Γεράσιμος Βουτσινάς, Χρονικό μιας αστραπής, εκδ. Περισπωμένη 2021
——————
Μουσική δωματίου σε ελάσσονα κλίμακα για φιλοσοφία και ποίηση
Αφού στις μέρες μας, ο κόσμος φωτίζεται από αστραπές! Σβήσε τα κεριά σου Λόρα –κι αντίο λοιπόν–.
(Tενεσί Ουίλιαμς, Ο γυάλινος κόσμος)
Η νέα ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Βουτσινά Χρονικό μιας αστραπής», δεν έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία, υπό την έννοια μιας πομπώδους, ποιητικίζουσας απόπειρας κρότου-λάμψης. Αντιθέτως, αποτυπώνει μια λαγαρή και «βαθιά» φωνή, επιμελώς ρυθμισμένη σε κατάλληλα ντεσιμπέλ. Στηριζόμενοι μάλιστα στη διαπίστωση ετούτη, ίσως να λέγαμε πως περισσότερο βαραίνει το αφηγηματικό «χρονικό» και μάλλον λιγότερο η ηχηρή, συνήθως, «αστραπή». Φυσικά, περιττό να διευκρινίστει, οι λέξεις λειτουργούν συνεργατικά, συστήνοντας ένα νέο, αναδυόμενο ερμηνευτικό πλαίσιο. Και συνεπώς, θα ήταν αβάσταχτα αποσπασματική η άποψη πως κρατάμε ανά χείρας ένα χρονολόγιο και ότι απουσιάζουν οι αποχρώσεις μιας εκτυφλωτικής λάμψης που απαθανατίζει το εφήμερο.
Ξετυλίγω λοιπόν περαιτέρω μερικούς συλλογισμούς: μέσα από την πρισματική ματιά του, ο Βουτσινάς αναλύει το μονοχρωματικό φως της αστραπιαίας καθημερινότητας, παραθέτοντας ένα φάσμα συστατικών χρωμάτων ποίησης και φιλοσοφίας. Συνεπακόλουθα, το ιδωμένο αυτό ανάπτυγμα αποσίει την ιδιότητα του πρόσκαιρου και ενδύεται αυτή του διαρκούς, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα κεραυνοβόλα δραματικότητα. Γίνεται πλέον μια βραδυφλεγής ποιητική σεκάνς όπου ο γράφων καταδεικνύει εκείνο που, υπό συνθήκη πραγματικού χρόνου, θα ενέπιπτε στη σφαίρα του ασύλληπτου. Και τρόπον τινά, εκθέτει τελείως γυμνή την ενστικτώδη ανάγκη της αυτο-συντήρησης, παρατείνοντας τον προσωπικό του μύθο. Παράλληλα, ο ποιητής ευλαβικά αποκαθιστά –σε ενεστώτα διαρκείας– τις συντελεσμένες αμαρτίες (αμαρτίες, όχι από θεολογικής άποψης αλλά υπό την ερμηνευτική της αστοχίας), αποδίδοντας ουσιαστικά τη δικαιωματική αξία σε πρόσωπα και γεγονότα που υποτιμήθηκαν μέσα στην κεκτημένη ταχύτητα της βιωμένης μονοδιάστασης.
Τι πιο φυσιολογικό από την πολλαπλή
παρουσία ενός ανθρώπου στον χώρο και τον χρόνο;
[…] αφήνω το σώμα μου
δίπλα στο δικό σου
και με ένα άλλο σε ακολουθώ
Ως αναμενόμενο γνώρισμα της τέχνης, παρά την ψηλάφιση της ειμαρμένης και των δηγμάτων της φθοράς, ο ποιητής μάλλον απολαμβάνει αυτόν τον δολιχόδρομο. Προχωρά ακάθεκτος κι «ακρατοπότης» της αισθητικής του προς διαφώτιση της αλήθειας, δίχως παρήγορες εκπτώσεις. Η γραφή του Βουτσινά ακτινοβολεί όλα εκείνα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ακραιφνούς σκεπτόμενου, ο οποίος αναδεικνύει την ομορφιά της φυσικής σκληρότητας. Θυμίζει αλχημιστή που, αν και ματαίως προσβλέπει στη μετατροπή του μολυβιού σε χρυσό, τελικά δεν εγκαταλείπει νικημένος. Κομίζει τη γνώση που απέσταξε, ακόμα κι αν ο αρχικός του στόχος παραμένει μια θεωρία στα χαρτιά. Λόγος και σκέψη εμποτισμένος με επιστημοσύνη, ο οποίος πραγματεύεται και διαπραγματεύεται τις φυσικές καμπυλώσεις της ύπαρξης και τις γωνίες της βιολογίας που τραυματίζουν. Υφέρπουσα ειρωνεία, συγκρατημένος ερωτισμός με εντερικές παρεμβολές ως υπενθύμιση της συμβολής του σώματος στην ποιητική-αντιποιητική διεργασία.
Αντιλαμβάνομαι ότι η εμπλοκή
στο πεπτικό μου σύστημα
δεν ανήκει στο όνειρο
Πεζόμορφη διήγηση με εμφανέστατες τις επιρροές του Βουτσινά από τη σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία και ποίηση – ενδεικτικά μονάχα αναφέρω τους Frank O’Hara, John Ashbery, Charles Simic και James Tate.
Η ποιητική συλλογή «Το χρονικό μιας αστραπής» θα μπορούσε να ιδωθεί σαν μια μακρά περισυλλογή για το στιγμιαίο, πτηνό ωδικό καθεζόμενον στο παροδικό. Τα ελάσιμα ποιήματα της συλλογής – ελάσιμα καθώς εκτυλισσόμενες ποιητικές ζυμώσεις – είναι μάλιστα επενδεδυμένα με το soundtrack του μυαλού του Βουτσινά, που παρατίθεται ως διακριτική υποσημείωση διαδικτυακών συνδέσμων μετά το πέρας επιλεγμένων ποιημάτων και που μας παραπέμπουν στα μουσικά του «ανάλεκτα». Έτσι, ο ποιητής μεταδίδει μια πιο στρογγυλεμένη και πρωτότυπη ομολογώ μουσικο-αναγνωστική εμπειρία.
Ο εγκέφαλός μας ταιριάζει ήχους
με πρόσωπα ή καταστάσεις.
δημιουργεί κάτι σαν σάουντρακ δηλαδή
σε πραγματικό χρόνο
Τέλος, έχοντας κατά νου και την ιδιότητα του βιολόγου Βουτσινά, η οποία δεν αποκρύπτεται στο βιβλίο, ας κοντοσταθούμε στη σπονδυλωτή δόμηση του βιβλίου σε τρεις ενότητες. Ο αφηγηματικός σκελετός, ίσως θα μπορούσε να παραλληλιστεί με το ψάρι του ποιήματος που εξελίσσεται σχεδόν καφκικά: τα πτερύγια γίνονται υποτυπώδη πόδια, τα βράγχια πνευμόνια κι αρχίζει να περπατά σε πρωτόγνωρη χέρσο. Διαβάζουμε λοιπόν το «οριστικά» που προσπερνά τα ήδη κεκτημένα ή και απολεσθέντα, για να μεταβούμε ύστερα εκ νέου στη «μαγεία», στα παρασκήνια της ταχυδακτυλουργικής ερωτικής ώσης. Και τέλος συναντάμε τη σπουδαία παραφθορά του Wittgenstein, «tractatus oligo-philosophicus», όπου ανασυνθέτει τα ολιγοπεπτίδια της ημέτερης φιλοσοφία. Τολμώ να πω μάλιστα, δεδομένου του έντονου φιλοσοφικού στοιχείου που διατρέχει ολάκερη την έκταση της συλλογής, ότι το «tractatus oligo-philosophicus» θα μπορούσε κάλλιστα να σταθεί ως εναλλακτικός τίτλος της συλλογής.
συνεπώς
δεν υπάρχει ομορφιά
ούτε αλήθεια
παρά μόνο
αυτό το αυθαίρετο ψέμα
που ονομάζουμε
τέχνη.
Κλείνω ελεύθερα, με μια φράση που διάβασα στην εφημερίδα και που ανερυθρίαστα θα «κλέψω». Την παραφράζω, να τη φέρω στα μέτρα της άρτιας ετούτης ποιητικής περίστασης:
«Είναι μερικά βιβλία που θέλω να τα σφίξω στα χέρια μου. Να τα διαφυλάξω, να μην περάσουν έτσι όπως περνάνε όλα με ταχύτητα πυροτεχνήματος. Να μείνουν εκεί καιρό».