Γιώργος Βέης, Κριτικά Κείμενα (για την ποίησή του), Ανθολόγηση – Εισαγωγή – Επιμέλεια, Θεοδόσης Πυλαρινός, εκδ. Αιγαίον 2021
——————
Άρχισα να γράφω όχι όπως μιλούσα αλλά όπως ακριβώς σκεπτόμουν
Ο Θεοδόσης Πυλαρινός έχει την ευθύνη εφ’ όλης της ύλης του βιβλίου με τον τίτλο Γιώργος Βέης, Κριτικά Κείμενα (για την ποίησή του), από τις κυπριακές Εκδόσεις Αιγαίον, 2021. Εκείνο που συγκινεί πρωτίστως στο συγκεκριμένο βιβλίο, πριν μπούμε στο κυρίως θέμα, είναι το ότι ο Θεοδόσης Πυλαρινός τιμά τον καθηγητή Μιχάλη Μερακλή «για τη διεισδυτική και προφητική ματιά του σχετικά με την πορεία και την εξέλιξη πολλών εκ των ποιητών της Γενιάς του ’70», ο οποίος «συνέλαβε, χωρίς καμιά δόση υπερβολής, τα πάντα στην περίπτωση του Γιώργου Βέη» και ήδη από το 1974 «προέβλεπε, όσα επιβεβαίωσε και η κριτική και διαπιστώθηκε στην πορεία η πρόβλεψή του ότι: «θα γίνει καλός ποιητής».
Με αυτόν τον πρόλογο, δεν έχουμε άλλο από το να περιμένουμε την τεκμηρίωση μέσα από την μελέτη του Πυλαρινού. Ο Βέης έδωσε τα δείγματα από την πρώτη του κιόλας συλλογή Φόρμες και άλλα ποιήματα. Ο Πυλαρινός, με τη σειρά του, άξιος μελετητής, εμβριθής, συστηματικός λεπτομερειακός διακρίνει στη λέξη «Φόρμες» την «ανασφάλεια» του νεαρού ποιητή, ο οποίος σεμνά και συγκρατημένος μπήκε στον χώρο και ανέβηκε όλα τα σκαλιά στης ποιήσεως τη σκάλα, λέμε εμείς, ενώ οι τίτλοι των μεταγενέστερων συλλογών «προμήνυαν την ουσία», όπως γράφει ο Πυλαρινός.
Θα μείνω για λίγο ακόμα στις επισημάνσεις του καθηγητή Μ. Μερακλή: «Αβρός, ρομαντικός, ερωτικός, πνευματικός». Ο Βέης ανταποκρίθηκε στην ιστορικά «ανασφαλή εποχή του», «κοινωνικά και πολιτιστικά αβέβαιη» και διαμόρφωσε προσωπικό ύφος. Επισημαίνει την απλότητα και λιτότητα του στίχου, το μέτρο, τη φωνή και την αγάπη του για τη γλώσσα, την αλήθεια των λέξεών του, και πολλά ακόμη σημαντικά τα οποία αποδεικνύει και στη συνέχεια σε όλα τα γραπτά του.
Ο Πυλαρινός θα παραθέσει εν συντομία βιογραφικά στοιχεία, απαραίτητα πάντα σε μια μελέτη, έστω και αν είναι γνωστά, θα σχολιάσει τους πολυσήμαντους αλλά πυκνούς τίτλους των συλλογών, της μιας έως και τριών λέξεων, την πρωτοτυπία, την ενδοκειμενική λειτουργικότητα, τη σύζευξη των αντιθέτων. Θα συγκρίνει τις απόψεις του Ν. Σπάνια και του Φοίβου Δέλφη για τον Βέη καθώς και την επικοινωνία του Βέη με τους άλλους επιφανείς της γενιάς του.
Τονίζουμε με έμφαση ότι ο εμβριθέστατος και συστηματικότατος μελετητής θα μιλήσει διεξοδικά για τα χαρακτηριστικά της κάθε μιας συλλογής ξεχωριστά.
Αδρομερώς, θηρεύουμε πληροφορίες. Στη θεματολογία, θα αναφερθεί σε: έρωτα, παιδί, φως, θάνατο, «με μια γλώσσα απέριττη, αδέσμευτη, αλλόκοτων ενίοτε λεκτικών συνταγμάτων, αλλά εγκαυστική, με δειλή αλλά συστηματική … αξιοποίηση λογοτεχνικού, μουσικού κ.λπ διακειμένων». Ακόμη, και πολύ σωστά, ο Πυλαρινός θα εξάρει την ικανότητα του Βέη στη «φωτογράφιση ή την κατασκευή τοπίων και τόπων… δημιουργήματα δικά του …προμήνυμα των χωροθετήσεων και των πραγματικών ή εξωραϊσμένων τοπίων που χάραξε στη μεταγενέστερη γεωγραφία του».
Από την τρίτη συλλογή Όλοι κοιμούνται στο καράβι, ο Πυλαρινός βρίσκει πως ο Βέης αποκτά τη δική του φωνή ή αρχίζει η μετάβασή του «από το αυθόρμητο και αθώο γράψιμο στην υποψιασμένη πια γραφή».
Φυσικά ο ποιητής δεν θα μείνει ανεπηρέαστος από τα ιστορικά δρώμενα το 1967 και μετά, θα ταλαντευτεί ανάμεσα στην αμφισβήτηση και την απογοήτευση, θα μετεωριστεί ερωτικά∙ τον έρωτά του θα τον χαρακτηρίσει «διπολικό», «τραυματικό», «ιαματικό», «τηλέφειο». Ακόμα θα κάνει λόγο για ειρωνεία και σαρκασμό, μείωση της αφαιρετικότητας. Θα αναφερθεί και σε άλλους επιφανείς κριτικούς του έργου του, στους εκδότες του, στην αποδοχή του από το κοινό.
Υποθέτει ότι υπάρχουν λανθάνουσες κριτικές και ότι το ενδιαφέρον είναι «αύξον», αλλά «δεν έχουμε ευρεία εικόνα της αμεσότητας της πρόσληψης και της πρωτογενούς εντύπωσης». Στα μέχρι τώρα η κριτική επισημαίνει «τραυματικά γεγονότα ενός απαίσιου παρελθόντος, τα οποία καταιγιστικά έρχονται στο νου του ποιητή και τον ταλαιπωρούν ψυχικά». Ο ποιητής μετεωρίζεται μεταξύ οράματος και σκληρής πραγματικότητας.
Στις επόμενες συλλογές του Βέη, ο Πυλαρινός θα επισημάνει «φλογερό ερωτισμό και αναζήτηση του ελλείποντος στον άλλο άνθρωπο», τη χρήση της μικρής φόρμας ποιήματος –των δύο στίχων και του σονέτου- ως της καλύτερης περίπτωσης, της επαναδιατύπωσης των δημοτικών στίχων, την εικονιστική γραφή του.
Η συλλογή «Γεωγραφία κινδύνων» δεν είναι άμοιρη των επαγγελματικών μεταθέσεων. Τα γνωστά σύμβολα επανέρχονται μεταπλασμένα από τις εμπειρίες του ταξιδιώτη ποιητή, ο διάλογος με το άλλο πρόσωπο παραμένει σταθερός, τα ταξίδια γίνονται μέρος της ποίησης. Τονίζεται η σημασία του στίχου που μπορεί να αποτελέσει αυτούσιο ποίημα, καθώς και η πρωτότυπη ιδέα ότι «τα καλύτερα ποιήματα γράφονται το πρωί». Θεωρεί τη συλλογή αυτή «από τις σημαντικότερες στην εξέλιξη της γραφής του και της θεωρητικής σκέψης του».
Η Χρυσαλίδα στον πάγο έχει πολλές καλές κριτικές, από σπουδαίους κριτικούς. Ο Πυλαρινός κάνει ειδική μνεία στην Άλκηστη Σουλογιάννη, η συλλογή μπαίνει στον βραχύ κατάλογο των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας στο τομέα της της Ποίησης και έκτοτε όλες οι συλλογές του Βέη φθάνουν στους βραχείς καταλόγους όπως και τα βιβλία των ταξιδιωτικών μαρτυριών του, εκ των οποίων έχουν βραβευτεί τρία.
Στα Υστερόγραφα γης που χαρακτηρίστηκαν «ταξίδια μυαλού», η μνήμη, η σκέψη, η φαντασία συνεργάστηκαν αγαστά. Ο μελετητής επισημαίνει την πρωτοτυπία και την ανανέωση των αφηγηματικών τεχνικών, το ενορατικό πνεύμα, την ισορροπία μεταξύ γήινων και ουράνιων, την ανάμνηση, τις εσωτερικές διεργασίες. Ο ποιητής δεν αναμασά τα γνωστά, συνδυάζει ισότιμα το κείμενο με το παρακείμενο και είναι ίσως η πιο προσβάσιμη συλλογή με τα πιο εύληπτα ποιήματα.
Ακολουθούν Οι λεπτομέρειες κόσμων, όπου ο μελετητής διακρίνει την «δελεαστική αοριστία των τίτλων», την επανεμφάνιση του Ηράκλειτου και του Κάλβου τους «στίχους φιλοπάτριδες». Έχει ειπωθεί άλλωστε ότι παραμένει σταθερός σαν τον διαβήτη με το ένα πόδι καρφωμένο στο εδώ και με το άλλο κάνει τον κύκλο του κόσμου ή αλλιώς από το παρόν εξακτινώνεται σε χρόνους παρελθοντικούς, σε μία συνεχή και γόνιμη διελκυστίνδα.
Και φτάνουμε στη συλλογή Ν, όπως Νοσταλγία, που υποδηλώνει το άλγος του Οδυσσέα. Γίνεται λόγος για ένα «πανοραμικό φλας μπακ», για «νόστο βιωμένο αλλά και κληρονομημένο» -είναι βλέπετε το σύνδρομο του Οδυσσέα που έχει μπολιάσει τους αιώνες- αλλά πρόκειται περισσότερο για νοσταλγία εδρασμένη στη φαντασία «φωτισμένη από το ενοποιό φως του σύμπαντος» και εν μέρει βιωμένη. Ο Βέης οραματίζεται αυτό που νοσταλγεί. Κι ακόμα κάτι πρωτότυπο: βάζει τα πουλιά να κελαηδούν τον δικό του σκοπό, συνδέοντας τη λαϊκή σοφία και το δημοτικό τραγούδι με το λόγιο.
Τα πουλιά κελαηδούν και στο Μετάξι στον κήπο. Ο κήπος περιλαμβάνει όλα τα σημαινόμενα της λέξης. Είναι αυτό που είναι: ο παράδεισος, αλλά και η ουτοπία, «ο χώρος της βιοθεωρίας του Βέη» και όπως επισημαίνει ο Πυλαρινός δεν έχει σχολιαστεί «ο προβληματισμός του θανάτου». Τονίζεται από τον παρατηρητικό μελετητή ο διάλογος του ποιητή με τον φυσικό περίγυρο και η δημιουργία ενός «αμαλγάματος» από τους πολιτισμούς τους οποίους συναντά στη διάρκεια της διπλωματικής του σταδιοδρομίας. Βλέπω. Έχει σχολιαστεί ο μονοσύλλαβος τίτλος της συλλογής και έχει τονιστεί η σημασία του ρήματος. «Βλέπει με ορθάνοιχτα μάτια» και έξω και μέσα. Όμως δεν έχει επισημανθεί η ιδέα του θανάτου, υποστηρίζει ο Πυλαρινός. Εντοπίστηκε από τον μελετητή η αξία των ταξιδιωτικών κειμένων για το δυσπρόσιτο Βλέπω, υπάρχει η θεολογική θεώρηση, καθώς και ο χαρακτηρισμός του έργου ως «θελξίπικρου».
Στη συλλογή Για ένα πιάτο χόρτα, γίνεται λόγος για «ένα δημιουργικό συνεχές», ο «Βέης κατορθώνει να εμπλουτίσει με άγνωστες πτυχές τα μοτίβα του», «με ευφάνταστες μεταφορές και σαγηνευτικές εικόνες», «το ερωτικό στοιχείο πρωταγωνιστεί στον αγώνα κατά της φθοράς».
Στα Βράχια ο Πυλαρινός βλέπει την εξέλιξη όλων των θεμάτων που ήδη θίχτηκαν στις άλλες συλλογές.
Ο Βέης «εξορύσσει συστηματικά υλικό που θα καλύψει τα υπαρξιακά μας κενά». «Η ποίηση είναι αλεξήτειρα του θανάτου». Η γλώσσα είναι ευανάγνωστη, τονίζεται, με την πρώτη ματιά, αλλά υπαινικτική, ενίοτε σκοτεινή, αινικτική, με οφειλές στη βουδιστική Σχολή Ζεν.
Ακολουθεί Χρονολόγιο, μια συντόμευση του όλου κατανεμημένου σε χρονικές βαθμίδες και έπειτα ο χείμαρρος των κειμένων, γραμμένων το καθένα με την ευαισθησία του εκάστοτε υπογράφοντος.
Από την πλήρως εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη μελέτη του Θεοδόση Πυλαρινού, ψήγματα μόνο δείξαμε και δείγματα γλωσσικού ύφους, το οποίο είναι πολύ πυκνό και σφιχτό, η γλώσσα λόγια, λεπτοκεντημένη η γραφή, δείγμα του γλωσσικού οργάνου του μελετητή αλλά και σεβασμού στο έργο του ποιητή. Από το πεποιημένο συχνά λεξιλόγιο του διακρίναμε πρωτότυπες και άφθαρτες από όποια χρήση λέξεις -αύξον συμποσώθηκε, ασυνοστέωτη, αϊδιότητα, θελξίπικρο, αλεξήτειρα, – λέξεις που συμβάλλουν σ’ αυτό που οι κειμενογλωσσολόγοι αποκαλούν υψηλή πληροφορητικότητα, λειτουργία της γλώσσας απαραίτητη σε κείμενο απαιτητικό. Ωραίο και υπαινικτικό είναι και το εξώφυλλο του Σωτήρη Σόρογκα.
Εν τέλει, ο μελετητής αξιολόγησε, οι κριτικοί εν πολλοίς συναντήθηκαν, σε ορισμένα διαφοροποιήθηκαν και ο καθένας από τη σκοπιά του ανέδειξε όσο μπόρεσε εκείνο που ο ποιητής έκλεισε μέσα στις λέξεις του. Κάθε ποίημα, κάθε συλλογή συνιστά ένα αυτοτελές σύμπαν. Είναι ένας κύκλος που άνοιξε και άπλωσε μέσα στον μεγάλο ελληνικό και παγκόσμιο λογοτεχνικό χώρο.
Ο Γιώργος Βέης είναι κοσμογυρισμένος δημιουργός και η ποίησή του, η ελληνοθρεμμένη με πολλές αναφορές σε Ανδρέα Κάλβο και Ηράκλειτο, σε αρχαίους και νεότερους ποιητές, αλλά και με της Δύσης και Ανατολής τη σκέψη εμπλουτισμένη, αισθήσεις και αρώματα της λογοκρατούμενης αλλά και της εξωτικής αγοράς, ενώνει τα αντίθετα γεωγραφικά και χρονικά όρια, επιφάνεια και βάθος, διαφορετικούς πολιτισμούς, σε μία μείξη πρωτότυπη και γοητευτική, φωτεινή αλλά και μυστηριακή γιατί, όπως λέει (σχεδόν) και ο Διονύσιος Σολωμός
Του λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή του.