Ο Καζαντζάκης και ο ποιητικός ρυθμός

(Φωτογραφικό Αρχείο ΕΚΙΜ)
(Φωτογραφικό Αρχείο ΕΚΙΜ)


Δη­μή­τρης Κό­κο­ρης, Ο Κα­ζαν­τζά­κης ως ποι­η­τής. Φι­λο­σο­φι­κή διά­στα­ση, ρυθ­μι­κή έκ­φρα­ση, κρι­τι­κή πρό­σλη­ψη, εκδ. Πε­δίο 2020

——————


Απο­τε­λεί σχε­δόν κοι­νό τό­πο για τη σύγ­χρο­νη ελ­λη­νι­κή κρι­τι­κή η δια­πί­στω­ση της γλωσ­σι­κής, στο­χα­στι­κής και υφο­λο­γι­κής ιδιο­τυ­πί­ας του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη (1883-1957). Και τού­το ισχύ­ει για όλα τα εί­δη του λό­γου που καλ­λιέρ­γη­σε: όχι μό­νο για τα όψι­μα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του, που του εξα­σφά­λι­σαν εκ­δο­τι­κή επι­τυ­χία και πα­γκό­σμια ανα­γνώ­ρι­ση μέ­σα από τις πο­λυά­ριθ­μες με­τα­φρά­σεις τους, αλ­λά και για τις τρα­γω­δί­ες του, τα στο­χα­στι­κά δο­κί­μιά του, τα τα­ξι­διω­τι­κά του έρ­γα, τα δη­μο­σιο­γρα­φι­κά του κεί­με­να, τις εκα­το­ντά­δες επι­στο­λές του, τις με­τα­φρα­στι­κές του από­πει­ρες, τα αφη­γή­μα­τά του για παι­διά και εφή­βους και, φυ­σι­κά, τις κα­τε­ξο­χήν ποι­η­τι­κές του συν­θέ­σεις – δη­μο­σιευ­μέ­νες εί­τε αυ­το­τε­λώς εί­τε διά­σπαρ­τες σε διά­φο­ρα έντυ­πα.
Από την άλ­λη, η αλή­θεια εί­ναι ότι στη συ­νεί­δη­ση του μέ­σου ανα­γνώ­στη ο Κα­ζαν­τζά­κης έχει μεί­νει πρω­τί­στως ως πε­ζο­γρά­φος, κυ­ρί­ως ως μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, κα­θώς και ως στο­χα­στής. Ο Βί­ος και πο­λι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά (1946), Ο Χρι­στός ξα­να­σταυ­ρώ­νε­ται (1948 – έκδ. 1954), Ο κα­πε­τάν Μι­χά­λης (1950 – έκδ. 1953), Ο τε­λευ­ταί­ος πει­ρα­σμός (1951 – έκδ. 1955), Ο φτω­χού­λης του Θε­ού (1953 – έκδ. 1954), Οι Αδερ­φο­φά­δες (1955 – έκδ. 1963) και η αυ­το­βιο­γρα­φι­κή Ανα­φο­ρά στον Γκρέ­κο (1957 – έκδ. 1961) απο­γεί­ω­σαν τη φή­μη του και συ­μπύ­κνω­σαν στις σε­λί­δες τους τα κυ­ριό­τε­ρα υφο­λο­γι­κά, ιδε­ο­λο­γι­κά και φι­λο­σο­φι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του, αφή­νο­ντας σε δεύ­τε­ρο πλά­νο τα προη­γού­με­να μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του Όφις και κρί­νο (1906), Σπα­σμέ­νες ψυ­χές (1908), Τό­ντα Ρά­μπα (1929 – έκδ. 1934) και Ο βρα­χό­κη­πος (1936). Με τον ίδιο τρό­πο, αί­σθη­ση εί­χαν προ­κα­λέ­σει και η Ασκη­τι­κή του (πρώ­τη γρα­φή: 1922, έκδ. 1927 – ορι­στι­κή: 1944, έκδ. 1945) και αρ­κε­τές τα­ξι­διω­τι­κές εντυ­πώ­σεις του (1914-1958, σε Ελ­λά­δα, Ευ­ρώ­πη, Ασία και Αί­γυ­πτο, έχο­ντας δια­μεί­νει ικα­νά δια­στή­μα­τα στα μέ­ρη που επι­σκέ­φθη­κε).
Και όμως: δεν θα πρέ­πει να ξε­χνά κα­νείς ότι έως τα μέ­σα πε­ρί­που της έβδο­μης δε­κα­ε­τί­ας της ζω­ής του, ο Κρη­τι­κός δη­μιουρ­γός, ενώ υπήρ­ξε πο­λυ­γρά­φος, ήταν γνω­στό­τε­ρος ως με­τα­φρα­στής, συγ­γρα­φέ­ας δο­κι­μί­ων και δρα­μα­τι­κών έρ­γων και ως ποι­η­τής με­ρι­κών πρώ­ι­μων συν­θέ­σε­ων, αλ­λά και της Οδύ­σειας (1925-1938) των 33333 δε­κα­ε­πτα­σύλ­λα­βων στί­χων, την οποία ο ίδιος θε­ω­ρού­σε μεί­ζο­να πα­ρα­κα­τα­θή­κη του. Εί­ναι δε τα ίδια χρό­νια (1932-1937 και 1932-1946, αντί­στοι­χα) που γρά­φει τις Τερ­τσί­νες του, οι οποί­ες θα δη­μο­σιευ­τούν με­τά τον θά­να­τό του (1960), και εκ­πο­νεί τις πε­ρισ­σό­τε­ρες από τις ποι­η­τι­κές με­τα­φρά­σεις έρ­γων πρώ­της γραμ­μής της πα­γκό­σμιας λο­γο­τε­χνί­ας, όπως η δα­ντι­κή Θεία Κω­μω­δία ή μέ­ρος από τον Φά­ουστ του Γκαί­τε και την Ιλιά­δα του Ομή­ρου.
Αν σε όσα ανα­φέρ­θη­καν ανω­τέ­ρω συ­νυ­πο­λο­γι­στεί η ρυθ­μι­κό­τη­τα που δια­περ­νά πολ­λές από τις γραμ­μές της Ασκη­τι­κής του και το ύφος των ποι­η­τι­κών του δρα­μά­των, θα μπο­ρού­σε να προσ­δώ­σει άνε­τα κα­νείς στον Κα­ζαν­τζά­κη πρω­τί­στως την ιδιό­τη­τα του ποι­η­τή – που, εν­δε­χο­μέ­νως, τον συ­γκι­νού­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο από εκεί­νες του στο­χα­στή, του θε­α­τρι­κού ή τα­ξι­διω­τι­κού συγ­γρα­φέα, του με­τα­φρα­στή, του δη­μο­σιο­γρά­φου, ακό­μη και του πε­ζο­γρά­φου. Ακρι­βώς την ιδιό­τη­τα αυ­τή επι­χει­ρεί να ανα­δεί­ξει κρι­τι­κά και να συ­ζη­τή­σει συ­στη­μα­τι­κά ο Δη­μή­τρης Κό­κο­ρης στο σχε­τι­κά πρό­σφα­το βι­βλίο του: Ο Κα­ζαν­τζά­κης ως ποι­η­τής, σε συ­νάρ­τη­ση με τη φι­λο­σο­φι­κή διά­στα­ση, τη ρυθ­μι­κή έκ­φρα­ση και την κρι­τι­κή πρό­σλη­ψη των αντί­στοι­χων γρα­πτών του συ­γκε­κρι­μέ­νου δη­μιουρ­γού.
Στην κα­τα­το­πι­στι­κή «Ει­σα­γω­γή» του βι­βλί­ου (σσ. 9-28) πε­ρι­γρά­φο­νται συ­νο­πτι­κά οι βα­σι­κές γραμ­μές της επι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ας της με­λέ­της απο­σκο­πώ­ντας, εν τέ­λει, να προ­βεί σε μιαν επα­νε­κτί­μη­ση της κα­ζαν­τζα­κι­κής ποί­η­σης, ως ώρι­μου φι­λο­λο­γι­κού αι­τού­με­νου. Σω­στά επι­ση­μαί­νε­ται ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης υπήρ­ξε, αυ­τό που θα λέ­γα­με, πα­ρα­δο­σια­κός ποι­η­τής ως προς τους τρό­πους ποι­η­τι­κής έκ­φρα­σης που επι­στρά­τευ­σε. Πράγ­μα­τι, ένας αριθ­μός από τα νε­α­νι­κά του ποι­ή­μα­τα ακο­λου­θούν την πα­ρα­δο­σια­κή στι­χουρ­γία ή θα μπο­ρού­σαν να προσ­διο­ρι­στούν, ένε­κα του ρυθ­μού τους, ως πε­ζο­τρά­γου­δα – με τους όρους της πε­ριό­δου εντός της οποί­ας συ­ντέ­θη­καν. Επι­προ­σθέ­τως, η έμ­με­τρη στι­χουρ­γία κα­θο­ρί­ζει τον ρυθ­μό της πλειο­νό­τη­τας των δρα­μα­τουρ­γι­κών του συμ­βο­λών και των ποι­η­τι­κών με­τα­φρά­σε­ων που απο­πει­ρά­θη­κε, ενώ το σο­νέ­το και η τερ­τσί­να χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν σε κα­θα­ρά ποι­η­τι­κές συν­θέ­σεις του. Η στι­χουρ­γι­κή πρό­τα­ση της Οδύ­σειας και των με­τα­φρά­σε­ων των ομη­ρι­κών επών κω­δι­κο­ποί­η­σαν, στ’ αλή­θεια, την πλέ­ον πο­λυ­σύλ­λα­βη μορ­φή έμ­με­τρου στί­χου στα νε­ο­ελ­λη­νι­κά ποι­η­τι­κά δρώ­με­να. Ακό­μα και η Ασκη­τι­κή του χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από μιαν ποι­η­τι­κό­τη­τα που θυ­μί­ζει βι­βλι­κής προ­έ­λευ­σης ρυθ­μό – αν και όχι στον ίδιο βαθ­μό, σε όλη της την έκτα­ση (άλ­λω­στε, ο συγ­γρα­φέ­ας της ήταν που την απο­κά­λε­σε φι­λο­σο­φι­κή πραγ­μα­τεία και ως τέ­τοια έχει μεί­νει στην ιστο­ρία των νε­ο­ελ­λη­νι­κών γραμ­μά­των). Τί έκα­νε, ωστό­σο, τον Κα­ζαν­τζά­κη να απο­φύ­γει τη χρή­ση του ελεύ­θε­ρου στί­χου στα ποι­ή­μα­τά του; Η εξή­γη­ση που δί­νει ο Κό­κο­ρης έχει μια βά­ση, μο­λο­νό­τι θα απαι­τεί­το πο­λύς χώ­ρος για να κα­τα­δει­χθεί πει­στι­κά:

Ένας κοι­νός κρι­τι­κός τό­πος εί­ναι ότι ρυθ­μι­κά λει­τουρ­γι­κό ελεύ­θε­ρο στί­χο δί­νει ο δη­μιουρ­γός που μπο­ρεί να οι­κο­δο­μεί και να χει­ρί­ζε­ται με επάρ­κεια και τον έμ­με­τρο στί­χο. Από τον Κα­ζαν­τζά­κη, επο­μέ­νως, δεν εξέ­λι­πε η τε­χνι­κή και γλωσ­σι­κή ικα­νό­τη­τα ποι­η­τι­κής έκ­φρα­σης σε στί­χο ελεύ­θε­ρο, αλ­λά ως δια­νοη­τι­κός ποι­η­τής, ο οποί­ος σε όλο το άνυ­σμα της συγ­γρα­φι­κής πο­ρεί­ας του στό­χευε στο να με­τα­δώ­σει καλ­λι­τε­χνι­κώς εκ­φρα­σμέ­να έλ­λο­γης διάρ­θρω­σης μη­νύ­μα­τα, αι­σθα­νό­ταν ότι η απορ­ρέ­ου­σα πο­λυ­ση­μία ή και ερ­μη­τι­κό­τη­τα του νε­ω­τε­ρι­κού ποι­η­τι­κού λό­γου, θε­με­λιω­μέ­νη στις πλεί­στες των πε­ρι­πτώ­σε­ων (ιδί­ως κα­τά την πε­ρί­ο­δο του Με­σο­πο­λέ­μου) στη σπο­ρα­δι­κή, έστω, διά­σπα­ση του λο­γι­κού άξο­να, δεν εναρ­μο­νι­ζό­ταν με τη φι­λο­σο­φι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κά ευ­κρι­νή δό­μη­ση της προ­σω­πι­κής του ποι­η­τι­κής. Επέ­μει­νε, επο­μέ­νως, στην αξιο­ποί­η­ση του έμ­με­τρου στί­χου ως ρυθ­μι­κής δο­μής, ακό­μη και κα­τά την πε­ρί­ο­δο από τη δε­κα­ε­τία του 1930 και εξής, κα­τά την οποία γραμ­μα­το­λο­γι­κά, κρι­τι­κά και ανα­γνω­στι­κά η χρή­ση των έμ­με­τρων μορ­φών θε­ω­ρή­θη­κε τε­χνο­τρο­πι­κά πα­ρω­χη­μέ­νη.
Επι­πρό­σθε­τα, κα­τά την επο­χή που ποι­η­τι­κά επι­κρά­τη­σε η σκια­γρά­φη­ση ενός κό­σμου αντι­φα­τι­κού, χα­ώ­δους και θρυμ­μα­τι­σμέ­νου, ο Κα­ζαν­τζά­κης δεν απο­στα­σιο­ποι­ή­θη­κε από την ποι­η­τι­κή από­δο­ση και ψυ­χο­γρά­φη­ση με­γά­λων ηρω­ι­κών μορ­φών και από την ψη­λά­φη­ση υπαρ­ξια­κών θε­μά­των δια­χρο­νι­κά θε­ω­ρου­μέ­νων ως, επί­σης, με­γά­λων. Ο γε­νι­κά υψη­λός τό­νος της ρυθ­μι­κής του έκ­φρα­σης και η σύν­θε­τη ορ­γα­νι­κή ενό­τη­τα της ποι­η­τι­κής του θε­μα­τι­κής επό­με­νο ήταν να μην εκτι­μη­θούν ιδιαί­τε­ρα σε μια επο­χή, κα­τά την οποία τα μεσ­σια­νι­κά ορά­μα­τα, ιδί­ως αυ­τά που ήταν προ­σω­πι­κής φύ­σε­ως και μη συν­δε­δε­μέ­να με πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κή δυ­να­μι­κή, εί­χαν αρ­χί­σει να εκ­πί­πτουν (σσ. 24-25).

Βέ­βαια, η πε­ρί­ο­δος που γρά­φει τα πε­ρισ­σό­τε­ρα ποι­ή­μα­τά του ο Κα­ζαν­τζά­κης εί­ναι ακό­μη αρ­κε­τά με­ταιχ­μια­κή, θα έλε­γε κα­νείς, αφού αρ­κε­τοί από (πο­λύ νε­ό­τε­ρούς του) ποι­η­τές που στα­δια­κά κα­τέ­λη­ξαν στην υιο­θέ­τη­ση της ελευ­θε­ρό­στι­χης ποι­η­τι­κής έκ­φρα­σης με­τε­ω­ρί­στη­καν στα τε­λευ­ταία χρό­νια της δε­κα­ε­τί­ας του 1920 και στα πρώ­τα χρό­νια της επό­με­νης, με­τα­ξύ πα­ρα­δο­σια­κής φόρ­μας και νε­ω­τε­ρι­κού τρό­που γρα­φής, πριν κα­τα­στα­λά­ξουν στην τε­λευ­ταία. Ήδη, όπως ει­πώ­θη­κε, η Οδύ­σεια εί­χε ξε­κι­νή­σει να γρά­φε­ται το 1925, οι Τερ­τσί­νες γρά­φτη­καν την πε­ντα­ε­τία 1932-1937, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες ποι­η­τι­κές με­τα­φρά­σεις του εκ­πο­νή­θη­καν ίσα­με τα χρό­νια εκεί­να – χώ­ρια που θα ήταν μάλ­λον ασυ­νή­θι­στο ή/και αι­σθη­τι­κά αμ­φί­βο­λο, ει­δι­κά εκεί­νη την επο­χή, το απο­τέ­λε­σμα μιας με­τά­φρα­σης σε ελεύ­θε­ρο στί­χο ή σε πρό­ζα, έρ­γων πρω­το­κλα­σά­των δη­μιουρ­γών (όπως των Δά­ντη, Γκαί­τε, Μα­για­κόφ­σκι, Λόρ­κα, Ομή­ρου κ.ά.) τα οποία εί­χαν γρα­φεί στο πρω­τό­τυ­πο σε έμ­με­τρη μορ­φή. Πα­ράλ­λη­λα, ενώ εί­ναι ακρι­βές ότι η ποί­η­ση υψη­λών τό­νων φθί­νει και τα μεσ­σια­νι­κού τύ­που ορά­μα­τα υπο­χω­ρούν στα με­τά τον Πα­λα­μά χρό­νια, δεν εί­ναι το ίδιο βέ­βαιο πως κα­τά την αυ­τή πε­ρί­ο­δο σκια­γρα­φεί­ται από όλους τους ποι­η­τές ένας κό­σμος αντι­φα­τι­κός, χα­ώ­δης και θρυμ­μα­τι­σμέ­νος. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, όμως, η συ­ζή­τη­ση που έχει ανοί­ξει με τις πιο πά­νω το­πο­θε­τή­σεις του Κό­κο­ρη εί­ναι ερε­θι­στι­κή και άκρως εν­δια­φέ­ρου­σα.
Εν­δια­φέ­ρου­σα εί­ναι και η πραγ­μά­τευ­ση που επι­χει­ρεί ο Κό­κο­ρης και στο κε­φά­λαιο «Τα πρώ­ι­μα ποι­ή­μα­τα» (σσ. 29-77). Πέ­ρα από το ότι το κομ­μά­τι αυ­τό της ποι­η­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας του Κα­ζαν­τζά­κη δεν έχει με­λε­τη­θεί εκτε­νώς και πα­ρα­μέ­νει εν πολ­λοίς άγνω­στο, αξί­ζει να ση­μειω­θεί η εσω­τε­ρι­κή σχέ­ση του φι­λο­σο­φι­κού στο­χα­σμού με τη γρα­φή του Κρη­τι­κού λο­γο­τέ­χνη ήδη από αυ­τήν την πρώ­ι­μη πε­ρί­ο­δό του: θέ­μα­τα όπως ο κα­θο­ρι­σμός των ηθι­κών αξιών, η ανα­ζή­τη­ση της θε­ό­τη­τας, ο προσ­διο­ρι­σμός της ομορ­φιάς, η υπαρ­ξια­κή δι­καί­ω­ση της αν­θρώ­πι­νης υπό­στα­σης, η σχέ­ση ατό­μου και κοι­νω­νί­ας ή αν­θρώ­που και φύ­σης, η δια­πλο­κή εν­στί­κτου, συ­γκι­νη­σια­κής φόρ­τι­σης και λο­γι­κών δια­νοη­τι­κών διερ­γα­σιών, ο θά­να­τος ως τέ­λος και όριο, ο χρό­νος ως φθο­ρά, ο έρω­τας ως ανά­τα­ση, το από­λυ­το δό­σι­μο σε υψη­λά ιδα­νι­κά, υπάρ­χουν εν σπέρ­μα­τι σε αυ­τές τις πρώ­τες του συν­θέ­σεις (πε­ζά ποι­ή­μα­τα, σο­νέ­τα και στί­χους σε ανο­μοιο­κα­τά­λη­κτο ιαμ­βι­κό δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βο), ενώ δια­τρέ­χουν δια­χρο­νι­κά και συν­θε­τι­κά το σύ­νο­λο του πο­λύ­πλευ­ρου κα­ζαν­τζα­κι­κού έρ­γου που, ας ση­μειω­θεί, πο­τέ «δεν απώ­λε­σε γλωσ­σι­κά και δο­μι­κά την υφή του ποι­η­τι­κού λό­γου» (σ. 77).
Στη συ­νά­φεια αυ­τή, έρ­χε­ται ο Κό­κο­ρης να με­λε­τή­σει το ύφος και τον ποι­η­τι­κό ρυθ­μό ορι­σμέ­νων ση­μεί­ων της «Ασκη­τι­κής» (σσ. 79-104) – ίσως σε με­γα­λύ­τε­ρο βαθ­μό απ’ ό,τι αρ­μό­ζει στο σύ­νο­λο του έρ­γου, όπως υπαι­νι­κτι­κά ση­μειώ­θη­κε πιο πά­νω, μιας και, πα­ρά τον «προ­φη­τι­κό-ορα­μα­τι­κό τό­νο του κει­μέ­νου», δεν δια­βά­ζο­νται όλες οι πα­ρά­γρα­φοι του φι­λο­σο­φι­κού αυ­τού δο­κι­μί­ου, προ­σαρ­μο­σμέ­νες «στη βι­βλι­κής κα­τα­γω­γής ρυθ­μο­λο­γι­κή συν­θή­κη του στί­χου-εδά­φιο» (σ. 104). Με βά­ση το πε­ριε­χό­με­νο της Ασκη­τι­κής, αλ­λά και τις προ­θέ­σεις του συγ­γρα­φέα της, δι­καί­ως θε­ω­ρεί­ται ένα εί­δος φι­λο­σο­φι­κού μα­νι­φέ­στου και εύ­λο­γα η κρι­τι­κή στά­θη­κε στον στο­χα­σμό που ανα­δει­κνύ­ε­ται από τις σε­λί­δες της και στις ιδε­ο­λο­γι­κές θέ­σεις που αυ­τή απο­τυ­πώ­νει. Θα εί­χε εν­δια­φέ­ρον, όμως, να με­λε­τη­θεί συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρα το ύφος της από πλευ­ράς ρυθ­μού και υφο­λο­γι­κών-γλωσ­σι­κών επι­λο­γών που της προσ­δί­δουν μιαν ιδιο­τυ­πία και μια μορ­φή ποι­η­τι­κό­τη­τας όχι τό­σο συ­νη­θι­σμέ­νης σε αντί­στοι­χα κεί­με­να της νε­ο­ελ­λη­νι­κής γραμ­μα­τεί­ας. Και ως προς τού­το, οι κα­τευ­θύν­σεις της συ­να­φούς προς το θέ­μα επι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ας του Κό­κο­ρη ανοί­γουν δρό­μους για μια νέα κει­με­νι­κή πραγ­μά­τευ­ση του εν λό­γω έρ­γου.
Τα πράγ­μα­τα δεί­χνουν να εί­ναι κα­τά πο­λύ ευ­κρι­νέ­στε­ρα σε ό,τι αφο­ρά «Τα ποι­η­τι­κά δρά­μα­τα» (σσ. 105-136), που συ­γκρο­τούν το επό­με­νο κε­φά­λαιο του συ­ζη­τού­με­νου βι­βλί­ου. Ο Κα­ζαν­τζά­κης αφιέ­ρω­σε με­γά­λο μέ­ρος της πρω­το­γε­νούς δη­μιουρ­γί­ας του στη συγ­γρα­φή τρα­γω­διών: στο διά­στη­μα 1906-1956 έγρα­ψε πά­νω από δε­κα­πέ­ντε θε­α­τρι­κά έρ­γα, με εν­νέα από αυ­τά να έχουν συ­ντε­θεί σε έμ­με­τρη μορ­φή και σε έναν μι­κρό αριθ­μό από τα υπό­λοι­πα να πα­ρα­τη­ρεί­ται μια έντο­νη ρυθ­μι­κό­τη­τα. Και εί­ναι αυ­τή η ρυθ­μι­κό­τη­τα, κο­ντά στην ιδιό­τυ­πη-προ­σω­πι­κή κα­ζαν­τζα­κι­κή γλώσ­σα (η οποία, άλ­λω­στε, χα­ρα­κτη­ρί­ζει την πλειο­νό­τη­τα –αν όχι το σύ­νο­λο– των δη­μιουρ­γι­κών γρα­πτών του), που συ­νο­δεύ­ουν τη φι­λο­σο­φι­κή στο­χα­στι­κό­τη­τά των συ­γκε­κρι­μέ­νων έρ­γων και δεί­χνουν την έν­νοια του Κρη­τι­κού λο­γο­τέ­χνη για το δού­λε­μα του στί­χου. Πράγ­μα­τι, πα­ρά την προ­σπά­θειά του να ανα­δεί­ξει «την πρά­ξη ως μέ­γι­στη αξία για την αν­θρώ­πι­νη ύπαρ­ξη» και την εξ αυ­τού επι­λο­γή του να κα­τα­στή­σει τις μορ­φές αρ­κε­τών δρα­μά­των του (λ.χ. Χρι­στό, Βού­δα, Οδυσ­σέα, Προ­μη­θέα, Ιου­λια­νό τον Πα­ρα­βά­τη, Νι­κη­φό­ρο Φω­κά, Κων­στα­ντί­νο Πα­λαιο­λό­γο, Χρι­στό­φο­ρο Κο­λόμ­βο, Κα­πο­δί­στρια κ.α.) «ηρω­ι­κά με­γα­λειώ­δεις, ανή­συ­χες και δη­μιουρ­γι­κές, πο­λύ πά­νω από τον μέ­σο αν­θρώ­πι­νο όρο, δο­σμέ­νες σε αγώ­να τι­τά­νιο μα και ανέλ­πι­δο για πε­ραί­ω­ση του με­γά­λου έρ­γου που έχουν ανα­λά­βει» (σ. 132), δεν εί­ναι λί­γες οι πε­ρι­πτώ­σεις που πα­ρα­τη­ρού­νται αδυ­να­μί­ες ως προς τα δρα­μα­τουρ­γι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των συ­γκε­κρι­μέ­νων έρ­γων, με απο­τέ­λε­σμα να αφή­νουν εντο­νό­τε­ρες εντυ­πώ­σεις ως κα­τα­θέ­σεις ποι­η­τι­κής γρα­φής και δευ­τε­ρευό­ντως ως θε­α­τρι­κής.
Αξιώ­σεις, επί­σης, λο­γο­τε­χνι­κές έχουν και «Οι ποι­η­τι­κές με­τα­φρά­σεις» του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη, που απο­τε­λούν το αντι­κεί­με­νο πραγ­μά­τευ­σης του επό­με­νου κε­φα­λαί­ου του βι­βλί­ου του Δη­μή­τρη Κό­κο­ρη (σσ. 137-175). Και εδώ η επι­λο­γή του με­τα­φρα­στή να ταυ­τι­στεί με κο­ρυ­φαί­ους ποι­η­τές, που κα­τέ­χουν πε­ρί­βλε­πτη θέ­ση στον δυ­τι­κό (του­λά­χι­στον) λο­γο­τε­χνι­κό κα­νό­να, κα­τα­δει­κνύ­ει τον τρό­πο με τον οποίο έβλε­πε ο με­τα­φρα­στής τον εαυ­τό του δί­πλα τους: πε­ρισ­σό­τε­ρο ως (ανα)δη­μιουρ­γό της ατμό­σφαι­ρας και του ύφους τους και λι­γό­τε­ρο ως απλό με­τα­φο­ρέα των εν­νοιών και του πε­ριε­χο­μέ­νου των έρ­γων τους. Σί­γου­ρα, ο Κα­ζαν­τζά­κης θε­ω­ρού­σε τη με­τά­φρα­ση ως πρω­τό­τυ­πο και μιαν ευ­και­ρία να ακου­στεί, μέ­σα από το έρ­γο σπου­δαί­ων λο­γο­τε­χνών και στο­χα­στών, και η δι­κή του, ιδιό­τυ­πα εκ­φρα­σμέ­νη και επι­το­νι­σμέ­νη, φω­νή. Μια φω­νή που, όπως και σε άλ­λες ποι­η­τι­κές συν­θέ­σεις του, συ­νέ­δεε την υπαρ­ξια­κή ανα­ζή­τη­ση και τον φι­λο­σο­φι­κό στο­χα­σμό με τη λο­γο­τε­χνι­κή συ­γκί­νη­ση και που ένοιω­θε πως χρειά­ζε­ται πε­ρίσ­σιος χώ­ρος και όχι λι­γο­στοί στί­χοι για να υλο­ποι­η­θεί μια τέ­τοια πρό­θε­ση.
Εμ­φα­νέ­στα­το δείγ­μα ενός έτσι προ­σα­να­το­λι­σμέ­νου ποι­η­τι­κού-λο­γο­τε­χνι­κού προ­γράμ­μα­τος απο­τε­λεί η σύν­θε­ση της κα­ζαν­τζα­κι­κής «Οδύ­σειας», η συ­ζή­τη­ση της οποί­ας κα­τα­λαμ­βά­νει τις ακό­λου­θες εί­κο­σι πέ­ντε σε­λί­δες της με­λέ­της (σσ. 177-202). Το έρ­γο αυ­τό, που απο­κλή­θη­κε το με­γα­λύ­τε­ρο έπος της λευ­κής φυ­λής, με την έκτα­ση των στί­χων και των συλ­λα­βών του, τη μα­κρά πε­ρί­ο­δο σύν­θε­σής του, τις αλ­λε­πάλ­λη­λες προ­δη­μο­σιεύ­σεις με­ρών του και, γε­νι­κό­τε­ρα, με τις ιδέ­ες του και την πλο­κή του, κα­τα­δει­κνύ­ει τη στό­χευ­ση του Κα­ζαν­τζά­κη προς το υψη­λό και το με­γα­λειώ­δες. Δεν ήταν, φυ­σι­κά, εύ­κο­λο ού­τε την επο­χή που γρά­φτη­κε, ού­τε (πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο) στα κα­το­πι­νό­τε­ρα χρό­νια να συ­ντε­θεί και, ακο­λού­θως, να δια­βα­στεί ένα έρ­γο δε­κά­δων χι­λιά­δων στί­χων, με τό­σο ιδιό­τυ­πα γλωσ­σι­κά-υφο­λο­γι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά – που, άλ­λω­στε, μα­ζί με την ιδε­ο­λο­γι­κή και αφη­γη­μα­τι­κή αύ­ρα του, το κα­θι­στούν εξαι­ρε­τι­κά αξιο­πρό­σε­κτο. Μά­λι­στα, ο συγ­γρα­φέ­ας του συ­ζη­τού­με­νου βι­βλί­ου πι­στεύ­ει πως

Λό­γω των ιστο­ρι­κών, κοι­νω­νι­κών και καλ­λι­τε­χνι­κών εξε­λί­ξε­ων, που ανα­πό­δρα­στα συμ­βάλ­λουν στη δια­μόρ­φω­ση των όρων πα­ρα­γω­γής και πρό­σλη­ψης του πο­λι­τι­σμι­κού προ­ϊ­ό­ντος, η επο­χή των με­γά­λων ποι­η­τι­κών αφη­γή­σε­ων (με­γά­λων και σε πο­σό­τη­τα λο­γο­τε­χνι­κής ύλης) εί­χε πα­ρέλ­θει, όταν ο Κα­ζαν­τζά­κης έδι­νε τα ποι­η­τι­κά του συν­θέ­μα­τα [εν προ­κει­μέ­νω, την Οδύ­σεια]. Αντί­θε­τα, όταν με­τα­πο­λε­μι­κά δο­κί­μα­σε να διο­χε­τεύ­σει τη σύν­θε­της υφής λο­γο­τε­χνι­κή του ορ­μή στη φόρ­μα του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, η ανα­γνω­στι­κή και κρι­τι­κή απή­χη­ση ήταν, απρό­σμε­να ίσως, υψη­λή, διό­τι η διά­χυ­ση των υπαρ­ξια­κών και φι­λο­σο­φι­κών ανα­ζη­τή­σε­ων στην ευ­στα­θή σκα­λω­σιά μιας εξε­λισ­σό­με­νης πλο­κής, μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κά εκ­φρα­σμέ­νης με προ­σω­πι­κή λο­γο­τε­χνι­κή ιδιό­λε­κτο, συ­γκρό­τη­σε ένα συγ­γρα­φι­κό «πα­ρών», το οποίο η ανα­γνω­στι­κή και κρι­τι­κή κοι­νό­τη­τα ήταν ώρι­μη, του­λά­χι­στον, να ακού­σει, αν όχι ιδε­ο­λο­γι­κά ή και αι­σθη­τι­κά να απο­δε­χτεί (σ. 179).

Εν­δε­χο­μέ­νως να έχει δί­κιο ο Κό­κο­ρης – πα­ρό­τι το Άξιον Εστί (1960) του Οδυσ­σέα Ελύ­τη ή οι μεί­ζο­νες συν­θέ­σεις της Τέ­ταρ­της Διά­στα­σης (1972) του Γιάν­νη Ρί­τσου, κα­θώς και άλ­λα πα­ρα­δείγ­μα­τα, δεί­χνουν ότι «με­γά­λες σε πο­σό­τη­τα λο­γο­τε­χνι­κής ύλης» ποι­η­τι­κές κα­τα­θέ­σεις μπο­ρούν να ανα­ζη­τη­θούν στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή γραμ­μα­τεία και στα με­τά τον θά­να­το του Κα­ζαν­τζά­κη χρό­νια. Ωστό­σο, και αυ­τές, δί­πλα στους 33333 στί­χους της Οδύ­σειας φα­ντά­ζουν, ως προς την έκτα­ση, μάλ­λον μι­κρές. Μιας Οδύ­σειας που, κα­τά την εξαι­ρε­τι­κά εύ­στο­χη δια­τύ­πω­ση του Νι­κη­φό­ρου Βρετ­τά­κου στη με­λέ­τη του για τον Κρη­τι­κό λο­γο­τέ­χνη (1960) «σου δί­νει την εντύ­πω­ση ενός στοι­χειω­μέ­νου οι­κο­δο­μή­μα­τος. Θα νό­μι­ζε κα­νείς πως ο Κα­ζαν­τζά­κης θέ­λη­σε να χτί­σει ένα τε­ρά­στιο κά­στρο μυ­κη­ναϊ­κό, με­σαιω­νι­κό, ενε­τι­κό, ανα­το­λί­τι­κο, ένα μείγ­μα όλων των τε­χνών και να του δώ­σει ανα­δρο­μι­κή ισχύ» (πα­ρα­τί­θε­ται στις σσ. 185-186 του βι­βλί­ου).
Με­γά­λη, συ­γκρι­τι­κά με ποι­ή­μα­τα της ίδιας πε­ριό­δου, αλ­λά κα­τά πο­λύ μι­κρό­τε­ρη, σε σχέ­ση με την Οδύ­σεια, έκτα­ση έχουν οι κα­ζαν­τζα­κι­κές «Τερ­τσί­νες», στις οποί­ες αφιε­ρώ­νο­νται εί­κο­σι τρεις σε­λί­δες του βι­βλί­ου (σσ. 203-226). Στο πλαί­σιο δε αυ­τό ακού­γε­ται απο­λύ­τως εύ­λο­γη η σχε­τι­κή άπο­ψη του Κό­κο­ρη:

Ποι­ή­μα­τα που ξε­περ­νούν τους 150 στί­χους, πλη­σιά­ζο­ντας τους 200, δεν εί­ναι μι­κρά, αλ­λά η ρο­πή του Κα­ζαν­τζά­κη προς το υψη­λό και τη με­γα­λη­γο­ρία επε­κτει­νό­ταν και ως προς την έκτα­ση των «τρα­γου­διών» του, με απο­τέ­λε­σμα να θε­ω­ρεί μι­κρά, για τα δι­κά του μέ­τρα, ποι­η­τι­κά συν­θέ­μα­τα που αντι­κει­με­νι­κώς θα μπο­ρού­σαν ως προς την έκτα­ση να θε­ω­ρη­θούν και με­γά­λα (σ. 205).

Τί κρα­τά, ωστό­σο, ο ανα­γνώ­στης, πρω­τί­στως, από τις Τερ­τσί­νες; Πρώ­τ’ απ’ όλα, τον ρυθ­μό τους· στη συ­νέ­χεια την πλού­σια ποι­η­τι­κή γλώσ­σα τους που, όπως και στο με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των γρα­πτών του Κα­ζαν­τζά­κη, φτά­νει κά­πο­τε στα όρια της λε­ξι­θη­ρί­ας· μα­ζί με αυ­τά, δεν λεί­πει η αί­σθη­ση του θαυ­μα­σμού του δη­μιουρ­γού για τις σπου­δαί­ες προ­σω­πι­κό­τη­τες και τις ιδέ­ες στις οποί­ες ανα­φέ­ρο­νται τα ποι­ή­μα­τα αυ­τά, που, συ­νο­λι­κά, συ­γκρο­τούν το ιδιαί­τε­ρο «φι­λο­σο­φι­κό πε­ρί­βλη­μα» κα­θε­μιάς από αυ­τές. Και όλ’ αυ­τά σε τέ­τοιο βαθ­μό, ώστε η ανά­δει­ξη από τον ποι­η­τή «του με­γά­λου έρ­γου των τι­μω­μέ­νων ως από­λη­ξη του ηρω­ι­κού αγώ­να τους, ανέλ­πι­δου μεν αλ­λά υπαρ­ξια­κά επι­διω­κό­με­νου και εκτι­μη­τέ­ου» να «οι­κο­δο­μεί­ται ως συ­γκι­νη­σια­κή κο­ρύ­φω­ση στο εσω­τε­ρι­κό κά­θε τερ­τσί­νας». Εάν τού­το ισχύ­ει, τό­τε, όπως ση­μειώ­νει ο Κό­κο­ρης, «η πο­ρεία κά­θε τερ­τσί­νας λι­γό­τε­ρο υπα­κού­ει σε σχή­μα “σω­τη­ριο­λο­γι­κό” και πε­ρισ­σό­τε­ρο δια­νύ­ε­ται από τον δη­μιουρ­γό ως δια­κύ­βευ­μα προ­σαρ­μο­στι­κό, στο πλαί­σιο του οποί­ου αυ­τός δια­βλέ­πει και ποι­η­τι­κά εν­σω­μα­τώ­νει το έρ­γο κά­θε προ­σώ­που-πυ­ρή­να στο κα­ζαν­τζα­κι­κό βιο­θε­ώ­ρη­μα» (σσ. 210-211).
Από την άλ­λη, όσο και αν τα πρό­σω­πα που επι­λέ­γο­νται ως ήρω­ες - ση­μεία ανα­φο­ράς στα συ­γκε­κρι­μέ­να ποι­ή­μα­τα υπήρ­ξαν, ως επί το πλεί­στον, κο­ρυ­φαί­ες μορ­φές στη ροή της πα­γκό­σμιας ιστο­ρί­ας, πα­ρά την επι­διω­κό­με­νη συ­γκι­νη­σια­κή έντα­ση και την αναμ­φι­σβή­τη­τη ρυθ­μο­λο­γία των στί­χων τους, και πα­ρό­τι εντάσ­σο­νται δη­μιουρ­γι­κά σε μιαν –ανά­λο­γων επι­διώ­ξε­ων– πα­ρά­δο­ση «δο­ξα­στι­κών-εκ­θεια­στι­κών» ποι­η­τι­κών συν­θέ­σε­ων –συν­θή­κες που τα κα­θι­στούν, εν­δε­χο­μέ­νως, «τα κα­λύ­τε­ρα ποι­ή­μα­τα του Κα­ζαν­τζά­κη» (σ. 219)– δεν προ­σέ­χθη­καν ιδιαί­τε­ρα (ή όσο θα άξι­ζε), ίσως λό­γω της λε­κτι­κής και στι­χουρ­γι­κής ιδιο­συ­γκρα­σί­ας τους, στί­χοι, λ.χ., αφιε­ρω­μέ­νοι στον Βού­δα και στον Μω­ά­μεθ, αντί­στοι­χα, όπως οι επό­με­νοι:

                    Τρί­ξαν μες στη σι­γή τ’ αχνά κρο­τά­φια
                        και το ξε­ρό δε­ντρό, το Πνέ­μα, ρί­χτει
                        άσπρους αν­θούς στ’ αχώ­μα­τα χω­ρά­φια.
                        Της σάρ­κας πια ξε­πα­ρα­λεί το δί­χτυ
                        κα­πνοί δα­χτυ­λι­δώ­νου­νται γα­λά­ζιοι,
                        θε­οί, θνη­τοί, στο ντά­λα με­σο­νύ­χτι.

ή
                        Ανοιεί σα μαύ­ρος κα­τη­φές η νύ­χτα
                        τρέ­μει ο αθλη­τής, σω­ρο­βο­λιέ­ται χά­μω·
                        τ’ άστρα στα­λιές τη φλό­γα τους ερί­χτα,
                        κε­ρο­δο­σιά στο σκο­τει­νό του γά­μο·
                        κι αυ­τός αρ­πά­ει στο δι­πλο­πά­λα­μό του
                        σφι­χτά, ζε­στή μια φού­χτα στέρ­φαν άμ­μο –
                        σα μι­σταρ­γός το με­ρο­κά­μα­τό του.

(Και τα δύο πα­ρα­τί­θε­νται στη σ. 211 του συ­ζη­τού­με­νου βι­βλί­ου.)

Η ερ­γα­σία του Κό­κο­ρη κλεί­νει με σύ­ντο­μο και πε­ριε­κτι­κό «Επι­λο­γι­κό ση­μεί­ω­μα» (σσ. 227-235), όπου πα­ρα­τί­θε­ται το από­σταγ­μα όσων ανα­πτύ­χθη­καν στο κυ­ρί­ως σώ­μα της και ανα­πτύσ­σο­νται οι προ­ο­πτι­κές για πε­ραι­τέ­ρω σπου­δή του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη ως ποι­η­τή. Εί­ναι αλή­θεια ότι οι κρι­τι­κοί στά­θη­καν αμ­φί­θυ­μα απέ­να­ντι στα ποι­ή­μα­τα του τε­λευ­ταί­ου, άλ­λοι υμνώ­ντας τον και άλ­λοι επι­κρί­νο­ντάς τον, κυ­ρί­ως με επι­χει­ρή­μα­τα αι­σθη­τι­κής και ιδε­ο­λο­γι­κής τά­ξε­ως, κά­πο­τε με νη­φια­λιό­τη­τα και αυ­το­συ­γκρά­τη­ση και άλ­λο­τε μην απο­φεύ­γο­ντας γε­νι­κεύ­σεις, απλου­στεύ­σεις και πα­ρερ­μη­νεί­ες. Μή­πως το ίδιο δεν συ­νέ­βη με τα δο­κί­μιά του, τα θε­α­τρι­κά του έρ­γα, τις με­τα­φρά­σεις του ή τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του; Το ζή­τη­μα εί­ναι, όπως ση­μειώ­νει ο Κό­κο­ρης στην κα­τα­λη­κτή­ρια πα­ρά­γρα­φο του βι­βλί­ου του, ότι ναι μεν

Ο Κα­ζαν­τζά­κης εί­ναι ένας ποι­η­τής του «χτες», αλ­λά, όπως και πολ­λοί άλ­λοι ποι­η­τές που εκ­φρά­ζουν τη συν­θε­τό­τη­τα αλ­λά και τις ανα­ζη­τή­σεις ενός πα­λαιό­τε­ρου κό­σμου, μπο­ρεί να δια­βα­στεί και σή­με­ρα και να επα­νε­κτι­μη­θεί, τό­σο για την έντα­ση της υπαρ­ξια­κής και φι­λο­σο­φι­κής του ανα­ζή­τη­σης όσο και για τις ρυθ­μι­κές του εκ­δι­πλώ­σεις, που εν­δε­χο­μέ­νως δεν θα απορ­ρι­φθούν αβα­σά­νι­στα ως πα­ρω­χη­μέ­νες, στο πλαί­σιο μιας επο­χής στην οποία η έμ­με­τρη έκ­φρα­ση, προ­σαρ­μο­σμέ­νη σε σύγ­χρο­νη προ­βλη­μα­τι­κή, δεί­χνει να μην έχει εκ­με­τρή­σει το ζην και να ανα­θερ­μαί­νε­ται. Το ζή­τη­μα εί­ναι να πι­στώ­σου­με στον Κα­ζαν­τζά­κη ότι με την ποί­η­σή του κά­τι εί­χε και έχει να πει, όχι μό­νον υπό την έν­νοια ενός φι­λο­σο­φι­κού επι­το­νι­σμού, που δια­τρέ­χει εσω­τε­ρι­κά όλα τα λο­γο­τε­χνι­κά του συν­θέ­μα­τα, αλ­λά και με τη με­του­σί­ω­ση των υπαρ­ξια­κών και φι­λο­σο­φι­κών του δο­νή­σε­ων σε καλ­λι­τε­χνι­κή έκ­φρα­ση, σε ποι­η­τι­κή σάρ­κα […] (σσ. 234-235).

Όσο και αν ένα τέ­τοιο εγ­χεί­ρη­μα κά­θε άλ­λο πα­ρά εύ­κο­λο εί­ναι, αξί­ζει τον κό­πο να βρει συ­νε­χι­στές, ώστε να ανα­δει­χθεί εναρ­γέ­στε­ρα η δυ­να­μι­κή του Κα­ζαν­τζά­κη ως ποι­η­τή, ο οποί­ος μπο­ρεί να μη δη­μιούρ­γη­σε «σχο­λή στο γρά­ψι­μο» και να μην επη­ρέ­α­σε κα­θο­ρι­στι­κά την ποι­η­τι­κή γρα­φή ομο­τέ­χνων του, αλ­λά το πα­ρά­δειγ­μά του έχει, σί­γου­ρα, εν­δια­φέ­ρον και πρέ­πει να επα­νε­κτι­μη­θεί ποι­η­τι­κά. Και ως προς τού­το, η συ­γκε­κρι­μέ­νη ερ­γα­σία του Δη­μή­τρη Κό­κο­ρη, με τις προ­σεγ­μέ­νες δια­τυ­πώ­σεις της και την αγά­πη του με­λε­τη­τή για το θέ­μα του, όπως απο­τυ­πώ­νο­νται στο κυ­ρί­ως σώ­μα της, συ­νο­δευό­με­νες από την πλού­σια «Βι­βλιο­γρα­φία» (σσ. 237-273) που χρη­σι­μο­ποιεί και στην οποία εδρά­ζο­νται τα επι­χει­ρή­μα­τά της, κα­θώς και από το χρή­σι­μο «Ευ­ρε­τή­ριο προ­σώ­πων» που ανα­φέ­ρο­νται στις σε­λί­δες της (σσ. 275-284), θα απο­τε­λεί έναν απα­ραί­τη­το οδη­γό και μιαν καί­ρια συμ­βο­λή.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: