Σωτήρης Λυκουργιώτης, Γεωγραφίες της Απουσίας, Κουρσάλ 2021
——————
Σκάβοντας βυθιζόμουν διαρκώς
Μέσα στο ζοφερό τοπίο των ημερών, όπου τα πάντα μοιάζει να έχουν ειπωθεί και όλες οι υποσχέσεις τής σκέψης να είναι πλέον αθετημένες από τη βίαιη ενηλικίωση της, η τέταρτη, αισίως, ποιητική συλλογή τού Σωτήρη Λυκουργιώτη συνιστά μια πρόκληση.
Κι αυτή η διατύπωση ξεφεύγει από τους όρους τής κοινοτοπίας, αν κανείς αναλογιστεί πως για όσους τουλάχιστον εξακολουθούν να υπερασπίζονται την ευαισθησία ως βασικό συστατικό της στοιχείο, η ποίηση είναι πάντα μια πρόκληση· μια παράβαση που αν και δε γίνεται (μόνον) για λόγους αισθητικούς, διατηρεί την παιδική χειρονομία τού υψωμένου μεσαίου δακτύλου απέναντι σε ό,τι απειλεί να την καθυποτάξει: στην ιδεολογία δηλαδή τής εφαρμοσμένης τεχνικής τού όψιμου ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Έτσι, είναι ο ίδιος ο τίτλος, Γεωγραφίες της Απουσίας, τής υπό συζήτηση ποιητικής συλλογής που φαίνεται εν πρώτοις να παραδοξολογεί, να εγκολπώνει φραστικά μια —φαινομενική— αντίφαση: αυτήν τής υπαρξιακής κατάστασης μιας άχρονης Απουσίας με τη γεωγραφική της επισήμανση.
Υποψιάζεται κάνεις πως δεν είναι μόνον η επαγγελματική διαστροφή του ποιητή (επιστήμονας του χώρου ο ίδιος) που τον οδηγεί σε αυτήν την αντιμαχία και τελικά στη συμφιλίωση μέσω τής ποίησης· του χώρου με την αίσθηση τής απουσίας αλλά κάτι περισσότερο: η σχεδόν μαζοχιστική ανάγκη «να ζήσει» την απουσία μέσα στο απ’ το καθημερινό περίγραμμα τής ζωής. Για παράδειγμα, από την αρχή γράφει:
Επειδή έμαθα να ζω
απ’ τις εκλάμψεις
του φωτός που φέγγει
όταν χαράσσεται
το παραπέτασμα του κόσμου
αδυνατώ να ζήσω μακριά σου
γιατί εσύ
ήσουνα για μένα
το ξυράφι
Υπάρχει εξ αρχής ένας συνδυασμός αίσθησης κίνησης και ακινησίας στην ανάγνωση των ποιημάτων τού Λυκουργιώτη. Διακινδυνεύοντας να προβάλω στον δημιουργό τους μια ανάγνωση που ανήκει αποκλειστικά σε εμένα, θα έλεγα πως στους στίχους τής συλλογής απηχείτε η προαιώνια φιλοσοφική διαμάχη μεταξύ ηρακλείτειας και παρμενίδειας θεώρησης. Γράφει, για παράδειγμα:
Το καλοκαίρι δεν θα 'ρχεται για πάντα
υπάρχουν όρια στις επιστροφές του
όπως κι ο ποταμός που χύνεται
μέσα απ’ τα μάτια σου [...]
Ή άλλου:
Εδώ κάτω έφτασα σκάβοντας,
επιχειρώντας να ξεθάψω το πτώμα μου
Σκάβοντας βυθιζόμουν διαρκώς [...]
Παρά τις σαμανικές συνδηλώσεις των τελευταίων στίχων και σε πείσμα ενός υποβλητικού ρομαντικού τοπίου που η ίδια διανοίγει, η ποίηση τού Λυκουργιωτη παραμένει μια ποίηση φιλοσοφική. Αυτό βέβαια δεν την καθιστά λιγότερο τραγική, ίσα-ίσα. Διότι η ίδια η φιλοσοφική ευσυνειδησία είναι τελικά που υπαγορεύει στην ποιητική αυτοσυνείδηση το αδιέξοδό της. Έτσι, συναντάμε το εξής συγκλονιστικό όσο και σπαρακτικό:
Έρχομαι με τις λέξεις
δεν έχω άλλο δρόμο
στους άλλους δρόμους χάθηκα
στους άλλους δρόμους πνίγηκε η φωνή μου [...]
Το γεγονός τής γνώσης πως και «με τις λέξεις» ο δρόμος τού χαμού είναι προσημειωμένος και προδιαγεγραμμένος, αυτή η γνώση πως και «με τις λέξεις» θα χαθεί τελικά, αλλά παρόλα αυτά η εξακολουθητική εμμονή του να «έρχεται» με αυτές, είναι από το πιο έντιμα τεκμήρια τής ποιητικής δημιουργίας.
Η γνώση τού προδιαγεγραμμένου τέλους, τού μάταιου των κόπων και των προσπαθειών μαζί με την αποφασισμένα ποιητική στάση, δηλαδή τη στάση τής ανθρώπινης δημιουργίας, σε αντίσταση προς την αναπόφευκτη επερχόμενη καταστροφή και τον θάνατο, είναι που καταξιώνει τούτη τη γραφή που μας υπενθυμίζει:
Τον πόνο μη φοβηθείς
ο κόσμος που θα ζήσουμε θα είναι σταλαγμίτης
φτιαγμένος απ’ το άλας των δακρύων
Συναντάμε όμως και την «αντίστροφη» στάση —που ίσως είναι τελικά να είναι η ίδια, με αλλαγή φοράς. Εκείνη της υπερήφανης, έντιμης και ειλικρινούς αμηχανίας και απραγίας (που φτάνει στα όρια τής καταστροφής και τής αυτοχειρίας), σε πείσμα μιας δήθεν «δημιουργίας» που πιθηκίζει απλά τα πρότυπα τής τεχνοκρατικής πόζας. Ενδεικτικά:
τώρα που βρήκαμε του Ερατοσθένη το σχοινί
τώρα που μετρήσαμε τελεσίδικα τη γη
τώρα τι...
τώρα τι κάνουμε;
Είπαμε πως η ποίηση του Λυκουργιώτη είναι μία ποίηση φιλοσοφική σε όλα τα στάδια της εξέλιξής της. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως είναι μία ποίηση απόμακρη και απομακρυσμένη από τα γήινα και μεμονωμένα, από εκείνα που βασανίζουν τον απλό άνθρωπο. Είναι στοιχείο αναγνωρίσιμο της ποίησης τού Λυκουργιώτη πόσο εντυπωσιακά μπορεί να εναρμονίζει και να συμφιλιώνει την ακροβασία στα υψηλότερα νοήματα των καιρών με την παραμονή και την αλληλεγγύη στον καθημερινό άνθρωπο που κατατρώγεται από την ερωτική απώλεια:
Φεύγοντας άφησε πίσω της
—εκμαγείο του κορμιού της—
κάτι λίγα ρούχα
Κι εγώ ακόμα εδώ
προσμένω τη λάσπη
το χώμα, το νερό
να πλάσουν πάλι το σχήμα της
Μία, εν είδει κριτικής, γραπτή αποτύπωση των σκέψεων που αποκομίζει κανείς από την ανάγνωση μιας ποιητικής συλλογής, δεν μπορεί επ’ ουδενί να υποκαταστήσει την ίδια την ανάγνωση της. Η τελευταία συνιστά πάντα ένα ταξίδι, μια διαδρομή που καλείται να την ακολουθήσει ο καθείς κατά μόνας. Η άποψη αυτή ενισχύεται στην παρούσα περίπτωση από την παραδοχή ότι μονάχα μία συγκεκριμένη «οπτική ανάγνωση» παρουσιάστηκε εδώ.
Διότι είναι ο πλούτος (τόσο με την ποσοτική όσο και με την ποιοτική έννοια) τής συλλογής των ποιημάτων τού Λυκουργιώτη που προσφέρεται για μία ευρεία αξιολόγηση. Κι αν ισχύει τελικά η περίφημη φιλοσοφική γνώμη ότι κάθε έργο τέχνης διατηρεί ένα ουτοπικό πλεόνασμα αυτονομίας, το έλλειμμα ζωής που το ίδιο εμπεριέχει, αποκρυσταλλωμένο και φετιχισμένο, θα μένει εκείνο που θα μας ταλαιπωρεί αλλά και θα μας σπρώχνει πάντα ένα βήμα πιο πέρα από το σκαλοπάτι της απελπισίας
Διότι όπως ο Λυκουργιώτης μας λέει, σε ένα δίστιχο — επίγραμμα που το επιγράφει «Ηράκλειες στήλες»:
στο χείλος του γκρεμού
έχει υπέροχη θέα