­κα­νά­κη, ενη­με­ρώ­νο­ντάς μας για τις στιγ­μές απελ­πι­σί­ας, κα­τά τη διάρ­κεια της έρευ­νας και εκ­πό­νη­σης της βιο­γρα­φί­ας, όταν αδυ­να­τού­σε να βρει στοι­χεία για την ταυ­τό­τη­τά του.
    Ο Carlos Illades, ο ερευ­νη­τής με τις πε­ρισ­σό­τε­ρες με­λέ­τες στη με­ξι­κα­νι­κή βι­βλιο­γρα­φία για τη ζωή και το έρ­γο του Plotino Constantino Rhodakanaty, όπως υπέ­γρα­φε στο Με­ξι­κό, δί­νει στην αρ­χή κά­θε με­λέ­της του διά­φο­ρες σύ­ντο­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες για τα πρώ­τα χρό­νια της ζω­ής και για την οι­κο­γέ­νεια του Ρο­δο­κα­νά­κη. Ενώ μι­λά για τον Έλ­λη­να Ρο­δο­κα­νά­κη, ανα­φέ­ρει επί­σης ότι για κά­ποιους η εθνι­κό­τη­τά του δεν ήταν επι­βε­βαιω­μέ­νη («para otros la nacionalidad de Rhodakanaty era espuria»), ενώ για κά­ποιους άλ­λους ήταν Με­ξι­κα­νός για­τρός που για διά­φο­ρους λό­γους υιο­θέ­τη­σε ένα ελ­λη­νι­κό όνο­μα (ψευ­δώ­νυ­μο). Το σί­γου­ρο εί­ναι ότι από τον Plotino Rhodakanaty έμει­ναν μό­νο τα κεί­με­να που έγρα­ψε στο Με­ξι­κό, ενώ, εκτός από την ημε­ρο­μη­νία γέν­νη­σής του, άγνω­στος πα­ρα­μέ­νει και ο τό­πος και η ακρι­βής χρο­νο­λο­γία του θα­νά­του του. Ως προς αυ­τό μας θυ­μί­ζει την τύ­χη του διά­ση­μου στον 19ο αιώ­να Κων­στα­ντί­νου Σι­μω­νί­δη, που σκη­νο­θέ­τη­σε τον θά­να­τό του και δεν ξέ­ρου­με πό­τε πραγ­μα­τι­κά πέ­θα­νε. Αν δε­χτού­με τα δε­δο­μέ­να των βα­σι­κό­τε­ρων με­λε­τών για τη βιο­γρα­φία του, εί­ναι ξε­κά­θα­ρο ότι έζη­σε μια πε­ρι­πε­τειώ­δη ζωή με­τά την ανα­χώ­ρη­ση της οι­κο­γέ­νειάς του από την Ελ­λά­δα. Τα­ξί­δε­ψε στην Ιτα­λία και από εκεί (όντας πο­λύ μι­κρός) στην Γερ­μα­νία ή/και στην Αυ­στρία, εν συ­νε­χεία στην Γαλ­λία. Στις τρεις τε­λευ­ταί­ες σπού­δα­σε ια­τρι­κή και φι­λο­σο­φία, ενώ κυ­ρί­ως στην τε­λευ­ταία ήρ­θε σε επα­φή με την ιδε­ο­λο­γία του αναρ­χι­σμού. Κα­τέ­λη­ξε στη Βαρ­κε­λώ­νη και από εκεί εν τέ­λει στο Με­ξι­κό, στην πρω­τεύ­ου­σα του οποί­ου μάλ­λον έφτα­σε κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα το 1861. Εκεί εν­δε­χο­μέ­νως πέ­θα­νε το 1890.
    Στην πα­ρού­σα με­λέ­τη δεν θα εμ­βα­θύ­νου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο, κα­θώς η εύ­ρε­ση πλη­ρο­φο­ριών απαι­τεί πε­ραι­τέ­ρω αρ­χεια­κή έρευ­να από ιστο­ρι­κό, εκτός από τον έλεγ­χο των υπαρ­χό­ντων πα­λαιών με­λε­τών της βι­βλιο­γρα­φί­ας, όπως εκεί­νες του E. Legrand, του Δ. Ρο­δο­κα­νά­κη, του Φ. Αρ­γέ­ντη, του M. D. Stourdza και πολ­λές άλ­λες μι­κρό­τε­ρες για την γνω­στή αυ­τή. Στην πα­ρού­σα ερ­γα­σία θα επι­χει­ρή­σου­με μια πρώ­τη προ­σέγ­γι­ση τό­σο στον ιδε­ο­λό­γο σο­σια­λι­στή ή/και (χρι­στια­νο-)αναρ­χι­κό Plotino Rhodakanaty που έδρα­σε στο Με­ξι­κό, όσο και στον λό­γιο και συγ­γρα­φέα επα­να­στά­τη, ο οποί­ος συν­δυά­ζει αυ­τές τις δύο ιδιό­τη­τες σε ένα σύ­ντο­μο κεί­με­νό του, αφού εί­ναι επα­να­στα­τι­κό και στην ιδε­ο­λο­γία και στην ει­δο­λο­γι­κή μορ­φή του, όπως θα δεί­ξου­με.
    Ο Plotino Rhodakanaty έγρα­ψε στο Με­ξι­κό διά­φο­ρα έρ­γα κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κού και φι­λο­σο­φι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου, όπως τα: Cartilla socialista. Catecismo elemental de la escuela de Carlos Fourier [=Σο­σια­λι­στι­κό αλ­φα­βη­τά­ρι. Κα­τή­χη­ση για αρ­χα­ρί­ους της σχο­λής του Charles Fourier] (1861), Neopanteísmo, consideraciones sobre el hombre y la naturaleza [=Νε­ο­παν­θεϊ­σμός. Σκέ­ψεις για τον άν­θρω­πο και τη φύ­ση] (1864), Tratado de lógica elemental [=Πραγ­μα­τεία βα­σι­κής Λο­γι­κής] (1881), Médula panteística del sistema filosófico de Spinoza [Παν­θεϊ­στι­κή ου­σία του φι­λο­σο­φι­κού συ­στή­μα­τος του Σπι­νό­ζα] (1885), κ.λπ. Έγρα­ψε επί­σης άρ­θρα σε διά­φο­ρες με­ξι­κα­νι­κές εφη­με­ρί­δες, τό­σο «στον ερ­γα­τι­κό τύ­πο (El Socialista, La Internacional, El Hijo del Trabajo, La Comuna Internacional)», όσο και «σε άλ­λες εφη­με­ρί­δες της πό­λης του Με­ξι­κού και της εν­δο­χώ­ρας (El Combate, El Craneoscopio, La Democracia, El Correo de los Estados)», αλ­λά και «σε έντυ­πα θρη­σκευ­τι­κά (La Verdad, La Voz del Desierto)». Σε όλη αυ­τή την πλού­σια πα­ρα­γω­γή βι­βλί­ων, άρ­θρων πο­λι­τι­κών, φι­λο­σο­φι­κών και θε­ο­λο­γι­κών, υπάρ­χουν μό­νο δύο έρ­γα κα­θα­ρά λο­γο­τε­χνι­κά: το πε­ζό ποί­η­μα «¡Ida! … ¡qué bellos son tus ojos!» [=Ίδα, τι όμορ­φα που εί­ναι τα μά­τια σου] (1877) και το έρ­γο «El juego de ajedrez (Parábola filosófico-social)» [=Μια παρ­τί­δα σκά­κι (Φι­λο­σο­φι­κο-κοι­νω­νι­κή πα­ρα­βο­λή] (1878).
    Το πρώ­το έρ­γο από τα δύο προ­α­να­φερ­θέ­ντα εί­ναι, στο πρώ­το και δεύ­τε­ρο μέ­ρος του (I και II), ένα εί­δος ποι­ή­μα­τος σε πρό­ζα, ενώ το τρί­το μέ­ρος (III) αρ­χί­ζει ως ποί­η­μα σε πρό­ζα και συ­νε­χί­ζει ως πα­ρα­δο­σια­κό ποί­η­μα με μέ­τρο και ομοιο­κα­τα­λη­ξία. Το πε­ριε­χό­με­νο εί­ναι ερω­τι­κό και θυ­μί­ζει ανά­λο­γα κεί­με­να του Αι­σθη­τι­σμού, όπως τον ξέ­ρου­με από τον Πλά­τω­να Ρο­δο­κα­νά­κη και το De Profundis (1908), έρ­γο γνω­στό για τις τολ­μη­ρές ερω­τι­κές ει­κό­νες του, όπως σε όλα τα έρ­γα του εν λό­γω κι­νή­μα­τος. Ας μην ξε­χνά­με ότι ο Πλω­τί­νος βρέ­θη­κε στη Γαλ­λία κά­που στο τέ­λος της δε­κα­ε­τί­ας του 1840 ή κά­ποια χρό­νια στη δε­κα­ε­τία του 1850, οπό­τε μπο­ρεί να ήξε­ρε τα κεί­με­να του Μπο­ντλέρ και άλ­λων. Το δεύ­τε­ρο κεί­με­νο, με το οποίο θα ασχο­λη­θού­με εδώ, θυ­μί­ζει τις πα­ρα­βο­λές τό­σο των Αρ­χαί­ων (Κλα­σι­κών) Χρό­νων όσο και τις χρι­στια­νι­κές. Ο λό­γος, εκτός από την επα­να­στα­τι­κή μορ­φή σε σχέ­ση με την πα­ρα­δο­σια­κή λο­γο­τε­χνία, απο­κα­λύ­πτει και εμ­φα­νώς προ­βά­λει τις πο­λι­τι­κές του ιδέ­ες για έναν χρι­στια­νι­κό σο­σια­λι­σμό, εκ πρώ­της όψε­ως, αλ­λά, κα­τ’ ου­σί­αν, κυ­ρί­ως σο­σια­λι­στι­κό ή και αναρ­χι­κό.


    2. Το κεί­με­νο και η ιδε­ο­λο­γι­κή επα­νά­στα­ση: «El Juego de Ajedrez (parábola filosófico-social)»

    Ο Plotino Rhodakanaty δη­λώ­νει την επα­να­στα­τι­κή του ιδε­ο­λο­γία και πρό­θε­ση ήδη από τον τί­τλο του έρ­γου, δε­δο­μέ­νου ότι δί­πλα στον κυ­ρί­ως τί­τλο, «Μια παρ­τί­δα σκά­κι», βά­ζει σε πα­ρέν­θε­ση τον με­τα­κει­με­νι­κό ει­δο­λο­γι­κό δεί­κτη: «Φι­λο­σο­φι­κο-κοι­νω­νι­κή πα­ρα­βο­λή». Με την επι­λο­γή αυ­τή με­τα­μορ­φώ­νει ένα εί­δος (πα­ρα­βο­λή) που προ­ϋ­πάρ­χει τό­σο στην αρ­χαία ελ­λη­νι­κή όσο και στην ιου­δαϊ­κή πα­ρά­δο­ση, αλ­λά και την χρι­στια­νι­κή πα­ρά­δο­ση, συ­σχε­τί­ζο­ντας όμως το δι­δα­κτι­κό και/η φι­λο­σο­φι­κό πε­ριε­χό­με­νο αυ­τού του σύ­ντο­μου αφη­γη­μα­τι­κού ιστο­ρι­κού εί­δους με το «κοι­νω­νι­κό», ήτοι πο­λι­τι­κό, και κα­θό­λου με το θρη­σκευ­τι­κό στοι­χείο.
    Το κεί­με­νο χω­ρί­ζε­ται σε δύο μέ­ρη ίσης έκτα­σης. Το πρώ­το εί­ναι μια πα­ρα­δο­σια­κή σχε­δόν πα­ρα­βο­λή, αν και πιο εκτε­τα­μέ­νη από το σύ­νη­θες, ενώ έχει ως πρω­τα­γω­νι­στές τα πιό­νια από ένα σκά­κι (βα­σι­λιάς, βα­σί­λισ­σα, πύρ­γοι, αξιω­μα­τι­κοί, άλο­γα και στρα­τιώ­τες). Η Eλί­ζα, η ιδιο­κτή­τρια του σκα­κιού που θα φυ­λά­ξει εν τέ­λει μέ­σα σε ένα κου­τί τα πιό­νια, κά­νο­ντας την τε­λι­κή κί­νη­ση, εί­ναι ο μό­νος αν­θρώ­πι­νος χα­ρα­κτή­ρας του κει­μέ­νου μας. Με τον τρό­πο αυ­τόν, ο Rhodakanaty απο­κλί­νει από την πε­πα­τη­μέ­νη τό­σο της πα­ρα­βο­λής όσο και του (αλ­λη­γο­ρι­κού) μύ­θου, δη­μιουρ­γώ­ντας χα­ρα­κτή­ρες που δεν εί­ναι ού­τε άν­θρω­ποι ού­τε ζώα, αλ­λά ένα σύμ­βο­λο που μοιά­ζει στην μα­ριο­νέ­τα ή το νευ­ρό­σπα­στο, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό σε συγ­γρα­φείς του 19ου αιώ­να, όπως ο Baudelaire και κα­τό­πιν οι συμ­βο­λι­στές. Τα πιό­νια εί­ναι χα­ρα­κτή­ρες σχε­δόν αν­θρώ­πι­νοι, που απο­κτούν ζωή και κί­νη­ση μέ­σω των παι­κτών, όπως οι μα­ριο­νέ­τες από τους αν­θρώ­πους που τις χει­ρί­ζο­νται. Στην πα­ρα­βο­λή μας τα πιό­νια μοιά­ζουν με μα­ριο­νέ­τες που υπο­κι­νού­νται από τη θέ­λη­ση της Eλί­ζας, όντας έτσι ημι-αν­θρώ­πι­νοι χα­ρα­κτή­ρες με προ­σω­πι­κό­τη­τα, μα ταυ­τό­χρο­να και ημι-αντι­κεί­με­να, αφού αυ­τή τα ελέγ­χει πλή­ρως και λαμ­βά­νει την τε­λι­κή από­φα­ση. Άλ­λη ρι­ζο­σπα­στι­κή επέμ­βα­ση στο εί­δος αυ­τό, που επι­χει­ρεί ο συγ­γρα­φέ­ας μας, εί­ναι η ίδια η εξέ­λι­ξη της αφή­γη­σης και οι προσ­δο­κί­ες του ανα­γνώ­στη, που νο­μί­ζει ότι μι­λά­νε οι χα­ρα­κτή­ρες έχο­ντας βού­λη­ση δι­κή τους και εν τέ­λει ο βα­σι­λιάς έχει τον τε­λευ­ταίο λό­γο, αλ­λά με­τά έρ­χε­ται η Eλί­ζα, την οποία πριν δεν εί­χε ανα­φέ­ρει, για να ανα­τρέ­ψει τις προσ­δο­κί­ες και την όλη ει­κό­να, έχο­ντας υπό τον έλεγ­χό της ακό­μα και τον βα­σι­λιά, ενώ όλα τα πιό­νια νο­μί­ζουν ότι δρουν αυ­το­βού­λως και το κα­θέ­να νο­μί­ζει πως εί­ναι το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο. Μια παρ­τί­δα σκά­κι θυ­μί­ζει πά­ντα την ει­κό­να της πο­λι­τι­κής και στρα­τιω­τι­κής ζω­ής ενός κρά­τους, στο οποίο οι παί­κτες εί­ναι εκεί­νοι που ελέγ­χουν τη μά­χη κι­νώ­ντας τα πιό­νια, δη­λα­δή τους πο­λί­τες. Ως πα­ρα­βο­λή, φυ­σι­κά, το­νί­ζει κυ­ρί­ως την άγνοια των πιο­νιών που, από τον τε­λευ­ταίο στρα­τιώ­τη ως τον βα­σι­λιά και τη βα­σί­λισ­σα, ελέγ­χο­νται εν τέ­λει από την Eλί­ζα. Ο Rhodakanaty επι­λέ­γει να με­τα­μορ­φώ­σει το εί­δος της πα­ρα­βο­λής συν­δυά­ζο­ντας το πιό­νι-σύμ­βο­λο και την παρ­τί­δα του σκα­κιού με εκεί­νο της μα­ριο­νέ­τας ή νευ­ρό­σπα­στου. Έτσι, με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται η θρη­σκευ­τι­κή ταυ­τό­τη­τα της πα­ρα­βο­λής, υιο­θε­τώ­ντας μία πο­λι­τι­κά αλ­λη­γο­ρι­κή χροιά, μέ­σω της σύγ­χρο­νής του πο­λι­τι­κής φι­λο­σο­φί­ας, αλ­λά δια­τη­ρώ­ντας ταυ­τό­χρο­να κά­τι από τα θρη­σκευ­τι­κά συμ­φρα­ζό­με­να που εί­χε το εί­δος στο πα­ρελ­θόν. Η χρή­ση της σύν­θε­της λέ­ξης (αλ­λά με παύ­λα) «φι­λο­σο­φι­κο-πο­λι­τι­κή» γί­νε­ται για να φα­νεί εξαρ­χής η πρό­θε­ση και να απο­κρυ­πτο­γρα­φη­θεί το μή­νυ­μα που κά­θε πα­ρα­βο­λή στέλ­νει στον ανα­γνώ­στη, ώστε να τον κα­τευ­θύ­νει κα­θα­ρά πο­λι­τι­κά. Έτσι, η πα­ρα­βο­λή μας απο­μα­κρύ­νε­ται ταυ­τό­χρο­να από την αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή πα­γα­νι­στι­κή, αλ­λά και από την ιου­δαϊ­κή ή τη χρι­στια­νι­κή πα­ρά­δο­ση του εί­δους.
    Το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του κει­μέ­νου μας εί­ναι πο­λύ πιο εν­δια­φέ­ρον από το πρώ­το, διό­τι το εί­δος της πα­ρα­βο­λής με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε κά­τι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό, επι­βε­βαιώ­νο­ντας όσα ανα­φέ­ρο­νται στην πα­ρέν­θε­ση του τί­τλου μας, δη­λα­δή ερ­μη­νεύ­ει την πα­ρα­βο­λή με ρό­λο ανά­λο­γο του επι­μυ­θί­ου τον μύ­θο ή του επι­λό­γου (αντί προ­λό­γου) σε ένα έρ­γο με θέ­ση φι­λο­σο­φι­κή-πο­λι­τι­κή: η θέ­ση-ιδε­ο­λο­γία του συγ­γρα­φέα εί­ναι μείγ­μα πο­λι­τι­κής και με­τα­φυ­σι­κής φι­λο­σο­φί­ας, όπως την πα­ρου­σιά­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας μας στα γνω­στό­τε­ρα (θρη­σκευ­τι­κο-αναρ­χι­κά και/ή θρη­σκευ­τι­κο-σο­σια­λι­στι­κά) επα­να­στα­τι­κά του κεί­με­να σπι­νο­ζι­στι­κής, φου­ριε­ρι­στι­κής ή πρου­ντο­νι­στι­κής προ­έ­λευ­σης. Οι δύο ει­σα­γω­γι­κές φρά­σεις αυ­τού του μέ­ρους του κει­μέ­νου εί­ναι αμ­φό­τε­ρες χρι­στια­νι­κής προ­έ­λευ­σης: «He aquí el mundo» [=Ιδού ο κό­σμος!] και «He aquí a la humanidad» [=Ιδού η αν­θρω­πό­τη­τα!]. Θυ­μί­ζουν φυ­σι­κά το «Ιδού ο άν­θρω­πος!» (λατ. Ecce homo), αλ­λά σε συμ­φρα­ζό­με­να κα­θα­ρά πο­λι­τι­κά, ως ρη­το­ρι­κό ερ­γα­λείο που φέρ­νει στον ανα­γνώ­στη θρη­σκευ­τι­κά κεί­με­να, αλ­λά σε πο­λι­τι­κά συμ­φρα­ζό­με­να που θυ­μί­ζουν την πο­λι­τι­κή πλευ­ρά του πρω­το­χρι­στια­νι­σμού, διά­ση­μη στον 19ο αιώ­να και συ­σχε­τι­σμέ­νη με την κοι­νω­νι­κή δι­καιο­σύ­νη, όπως την πα­ρου­σιά­ζει ει­ρω­νι­κά π.χ. ο Ρο­ΐ­δης στο κεί­με­νό του «Ρω­μαί­οι δού­λοι και Χρι­στια­νι­σμός» (1871). Εκτός από τον Ρο­ΐ­δη, και ο Κο­ρα­ής χρη­σι­μο­ποί­η­σε αυ­τή την τε­χνι­κή υιο­θέ­τη­σης φρά­σε­ων από θρη­σκευ­τι­κά κεί­με­να για πο­λι­τι­κούς σκο­πούς και σε πο­λι­τι­κά συμ­φρα­ζό­με­να. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή η πε­ρί­πτω­ση του κο­ραϊ­κού Δια­λό­γου δύο Γραι­κών του 1830 όπου γί­νε­ται ση­μα­ντι­κή ανα­φο­ρά στην εμ­φά­νι­ση του «κοι­νω­νι­σμού» (socialisme) στη Γαλ­λία κα­τά τη διάρ­κεια της Επα­νά­στα­σης του Ιου­λί­ου του 1830. Εκεί επι­ση­μαί­νει με θαυ­μα­σμό την πα­ρου­σία του μα­θη­τή του Φρα­γκί­σκου Πυ­λα­ρι­νού ανά­με­σα στους άλ­λους Έλ­λη­νες που συμ­με­τεί­χαν σε αυ­τή και χρη­σι­μο­ποιεί την Προ­φη­τεία του Ζα­χα­ρία ανα­φέ­ρο­ντας την «Επο­χή του Δρε­πά­νου» (Πα­λαιά Δια­θή­κη, Προ­φη­τεία Ζα­χα­ρία, κεφ. 5, παρ. 4) για να προσ­διο­ρί­σει τον νε­ο­εμ­φα­νι­ζό­με­νο «socialisme». Ο Κο­ρα­ής χρη­σι­μο­ποιού­σε διά­φο­ρα σύμ­βο­λα και ιστο­ρί­ες από τη χρι­στια­νι­κή πα­ρά­δο­ση στην προ­σπά­θειά του να πεί­σει τους Έλ­λη­νες όχι μό­νο για την εθνι­κή επα­νά­στα­ση, αλ­λά και για την κοι­νω­νι­κή, με την δη­μιουρ­γία ενός κορ­μού της «μέ­σης τά­ξης» στην κοι­νω­νία. Εάν όντως ο Plotino Rhodakanaty ήταν Έλ­λη­νας και κα­τα­γό­ταν από τη Χίο εί­ναι σί­γου­ρο ότι θα ήξε­ρε τον Κο­ραή και οι ομοιό­τη­τες αυ­τές εί­ναι κά­ποια έν­δει­ξη, αν και όχι από­δει­ξη.
    Για να επι­στρέ­ψου­με στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος του κει­μέ­νου μας, θα λέ­γα­με ότι ο Rhodakanaty επι­τί­θε­ται στον ατο­μι­σμό της υλι­στι­κής κοι­νω­νί­ας που προ­έ­βα­λε το κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα, επει­δή, εξαι­τί­ας ακρι­βώς του ατο­μι­σμού, υπο­τι­μά­ται πο­λύ η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση κά­θε ατό­μου. Ο υλι­σμός πι­στεύ­ει μό­νο στο απτό και το λο­γι­κό, αλ­λά αυ­τό, κα­τά τον συγ­γρα­φέα μας, εί­ναι απλή βλα­κεία αν δεν εμπε­ριέ­χει και μια με­τα­φυ­σι­κή πλευ­ρά (παν­θεϊ­στι­κή με τον τρό­πο του Σπι­νό­ζα) ή ιδε­α­λι­στι­κή. Μό­νο με αυ­τή την πλευ­ρά θα μπο­ρέ­σει ο άν­θρω­πος να κα­τα­λά­βει ότι το ατο­μι­κό, ως μο­νά­δα,«δεν εί­ναι τί­πο­τα άλ­λο από μια σκιά, μια οπτα­σία κι ένα απλό φαι­νό­με­νο της μο­να­δι­κής και από­λυ­της ου­σί­ας του σύ­μπα­ντος, η οποία έτσι εκ­δη­λώ­νε­ται, ξε­τυ­λιγ­μέ­νη σε μιαν ατέρ­μο­νη ποι­κι­λία μορ­φών, που από μό­νες τους δεν εί­ναι τί­πο­τα, μα ως όλον σχη­μα­τί­ζουν το “Εν/Όλον της θε­ό­τη­τας”».
    Όπως το ερ­μη­νεύ­ει ο Carlos Illades:

    «Οι Ντεϊ­στές και οι θε­ο­λό­γοι κα­τα­σκεύ­α­σαν μια αν­θρω­πό­μορ­φη φι­γού­ρα του Θε­ού, μια ει­κό­να ενός αν­θρώ­που ιδε­ο­ποι­η­μέ­νου. Η πρό­τα­ση της φι­λο­σο­φί­ας του Σπι­νό­ζα εί­ναι ακρι­βώς το αντί­θε­το: ο άν­θρω­πος ως προ­έ­κτα­ση της θε­ό­τη­τας».

    Φυ­σι­κά, δεν εί­ναι απα­ραί­τη­το να μέ­νου­με σε μία και μό­νη ερ­μη­νεία ενός τό­σο αι­νιγ­μα­τι­κού κει­μέ­νου. Εί­ναι άκρως εν­δια­φέ­ρων ο τρό­πος με τον οποίο κα­τα­σκευά­ζει αυ­τή τη θεϊ­κή οντό­τη­τα, ως ένω­ση όλων των ατό­μων σε μία συλ­λο­γι­κή ταυ­τό­τη­τα, ήτοι σο­σια­λι­στι­κή, όπως μας απο­κα­λύ­πτε­ται στις τε­λευ­ταί­ες τρεις γραμ­μές του κει­μέ­νου σε σχέ­ση με την αν­θρω­πό­τη­τα: «η οποία, για να ανα­γεν­νη­θεί με αλ­λη­λεγ­γύη, χρειά­ζε­ται ένας με­γά­λος θεϊ­κός μο­χλός που ονο­μά­ζε­ται σο­σια­λι­σμός και που εί­ναι η σω­τή­ρια άγκυ­ρα όλων των λα­ών της γης». Ο Rhodakanaty ανα­φέ­ρε­ται σε έναν συλ­λο­γι­κό αν­θρω­πο­μορ­φι­σμό της θεϊ­κής αυ­τής οντό­τη­τας, αν και δεν εί­ναι ξε­κά­θα­ρο αν έχει σπι­νο­ζι­κή προ­έ­λευ­ση ή ερεί­δε­ται από έρ­γο άλ­λου φι­λο­σό­φου. Απο­κα­λύ­πτει, ωστό­σο, έναν ιδε­α­λι­σμό απαλ­λαγ­μέ­νο από την πα­ρα­δο­σια­κή χρι­στια­νι­κή με­τα­φυ­σι­κή. Ο Illades ονο­μά­ζει αυ­τή την έν­νοια της συλ­λο­γι­κό­τη­τας «ομο­σπον­δια­κό σύ­στη­μα», πα­ρα­πέ­μπο­ντας στο πο­λι­τι­κό του κεί­με­νο «Discurso cívico»[=Αστι­κός Λό­γος] του 1874. Βέ­βαια, λί­γες γραμ­μές πιο πά­νω στην πα­ρα­βο­λή που εδώ σχο­λιά­ζου­με, ο Rhodakanaty εί­χε προσ­διο­ρί­σει αυ­τή την σύλ­λη­ψη της θεϊ­κής οντό­τη­τας ως «η Πρό­νοια». Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας αυ­τήν ακρι­βώς τη λέ­ξη, ο συγ­γρα­φέ­ας απο­κα­λύ­πτει την πρό­θε­σή του να ενώ­σει το χρι­στια­νι­κό στοι­χείο με το επα­να­στα­τι­κό του πνεύ­μα, με σκο­πό να ενώ­σει όλον τον με­ξι­κά­νι­κο λαό. Όπως προ­α­να­φέρ­θη­κε, η ρη­το­ρι­κή αυ­τή θυ­μί­ζει τον Κο­ραή, που χρη­σι­μο­ποιού­σε για πο­λι­τι­κούς λό­γους ανά­λο­γη ρη­το­ρι­κή βα­σι­σμέ­νη σε χρι­στια­νι­κά σύμ­βο­λα και κεί­με­να, επι­τι­θέ­με­νος στην Κα­θο­λι­κή Εκ­κλη­σία αλ­λά με επαι­νε­τι­κά σχό­λια για την Ορ­θό­δο­ξη, ώστε να κερ­δί­σει τους ανα­γνώ­στες του ευ­κο­λό­τε­ρα. Δεν ήταν εύ­κο­λο εγ­χεί­ρη­μα να ενώ­σει ο Κο­ρα­ής τους Έλ­λη­νες ή ο Rhodakanaty τους Με­ξι­κα­νούς και να πα­ρα­με­ρί­σουν την Εκ­κλη­σία, δε­δο­μέ­νου ότι επί αιώ­νες και οι δύο λα­οί έζη­σαν θρη­σκευό­με­νοι. Επέ­λε­ξαν, λοι­πόν, αμ­φό­τε­ροι την μέ­ση ή με­τριο­πα­θή ρη­το­ρι­κή οδό, ή κα­λύ­τε­ρα την πιο λαϊ­κή και όχι λό­για, για να δια­μορ­φώ­σουν μια ιδε­ο­λο­γία επα­να­στα­τι­κή για τα φτω­χά στρώ­μα­τα της κοι­νω­νί­ας, τα οποία ήταν ελά­χι­στα μορ­φω­μέ­να.
    Άλ­λο ένα ση­μα­ντι­κό στοι­χείο στη δια­μόρ­φω­ση της κοι­νής ιδε­ο­λο­γί­ας εί­ναι η ανα­φο­ρά στη βλα­κεία των ατό­μων που «νο­μί­ζουν πως δου­λεύ­ουν για τον εαυ­τό τους», μία φρά­ση που μπο­ρεί να ερ­μη­νευ­τεί ως ανα­φο­ρά στην ατο­μι­κι­στι­κή υπε­ρο­ψία, την οποία στη­λι­τεύ­ει ο συγ­γρα­φέ­ας μας. Απο­κα­λώ­ντας τους «βλά­κες» επι­κε­ντρώ­νε­ται σε αυ­τή την ίδια υπε­ρο­ψία που τους εμπο­δί­ζει να δουν ξε­κά­θα­ρα ότι η θεία οντό­τη­τα εί­ναι το «Uno-Todo» («Εν-Όλον»), κά­τι που θα γί­νει πιο σα­φές σε μια φρά­ση πα­ρα­κά­τω στο κεί­με­νο: «Η πε­ρη­φά­νια μας εί­ναι τό­σο ανό­η­τη όσο εκεί­νη του αλό­γου». Η υπε­ρο­ψία της κα­πι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας εί­ναι απο­τέ­λε­σμα που πη­γά­ζει από δύο αί­τια πραγ­μα­τι­κά, την υλι­στι­κή και τη θε­τι­κι­στι­κή φι­λο­σο­φία αλ­λά και την μα­ταιο­δο­ξία της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Σε αυ­τό το δεύ­τε­ρο μέ­ρος, η πε­ρι­γρα­φή της Πρό­νοιας και της παί­κτριας-θε­ού θυ­μί­ζει αρ­χι­κά κά­τι σαν τρα­γι­κή ει­ρω­νεία, ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι απλά ει­ρω­νεία απέ­να­ντι στον υλι­κό και πνευ­μα­τι­κό ελι­τι­σμό και επί­θε­ση στην κα­τα­πί­ε­ση των μα­ζών. Η από­λυ­τη ου­σία του σύ­μπα­ντος εί­ναι το Ένα και το Όλον, η ολό­τη­τα, μία συλ­λο­γι­κή οντό­τη­τα με ξε­χω­ρι­στές μο­νά­δες που κα­θο­δη­γεί­ται από την «Πρό­νοια». Αυ­τή η τε­λευ­ταία εί­ναι μια ιδέα σχε­δόν με­τα­φυ­σι­κή/υπερ­βα­τι­κή, που εκ­δη­λώ­νε­ται στη φύ­ση, ή, όπως το λέ­ει ο ίδιος ο Rhodakanaty, το «σχέ­διο της πρό­νοιας του Νο­ός στη Φύ­ση». Ο λα­ός, αν και δεν βλέ­πει αυ­τή την ιδέα, την αι­σθά­νε­ται. Αυ­τό το εί­δος διαί­σθη­σης, πέ­ραν της θε­τι­κι­στι­κής λο­γι­κής, εί­ναι, κα­τά τον Rhodakanaty, ο αρ­μο­νι­κός συν­δυα­σμός που θε­ω­ρεί απα­ραί­τη­το για να συ­νε­χί­σει η ζωή δια­τη­ρώ­ντας μια κοι­νω­νι­κή ισορ­ρο­πία.
    Η τε­λευ­ταία πα­ρά­γρα­φος του κει­μέ­νου, ιδί­ως οι τε­λευ­ταί­ες γραμ­μές, εί­ναι νοη­μα­τι­κά το πιο πε­ρί­πλο­κο ση­μείο του, επει­δή για πρώ­τη και τε­λευ­ταία φο­ρά εμπλέ­κε­ται το όνο­μα του Θε­ού, αλ­λά με έναν τρό­πο μάλ­λον αρ­νη­τι­κό και αι­νιγ­μα­τι­κό, ο οποί­ος δυ­σκο­λεύ­ει και τη με­τά­φρα­ση. Η φρά­ση στα ισπα­νι­κά εί­ναι: «porque todo puede ser destruido por una simple evolución de Dios sobre la Humanidad» και η προ­τει­νό­με­νη με­τά­φρα­ση «για­τί όλα μπο­ρούν να κα­τα­στρα­φούν από μιαν απλή [μετ]εξέ­λι­ξη του Θε­ού σε σχέ­ση με την αν­θρω­πό­τη­τα». Ο άν­θρω­πος δρα και σχε­διά­ζει πολ­λές φο­ρές μά­ταια, αν και το πιο ση­μα­ντι­κό, όπως το­νί­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας, για αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις εί­ναι να «ανα­γεν­νη­θεί με αλ­λη­λεγ­γύη». Κα­θί­στα­ται εμ­φα­νές ότι ο Rhodakanaty δεν θε­ω­ρεί ότι η «κα­τα­στρο­φή» αυ­τή (από τον Θεό) εί­ναι το τέ­λος του κό­σμου. Η κα­το­πι­νή φρά­ση, που εί­ναι και η κα­τα­λη­κτι­κή του κει­μέ­νου, με­τα­σχη­μα­τί­ζει όλη τη με­τα­φυ­σι­κή χροιά, προ­σγειώ­νο­ντάς τη, τρό­πον τι­νά, στο πλαί­σιο της αν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας. Το γε­γο­νός ότι η αν­θρω­πό­τη­τα μπο­ρεί να «ανα­γεν­νη­θεί με αλ­λη­λεγ­γύη» ση­μαί­νει ότι έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τη δύ­να­μη του ενω­μέ­νου λα­ού και όχι την δύ­να­μη του κά­θε ατό­μου ξε­χω­ρι­στά με ιδιο­τε­λή σκο­πό για ίδιον όφε­λος. Αυ­τή τη δύ­να­μη, που εί­ναι η καρ­διά της σο­σια­λι­στι­κής σκέ­ψης, την χα­ρα­κτη­ρί­ζει «με­γά­λο θεϊ­κό μο­χλό που ονο­μά­ζε­ται Σο­σια­λι­σμός». Στο ση­μείο αυ­τό, με τη χρή­ση του επι­θέ­του «θεϊ­κός», απο­δί­δει στον σο­σια­λι­σμό μια χροιά υπερ­βα­τι­κή (στη σφαί­ρα των ιδε­ών) και, το­νί­ζο­ντας ότι αυ­τός ο μο­χλός υπάρ­χει για «όλους τους λα­ούς της Γης», φαί­νε­ται να έχει υπό­ψη του την ιδέα στην οποία βα­σί­ζε­ται η Σο­σια­λι­στι­κή Διε­θνής. Κα­τά τον Illades, ο σο­σια­λι­σμός, όπως τον εν­νο­εί ο Rhodakanaty, εί­ναι μια επι­στη­μο­νι­κή φι­λο­σο­φία που θα μπο­ρού­σε να ξε­ση­κώ­σει την κοι­νω­νία με ει­ρη­νι­κά μέ­σα. Θα λέ­γα­με πως, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μια ρη­το­ρι­κή και ει­κό­νες από χρι­στια­νι­κά κεί­με­να και με ανα­φο­ρές στον πρω­το­χρι­στια­νι­σμό (εν γέ­νει στο έρ­γο του και όχι μό­νο εδώ), πε­ρι­γρά­φει ξε­κά­θα­ρα μια κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κή επα­νά­στα­ση, την οποία κρί­νει απα­ραί­τη­τη για να μπο­ρούν οι λα­οί της γης όχι μό­νο να επι­βιώ­σουν, αλ­λά και να βελ­τιώ­σουν αι­σθη­τά και κα­θο­ρι­στι­κά τη ζωή τους για το μέλ­λον.


    3. Συ­μπέ­ρα­σμα

    Συνο­ψί­ζο­ντας, θα λέ­γα­με πως το σύ­ντο­μο κεί­με­νο του Plotino Rhodakanaty που εδώ εξε­τά­σα­με, «Μια παρ­τί­δα σκά­κι (Φι­λο­σο­φι­κο-κοι­νω­νι­κή Πα­ρα­βο­λή)», εί­ναι κα­τ’ εξο­χήν επα­να­στα­τι­κό σε δύο επί­πε­δα: Α) στο επί­πε­δο της ει­δο­λο­γι­κής μορ­φής, αφού με­τα­μορ­φώ­νει ένα υπάρ­χον εί­δος, την Πα­ρα­βο­λή, ανα­νε­ώ­νο­ντάς τη με έναν τρό­πο νε­ο­τε­ρι­κό (της επο­χής του)· το πρώ­το μέ­ρος θυ­μί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο το πα­λαιό εί­δος, πα­ρό­λες τις επεμ­βά­σεις, αλ­λά το δεύ­τε­ρο απο­κλί­νει πλή­ρως και ρι­ζο­σπα­στι­κά, και Β) ως προς το πε­ριε­χό­με­νο, το συ­ντο­μό­τα­το αυ­τό κεί­με­νο συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει, εν εί­δει σύ­νο­ψης, όλες τις ιδέ­ες που ανα­πτύσ­σο­νται στο ώρι­μο έρ­γο του συγ­γρα­φέα μας, όλη του τη φι­λο­σο­φι­κή σκέ­ψη. Θα μπο­ρού­σα­με να υπο­στη­ρί­ξου­με, συ­νε­πώς, ότι στο κεί­με­νο αυ­τό φαί­νε­ται πως ο γνω­στός επα­να­στά­της φι­λό­σο­φος και ενερ­γό­τα­τος ακτι­βι­στής στο Με­ξι­κό, Plotino Rhodakanaty, εί­ναι εξί­σου επα­να­στα­τι­κός και στην λο­γο­τε­χνι­κή του πρά­ξη. Πα­ρά τις με­γά­λες δυ­σκο­λί­ες να απο­κα­τα­στή­σου­με τις ιστο­ρι­κές λε­πτο­μέ­ρειες της βιο­γρα­φί­ας του Έλ­λη­να Πλω­τί­νου Ρο­δο­κα­νά­κη, αλ­λά και του (Με­ξι­κα­νού πια) Plotino Rhodakanaty, προ­σπα­θή­σα­με να εστιά­σου­με σε ένα από τα δύο λο­γο­τε­χνι­κά έρ­γα του, ώστε να φα­νεί ξε­κά­θα­ρα πως μια κοι­νω­νι­κή επα­νά­στα­ση επι­στρα­τεύ­ει, ως όχη­μά της, και την αντί­στοι­χη λο­γο­τε­χνι­κή για να προ­βά­λει τις ιδέ­ες που πρε­σβεύ­ει.


    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

    Argenti, Ph. (1955), Libro d'oro de la noblesse de Chio, Oxford University Press, Οξφόρδη.
    Illades, C. (2019), En los márgenes. Rhodakanaty en México, Fondo de Cultura Económica, Μεξικό.
    Illades, C. (2002), Rhodakanaty y la formación del pensamiento socialista en México, Anthropos, UAM-Iztapalapa, Μεξικό.
    Καρδάσης, Β. (1998), Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
    Κολάκης, Ιω. (2007),«Tαφικές επιγραφές στην Kωνσταντινούπολη Xίων της διασποράς. Συγγένεια, ιστορική μνήμη και ασθένεια», Αρχαιολογία και Τέχνες 104, 31-35.
    Κοραής, Αδ. (1830), Τί συμφέρει εις την ελευθερωμένην από τους Τούρκους Ελλάδα να πράξη εις τας παρούσας περιστάσεις δια να μη δουλωθή εις χριστιανούς τουρκίζοντας, Διάλογος δύο Γραικών, Εκ της τυπογραφίας Κ. Εβεράρτου: Εν Παρισίοις.
    Legrand, Ém. (1895), Dossier Rhodocanakis, étude critique de bibliographie et d'histoire littéraire, París: Alphonse Picard et Fils, επιμ.
    Marguerat, D. (1992), Parábola, Navarra: Verbo Divino.
    Νούτσος, Π. (1995), Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ως το 1974, en: Τόμος Α΄: Οι σοσιαλιστές διανοούμενοι και η πολιτική λειτουργία της πρώιμης κοινωνικής κριτικής (1875-1907), Γνώση.
    Rodokanaty, Pl. (1998), Obras, C. Illades (ed./prólogo/notas), Universidad Autónoma de México, Μεξικό.
    Ροδοκανάκης, Δ. (1900), Ιουστινιάναι-Χίος, Σύρος: Τυπογραφείο Ρενιέρη Πρίντεζη.
    Ροδοκανάκης, Πλάτ. (1987), De Profundis, Στιγμή.
    Ρόμβος, Τ. (2005), Πλωτίνος Ροδοκανάκης ένας Έλληνας Αναρχικός, Ηλέκτρα.
    Ρόμβος, Τ. (2017), Πλωτίνος Ροδοκανάκης ένας Έλληνας Αναρχικός, Θεσσαλονίκη: Πανοπτικόν.
    Χασιώτης, Ι.Κ. - Κατσιαρδή-Hering, Ο. - Αμπατζή, Ε.Α. (επιμ.) (2006), Οι Έλληνες στη Διασπορά, 15ος -21ος αι., Βουλή των Ελλήνων.
    Stourdza, M.D. (19992), Grandes familles de Grèce, d’Albanie et de Constantinople. Dictionnaire historique et généalogique, París: [αυτοέκδοση].
    Valadés, J. (1970), «Cartilla socialista de Plotino C. Rhodakanaty. Noticia sobre el socialismo en México durante el siglo XIX», Estudios de historia moderna y contemporánea de México 3, 9-66.
    Valadés, J. (2013), El socialismo libertario mexicano (siglo XIX), México D.F.: Rosa Luxemburg Stiftung y Para leer en Libertad AC.

    ——————
    Π   Α   Ρ   Α   Ρ   Τ   Η   Μ   Α

    ——————

    Το πρω­τό­τυ­πο κεί­με­νο:

    El juego de ajedrez (Parábola filosófico-social)

    Un día se vieron todos los peones, torres, alfiles y caballos de un tablero de ajedrez enorgullecidos de todo lo que podían contra sus amigos.
    Los peones se jactaban de su ligereza, y ponderaban sus certeros golpes: “Pequeños como somos, decían, á veces ponemos en conflicto al mismo rey de nuestros contrarios; hacemos lo que queremos y siempre contribuimos á la victoria”.
    Los caballos esclamaban: “¡Pobres peones!, creen que mucho valen. Y nosotros saltamos sobre ellos: cuando nos conviene podemos atacar á varios á un tiempo y casi somos los que decidimos el combate”.
    Los alfiles decían: “Mucho sabrán estos orgullosos, pero no saben tanto como nosotros; ¿de qué sirven sus continuos brincos? De nada, pues nunca sus golpes alcanzarán tanto como los nuestros”.
    Las torres con tono grave decían: “Ni peones ni caballos ni alfiles, valen gran cosa. Los alfíles atacan, pero nunca en dirección recta, y así de poco sirven. Nosotros sí valemos mucho, somos fuertes y cuando el rey nos llama en su auxilio, se salva con nuestra presencia”.
    La reina sonreía con desden al oír todo esto, y decía: “Sin mí, ¿qué sería toda esta necia multitud tan vanidosa? Nadie es tan fuerte como yo, nadie tan astuto, y si en nuestros combates hay gloria, toda es mía. Ataco como alfil, y no hay soldado que en valor me iguale”.
    El rey que estaba dormido, despertó con todo este murmullo, y comenzaba á irritarse contra todos cuando, al saber de qué se trataba, dijo con calma: “¡A la verdad son necias estas gentes que tanto se ponderan y se exponen, solo por salvarme a mí que nada hago por ellas. Pero en fin, ése es su destino, servirme y obedecer mi voluntad...!”.
    Aquí llegaba el real razonamiento cuando la mano de Elisa tomó á peones, caballos, alfiles, torres y reyes, guardándolos en una caja donde se quedaron todos callados y en paz. ¿Qué se hizo tanto orgullo? Nada, todos sucumbieron sin comprender su destino.

    He aquí el mundo. He aquí á la humanidad. Todos se alaban, todos se creen poderosos y árbitros del destino; todos creen obrar por sí mismos creyendo, estúpidos, en la realidad de su personalidad humana, la que á la verdad no es más que una sombra, una apariencia y un mero fenómeno de la sustancia única y absoluta del Universo, que así se manifiesta necesariamente desarrollándose en una variedad infinita de formas que en sí son nada, pero que en su conjunto forman el “Uno-Todo de la Divinidad”.
    Así es como todos nosotros, pobres piezas de ajedrez, obramos sin saber por qué y nos dejamos conducir de una fuerza que sentimos, pero que no vemos.
    Esa fuerza es la Providencia.
    Nada de lo que somos, ni de lo que tenemos, lo debemos á nosotros mismos. Nuestro orgullo es tan necio como el del caballo que se jactaba de saltar, sin conocer que sus saltos no los dá porque quiere, sino porque lo conduce la mano del jugador.
    En todos los sucesos del mundo busquémos siempre las leyes del gran jugador, para valorizar los sucesos y poder dirigir los acontecimientos identificándonos con el dinamismo universal. No mostremos tanto orgullo individual, ni alabémos tanto nuestras cualidades personales que llamamos virtudes, ni nos envanezcamos tanto, ni formemos grandes proyectos, si no van conformes al plan providencial de la inteligencia en la naturaleza; porque todo puede ser destruido por una simple evolución de Dios sobre la Humanidad la cual, para regenerarse solidariamente, necesita de una gran palanca divina que se llama Socialismo y que es el áncora salvadora de todos los pueblos de la tierra.

    P.C.R. (La Internacional, 1η Σεπτεμβρίου 1878)

    ——————
    Μ  Ε  Τ  Α  Φ  Ρ  Α  Σ  Η
    ——————

    Μια παρ­τί­δα σκά­κι (φι­λο­σο­φι­κο-κοι­νω­νι­κή πα­ρα­βο­λή)

    Μια μέ­ρα συ­να­ντή­θη­καν όλα τα πιό­νια ενός σκα­κιού, οι στρα­τιώ­τες, οι πύρ­γοι, οι αξιω­μα­τι­κοί και τα άλο­γα, και πε­ρη­φα­νεύ­ο­νταν όσο μπο­ρού­σαν στους φί­λους τους.
    Οι στρα­τιώ­τες καυ­χιό­νταν για την ελα­φρό­τη­τα στις κι­νή­σεις τους και ανα­φέ­ρο­νταν στα βέ­βαια χτυ­πή­μα­τά τους: «Κα­θώς εί­μα­στε μι­κροί» έλε­γαν, «έρ­χο­νται φο­ρές που εμπλέ­κου­με στη σύ­γκρου­ση ακό­μα και τον ίδιο τον βα­σι­λιά των αντι­πά­λων μας· κά­νου­με αυ­τό που θέ­λου­με, και πά­ντα συμ­βάλ­λου­με στη νί­κη».
    Τα άλο­γα ανα­φω­νού­σαν: «Καη­μέ­νοι στρα­τιώ­τες! Νο­μί­ζουν πως αξί­ζουν πολ­λά, μα εμείς πη­δά­με από πά­νω τους, όταν μας βο­λεύ­ει μπο­ρού­με να επι­τε­θού­με σε αρ­κε­τούς με τη μία, και εί­μα­στε σχε­δόν αυ­τοί που παί­ζου­με απο­φα­σι­στι­κό ρό­λο στην έκ­βα­ση της μά­χης».
    Οι αξιω­μα­τι­κοί έλε­γαν: «Πολ­λά που ξέ­ρουν τού­τοι που πε­ρη­φα­νεύ­ο­νται, μα δεν ξέ­ρουν τό­σα όσα εμείς! Σε τι ωφε­λούν τα συ­νε­χή τους άλ­μα­τα; Σε τί­πο­τα, αφού πο­τέ τα χτυ­πή­μα­τά τους δεν θα έχουν τέ­τοια εμ­βέ­λεια όση έχουν τα δι­κά μας».
    Οι πύρ­γοι έλε­γαν βα­ρύ­γδου­πα: «Μή­τε στρα­τιώ­τες, μή­τε άλο­γα ή αξιω­μα­τι­κοί αξί­ζουν πολ­λά: οι αξιω­μα­τι­κοί επι­τί­θε­νται, μα πο­τέ στην ευ­θεία, και γι’ αυ­τό, λί­γο ωφε­λούν. Εμείς όντως αξί­ζου­με πολ­λά, εί­μα­στε δυ­να­τοί, κι όταν ο βα­σι­λιάς μας κα­λεί σε βο­ή­θεια, σώ­ζε­ται από την πα­ρου­σία μας».
    Η βα­σί­λισ­σα χα­μο­γε­λού­σε με πε­ρι­φρό­νη­ση ακού­γο­ντας όλα τού­τα κι έλε­γε: «Χω­ρίς εμέ­να τι θα γι­νό­ταν όλο τού­το το ανό­η­το πλή­θος, το τό­σο μα­ταιό­δο­ξο; Κα­νείς δεν εί­ναι τό­σο δυ­να­τός όσο εγώ, κα­νείς τό­σο πο­νη­ρός και, αν στις μά­χες μας υπάρ­χει δό­ξα, εί­ναι όλη δι­κή μου. Επι­τί­θε­μαι σαν αξιω­μα­τι­κός και δεν υπάρ­χει στρα­τιώ­της που να με φτά­νει στην αξία».
    Ο βα­σι­λιάς, που κοι­μό­τα,ν ξύ­πνη­σε με όλο τού­το το σού­σου­ρο κι άρ­χι­σε να εκνευ­ρί­ζε­ται με όλους, μα όταν έμα­θε πε­ρί τί­νος επρό­κει­το, εί­πε ήρε­μα: «Στ’ αλή­θεια εί­ναι ανό­η­τοι τού­τοι οι άν­θρω­ποι που τό­σο σκέ­φτο­νται και εκτί­θε­νται μό­νο και μό­νο για να σώ­σουν εμέ­να, ο οποί­ος δεν κά­νω τί­πο­τα γι’ αυ­τούς. Αλ­λά, εν τέ­λει, τού­τη εί­ναι η μοί­ρα μου, να με υπη­ρε­τούν και να υπο­τάσ­σο­νται στη θέ­λη­σή μου!».
    Ώς εδώ έφτα­σε ο βα­σι­λι­κός λό­γος, όταν το χέ­ρι της Ελί­ζας άρ­πα­ξε τους στρα­τιώ­τες, τα άλο­γα, τους αξιω­μα­τι­κούς, τους πύρ­γους και το βα­σι­λι­κό ζεύ­γος, και τους έβα­λε σ’ ένα κου­τί να τους φυ­λά­ξει, όπου έβγα­λαν όλοι το σκα­σμό και ηρέ­μη­σαν. Σε τι ωφέ­λη­σε τό­ση έπαρ­ση; Σε τί­πο­τα, μια και όλοι υπέ­κυ­ψαν, δί­χως να το αντι­λη­φθούν, στη μοί­ρα τους.

    Ιδού ο κό­σμος! Ιδού η αν­θρω­πό­τη­τα! Όλοι καυ­χιού­νται, όλοι νο­μί­ζουν πως εί­ναι πα­ντο­δύ­να­μοι, πως κα­θο­ρί­ζουν τη μοί­ρα· όλοι νο­μί­ζουν πως δου­λεύ­ουν για τον εαυ­τό τους, πι­στεύ­ο­ντας, οι άφρο­νες, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νής τους προ­σω­πι­κό­τη­τας, που στ’ αλή­θεια δεν εί­ναι τί­πο­τ’ άλ­λο από μια σκιά, μια οπτα­σία κι ένα απλό φαι­νό­με­νο της μο­να­δι­κής και από­λυ­της ου­σί­ας του σύ­μπα­ντος, η οποία έτσι εκ­δη­λώ­νε­ται: ξε­τυ­λιγ­μέ­νη σε μιαν ατέρ­μο­νη ποι­κι­λία μορ­φών που από μό­νες τους δεν εί­ναι τί­πο­τα, μα ως όλον σχη­μα­τί­ζουν το Εν/Όλον της θε­ό­τη­τας.
    Έτσι εί­ναι· αφού όλοι μας, φτω­χά πιό­νια του σκα­κιού, δου­λεύ­ου­με χω­ρίς να ξέ­ρου­με για­τί, και αφη­νό­μα­στε να μας κα­θο­δη­γεί μια δύ­να­μη που την κα­τα­λα­βαί­νου­με, μα δεν τη βλέ­που­με.
    Τού­τη η δύ­να­μη εί­ναι η Πρό­νοια.
    Τί­πο­τα απ’ όσα εί­μα­στε, τί­πο­τα απ’ ό,τι έχου­με, δεν το οφεί­λου­με στον ίδιο τον εαυ­τό μας. Η πε­ρη­φά­νια μας εί­ναι τό­σο ανό­η­τη όσο εκεί­νη του αλό­γου που καυ­χιέ­ται πως πη­δά­ει, δί­χως να ξέ­ρει πως τ’ άλ­μα­τά του δεν τα κά­νει για­τί θέ­λει, μα για­τί τα κα­τευ­θύ­νει το χέ­ρι του παί­κτη.
    Σε όλα όσα συμ­βαί­νουν στον κό­σμο ανα­ζη­τού­με πά­ντα τους νό­μους του με­γά­λου παί­κτη, για να αξιο­λο­γή­σου­με τα συμ­βά­ντα και να μπο­ρού­με να κα­τευ­θύ­νου­με τα γε­νό­με­να, ταυ­τί­ζο­ντάς τα με τον πα­γκό­σμιο δυ­να­μι­σμό. Δεν δεί­χνου­με τό­ση υπε­ρη­φά­νεια ατο­μι­κή, ού­τε επαι­νού­με τό­σο τα προ­σω­πι­κά μας προ­τε­ρή­μα­τα, που τα ονο­μά­ζου­με αρε­τές, ού­τε μα­ταιο­δο­ξού­με τό­σο, ού­τε σχε­διά­ζου­με με­γά­λα έρ­γα αν δεν συμ­βα­δί­ζουν με το σχέ­διο της πρό­νοιας του Νο­ός στη Φύ­ση· για­τί όλα μπο­ρούν να κα­τα­στρα­φούν από μιαν απλή [μετ]εξέ­λι­ξη του Θε­ού σε σχέ­ση με την αν­θρω­πό­τη­τα, η οποία, για να ανα­γεν­νη­θεί με αλ­λη­λεγ­γύη, χρειά­ζε­ται ένας με­γά­λος θεϊ­κός μο­χλός που ονο­μά­ζε­ται σο­σια­λι­σμός και που εί­ναι η σω­τή­ρια άγκυ­ρα όλων των λα­ών της Γης.


    Π[λωτίνος] Κ[ωνσταντίνος] Ρ[οδοκανάκης]
    (La Internacional, 1η Σεπτεμβρίου 1878)

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: