Το 1942 ο Ανδρέας Εμπειρίκος έγραφε το ποίημα «Μέθεξις ή ο Σικελιανός είναι δικός μας». Ο τίτλος του ποιήματος είναι οπωσδήποτε δηλωτικός για πολλές από τις τάσεις και τα leitmotiv του ποιητή: τη συντροφική γαλαντομία με την οποία σκέπαζε πολλούς ομοτέχνους του, συγχρόνους ή παλαιότερους, και την αγαπημένη του συντακτική μορφή της διάζευξης. Ο τίτλος του ποιήματος αυτού όμως, θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε, είναι και δίκαιος, λίγο ή πολύ ακριβής σε αυτό που περιγράφει: Η επιρροή του Άγγελου Σικελιανού στους ποιητές της γενιάς του ’30 δεν είναι πλέον (όπως μέχρι πολύ πρόσφατα) κάτι το άγνωρο, άθικτο ή επιμελώς ανομολόγητο. Οι συγγένειες του Σικελιανού για παράδειγμα με τον ίδιο τον Εμπειρίκο είναι εμφανείς στο πεδίο του ρωμαλέου, οιονεί οντολογικού ερωτισμού. Ούτε μπορούμε εξάλλου να παρακούσουμε τον σικελιανικό απόηχο που ενοικεί σε εκτενείς, «συμφωνικές» συνθέσεις της γενιάς του ’30 όπως το Άξιον Εστί ή ο Μπολιβάρ (με όλες βεβαίως τις διακρίσεις και διαφορές) – ή τις διδαχές πνοής και ρυθμολογίας του Σικελιανού σε έργα σαν τον Επιτάφιο του Ρίτσου.
Λιγότερο έως και καθόλου πάντως συζητάμε για τυχόν ίχνη και διαδρομές της σικελιανικής επίδρασης στη μεταγενέστερη ή και σύγχρονη ποίηση. Ακόμη κι όταν τα ίχνη αυτά είναι προφανή (αναφέρω αντί άλλων εδώ μόνο έναν ποιητή, τον Ηλία Λάγιο: με την ιλιγγιώδη εκφραστική του δύναμη· την άντληση τύπων ή τρόπων από τη διαχρονική γλωσσική ιστορία· και την έκκεντρη θεο-χριστολογία του). Μοιάζει σαν ο ποιητής Σικελιανός να μας αφορά, το πολύ, ως μια ποιητική πηγή των δικών μας πηγών· ή ως μια σελίδα από την ιστορία της γραμματείας που ίσως γνωρίζουμε (αν και συχνά αποκλειστικώς για τα φιλολογικά της παραλειπόμενα), αλλ’ όμως δεν διαβάζουμε.
Ο δίχως άλλο στιβαρός «Σικελιανός των φιλολόγων» (γιατί όντως οι σικελιανικές σπουδές επιμένουν, παράγουν έργο, θα λέγαμε ίσως μάλιστα και ότι με το χρόνο οξύνονται, βαθαίνουν) δεν έχει καταφέρει να εμπνεύσει, να διαμορφώσει και να συμπορευτεί με έναν υπολογίσιμο «Σικελιανό των αναγνωστών». Θα προσέθετα: μήτε έναν Σικελιανό των ποιητικών δημιουργών. Γνωρίζοντας λίγο ή πολύ και συνομιλώντας με ποιητές, ποιήτριες, ευρύτερα γραφιάδες της ηλικίας/γενιάς μου δεν μου έρχονται διαμιάς στο νου πρόσωπα που θα έβαζαν, πρόθυμα και πηγαία, τον Σικελιανό στις αγάπες ή επιρροές τους.
Τι είναι αυτό λοιπόν που, εάν υπάρχει, μας εμποδίζει να διαβάζουμε ή και να εμπνευστούμε ποιητικά από τον Άγγελο Σικελιανό; Η απάντηση δεν μπορεί σαφώς να αναζητηθεί, παρόλο που συχνά τούτο λέγεται, στον «άκρατο λυρισμό» ή στον άξενο για μας σήμερα «παλαιοδημοτικισμό» του ποιητή. Διότι δεν θα επικαλεστεί κανείς το ίδιο πρόβλημα ή εμπόδιο π.χ. για τον «υψηλόφρονα λυρικό» Κάλβο ή τον, εξίσου γλωσσικά δυσπρόσιτο, Βάρναλη. Ούτε βοηθάει ιδιαίτερα, πιστεύω, στην εύρεση απαντήσεων το να λέμε ότι, αν δεν μπορούμε να συνομιλήσουμε λειτουργικά με τον μείζονα λυρισμό του ποιητή, περισσότερο για αυτό ευθύνεται η ίδια μας η («αντι-λυρική») εποχή – και η αποπτωχευμένη ποιητική μας αγωγή και συνείδηση. Τέτοιες τοποθετήσεις μάς υπενθυμίζουν, πράγματι –κι αυτό δεν είναι λίγο– πως η όλη συζήτηση δεν έχει κανένα νόημα εάν δεν γίνεται με άξονα τις ποιητικές συντεταγμένες και, ίσως, τα ζητούμενα του παρόντος. Όμως δεν βοηθάνε από μόνες τους, εάν συνάμα δεν φροντίζουν και δεν στοχεύουν να φωτίσουν διαυγέστερα, να κρίνουν –κατά προϋπόθεση– τους ίδιους τους όρους και τα μέτρα της συζήτησης που βάζουν. Εδώ, πιο συγκεκριμένα και απλά: τη σικελιανική ποίηση.
Αναμφίβολα πρέπει να αποσοβήσουμε και την όποια βιασύνη να ζυγιστεί ο ποιητής με ιδεολογικά εξωλογοτεχνικά κριτήρια: να επικριθεί ας πούμε για τις εθνικοπατριωτικές του εξάρσεις· ή εξ αντιστρόφου –και ομοίου– λόγου να «διασωθεί»: π.χ. με εστίαση στις αριστερές του ροπές στα χρόνια του ’40 και τις ύστερες, «αντιστασιακές» δημιουργίες του. Ας μην ξεχνάμε δε άλλωστε, όσον αφορά αυτές τις τελευταίες (λ.χ. τον κύκλο ποιημάτων Ακριτικά ή τη θεατρική Σίβυλλα), ότι εκεί περιλαμβάνονται λαμπρές όσο και άνισες στιγμές.
Το ίδιο πρόβλημα περίπου απαντά και στην πολυσυζητημένη ανθολόγηση του Ζήσιμου Λορεντζάτου για τον Σικελιανό: που μολονότι διακηρύσσει στον πρόλογό της ότι ο «γνώμονας [για την επιλογή των ποιημάτων] είναι ποιητικός» μοιάζει να σκύβει στο έργο του ποιητή με το στενό μοιρογνωμόνιο των νεοορθόδοξων φρονημάτων του ίδιου του ανθολόγου. (Δεν καταπνίγει εδώ, πάντως, κανείς τον πειρασμό να σχολιάσει ότι, στον αντίποδα των διαθέσεων του Λορεντζάτου, η πράγματι ανυπέρβλητης ομορφιάς και σημασίας Μήτηρ Θεού του Σικελιανού, που ο ανθολόγος ξεχωρίζει και εγκωμιάζει ως ποίημα, είναι περισσότερο ελληνική παρά βυζαντινή: η Θεοτόκος εδώ δεν είναι τόσο Μάνα Θεού, όσο Μάνα-Θεά).
Δεν βοηθούνε, τέλος, και οι δίκαιες θεατρικές δάφνες που ο Σικελιανός δρέπει, αναφορικά με την αναβίωση, τον επαναπατρισμό της τραγωδίας στον φυσικό υπαίθριό της χώρο. Γιατί –εκτός του ότι παραγνωρίζεται εδώ η πραγματική θεατρική διάνοια στο «δελφικό ζεύγος» Άγγελου Σικελιανού και Εύας Πάλμερ· που είναι η δεύτερη, η Εύα– επαναφέρουν ακριβώς από άλλη οδό το ίδιο πρόβλημα: αυτό της κατά βάση εξωποιητικής, σημερινής μας σχέσης με τον ποιητή.
Ας επιστρέψουμε λοιπόν στην ποίηση του Σικελιανού. Αναμφίλεκτο στοιχείο, πράγματι, της σικελιανικής ποιητικής είναι η επίμονη, πληθωρική αυτοαναφορικότητά της. Το ποιητικό εγώ είναι πανταχού παρόν, διαπερνά και σφραγίζει τα πρόσωπα, τους συμβολισμούς, τα θέματα και τις αναπτύξεις των έργων. Δύο ή τρία εδώ παραδείγματα, αντί άλλων: η περίφημη φυσιολατρεία του Σικελιανού οργανώνεται και δονείται γύρω από τη βαθύτερη, «μυστική» ένωση του ίδιου του ποιητή με τη φύση. Οι –πολύ δυνατές, ως επί το πλείστον– ερωτογραφίες του Σικελιανού δεν καταφέρνουν να κρύψουν πολλές φορές τον αυτο-ερωτικό (ποιητο-κεντρικό) τους άξονα. Όπως το έχει εκφράσει προσφυώς η Αθηνά Βογιατζόγλου: ο ύμνος του έρωτα γίνεται έρωτας για τον ύμνο (αλλά και τον υμνωδό). Στο θέατρό του ο Σικελιανός, μας βάζει να διαβάζουμε σχεδόν ως αυτονόητη persona του ίδιου του ποιητή τον πάσχοντα-ήρωα της κάθε τραγωδίας (βλ. τον Ορφέα, τον Δαίδαλο, τον Ασκληπιό, τη Σίβυλλα): αυτόν δηλαδή που, μέσα από την εξυψωτική δοκιμασία του, εντέλει θα ξεδιπλώσει τα ανώτερα μέτρα για τον άνθρωπο.
Δεν νομίζω, ωστόσο, ότι είναι το ισχυρό ποιητικό εγώ ή η ιδιόρρυθμη και διεσταλμένη αυτή ποίηση ποιητικής που θρέφουν τη σύγχρονη αναγνωστική αμηχανία. Έτσι κι αλλιώς, η αντίληψη και η θεραπεία της ποίησης ως φιλάρεσκου αυτοσκοπού δεν είναι σήμερα λιγότερο –και λιγότερο ενοχλητικά– παρούσες από ό,τι στην παλαιότερη ποίηση ή τον Σικελιανό (θα τολμούσα να πω: το αντίθετο· απλώς με διαφορετικό τρόπο και κλίμακες). Αν προσέξουμε καλά, θα δούμε ότι δεν είναι μήτε οι εξηρμένοι ποιητικοί τόνοι, μήτε το υπερτροφικό πρώτο ενικό πρόσωπο του ποιητή, μήτε η ποιητική αυτοσχεσία που μας είναι ακριβώς ξένες. Αλλά η τελεστική αναγωγή όλων αυτών σε μια αντίληψη και αποστολή για την ποίηση που κρίνονται (ευρέως πια) υπερήμερες, παλιοκαιρίσιες· ή και κάπως ιλαρές στην ονομαστική τους αξία. Ποιες είναι αυτές; Η αντίληψη για τον ποιητικό δημιουργό ως «παιδευτή του σύμπαντος βίου» και την ποίηση ως «ανώτερη ρυθμίστρια» της ζωής (φρασεολογία verbatim, του ίδιου του Σικελιανού).
Η κριτική το έχει εντοπίσει και σχολιάσει επανειλημμένα και με ακρίβεια: Η στημονική αρχή της ποιητικής ιδεολογίας του Σικελιανού είναι η «ένωση όλων των διεστώτων», η αποκατάσταση της ριζικής, καθολικής ενότητας: ύλης και πνεύματος, ανθρώπου και φύσης, τέχνης και ζωής (βλ. και τον εύγλωττο τίτλο της συγκεντρωμένης ποίησής του: «Λυρικός Βίος»), ανθρώπων και λαών (βλ. «Δελφική Ιδέα») κ.λπ. Ο ποιητής γύρεψε να περισυλλέξει και να ανασυνθέσει, όπως το θέτει ο ίδιος, τα «ακόμη σκόρπια από αιώνες […] τα γαλήνια μέλη του μεγάλου Διονύσου/τα γαλήνια μέλη της μεγάλης Ποίησης/τα γαλήνια μέλη της βαθύτερης Ενότητας του κόσμου!» (βλ. το ποίημα «Προς την Ποίηση-Πράξη» από την ενότητα των Συνειδήσεων). Σίγουρα: έργο ασήκωτο όχι μόνο για τους ώμους ενός ποιητή, αλλά κυρίως αλλόκοτο για τη σημερινή ποιητική κουλτούρα. Δεν είναι καθόλου άστοχη, μέσα σε όλη την οξύτητά της, η κριτική διατύπωση του Άρη Μπερλή για την ποίηση του Σικελιανού: απαιτεί «καταβολή ενός ποσού ευπιστίας» που ο «σύγχρονος αναγνώστης δεν είναι διατεθειμένος να καταβάλει».
Θέλω παρόλα αυτά να υποστηρίξω, κάπως ελλειπτικά και υπαινικτικά είναι η αλήθεια, ότι ο Σικελιανός είναι «δικός» μας και σήμερα· όχι παρ’ όλη, αλλά ακριβώς χάρη στην, ποιητική μας δυσπιστία. Ο τρόπος εργασίας του και, κυρίως, η κατορθωμένη εργασία του έχουν πολλά να μας πουν και να διδάξουν για τη σημερινή μας πολλαπλή καχυποψία: για τις (υποτιθέμενες) διαζεύξεις «μορφής» και «περιεχομένου» στην τέχνη· «ιστορικής» και μη «συνείδησης» της ποίησης· «σκέψης» και «πλαστικότητας» στο ποίημα· «μαστοριάς» και «έμπνευσης» πίσω από αυτό· και ακόμη-ακόμη, «παλαιάς» και «μοντέρνας» ποίησης.
Ξεκινάω με το απλούστατο: Το γνωρίζουμε και το λέμε σήμερα, ξανά και ξανά, ότι η ποίηση δεν γράφεται με τρεμάμενο χέρι, σε έξαψη ή μουσόληπτο στάτους. Πιστεύουμε στον ενήμερο και σκεπτόμενο ποιητή, αυτόν που μεταβολίζει διαβάσματα και κόπο στις γραμμές του, περισσότερο σκίζει άλλωστε παρά γεμίζει σελίδες. Σήμερα ξέρουμε ότι, παρ’ όλη την προσωπική μυθολογία που ο ίδιος, οι δικοί του και οι κριτικοί καλλιέργησαν, ο Άγγελος Σικελιανός δεν ήταν ένας ποιητής χειμαρρώδης. Δεν συνέθετε σε «κατάσταση ανοιχτομάτας μέθης», όπως το είχε θέσει λανθασμένα ο Ανδρέας Καραντώνης· αλλά μέσα από ποικίλα διαβάσματα, ύστερα από μακρά και επίπονη κυοφορία (τουλάχιστον από τον Αλαφροΐσκιωτο και μετά), με περίτεχνες συχνά μεθοδεύσεις και ενίοτε άδοξες προσγειώσεις. Ο Σικελιανός ακριβώς, θα λέγαμε, αποκρύβοντας τη μαστορική και υπερτονίζοντας τον οίστρο, πολύ απλά αρέσκεται να σκηνοθετεί –και, έτσι, να ανανεώνει– τον μύθο, με όλη την επίγνωση και το ζύγισμα της απόστασης από αυτόν.
Περαιτέρω – και κυρίως: η ποίηση του Σικελιανού είναι μια διαρκής, προσηλωμένη πάλη με τις μορφές και τα μέτρα. Δεν βγαίνει πάντα αλώβητος, «κατορθωμένος», μέσα από τη μάχη αυτή· αλλά όταν το κάνει το αποτέλεσμα είναι, ας μη διστάσουμε να το πούμε, θριαμβικό: Μπορούμε να θαυμάσουμε τον («ελευθερωμένο»;) στίχο του Αλαφροΐσκιωτου, που αφήνει τον χειμαρρώδη, ευδαιμονικό λόγο να κυλάει και, συνάμα, τον τιθασεύει· τη δεκαπεντασύλλαβη μουσική της Μητέρας Θεού, που οδηγεί τον λυρισμό στο έσχατο σημείο της πύκνωσής του· τη δύναμη και πλαστικότητα κάποιων εξαίσιων σονέτων του (όπως η «Σπάρτη» ή το «Δωρικό»)· τους κομψούς, αναστοχαστικούς ενδεκασύλλαβους ύστερων ποιημάτων του όπως το «Άγραφον».
Το «κατορθωμένο σώμα» είναι μια προσφιλής φράση κι έννοια-ορόσημο για τον Σικελιανό. Φαίνεται να σημαίνει –εν ταυτώ– το ολοκληρωμένο έργο του δημιουργού, το συντελεσμένο χρέος και τον ίδιο τον (αυτο)δημιουργημένο ποιητικό εαυτό. Θέλω να υποστηρίξω ότι ο Σικελιανός, παρ’ όλη τη μυθική σκηνοθεσία και τους ραψωδιακούς του τόνους, δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά και να χειρίζεται την αντίφαση ανάμεσα στην ισχυρή ευθύνη εκπλήρωσης της «κατόρθωσης» αυτής και την εμφανή αδυνατότητά της. Το νιώθουμε αυτό, προσέχοντας το εξής: Το ίδιο το ποίημα που φέρει τίτλο «Το Κατορθωμένο Σώμα» γράφτηκε σε ώριμη ηλικία και έχει απολογιστική στόχευση. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην αυτοανθολόγηση του Σικελιανού (το Αντίδωρο), ενώ στη συγκεντρωτική έκδοση του Λυρικού βίου κλείνει την ενότητα «Η Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας». Εκεί λοιπόν, ο ποιητής παρουσιάζεται να αμφιβάλλει για την ευόδωση του ίδιου του έργου και του ριζικού αιτήματός του, της περίφημης «Ενότητας». Ούτε στιγμή όμως, από την άλλη, για το βάρος της ευθύνης: «ω προαιώνια, μυστικά θαμμένη Ενότητα βαθιά μου, δε θα σε σαρκώσω τέλος; […] Αγωνίσου· μόχτησε· αγωνίσου… Δεν είναι σταθμός στου Λόγου την πορεία ο Μύθος/να σταθείς σ΄ ένα σκαλί Ομορφιάς ν’αναπαυτείς […] Θα σε φτάσω! Θα σε φτάσω!».
Ο Άγγελος Σικελιανός μοιάζει να μας λέει ότι το «αίτημα ενότητας» μπορεί να μετατίθεται, όμως εκκρεμεί. Ίσως να μην μπορεί να το πετύχει η ίδια η ποίηση (δεν είναι τυχαίο ότι γράφονται αυτά σε ένα συγκείμενο όχι μόνο προσωπικής ματαίωσης, αλλά και ιστορικής-κοινωνικής οδύνης: γύρω στο ’40). Μπορεί –και οφείλει!– ωστόσο, με τον τρόπο ακριβώς που μόνο ο ποιητής μπορεί: να το συλλάβει και να το μορφοποιήσει. Για να δανειστώ, συμφωνώντας απόλυτα και αλλάζοντας ελάχιστα, τα λόγια εδώ του Διονύση Καψάλη: σε αυτό ακριβώς μας καλεί η (καλή) λυρική ποίηση, να ανανεώσουμε την εξωφρενική αυτή υπόσχεση, να την «αφομοιώσουμε, μαζί με το θρηνητικό, το αναφομοίωτο, σκοτεινό της υπόλοιπο».
Ο Άγγελος Σικελιανός το κατορθώνει, όπως μονάχα οι μεγάλοι ποιητές το κάνουν. Με την ανυπέρβλητη μορφοπλασία του αντηχεί και ανανεώνει ακριβώς αυτό το «αίτημα Ενότητας που διαρκώς αθετείται» (για να υπαινιχτώ εδώ τον αφορισμό του φιλοσόφου Τεοντόρ Αντόρνο για την ποίηση, ως «διαρκώς αθετούμενη υπόσχεση ευδαιμονίας»). Αν δεν το κατορθώνουν αυτό, λ,χ,, οι ακόλουθοι στίχοι από τη Μητέρα Θεού, δεν ξέρω πιθανώς καμιά άλλη ελληνική δημιουργία που να το κάνει: «κι ως σου είδα στη μετάδοση το χείλι να μην τρέμει,/σαν την καρδιά σου δέρνανε οι τέσσερεις οι ανέμοι,/κι ως είδα, ετοιμοθάνατη, την όψη σου να μένει/σε τρίσβαθο χαμόγελο λουσμένη, βυθισμένη,/κι ως σταύρωσες, τα χέρια σου στα στήθη απάνω, μόνη,/κι ώρα την ώρα ο θάνατος σε σκέπαζε ωσά χιόνι,/γλυκά κι αν δε με διάταξες της πίκρα μου ν’ αφήσω/τον πέπλον, ολοζώντανη για να σε ζωγραφίσω!».