Τα ίχνη της απώλειας


Μαρία Κουλούρη, Αστικό ελάφι, Μελάνι 2021
——————


Αν η λέξη «πολίτης», ως ιδιότητα, εκπορεύεται από την έννοια της «πολιτείας», της πολιτειακής δηλαδή οργάνωσης μιας κοινωνίας ανθρώπων, η λέξη «αστός» τοποθετεί αυτή την ιδιότητα σε ένα οικιστικό περιβάλλον, το οποίο δημιουργείται για να την οργανώσει πολεοδομικά. Η σημασιολογική αυτή διαφορά ανάμεσα στον πολίτη=μετέχοντα στα της πολιτείας και στον αστό=κάτοικό της, παρότι αλλοιωμένη πλέον από την ταξική και ιδεολογική χρήση/κατάχρηση των όρων, εξακολουθεί να προσδιορίζει, μέχρι σ’ έναν βαθμό, τον δυνάμει ρόλο που διαδραματίζει ο καθένας μέσα σε αυτήν.

Κάνω αυτή την εισαγωγή ως μονοπάτι μετάβασης στο ποιητικό βιβλίο της Μαρίας Κουλούρη Αστικό ελάφι. Ἕνας τίτλος συμβολικής, ασφαλώς, ανάγνωσης, μιας και το «ελάφι» μπορεί να αντιπροσωπεύει την ιερότητα της φύσης, την ελευθερία, την αθωότητα, το ένστικτο, την ποίηση ή, εν προκειμένω, τον ίδιο τον ποιητή, ο οποίος, ενώ πιστεύει πως ανήκει και αυτός στην ίδια ιερότητα, αθωότητα και ελευθερία, αισθάνεται παγιδευμένος στο «κλειστό» των αστικών και κοινωνικών ορίων.
Βεβαίως, διαβάζοντας στη συνέχεια τα ποιήματα, διαπιστώνουμε ότι το αντικείμενο του βιβλίου κάθε άλλο παρά επικεντρώνεται στη, μέσω συμβόλων, σχέση της φύσης με το άστυ. Το «ελάφι» δεν είναι εντέλει παρά το ενδιάμεσο αφήγημα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, προκειμένου να διερευνηθεί, όχι ο τρόπος αλλοτρίωσης μιας ελεύθερης φύσης και της αφομοίωσής της με το αστικό τοπίο αλλά αφενός, πώς μια ήδη αλλοτριωμένη και απολεσθείσα ταυτότητα τοποθετείται και δρα μέσα στο αστικό σχήμα που η ίδια δημιουργεί και αφετέρου, πώς καθορίζεται από αυτό.
Έτσι, και καθώς ο στοχασμός της ποιήτριας κατευθύνεται, κατά κύριο λόγο, στην ανθρώπινη παρουσία, ακολουθώντας την κίνηση του ατόμου μέσα στην πόλη, γίνεται φανερό ότι ο συμβολισμός του «ελαφιού» δεν είναι παρά ένα κλείσιμο του ματιού της στην ειρωνεία, αφού και τα όποια στοιχεία της φύσης διασώζονται (δέντρα, ποτάμια, πουλιά, προϊόντα της), νοηματοδοτούνται διαφορετικά ή αποτελούν απλώς μέρος του χωροταξικού σχεδιασμού:

Όλο το πρωί πάλευα μ’ ένα πορτοκάλι / Το έπλυνα το σκούπισα / Μ’ ένα μαχαίρι χάραξα πάνω του γραμμές / Αφαίρεσα τη φλούδα / Ευλαβικά απομάκρυνα κάθε ίνα / από τη σάρκα κάθε ίχνος περιττό / Το άνοιξα στα δυο / Το σκόρπισα στο πιάτο / Σταθερά άρχισα να καταπίνω / ένα κομμάτι μετά ένα άλλο / Στο τέλος το πιάτο άδειασε / και σκέφτηκα πως πέρασε ο καιρός / Έναν άλλο τρόπο έπρεπε να βρω / μιαν άλλη έναρξη για τη μέρα / Ίσως κάποιο φρούτο της καινούργιας εποχής / Έστω ένα μαχαίρι νέο […] («Νέοι στόχοι», σελ. 20)

Κρατώντας πίσω της λοιπόν τον τίτλο και την εσκεμμένα, όπως πιστεύω, αντιφατική συνύπαρξη του ελαφιού με το άστυ, από το πρώτο κιόλας ποίημα «Άσκηση χωροταξικού σχεδιασμού», η Κουλούρη δηλώνει ότι δεν προτίθεται να μιλήσει για καμία χαμένη αθωότητα, για κανένα Χαμένο Παράδεισο, για κανένα δάσος που χάθηκε στην πόλη: «Αειφόρος η ανάπτυξη της απώλειας / Στα ίχνη του ενός τα βήματα του άλλου», γράφει. Κάτω από αυτή την, επίσης ειρωνική, παραδοχή και τηρώντας αποστάσεις από κάθε είδους διακήρυξη, με εφόδιά της τις αισθήσεις και τις νοητικές της ικανότητές, καταφέρνει νὰ τοποθετεί αλλά και να μετατοπίζει επιδέξια τους αρμούς που συνδέουν τους θεματικούς της τόπους. Αφουγκράζεται και περιγράφει τα όρια της συστολής και της διαστολής του χρόνου, αντιλαμβάνεται ως «ζήτημα φωτός» την πρόσληψη του εαυτού και των αντικειμένων, διαβάζει τα πράγματα ως σημεία ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη. Με την ποιητική της ιδιότητα θέλει να παρατηρεί αλλά και να μετέχει, θέλει να είναι η σκιά αλλά και το σώμα, η απορία αλλά και η απάντηση. Θέλει στο φρόνημά της να χωρούν εξίσου η αποστασιοποίηση και η ενσυναίσθηση. Σταχυολογώ:

Είναι ο χρόνος που θα ’ρθει / κι εκείνα που χάθηκαν στους δείκτες // Παρέρχονται οι εποχές / μαζί οι άνθρωποί τους / κι αυτή η ιστορία δεν λέει να τελειώσει («Ανάλγητη στο φως», σ. 12)

ή:

Το φως ξαπλώνει στα κτίρια / κι άλλοτε δείχνει την όψη τους / άλλοτε ανιχνεύει τη φύση του ματιού («Αστικοποίηση», σ. 10)

ή ακόμη:

Ανάμεσα στην πραγματικότητα και τα πράγματα / ένα αντικείμενο αμνησίας διακρίνεται / ενάντια στην απόπειρα να συνυπάρξουν / η συνειδητοποίηση κι αυτό που αλλάζει // Από την ανεπάρκεια της φαντασίας / μεγαλύτερη η ανεπάρκεια της γλώσσας / Μας κάνει αεικίνητους μ’ ένα βάρος στο στόμα («Καθαρό βάρος», σ. 30)

Με τούτο το γενικό πλαίσιο κατά νου, μπορούμε στη συνέχεια να εστιάσουμε στα επί μέρους στοιχεία του βιβλίου, στα δίπολα γύρω από τα οποία θεωρώ πως αυτό αναπτύσσεται και που συγκροτούν την πραγματικότητά του: άνθρωπος-πόλη, πόλη-φύση, άνθρωπος-φύση, άνθρωπος-άνθρωπος.
Και αν η σχέση του ανθρώπου με τον περιβάλλοντα χώρο ουδετεροποιείται από τη συνήθεια, η σχέση του με την οιονεί και διαρκώς απούσα-παρούσα φύση, κρύβει επιθυμίες και μια αμφίθυμη, θα έλεγα, νοσταλγία, μια αναγνώριση και ανάκληση καταγωγής, η οποία εντούτοις παραμένει στη ρητορική της αποτύπωση: «Τι άλλο να πει ο άνθρωπος πως είναι / αν όχι μια στάλα υγρασίας / στο φύλλωμα της πρωινής δροσιάς / κι ένα λιγνό ασήμαντο χορτάρι / στην πλαγιά του πιο ψηλού βουνού» («Φυσική ιστορία», σ. 39).

Ωστόσο, είναι η σχέση του ανθρώπου με τον άνθρωπο και η σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του εκείνες που, λόγω της αμφίδρομης κίνησής τους, παράγουν τις αναγκαίες αντιθέσεις και συγκρούσεις, απαραίτητες για τη διαλεκτική του ποιήματος. Ακόμη και το ομότιτλο της συλλογής ποίημα «Αστικό ελάφι», με την τελική συναίνεση του κυνηγού και του θηράματος, δεν είναι παρά η διαλεκτική σχέση του ίδιου στην ουσία υποκειμένου με τους δύο ρόλους που καλείται να παίξει. Και μέσα στους ρόλους αυτούς μοιάζει να χωρούν και να ξετυλίγονται, σαν ομολογημένες ή ανομολόγητες πραγματώσεις όσα κατευθύνουν την ποιητική διαδρομή του βιβλίου: ο έρωτας και το αίμα, η εξέγερση και η υποταγή, η συνύπαρξη και η μοναξιά, το φως που τρυπάει τις κουρτίνες και το άλλο φως:

Στις πόλεις που έχουν φεγγάρι / δύο άνθρωποι κάθονται στη σκεπή // Στις πόλεις που έχουν φεγγάρι / ένας άνθρωπος στέκεται συλλαβίζοντας φως («Ουράνια σώματα», σ. 14).

Είναι αυτό το φως που επανέρχεται, με τη μορφή σπόρου αυτή τη φορά, στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, σαν ενδεχόμενο μιας μακρινής ελπίδας ότι κάτι νέο μπορεί να φυτευτεί, να ποτιστεί και κάποτε να φυτρώσει: «Φεύγοντας θα φυτέψω έναν σπόρο / Ίσως βρεθεί και γι’ αυτόν λίγο νερό» («Στην εκπνοή», σ. 42).
Με γλώσσα οργανωμένη, που υπηρετεί τα νοήματα, ολοκληρώνοντάς τα με αποφθεγματικές ενίοτε καταλήξεις, απεκδυόμενη την περιττή ποιητικότητα, πλούσια όμως σε εικόνες που κινητοποιούν τις αισθήσεις, η Μαρία Κουλούρη καταθέτει ένα βιβλίο που αφορά τόσο στη συγχρονία της περιβαλλοντικής προβληματικής, όσο και στην εξ αρχής βιολογική και αλληλοεπιδραστική σχέση ανθρώπου και φύσης. Ένα βιβλίο που πιστεύω ότι κανείς δεν θα χάσει τον χρόνο του διαβάζοντάς του.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: