——————
Ρ Υ Θ Μ Ι Κ Ο Σ Χ Ο Λ Ι Ο
——————
Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι 1985
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
…και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
…τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια!…
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Ο Επιτάφιος στη γωνιά του στέκει
αστόλιστος και ακατοίκητος:
ο ίδιος που είδε τότε ο ποιητής.
Επάνω του σαν μέσα σε άδειο σπίτι,
στέκει η εικόνα της Ανάστασης,
μια που κι εκείνη άδειασε, όπως λένε,
τις κατοικίες του Άδη.Ο Ιησούς
χωρίς να τους κοιτά, έχει αδράξει
απ’ τους καρπούς την Εύα, τον Αδάμ
και τους τραβά έξω απ’ τα φέρετρά τους.
Γιατί όμως δεν του δίνουνε το χέρι;
Γιατί τον αναγκάζουν να τους σέρνει
απ’ τους καρπούς, σαν άβουλα παιδιά
που δεν γνωρίζουν προορισμό κανένα
κι ενώ τα πιάνει απ’ το χέρι ο οδηγός
κοιτούνε πίσω το δωμάτιο που αφήνουν;
Των Πρωτοπλάστων άτονο το μπράτσο
τεντώνεται. Η άλλη τους παλάμη
στρέφεται προς τα πάνω με απορία:
«Μέσα στο υπνωτήριο των αιώνων
κοιμούνται οι αισθήσεις δίχως όνειρα.
Ο θάνατος είν’ άοσμος, αναφής
αόρατος κι ανήκουστος. Ποιος είναι
που συναρμολογεί ξανά τα μέλη μας,
ανάβει στις κενές κόγχες μας φλόγες
μιλά σε αυτιά λιωμένα κι ευωδιάζει
ιδρώτα, αίμα και σκόνη από την έρημο;
Μ’ άνθη σκεπάστε τον να κατακάτσει
η οσμή και ν’ αποκοιμηθούμε πάλι.»
Κάτω απ’ του Επιτάφιου τα λουλούδια
ψάχνουνε, καθώς λέει ο ποιητής,
τυφλά τα δάχτυλα των γυναικών.
Ποιος πέθανε; Ο κατάδικος-θεός,
ο τρυφερός μαζί και άτεγκτος,
παρθένος εκ Παρθένου ή να ‘ναι τάχα
ο Άδωνις ο κυνηγός ο λάγνος
που ως να πεθάνει ήξερε μόνον ηδονές;
Την όψη του δεν είχαν δει ποτέ
Κι όμως περίμεναν με λύχνο αδημονίας ―
τι λέω «περίμεναν»; ― το απαιτούσαν
μ’ εξορκισμούς, ευχές, φώτα και δώρα
και κοσμοσυρροή κι άγρυπνες νύχτες
ν’ αναστηθεί εκείνος ο άγνωστος.
Μα τον συγχωριανό τους τον στρατιώτη
που ξέρανε την όψη, τη φωνή του,
καμιά δεν πίστευε πως θα ‘ρθει απ’ τους νεκρούς.
Και δεν τους πείραζε να σύρουνε χορό
για ένα θεό με χέρια τρυπημένα
και με πλευρό σκαμμένο από τη λόγχη,
ενώ δε χάρηκαν που ‘δαν τον στρατιώτη
ν’ ανηφορίζει απ’ τους νεκρούς με πόδι ξύλινο
γιατί ήταν λέει πρώτος χορευτής
μέσα στ’ αλώνι του Στειριού και κάθε κόρη
που ‘ταν ακόμα αγεώργητη, ζητούσε
να την οργώσει το δικό του αλέτρι.
(Όμως ποιος λέει πως ο παρθένος θεός
δεν σήκωνε κι αυτός ωραίο το πόδι
δεν χόρευε με κέφι στον Γάμο της Κανά
ή στην οικία του Σίμωνα λουσμένος
με το μύρο της πόρνης; Ή στην αυλή
της Μάρθας που στα χείλη του κρεμόταν
ξεχνώντας κάθε ευγένεια προς τους ξένους;
Τι αν εχόρευε κι εκείνος ζηλευτά,
Αυτός που τώρα έχει τρύπιο πέλμα;)
Αν θέλετε τον Όσιο να δείτε,
κείμενο άφθορο στη γυάλινή του κάσα,
περάστε από το τέμπλο, αριστερά
θα δείτε ένα μικρό διάδρομο που
οδηγεί στο παρεκκλήσι της Παρθένου.
Η γυάλινη προθήκη του Οσίου
στέκει ψηλά κι εγώ είμαι μόλις έξι.
«Έλα να σε σηκώσω να σου δείξω
τον Όσιο. Αλλά να μην τρομάξεις.» λέει
σκύβοντας από πάνω μου η γυναίκα.
Και ήδη ψηλά στα χέρια της αιωρούμαι
πάνω απ’ τη γυάλινη προθήκη. Εγώ
που χρόνια τώρα δίχως τρόμο αφήνω
να μου διηγούνται την ωραία νεκρή
που επτά τη σήκωσαν στους ώμους και την
πήγαν μέσα στο γυάλινό της φέρετρο,
ώσπου στο γύρισμα του δρόμου η πομπή
σκόνταψε κι ανακάθισε η νεκρή
και δόθηκε ξανά στον πρίγκηπά της,
Ψηλά πάνω απ’ τη γυάλινη προθήκη,
μπροστά στις άδειες κόγχες του νεκρού
ένας πέπλος τα μάτια μου σκεπάζει.
Δειλιάζω και γι’ αυτόν μα και για μένα
που το δικό μας γύρισμα του δρόμου
χάνεται πέρα στον ορίζοντα,
που δεν σκοντάφτει η δική μας η πομπή,
και που δεν βιάζεται ο δικός μας Πρίγκηψ.