Το μέγιστο(ν) μάθημα ενός αλαφροΐσκιωτου

Ο Άγγελος Σικελιανός (1907)
Ο Άγγελος Σικελιανός (1907)


άλλη θροφή από τη θροφή μου
δε θα βρω,
απ’ την ψυχή μου άλλη ψυχή,
άλλο κορμί από το κορμί μου
.
[1]

Όποια ταξινόμηση και αν προτιμήσουμε, κάθε δημιουργική περιοχή του Σικελιανού μοιάζει να επαναλαμβάνει τον οικείο περίπλου, όπου κάθε εποχή, κάθε ποίημα και κάθε στροφή σχηματίζουν έναν σχεδόν τέλειο κύκλο, όπως ίσως και όλα τα πράγματα στον Σικελιανό. Κυρίως «σχεδόν», αφού πριν η τροχιά ολοκληρωθεί ανοίγεται μια ρωγμή, η οποία διατρέχει τη μεγάλη σικελιανική ευθεία, εκεί όπου οι λέξεις επιταχύνουν υπό την επίγνωση του πεπερασμένου. Ίσως γιατί η ακραία ανά(σ)ταση και ο αναπόφευκτος βυθισμός συνυπήρχαν ως συνείδηση από πολύ νωρίς και στη λυρική πράξη και στη βιωματική συνθήκη του ποιητή.

            Τ’ αύριο, το χτες, το σήμερα, ο ένας παλμός να ορίζει
              που σε τρισκότιδη νυχτιάν όλο το αστέρι αθροίζει! [2]

                

Ξεκίνησε και —λες πως— διένυσε ολόκληρη τη διαδρομή, με τους επιφανειακούς σεισμούς και την απρόβλεπτη ακολουθία τους, πάνω στην ίδια σπείρα αφοπλιστικής αυτοπεποίθησης, η οποία ήταν ορατή από τα πρώτα λυρικά ποιήματα και τα εισόδια δημόσια του πατήματα. Ανοίγει ρήγμα στην παραδοσιακή στιχουργική —ήδη με τον Αλαφροΐσκιωτο (1909) και καθοριστικά με τον Πρόλογο στη Ζωή (1915)— για να επιστρέψει αργότερα ή και ταυτόχρονα σε παραδοσιακά μέτρα και τρόπους· να τα ανανεώσει ή να τα απογειώσει —Πάσχα των Ελλήνων, Μήτηρ Θεού, Δελφικός Λόγος— να τα αξιοποιήσει στο εκάστοτε ή στο καθολικό σχέδιό του, πριν και το σχέδιο αυτό αρχίσει να βάζει νερά· να φαίνεται λιγότερο πειστικό και ζωοφόρο στον ίδιο, να τον κατευθύνει σε άλλη ατραπό, ενίοτε ναρκοθετημένη, κάποτε μελαγχολική, πάντοτε με την ελπίδα τελικής δικαίωσης — «Ιερά οδός», «Ύμνος του μεγάλου Νόστου», «Μέγιστον μάθημα». Αναμοχλεύει με πάθος τις εκλεκτικές «συγγένειες» και οργανώνει κάθε «συγκατοίκηση» με την ίδια αποφασιστικότητα που επιδεικνύει στις «μετακομίσεις» του. Ακολουθεί το ίδιο, καθαυτό οριακό, εκκρεμές πίστης και αναίρεσης σαν να βαδίζει σε χιλιοπατημένο μονοπάτι. Ακονίζει τις υπερβατικές αναζητήσεις του, αλλά ακόμη και η μεταφυσική του φαίνεται πάντα να εστιάζει σε κάποια «κοινότητα», ενώ ταυτόχρονα καμία —συντεχνία, ομάδωση, συμπόρευση— δεν δείχνει να τον χωράει ή να τον αποδέχεται εξ ολοκλήρου. Επιχειρεί κατ’ επανάληψη να θεμελιώσει στη γη, να ενωθεί με τη φύση, την οποία διαρκώς φυλλομετρά ή εγκολπώνεται, αλλά και ν’ αφήσει χνάρι στην ιστορία πριν τερματίσει ή ακριβέστερα πριν εκκινήσει για τον επόμενο σταθμό.

                Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
                και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
                μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
                να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
                πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου...
[3]

Όσες φορές το έδαφος υποχωρεί ή η πληθωρικότητά του ξεχειλίζει στα marginalia —κι ενίοτε περιθωριοποιεί τον ίδιο— δεν διστάζει ν’ αλλάξει ριζικά πορεία εντός κι εκτός τυπωμένης σελίδας, ενίοτε και πέραν κάθε προσδοκίας ή πραγματισμού. Μπορεί, λοιπόν, το ευρύχωρο επίτευγμα να μην ήταν, όπως αποφθεγματικά το γράφει ο Καψάλης,[4] «“της εποχής του” αλλά του Σικελιανού», ωστόσο, από την κινούμενη άμμο της δική μας βάρδιας, θα πρέπει μάλλον να δεχθούμε πως μόνον τότε ήταν εφικτό· έστω και μόνον από κάποιον/α σαν εκείνον, ο οποίος όσο και αν επέμενε στην αφιέρωση ενός υπέρτερου σκοπού ή αναφοράς, διατηρούσε διαρκώς «ακρόνεα» την πεποίθηση ή την αυταπάτη του δημιουργού της ιστορίας του.


I. Άγγελος της ιστορίας του

                Τι, ομπρός μου, θέληση η ψυχή· τρανή πλημμύρα η μνήμη,
                και μούσα η μάνα των Μουσών, μια αθάνατη Επιστήμη.
                Μ’ απ’ τον τραχύν ανήφορο και την πολλή τους βιάση,
                καθείς λογιάζει για κορφήν εκεί πόχει αποστάσει.
[5]

Γιατί όλες οι εποχές του Σικελιανού περικλείονται σε έναν κόσμο όπου το σύμβολο ή το σκιάχτρο του εθνικού ποιητή ως δεκαθλητή, δημιουργού και ρυθμιστή —προφήτης και στον καιρό και στον τόπο του— είναι ξεθυμασμένο μεν αλλά ακόμη υπαρκτό. Η Βογιατζόγλου δίνει με σαφήνεια τον τόνο του επίφοβου περάσματος που έλαχε στον Σικελιανό καταμεσής της διαδρομής: «Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, είδε τους δημιουργούς να αποσύρονται από τα κοινά και την ποίηση να γίνεται μια υπόθεση όλο και πιο ιδιωτική.»[6] Ωστόσο, το μαγνητικό πεδίο του μεταιχμίου σαν να φάνηκε στον Σικελιανό ιδανική πλατφόρμα άσκησης ή έστω μοναδική του ευκαιρία να ενταχθεί, να διαμορφώσει και να καθορίσει ό,τι ήταν ακόμη διαθέσιμο, να ριχτεί σε όποια αποστολή του έμοιαζε κάθε περίοδο πειστική. Τη δεκαετία του 1920 μέσω της μαζικής επένδυσης στην «ανάσταση» κάποιας αμφικτυονίας διεθνούς βεληνεκούς και αργότερα, κατά τη διάρκεια της κατοχής, με την ανοιχτή και ανυποχώρητη συμμετοχή του στο ΕΑΜ, καθώς και με τη εν γένει πολιτική του στάση καθ’ όλη την τελευταία δεκαετία της ζωής του, η οποία φυσικά είχε συνέπειες όσον αφορά την αντιμετώπισή του από τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις.
Όσο εύθραυστη και μεταβατική και αν ήταν η συγκυρία, τα διαθέσιμα απεδείχθησαν αρκετά… Ήταν ακόμη ένα σύμμεικτο σύμπαν όπου οι λέξεις σε σειρά —οι αποστηθισμένες και οι απαγγελλόμενες, άλλοτε σαν προσευχή κι άλλοτε σαν κατηγορίες— έφεραν βαρύτητα, απεύθυνση, προσδοκία. Όπου λαός και διανόηση προσέρχονταν μαζικά σε φιλολογικές —παρνασσικές— αίθουσες, σε ανοιχτά θέατρα και σε παλλόμενα κοιμητήρια, ενίοτε κάτω από τη μύτη των Ναζί, για να αποχαιρετήσουν με τα λόγια των επόμενων τους παλιούς ποιητές —οι οποίοι/ες διατηρούσαν κάτι μείζον και ως προνόμιο και ως καθήκον δημόσιας παρέμβασης— για ν’ ακούσουν στίχους που ήξεραν ήδη απέξω, μα που μόνο με την απαγγελία «έπαιρναν πια την ολοκληρωμένη τους διάσταση και υπόσταση», όπως αξιομνημόνευτα το έγραψε για τον Σικελιανό ο Σαββίδης.[7] Εκεί και (κάπως) έτσι υφάνθηκε —και διαρκώς δοκιμαζόταν ή ξηλωνόταν—κάθε μεγάλη χειρονομία μα και η καταστατική εναντίωση του παράξενου εκείνου ολοκληρωτικού καλλιτέχνη. Εκείνου που διεκδίκησε το παν με την αξεπέραστη τεχνική του δομημένου καταρράκτη στη γραφή του, αλλά και με όλες τις αντιφάσεις και τα αλλόκοτα διαβήματα, τα οποία, ωστόσο, επίμονα και ριψοκίνδυνα άπλωνε στο φως· να λάμψουν ή να στεγνώσουν μαζί του.[8]

                σαν η στιγμή που ο άνθρωπος, μυρίζοντας το φύκι,
                
αιφνίδια, συνεπαίρνεται σε μάγο βυθισμό,
                
κι ως αραγμένο, ατάξιδο, σε οκνά νερά καΐκι,
                
αναψυχώνεται άξαφνα με τον ανασασμό,

                χλωμός, του πόνου του, και αργός, τα βάθη αναρωτάει

                  κι ως ανασαίνει απάντεχα κι απάντεχα κοιτά,
              
ξάφνου, με πόθο αλόγιαστα μεγάλο, αποζητάει
              
τη Δόξα που ολομόναχη θρονιάζει στ’ ανοιχτά…
[9]

Ο ποιητής Σικελιανός ποθούσε την αναγνώριση και τη διάκριση, την είσοδο στη μεγάλη αίθουσα, τη σταδιακή ή κατακόρυφη ανάδειξη και την ανάθεση του ρόλου που θεωρούσε πως δικαιούται, του πρώτου· μεταξύ μας μιλώντας, δεν ήταν ο μόνος που τα θέλησε· ίσως, μόνο, εκείνος λίγο περισσότερο. Και πάσχισε, είναι αλήθεια, να τα αποκτήσει σε διάρκεια και με πείσμα,· και ας ήταν εν μέρει εις μάτην. Χρησιμοποίησε πιθανά και απίθανα όπλα για να βρει τη θέση του, πότε ξύλινα σπαθιά, όπως η επτανησιακή καταγωγή του και μία φασματική γραμμή διαδοχής που εκκινώντας από τον Σολωμό και τον Κάλβο ως τον Βαλαωρίτη κατέληγε σ’ εκείνον, και πότε σκηνογραφίες μαζικής συμφιλίωσης, όπως οι «Δελφικές εορτές» (1927, 1930) και η φιλοδοξία δημιουργίας ενός πνευματικού πυρήνα για τη σύνθεση των διαφορετικών παραδόσεων σε ενιαίο μύθο μέσω του «Δελφικού Πανεπιστημίου».
Κατά τη διάρκεια της έντονης πορείας δεν επεδίωξε να είναι μόνος. Αναζήτησε και διεκδίκησε συμμάχους με καθοριστικότερη περίπτωση εκείνη του αδιαμφισβήτητου κατόχου της «έδρας» του εθνικού ποιητή, και μόλις 25 χρόνια μεγαλύτερού του, Κωστή Παλαμά, τον οποίον, όταν (το) χρειάστηκε, δεν δίστασε «να τον προσαρμόσει προκρούστεια στη δική του κοσμοαντίληψη», να τον (εγ)καλέσει «για να φύγει από την ‘Αγορά’ και να επιστρέψει στις καθαυτές [κατά τον Σικελιανό] ιδιότητες του [ή ίσως του Σικελιανού] ως Ιερέας και Λειτουργός».[10] Μπορεί, επίσης, να μοιράστηκε φαντασιακά με τον Κάλβο, τουλάχιστον μ’ εκείνον του ομώνυμου ποιήματός του, σχεδόν όλη την παλέτα των δυνητικών χρωματισμών, «την εκλεκτική μοναξιά και τη στροφή προς τον λαό, τη μεταφυσική και την ιστορία», ωστόσο και αυτή «η επαμφοτερίζουσα στάση του ώριμου Σικελιανού ανάμεσα στο εγώ και στο εμείς […] δεν αποτελεί αντίφαση, αλλά εγγενές στοιχείο του σικελιανικού μυστικισμού».[11] Ενδεχομένως και του σικελιανικού λυρισμού, γιατί τόσο στα αποτυχημένα άλματα, πραγματικά ή λογοτεχνικά, όσο και στα κατορθωμένα υπάρχει, νομίζω, ένας αδιαφιλονίκητος πυρήνας αυθεντικότητας και ειλικρίνειας. Σε όλες τις κοινές διαδρομές, είτε όντως συνέβησαν είτε τις καλούπωσε ο ίδιος, ο Σικελιανός κάλυπτε χιλιόμετρα, ενίοτε και για τους (εκάστοτε) δύο — πότε με σπριντ και πότε βάδην. Όπως διατύπωσε τα παραπάνω γενναία και γλαφυρά η Βογιατζόγλου στο «αγαπητικό» αλλά διόλου εξιδανικευτικό Η γένεση των πατέρων. Ο Σικελιανός ως διάδοχος των εθνικών ποιητών (2005), «επεφύλασσε εξαρχής για τον εαυτό του τον ρόλο του άξιου διαδόχου της ποιητικής εντολής». Άλλοτε διαισθητικά κι άλλοτε στρατηγικά, έψαξε, μιμήθηκε, «υιοθετήθηκε», «προσέλαβε» και «σχόλασε» διαφορετικά πρότυπα με δεδηλωμένο στόχο να τα διαδεχθεί — «με τον τρόπο που ο πρόγονος μετατρέπεται σε πρόδρομο και ο νεότερος ποιητής [εκείνος] σε ένα είδος Μεσσία».[12]
Ο Άγγελος Σικελιανός εξέλιξε την εσωτερική πολιτική της ποιητικής συντεχνίας ίσως περισσότερο από οιονδήποτε στον δικό του, όπως τον φαντάστηκε και τον διεκδίκησε, αιώνα. Διαμόρφωσε μια υπερμοντέρνα στάση καλλιτέχνη «πλήρους απασχόλησης», κυκλωτικής δημόσιας παρουσίας – απόσυρσης – διαρκούς επιστροφής, ενίοτε και αποτυχημένης. Προτάθηκε 9 φορές —ή ήταν μόλις 5, ακόμη και οι αριθμοί χορεύουν στην (αυθ)υποβολή της ιστορίας του— για το Βραβείο Νόμπελ χωρίς ποτέ να φτάσει από τους Δελφούς στη Σουηδία. Στα δικά μας πράγματα, η διαδρομή του ίσως αποτελεί και μια επιδραστική υπόμνηση μιας ακόμη αλλαγής υποδείγματος. Της μετατόπισης, δηλαδή, του ποιητή από κρίσιμο δείκτη της εποχής του εντός κοινότητας (ανατόμο και εκφραστή ή παλιότερα «σοφό» και χρησμοδότη) σε στοιχείο διακόσμησης (υπερκινητική περσόνα εντός δικτύων, αμφιβόλου κύρους και ανύπαρκτων απολαβών)· και παραγωγό και καταναλωτή και μεσάζοντα του ενός και αυτού —δικού του— έργου.
Τηρουμένων των αναλογιών —και της ασυνέχειας που σχολιάζει στις ραφές τους—, η εργογραφία και η βιογραφία του Σικελιανού, η ποιητική του και ο διασκελισμός εντός της ιστορίας, συνιστούν ταυτοχρόνως ένα μάλλον αναμενόμενο ρήγμα και μια παράδοξη ενότητα· ίσως εκείνο το άπιαστο ιδανικό που ήταν και η μέγιστη «στράτευση» του.


I
Ι. Ενότητα κι εναντίωση — η δίκοπη σκυτάλη του Α. Σ.

                ω προαιώνια, μυστικά θαμμένη Ενότητα βαθιά μου,
δε θα σε σαρκώσω τέλος;
[…]
Ω πλέρια εικόνα του εαυτού μου,
δε θε να Σε φτάσω;
[…]
                Ω αρμονία μου πάνω απ’ όλους τους θανάτους!
[13]

Εξέλιξη και τομές, υπερβάσεις και φυγή, επιστροφές με βάρος ποιητή εν δυνάμει εθνικού και πείσμα πρωτοεμφανιζόμενου Σικελιανού, ακολουθώντας κάθε πιθανότητα ως τα όρια της παρά τον «εξωτικό εγωισμό» του ή ίσως ακριβώς εξαιτίας του. Χάρη σ’ εκείνη την εξωφρενική πληθωρικότητα, η οποία εξωτερικά έμοιαζε να καταλήγει διαρκώς εις εαυτόν, ενώ εκείνος μάλλον τον αντιλαμβανόταν εξαρχής ως επισκέπτη — επίμονο αλλά ευλαβικό μύστη ενός κόσμου που γινόταν όλο και πιο αφιλόξενος για τους ενοίκους του. Ο Άγγελος Σικελιανός επιχείρησε να αποτυπώσει στους στίχους του ένα ιδεαλιστικό σχήμα πληρότητας το οποίο είναι ούτως ή άλλως δύσκολα αφομοιώσιμο. Η σαρωτική ικανότητα να περιβάλλει κάθε περιβάλλον του και να μεταφέρει το πάθος του ως αναγκαιότητα, ταυτίστηκε με κάποια ποιητική κοσμογονία· άλλοτε ιδωμένη ως «ένα είδος θρησκευτικού παραλήρηματος, ένας πανθεϊστικός οργασμός, που αποκαθιστά μια αέναη επικοινωνία ανάμεσα στον Ποιητή και τη φύση, και όπου την πρωτοκαθεδρία την έχει εκείνη», όπως το κωδικοποίησε ο Κ.Θ. Δημαράς,[14] και άλλοτε ως ποίηση μιας σύνδεσης τόσο προσωπικής που παρέμενε συγκινητική αλλά συχνά κρυπτική — «έχει το χαρακτήρα μιας ‘‘άσκησης βαθιάς και ευλαβικής’’».[15] Ίσως μια διατύπωση του Πρεβελάκη να καθρεφτίζει πιο καθαρά τη φαντασία μιας ολόκληρης εποχής για τον τύπο του ποιητή της, μα και για την ίδια — «προσωποποίησε την έννοια του λυρισμού […] Οι παλαιότεροι ποιητές μας δεν είχαν αποδεσμευθεί από τη διανοητική διαδικασία παρά σε σπάνιες περιπτώσεις. […] Ο Αλαφροΐσκιωτος δεν ξέρει τι θα πει εγώ και μη-εγώ· υποκείμενο και αντικείμενο ταυτίζονται».[16] Ο ισοβίως ακμαίος ποιητής μπορεί μετακινήθηκε σε πολλά, να έγραψε άλλα και αλλιώς, να γεύθηκε δόξα και απογοήτευση, αλλά δεν απώλεσε μάλλον ποτέ αυτή την πρωτογενή του —ας την πούμε— ιδιότητα ή αν προτιμάτε πίστη.

                Μα εμείς, όπου το θάνατο νικήσαμε, αδερφέ,
                
τόσες φορές, και που διαλύσαμε τα σκότη
                
τέτοιων καιρών, τραβάμε τώρα για το αμέριστο,
                
κι ολοένα, λέω, γινόμαστε πιο νιοί και από τη νιότη!
[17]

Σ’ αυτή τη δεσπόζουσα πρόσληψη της ποιητικής του ίσως και να οφείλεται ένας βασικός φραγμός στη δική του διάβαση· άλλοτε υπέργεια, άλλοτε υπόγεια, ποτέ σταθερή και σπανίως ως απέναντι. Ο Σικελιανός δοκίμασε τεχνικές, μείξεις, μεσσιανισμούς, στρατηγικές, ιερές και λαϊκότερες οδούς, ό,τι περνούσε από μπροστά του και όσα μπορούσε να ανασύρει από τις εκλεκτικές του συγγένειες, αλλά σταδιακά φάνηκε να ξεμένει πίσω — «θα θαυμάζουμε τον Ποιητή και θα ξεχνάμε την ποίησή του»[18]. Όσο ο κόσμος και ο μοντερνισμός προχωρούσαν προς τον καταμερισμό, τη λεπτή ειρωνεία και τις μερικές λύσεις, εκείνος διαρκώς καλυπτόταν από το «όλον» σύμπαν του, το οποίο ενίοτε έμοιαζε τόσο απτό που προκαλούσε δυσπιστία κι ενίοτε τόσο νεφελώδες που γινόταν στόχος ειρωνείας· πλέον δεν χωρούσε πουθενά, όλο και πιο αλλόκοτο, όλο και περισσότερο βαρίδι στον καλπασμό της κατακερματισμένης πραγματικότητας. Η ερχόμενη φαντασία απλωνόταν στις λεωφόρους δεν σκαρφάλωνε σε βουνά, πίστευε σε έναν ή σε κανέναν μα όχι σε ανάμεικτους θεούς, οχυρωνόταν για να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της και όχι να τους συμφιλιώσει. Ο δικός του διονυσιακός ρομαντισμός γινόταν ταινία εποχής ή λαογραφία. Πόσο μάλλον που οι αλληλεπικαλυπτόμενες κοσμικές και συμπαντικές αναφορές στο έργο του δημιουργούσαν παλίρροιες, οι οποίες κρυπτογραφούν ή ενίοτε και αδικούν το αποτέλεσμα. Ή αλλιώς, το ιλιγγιώδες χάρισμα είχε και μια αναπόφευκτη παρενέργεια εκτροπής, η οποία συχνά υποχρεώνει τον αναγνώστη, τουλάχιστον τον σύγχρονο, να κρατάει και πυξίδα και κόσκινο· αρχικά για να διανύσει τον μαιανδρικό μαραθώνιο και μετά για να κατασταλάξει στις όχθες του ορμητικού σικελιανικού ποταμού. Γιατί —μεταξύ μας μιλώντας— η εμμονή με την απαρτίωση, η προσδοκία σύνδεσης κόσμων και φύσης, η σταθερή βούληση να πείσει και όχι απλώς να ακουστεί, ε αυτά, μοιάζουν βαρύγδουπα πράγματα, ανορθολογικά, μεγαλομανιακά ακόμη και τότε· σκέψου σε εποχή που κάθε ρεαλισμός και κάθε ταπεινότητα ρέουν μοναδικά και μετρημένα σε κοινωνικά δίκτυα.

«Ο άκρατος λυρισμός του [Σικελιανού] απαιτεί την καταβολή ενός υπερβολικού ποσού ευπιστίας, που κανείς σύγχρονος, νοήμων και άξιος του ονόματος αναγνώστης δεν είναι διατεθειμένος να καταβάλει»[19]

Μπορεί το μέγα ζητούμενο να κατακλύζει τις γραμμές του ποιητικού του έργου, αλλά πριν από κάθε ερμηνευτικό κείμενο ήταν ο ίδιος που φρόντισε να καρφώσει εξαγγελτικά τις παραλλαγές του άπιαστου ιδεώδους· να σημάνει κάθε σελίδα του «Προλόγου στον Λυρικό Βίο», όπως διαφωτιστικά επισημαίνει ο Μπουρναζάκης, με κάποια εκδοχή του —«αρραγές, ενιαίο, άρτιο, ομόκεντρος, το όλον…»— μα και με την αντίθετη ή αντίρροπη διάστασή του —«διαμελισμένος, διασπασμένος, εκτροχιασμός, συντριβή…»[20]. Ενδεχομένως γιατί πίσω από τον πέτρινο οπτιμισμό του —«ίσως ο πιο αισιόδοξος Νεοέλληνας ποιητής», όπως τον απολογίζει η Βογιατζόγλου[21]— υπήρχε πάντοτε διαθέσιμη η πλαστελίνη που του επέτρεπε να αξιοποιεί και την άνωση και τη βύθιση, και την αναζήτηση ενότητας στο παν και τη μετωπική εναντίωση σε ό,τι αποφάσιζε να αντιπαρατεθεί.

                Α, τόσων χρόνων όργωμα να μου κρατεί, κολόνα,
                τ' αδρό κορμί, για να σταθώ ενάντιος στον αιώνα
[22]

Και είναι ενδεχομένως το ίδιο δίκοπο χαρακτηριστικό του έργου του, το οποίο τον έκανε ενίοτε να φαντάζει αγγελιοφόρος χωρίς μήνυμα —ή έστω χωρίς αποδέκτες— αλλά ταυτόχρονα κρατούσε το διαχρονικό εκκρεμές σε κάποια έκκεντρη ισορροπία· τον ξεχώριζε και τον απομάκρυνε ταυτοχρόνως. Εκείνοι που είχαν καταστατική αποστολή να τον «ξεπεράσουν» —«το έργο ενός ποιητή που, σύμφωνα με όλα τα φαινόμενα, καλλιεργεί ένα είδος ποίησης το οποίο θέλουν να αφήσουν πίσω»[23]— έσπευδαν πανηγυρικά να τον αναγνωρίσουν· τόσο οι σημαντικότεροι επόμενοι ομότεχνοί του (Ελύτης, Σεφέρης, Ρίτσος) όσο και οι κορυφαίοι των επαρκώς διαφορετικών μα επαρκώς διορατικών σουρεαλιστών (ο Εγγονόπουλος και πρωτίστως ο Εμπειρίκος με το ποίημα του 1942 «Μέθεξις ή Ο Άγγελος Σικελιανός είναι δικός μας»[24]), οι οποίοι όχι μόνο άντλησαν από την πηγή αλλά και τον διεκδίκησαν με ενάργεια παρά τη δική του αμφιθυμία απέναντι στο νέο ρεύμα.

                Καμιά δοσοληψία εμπορική
                
Καμιά κατήχησις
                
Καμιά συσκότισις
                
Κανένα ψεύδος
                
Δεν θα εμποδίσουν τούς πιστούς και θερμοαίμους
                
Να μην αφήσουν να χαθεί μια τέτοια ώρα
                
Η ωραία χώρα των νεφών η «Νεφελώδης»
                
Να γίνη απτή συγκεκριμένη χώρα
[25]

Υπάρχει, λοιπόν, και έτερη ανάγνωση, υπήρξε εντέλει δεύτερη ζωή, συνέχεια των στίχων του στον λόγο των επόμενων, με ραφές και περιγραφές εξίσου σημαντικές μα κι εξίσου ασύμπτωτες στις αφετηρίες τους, ίσως δικαιωματικά ίσως και αναπόφευκτα έτσι, όπως και η δική του μεταιχμιακή διαδρομή. Για λόγους πάντοτε αναγώγιμους σε κοινά χαρακτηριστικά, αλλά με μεταβαλλόμενο κέντρο βάρους ανάλογα με τα φίλτρα κάθε εποχής και κάθε μελετητή του, ο σικελιανικός λυρισμός άντεξε την ανηφόρα του χρόνου με τρόπο ασυνεχή αλλά κυκλωτικό. Αν μια περίοδο αργοσβήνει στο βάθος του ορίζοντα, την επόμενη αναδύεται είτε συγκεκριμένος —ως ποίηση μοναδικής αφομοίωσης της αρχαίας πλαστικής τέχνης, όπως το αναδεικνύει ο Βαρθαλίτης[26] είτε καθολικός ως μια γλώσσα ανθεκτική «μέσα στην οποία η υπερβολή αυτή ακούγεται φυσιολογικά, αβίαστα και —στις μεγάλες στιγμές του— σαν την τρυφερή, κουβεντιαστή σχεδόν, εκμυστήρευση ενός πρόωρα χαμένου φίλου», όπως το αποτυπώνει ανεξίτηλα ο Καψάλης.[27] Μα και κάποτε αλλάζοντας νευρικά ταχύτητες στον δρόμο, σαν τροπικότητες στη γραφή, ως ποίηση που «συνδέει παράδοση και νεωτερικότητα, καθιστώντας ανοίκειο το οικείο και οικείο το ανοίκειο, σύγχρονο το αρχέγονο και ασύγχρονο το παρόν […] έξοδος από τον χρόνο αλλά μέσα στον ιστορικό χρόνο», όπως ενώνει κουκκίδες μεταξύ Μύθου και Ιστορίας στον Σικελιανό ο Μιχαήλ,[28] ή ως εκείνος που «βάζει την ποίηση στην υπηρεσία της ιδέας”», όπως στιγμιαία τον φωτογράφισε η Ρουκ.[29] Επιστρέφει, ενδεχομένως, και γιατί όσο κανείς επιμένει να τον (ξανά)διαβάζει, τόσο ανακαλύπτει την εντυπωσιακή μετεξέλιξη του ίδιου πάντα ποιητή, μια ιδιαίτερη ποικιλομορφία της ίδιας πάντοτε ποιητικής, την ταλάντωση, εντός λίγων στίχων, από τα όρια του επιστητού και του υπερβατικού ως την πλήρη αποδοχή του πεπερασμένου και της κοινής μοίρας.

                Γιατί το ξέρω· πιο βαθιά κι απ᾿ το πηχτόν αστρόφως,
                
κρυμμένος σαν αετός,
                
με περιμένει, εκεί που πια θείος αρχίζει ζόφος,
                
ο πρώτος μου εαυτός...
[30]

Ίσως, ακόμη, γιατί από τη θέα των επόμενων 100 χρόνων —στις γενιές του δικού μας ’20, με συνείδηση των αντιφάσεων που διατράνωσε ο 20ός αιώνας— το ναρκοθετημένο ζητούμενο κάποιας ενότητας, μιας οικουμενικής απάντησης στις απειλές που περικυκλώνουν οικοσυστήματα υπό κατάρρευση και κοινωνίες διχασμένες, μοιάζει άμεσο και επείγον. Σε μια ελλειπτική τροχιά, λοιπόν, ο Άγγελος Σικελιανός, τουλάχιστον ο ύστερος, μπορεί να ιδωθεί και ως ένας από τους πιο ματαιωμένους νεοέλληνες ποιητής ή ίσως ένας από τους πιο διορατικούς ως προς το όριο μεταξύ πλεονεξίας και αυτοκαταστροφής.

                Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία
                
του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,
                
δεν έβλεπα άλλο απ᾿ την τρανήν αρκούδα
                
με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,
                
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
                
του κόσμου, τωρινού και περασμένου,
                
[…]
                Kι η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογγούσε:
                
«Θα ρτει τάχα ποτέ, θε να ρτει η ώρα
                
που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,
                
κι η ψυχή μου, που Μυημένη την κράζω,
                
θα γιορτάσουν μαζί;»

Αν μη τι άλλο, κάποιος που είτε σε όλες τις οδούς που διέσχισε πάσχιζε να εντοπίσει σκοπό ύπαρξης εντός κοινότητας, τόσο στη μία όσο και στην άλλη άκρη του ψυχικού νήματος· και ίσως από αυτή τη μακρά αναζήτηση να αντλούσε, ακόμη και στις πιο σκληρές στιγμές της διαδρομής του, ένα ακατάβλητο υπόλοιπο ελπίδας και κατάφασης στη ζωή.

                Κι ως προχωρούσα,
                και βράδιαζε
[…]
                Κι όμως τέτοια ως να διψούσε
                
πλημμύραν η καρδιά μου […]
                ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,
                
ένα μούρμουρο,
                
κι έμοιαζ᾿ έλεε:
                
«Θα ρτει.» !
[31]

Η σύγχρονη φαντασία καταστροφής μεγάλης κλίμακας και η κυνική ουδετεροποίηση της εκμετάλλευσης σε μικρή, ενδεχομένως να καθιστούν και το δικό του υψιπετές σινιάλο λιγότερο εξωτικό ή αλαφροΐσκιωτο. Ίσως γιατί σήμερα μπορεί να διαβαστεί αλλιώς, όχι πλέον ως υπόσχεση αλλά ως μια αλληγορική διάψευση της προσδοκίας διαρκούς προόδου — μια απότομη επιστροφή σε ρευστούς καιρούς. Η ακόμη, αντιστρόφως, γιατί σε περίοδο διακινδύνευσης και αβεβαιότητας, όταν ο πεσιμισμός εντός και εκτός λογοτεχνίας γίνεται αυτοματισμός και πόζα, το σικελιανικό παράδοξο επιμονής τόσο στη λαγαρή απογύμνωση όσο και στη μυστική απογείωση, ίσως συμπυκνώνει ένα πολύ συγκαιρινό στίγμα και ταυτόχρονα ένα κοινό απωθημένο.

Ίσως, κλείνοντας, γιατί ο Σικελιανός ήταν ένας ποιητής που όσες ιδέες πίστεψε, όποιας προέλευσης και σύστασης —τη Μεγάλη, τη Δελφική, την Αντίσταση και φυσικά την ιδέα για τον αυτό του—, τις κουβαλούσε και αν χρειαζόταν τις φορούσε σαν μανδύα του Νέσσου, πληρώνοντας τα λύτρα κάθε επιλογής του. Η αδιάκοπη κι ενίοτε μανιακή προσπάθεια να τις ενσωματώσει στη γραφή του είχε αναπόδραστα κορυφώσεις και υφέσεις· διατηρεί όμως κι ένα πολύτιμο ποιητικό φορτίο, όπως εκείνο το διαχρονικό ίσως και «μέγιστον μάθημά» συνέχισης μετά από κάθε τέλος.

                δεν σταματά μεσοστρατίς στην Αιωνιότη,
                
μα, ως την πνοή του όλη την ξόδεψε στο δώρο
                
και την ψυχή του την εγύμνωσεν η Αγάπη,
                
γυμνό θα πάρει της Αβύσσου το στεφάνι!
[32]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: