Α΄
Η μαραθώνια επιχείρηση απόκρυψης των αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, προκειμένου να προστατευθούν τα εκθέματα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτελεί μια συναρπαστική ιστορία, γνωστή όμως σε ελάχιστους πέρα από ιστορικούς και αρχαιολόγους. Η ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των μνημείων του παρελθόντος ήταν έντονη και οι συζητήσεις για τον τρόπο που θα προστατεύονταν τα αρχαία υλικά κατάλοιπα από τυχόν αεροπορικές επιδρομές και βομβαρδισμούς ή από την επικείμενη Κατοχή είχαν ξεκινήσει λίγα χρόνια πριν από την κήρυξη του πολέμου, ενώ τελικά η λύση που προκρίθηκε ήταν η κατάχωσή τους, η οποία ξεκίνησε το Νοέμβριο του 1940. Αρχαιολόγοι, φοιτητές και τεχνίτες δούλεψαν ένα εξάμηνο για την απόκρυψη των εκθεμάτων. Ανοίχθηκαν ορύγματα στα πατώματα του μουσείου, όπου τοποθετήθηκαν τα μεγαλύτερα αγάλματα και σε ξύλινα κουτιά τα χάλκινα και τα αγγεία. «Τα ορύγματα έμοιαζαν με πολυανδρία, δηλαδή με ομαδικούς τάφους»[1] παρατηρεί ο Κ. Πασχαλίδης, σημερινός επιμελητής του Μουσείου. Αφού τοποθετούνταν τα γλυπτά στους «τάφους», πάνω τους έπεφτε άμμος και έπειτα στρωνόταν τσιμεντένια πλάκα και τοποθετούνταν τα πλακάκια του πατώματος. Αξίζει να αναφερθεί ότι υπήρξαν και εναλλακτικά σημεία απόκρυψης, για παράδειγμα κρύπτες και σπήλαια στο φυσικό περιβάλλον. Στα πρωτόκολλα αναφέρεται ότι αρχαιότητες θάφτηκαν «επί του Βράχου της Ακροπόλεως, κατά μήκος της βόρειας πλευράς του Παρθενώνος», ενώ το γνωστό χάλκινο άγαλμα του Ηνίοχου του Μουσείου των Δελφών φυλάχτηκε σε λαξευτούς τάφους στον σημερινό κήπο του μουσείου.[2] Η τελευταία πράξη της επιχείρησης περιγράφεται ιδιαιτέρως γλαφυρά από τον Πασχαλίδη:
Την Κυριακή 27 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατέλαβαν την Αθήνα. Την επομένη, νωρίς το πρωί, οι Γερμανοί αξιωματικοί που ανέβηκαν με φόρα τα μαρμάρινα σκαλιά του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου διαπίστωσαν με έκπληξη ότι παραλάμβαναν ένα κτίριο άδειο. […] Αντί για αγάλματα, στέκονταν μπροστά τους παγωμένοι και ανέκφραστοι οι λιγοστοί αρχαιολόγοι και οι φύλακες που είχαν βάρδια εκείνη την ώρα. Στις επίμονες ερωτήσεις τους, εκείνοι απάντησαν σιβυλλικά, ότι τα αρχαία είναι εκεί όπου όλοι γνωρίζουν, κάτω από τη γη.[3]
Στο ποίημα του Άγγελου Σικελιανού «Haute Actualité»[4]
περιγράφεται η τελετουργία μιας ιδιότυπης, αντίστροφης μετακομιδής, που διαδραματίζεται στην Αίγυπτο του 1936, με αφορμή την αναγγελία του βασιλιά Φαρούκ πως πρόκειται να καθαιρέσει από τις προθήκες των μουσείων τις μούμιες των Φαραώ, με σκοπό να τις θάψει στους πρωτινούς τους τάφους. Υποστηρίζω, όπως ίσως θα έγινε αντιληπτό, ότι στη συγκεκριμένη αφήγηση εγγράφεται και υπαινικτικά υποδεικνύεται η επιχείρηση απόκρυψης των αρχαιοτήτων στα πατώματα και τα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, καθώς και στα μουσεία όλης της επικράτειας λίγο πριν από την εισβολή των γερμανικών δυνάμεων κατοχής.
Την ίδια περίοδο με το «Haute Actualité» ο ποιητής συνθέτει και την τραγωδία Σίβυλλα.[5] Στην έμμετρη τραγωδία εξιστορείται η εισβολή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα στο ιερό Μαντείο των Δελφών και η αντίσταση των ιερέων και του λαού, μια αφήγηση η οποία επίσης εμφανίζει αναλογίες με το ιστορικό παρόν[6]
και θέτει ως θέμα τη διαφύλαξη των «ιερών» μνημείων του παρελθόντος εν καιρώ πολέμου. Σκοπός της ερμηνευτικής προσέγγισης του ποιήματος και της συσχέτισης των δύο έργων είναι η ανάδειξη της λειτουργίας της υλικής αρχαιότητας και των αντιλήψεων σχετικά με τον θεσμό του μουσείου στη σικελιανική ποιητική, όπως αποτυπώνονται στο έργο του ποιητή, όχι μόνο με αφορμή τη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία αλλά πολύ νωρίτερα.[7]
«Ο Σικελιανός θα μετατρέψει την ποίηση σε πράξη»,[8] παρατηρεί εύστοχα ο Ερατοσθένης Καψωμένος και πράγματι ο λευκαδίτης ποιητής προβάλλει μια ιδεολογικοποιημένη εκδοχή της αρχαιότητας σε τέτοιο βαθμό που ξεπερνά την αδράνεια της φιλολογικής σπουδής και φτάνει τα όρια της στρατηγικά οργανωμένης πολιτιστικής δράσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του μετασχηματισμού αποτελεί η Δελφική Ιδέα, που συνελήφθη και πραγματώθηκε με την τέλεση των Δελφικών Εορτών, με συνοδοιπόρο τη σύντροφό του, Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, μέσα σε ένα κλίμα εθνικής απαισιοδοξίας μετά την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας. Κύρια επιδίωξη της δελφικής προσπάθειας ήταν η οργανική σύνδεση «κάποιων αιώνιων ζωτικών αρχών» με τα σύγχρονα προβλήματα, τα οποία και έτσι θα επιλύονταν.[9]
Ο αρχαιολογικός χώρος των Δελφών, τόπος διεξαγωγής των εορτών, αποτελεί ένα μεσογειακό τοπίο στο οποίο η ιστορία υποβόσκει και το αρχαίο πνεύμα αναδύεται μέσα από τα ερείπια.[10]
Ο Σικελιανός σε ρόλο αρχαιολόγου, θα λέγαμε, βοηθά στην αφύπνιση της συνείδησης του λαού σε μια διαδικασία ανάλογη με εκείνη των αρχαιολογικών ανασκαφών, αν και έχει φροντίσει ήδη από το 1930 να διευκρινίσει ότι «η προσπάθειά [τ]ου […] δεν έχει τίποτα το αρχαιολογικό».[11]
Στην πραγματικότητα, όμως, η προσπάθειά του, καθώς και η σχέση του με την αρχαιότητα εν γένει, δεν αποτελεί παρά ένα είδος εκλεκτικής συγγένειας με την αρχαιολογική επιστήμη, από την οποία επιλέγεται και αναδεικνύεται ως ουσιαστικό ένα μόνο σημείο της˙ εκείνο των ανασκαφών.[12]
Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ομιλία με τίτλο «Τ’ Αετώματα της Ολυμπίας» (1928), στην οποία ο Σικελιανός προσεγγίζει ερμηνευτικά τα δύο αετώματα του ναού του Ολυμπίου Διός και κάνει μια παρέκβαση δύο περίπου σελίδων στην οποία εξηγεί ότι:
Η αρχαιολογία […] επιστήμη υψηλή και σεβαστότατη, προσωπικά μου ‘ναι προ πάντων σεβαστή όταν βρίσκεται στη δράση και στο πλαίσιο των ανασκαφών. Αλλ’ όταν ξάφνου, σε οιοδήποτε σημείο της έρευνάς της, οι ανασκαφές τελειώσουνε και τα θαμμένα στη μητέρα Γη αριστουργήματα απαλλαχτούνε από τα χώματα που τα σκεπάζουν και η καρδιά μας πάλλεται όλη σκύβοντας απάνω απ’ τη συγκλονιστική αναγνώριση του παρελθόντος, ξάφνου, ομολογώ, φοβούμαι, μήπως οι σοφοί αρχαιολόγοι που τα πολιορκούνε ως αποκλειστικά δικά τους, τα ξανασκεπάσουνε βαθύτερα με τις βαριές επιστημονικές τους συζητήσεις και αντεγκλήσεις — και, το σοβαρότερο, όχι πλέον από τη φυσική όρασή μας, μα απ’ τα μάτια της ψυχής μας και του νου.[13]
Συνεχίζει αποκαλύπτοντας ότι η μέθοδος, την οποία ακολουθεί για να πλησιάσει τα μνημεία του παρελθόντος, δεν είναι φιλολογική, αφού εγκαταλείπει τα βιβλία και πάει στον τόπο που θέλει να γνωρίσει, για να νιώσει την αδιαμεσολάβητη επαφή με το παρελθόν. Τα μνημεία αυτά άλλωστε «συγκεντρώνουν, ως παγκόσμιος Λόγος “σαρκωθείς μαρμάρω”, τα θεμελιωδέστατα προβλήματα της ζωής».[14]
O ζωντανός δεσμός του ποιητή με την αρχαιότητα προβάλλεται με κάθε ευκαιρία, όπως για παράδειγμα στη χρήση του αρχαίου μύθου στην ποίησή του. Ο Θ. Ξύδης ορθά διαπιστώνει ότι «με το μύθο επιδιώκει κάθε φορά να καταστήσει έμψυχο το άψυχο».[15]
Εκτός, όμως, από τον αρχαίο μύθο, στην ποίηση του Σικελιανού υπάρχει πληθώρα αναφορών στην υλική αρχαιότητα, σε τέτοιο βαθμό που η απόπειρα καταγραφής μόνο θα αποτελούσε μια ξεχωριστή υπόθεση εργασίας. Πάντως, αυτό το γεγονός αποδεικνύει ότι, ακόμα κι αν ο ποιητής δε συμπαθούσε τις «επιστημονικές συζητήσεις και αντεγκλήσεις» γύρω από τα ευρήματα, οι γνώσεις του πάνω στις αρχαιότητες ήταν εντυπωσιακές. Στο Αγιορείτικο Ημερολόγιό του, στις πρώτες σελίδες, πριν ξεκινήσει την καταγραφή των εμπειριών της μοναστικής ζωής, περιγράφει μια επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο και αναφέρεται στα αγάλματα και τα ανάγλυφα που τον εντυπωσίασαν με τον αριθμό ταξιθέτησης των εκθεμάτων.[16]
Επίσης, σημαντική είναι η διαλογική σχέση της σικελιανικής ποίησης με την γλυπτική τέχνη, πράγμα το οποίο επανέρχεται συχνά ως στοιχείο ποιητικής. Η γραφή ενός ποιήματος παρουσιάζεται ανάλογη με την επίπονη προσπάθεια του γλύπτη, που σκαλίζοντας θέλει να δώσει μορφή στο καλλιτέχνημά του.[17]
Ακόμη, αξίζει να σταθούμε στο σονέτο «Ζωφόρος», ποίημα για τις γλυπτές αναπαραστάσεις του Παρθενώνα. Σύμφωνα με την ερμηνευτική πρόταση της Λ. Γιαννακοπούλου, η επιλογή να περιγραφεί το συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό τμήμα του μνημείου, είναι γιατί «όντας “ζωηφόρο” χαρίζει ζωντάνια και πνοή στον απολιθωμένο, μαρμαρωμένο Παρθενώνα. Έτσι, […] η ποίηση είναι αυτή που ζωντανεύει τα νεκρά κατάλοιπα του παρελθόντος».[18]
Β΄
Το ποίημα «Haute Actualité» δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία επιθεώρηση Νεοελληνικά Γράμματα στο τεύχος 223 της 8ης Μαρτίου 1941 και φαίνεται να προκάλεσε αίσθηση, αφού δύο τεύχη μετά (τχ. 225, 22 Μαρτίου 1941) στην έβδομη σελίδα, η σύνταξη του περιοδικού παραθέτει με τίτλο «Μια διευκρίνιση» μια σημείωση σύμφωνα με την οποία ο τίτλος του ποιήματος είναι ο τίτλος με τον οποίο κάποιο γαλλικό περιοδικό ανήγγειλε την πρόθεση του νέου βασιλιά να ξαναθάψει τους Φαραώ στους παλιούς τους τάφους. Το 1947 η διευκρίνιση αυτή εντάσσεται ως υποσημείωση στον τρίτομο Λυρικό Βίο, προσφέροντάς μας ακόμα κάποια στοιχεία, δηλαδή την ταυτότητα του βασιλιά, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον Φαρούκ, και τη χρονολογία του συμβάντος, το 1936. Στην πραγματικότητα, όμως, η ιστορία από την οποία δηλώνει ότι εμπνέεται ο ποιητής με πρωταγωνιστή τον Φαρούκ μάλλον δεν συνέβη ποτέ.[19] Στο παρόν κείμενο υποστηρίζεται ότι το «Haute Actualité» θα μπορούσε να αποτελεί μια αλληγορία, η οποία επιτρέπει στον Σικελιανό να αναφερθεί στην επιχείρηση απόκρυψης των αρχαιοτήτων με σκοπό την προστασία τους από τον πόλεμο του 1940.[20] Παραθέτω το ποίημα:
HAUTE ACTUALITÉ*
Του Γιώργου Κατσίμπαλη
Εδώ που φύτρωσε ο στερνός Λωτός για μένα,
στο πανέρμο ακρωτήρι πόχω στρέψει
την όψη μου, να την σφυρηλατούνε
τις αυγές στον ατέρμονα πόντο και στον ήλιο,
και τα βράδια στις πνοές της αστρικής Ερήμου·
εδώ π’ ασίγητο το φύσημα τ’ ανέμου
στα κατάξερα γύρα μου χόρτα
ψιθυρίζει μια γλώσσα, ως να ‘ν’ η ίδια
η γλώσσα της ψυχής μου·
πως η βαθιά ακοή μου
εστράφη ξάφνου
στο μακρινό αυτό μήνυμα του κόσμου;
«Ο νέος βασιλιάς της Αιγύπτου
αποφασίζει:
Τ’ άγια κουφάρια των σαράντα
δυναστειών της γης του Νείλου
θα σηκωθούνε απ’ τα κρουστάλλινα λαγούμια,
που τόσα χρόνια εκλείνονταν για να τα βλέπει
ο λαός των ανεύλαβων,
και με πομπές μεγάλες
θε να ξαναταφούν στους πρωτινούς των τάφους.
»Θα προπορεύεται,
μες σ’ όλες διαλεγμένες τις χώρες του Άπη,
η πιο τρανή μοιρολογήτρα,
απ’ ώρα σ’ άλλη να ξεσπάει στο μέγα θρήνο
—σάμπως να γεύτη ο Όσιρης για δεύτερη φορά
τον θάνατον απ’ τον Τυφώνα—,
»και θ’ ακολουθάνε πίσω απ’ τις βασιλικές ορχήστρες
οι χοροί των Κορών και των Εφήβων
αργά,
σε χρυσοΰφαντα κρατώντας προσκεφάλια
των Φαραώ τα εμβλήματα·
»κι ωσάν ποτάμι αργυροδίνητο,
ξοπίσω ακόμα λίγο,
οι Αιγύπτιοι Ιερείς με τη λευκή τιάρα,
με τα μυριόχρωμα στα στέρνα τους πετράδια
καρφωμένα στο μάλαμα,
θα μέλπουν
τις επικήδειες μεσ’ από τη Βίβλο των Νεκρών δεήσεις,
ώσπου να φτάσουνε στην Έρημο·
»κ’ εκεί,
όπως χώνει η στρουθοκάμηλο τα’ αυγά της μες στην άμμο,
από τον Ήλιο καρτερώντας να τα κλώσει,
θα ξαναχώσουν τους ιερούς νεκρούς των,
στην ανακύκλωση των Αιώνων προσδοκώντας
τη φωτεινή απ’ τον Όσιρην ανάστασή τους.
» Και τότε πια, γονατιστός στην άμμο απάνω,
με γυμνό το κεφάλι,
δίχως όπλα,
ο βασιλιάς τα χέρια του θ’ ανασηκώσει
σε ζωντανούς ανάμεσα και σε νεκρούς,
και θα φωνάξει
την Ψυχή των Προγόνων
να κατέβει σαν ευλογία στη γη του Νείλου απάνω,
απάνω στο ίδιο του σκυφτό κεφάλι
και σ’ όλο του το λαό…
Και με το πνέμα,
και με το αίμα ανανιωμένον έτσι
απ’ τη μεγάλη ετούτη Τελετή,
θα στρέψουν πάλι στα σπίτια τους και στα έργα τους,
να συνεχίσουν
πιστά
το μόχτο των σαράντα δυναστειών της γης του Νείλου.»
*
Τέτοιο ήταν τ’ άκουσμα
που μια στιγμή μου πήρε
την ακοή μου από τον ψίθυρο του ανέμου στα ξερά χόρτα,
απ’ τον ατέρμονα πόντο και τον ήλιο,
από τις πνοές, στην όψη μου, της αστρικής Ερήμου,
και είπα:
«Αξίζει, αλήθεια, ν’ ακολουθήσω αυτό το ξόδι
των Φαραώ στην Έρημο,
και με γυμνό το νού μου
να στηρίξω της Σκέψης μου
το πολικόν αστέρι
στη μεγαλόπρεπην αυτή αναστάσιμην απαντοχή τους.»
Μια στιγμή μόνο!
Γιατί πάλι, να·
η πνοή τ’ ανέμου
γύρα μου διώχνει απ’ τα ξερά τα’ αγκάθια
τα χνούδια τους τ’ αστρόμορφα στο διάστημα,
και πάλι,
μ’ ακέριο μου το νου, λευτερωμένο
απ’ το μεγαλοφάνταστο αυτό Φάντασμα του Χρόνου
που για λίγο με πλάνεψε·
Ως το φίδι που βγαίνει μόλις απ’ το ντύμα του
και με το δέρμα νεώτατο,
βυθάω
—δράκοντας τώρα—
στις αιώνιες γύρα μου δροσιές
και του πελάου και της στεριας,
κι όλος μαζί,
καθώς ολόγυμνο ένα σώμα
όπου για πρώτη ακούμπησε φοράν απάνω
σ’ άλλο αγαπημένο ολόγυμνο κορμί,
όπου η Αφή του απολυτρώνει μέσα του το απέραντο
κ’ εκμηδενίζει όλους τριγύρα τους ορίζοντες του κόσμου,
υψώνομαι,
έχοντας βαθιά μου κλείσει
την Αιωνιότητά μου·
ενώ
εκεί πια που φύτρωσε ο στερνός Λωτός για μένα,
και τα ξερά τα χόρτα ψιθυρίζουνε τριγύρα μου μια γλώσσα
ως να ‘ναι η ίδια γλώσσα της ψυχής μου,
νιώθω στο στόμα μου άξαφνα και πάλι,
πύρινο κ’ έτοιμο να κλώσει
μ’ αδάμαστο σφυγμό το νέο μου Λόγο,
χείλι στο χείλι μου απάνω κολλημένο,
φλογερό, καφτερό,
το παρθένο φιλί της Αβύσσου!
17/VIII/40
*«Ο νέος βασιλιάς της Αιγύπτου Φαρούκ ανεβαίνοντας στο θρόνο σκέφτηκε να μεταφέρει τις μούμιες των Φαραώ από τα μουσεία τους στους πρωτινούς των τάφους με μεγάλες και επίσημες πομπές.» (Εφημερίδες του 1936)
«H “Haute Actualité” υπέροχη στην επικαιρότητά της και σ’ ό,τι άχρονο κλείνει μέσα της, συγκλονίζει βαθύτατα το νου και την καρδιά», αναφέρει ο Κατσίμπαλης στο ευχαριστήριο γράμμα προς τον Σικελιανό για το ποίημα που του αφιέρωσε.[21]
Ο γαλλικός τίτλος του ποιήματος, εμπνευσμένος από τίτλο άρθρου ή στήλη εφημερίδας, στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως «Εξαιρετικά Επίκαιρο». Όταν πρόκειται για ειδησεογραφία, μια τέτοια επιλογή είναι αναμενόμενη. Ως τίτλος, όμως, του συγκεκριμένου ποιήματος επιβεβαιώνει τον απόλυτα επικαιρικό χαρακτήρα του και τη διάθεσή του να ενταχθεί στα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής που δημοσιεύεται.[22] Η ημερομηνία που δηλώνεται ως ημερομηνία γραφής του ποιήματος είναι η 17η Αυγούστου 1940, δύο μήνες μετά την οδηγία του Υπουργείου Παιδείας στους υπαλλήλους των μουσείων να βρίσκονται σε επιφυλακή και τρεις περίπου μήνες πριν από την επίσημη εντολή έναρξης της επιχείρησης προστασίας των αρχαιοτήτων. Να σημειωθεί, επιπλέον, ότι η 17η Αυγούστου, που γράφεται το «Haute Actualité», είναι μόλις δύο μέρες μετά το συγκλονιστικό για την εποχή γεγονός του τορπιλισμού της «Έλλης», ανήμερα της σημαντικής για το έθνος εορτής του Δεκαπενταύγουστου.[23]
Ο συγκαλυμμένος τρόπος αναφοράς του Σικελιανού στις ελληνικές αρχαιότητες, μέσω του περιβάλλοντος της Αιγύπτου και των σκοτεινών πτυχών του αρχαίου πολιτισμού της, προκαλεί στον αναγνώστη την εντύπωση ότι η αφήγηση αναφέρεται σε κάτι το οποίο πρέπει να παραμείνει κρυφό και αδιευκρίνιστο. Η συγκυρία είναι τέτοια, βέβαια, που δεν είναι δυνατόν ο ποιητής να αναφερθεί ρητά στην επιχείρηση απόκρυψης. Συγκεκριμένοι στίχοι του ποιήματος, όμως, ανακαλούν στον νου εικόνες που θα αντίκριζε κανείς στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο κατά τη διάρκεια της επιχείρησης απόκρυψης. Οι Κόρες και οι Έφηβοι που ακολουθούν την πομπή («και θ’ ακολουθάνε πίσω απ’ τις βασιλικές ορχήστρες/ οι χοροί των Κορών και των Εφήβων/ αργά») θυμίζουν έντονα τα αρχαία αγάλματα και τη σύναξή τους στη νέα τους κατοικία, τα ορύγματα/τάφους δηλαδή, στα πατώματα και τα υπόγεια του Μουσείου.[24]
Πρωτύτερα, πριν από την έναρξη της τελετουργικής πομπής, τα ταριχευμένα σώματα των Φαραώ για να μετακινηθούν θα πρέπει να «σηκωθούνε απ’ τα κρουστάλλινα λαγούμια» σαν να καταργείται με αυτόν τον τρόπο η ιδιότητα του εκθέματος, το οποίο εντασσόμενο σε μια συλλογή πρόκειται να αναδειχθεί. Το παιχνίδι με τον χώρο του μουσείου εκ μέρους του Σικελιανού συνεχίζεται, καθώς παρομοιάζει τις προθήκες με «λαγούμια», δηλαδή με τρύπες ανοιγμένες στο χώμα, που μας παραπέμπουν σε τάφους (υπενθυμίζοντας ξανά την επιχείρηση στο ΕΑΜ). Τέλος, τα εκθέματα περιγράφονται σαν να είναι αιχμάλωτα («που τόσα χρόνια εκλείνονταν για να τα βλέπει/ ο λαός των ανεύλαβων»). Στο ποίημα, το ετεροτοπικό περιβάλλον του μουσείου[25]
παρουσιάζεται ως ένας κλειστός, δυστοπικός μάλλον χώρος και η μουσειακή αντίληψη, βάσει της οποίας οι μούμιες των Φαραώ εντάχθηκαν στις συλλογές, απορρίπτεται, αφού φαίνεται να αφαιρεί τη ζωτικότητα και την οργανικότητα των αρχαιοτήτων. Ο Σικελιανός επιλέγει τους αρχαιολογικούς χώρους, καθώς ο εγκλεισμός των αρχαιοτήτων στο Μουσείο αποκόπτει τα μνημεία από τον χώρο και το τοπίο στο οποίο είναι προορισμένα να ενταχθούν.[26]
Τ’ αγάλματα όλα
τα πιο λαμπρά, που στόλιζαν ως τώρα
το Δελφικό Ιερό, θα να κοπούνε
από το χώμα αυτό που τα κρατούσε
σα δέντρα από τη ρίζα τους, κι αμέσως
θα να σταλθούν στη Ρώμη.[27]
Οι παραπάνω στίχοι (1275-1278) από την τραγωδία Σίβυλλα φωτίζουν ακόμα περισσότερο την αντίληψη του Σικελιανού, σύμφωνα με την οποία προκρίνονται οι εξωτερικοί αρχαιολογικοί χώροι έναντι των μουσείων. Η απειλή του Νέρωνα να υφαρπάξει τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς των Δελφών σηματοδοτεί τον ξεριζωμό τους από την ελληνική γη, τον φυσικό τους χώρο, το τοπίο στο οποίο ανήκουν οργανικά.[28] Η πιθανή μετακίνησή τους στη Ρώμη και η ένταξή τους σε κάποιο μουσείο φαντάζει ως μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές που μπορεί να επιφέρει ο επερχόμενος πόλεμος. Οι αρχαιότητες αποτελούν το κύριο αντικείμενο διεκδίκησης των εχθρών και η προσπάθεια διαφύλαξής τους, όπως περιγράφεται στα σικελιανικά έργα και δηλώνεται από την επιχείρηση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, τα ανάγει σε «συμβολικό κεφάλαιο» για το εθνικό φαντασιακό.[29]
Επιστρέφοντας στο «Haute Actualité», αξίζει να σταθούμε στους επιθετικούς προσδιορισμούς «άγια» και «ιεροί» πριν από τις λέξεις «κουφάρια» και «νεκροί», οι οποίοι προσδίδουν μια ιερότητα, ανακαλώντας θρησκευτικές και εκκλησιαστικές αντιλήψεις. Η θρησκευτικότητα του ποιήματος επιβεβαιώνεται επίσης από την τελετουργία που οργανώνεται με αφορμή τη μεταφορά των «λειψάνων» στους τάφους τους. Η πομπή αυτή δεν μπορεί να είναι άλλο παρά μια ιδιότυπη λιτανεία, κατά τη διάρκεια της οποίας θα ψάλλονται επικήδειες δεήσεις μέσα από «τη Βίβλο των Νεκρών». Η κεντρική αφήγηση για την Αίγυπτο ολοκληρώνεται μέσω μιας χριστιανικών καταβολών τελετουργίας, παρόμοιας με την Πεντηκοστή, κατά την οποία η «Ψυχή των Προγόνων» θα κατέβει «σαν ευλογία», στο σκυφτό κεφάλι του νέου βασιλιά και του λαού του, ως δεύτερων Αποστόλων, και θα τους δείξει τον τρόπο για την ανάσταση του έθνους. Σχεδόν στη μέση του ποιήματος εντοπίζονται οι στίχοι που ενσωματώνουν το κύριο νόημά του, το τέχνασμα της ταφής των αρχαιοτήτων δηλαδή, αναμένοντας την ανάστασή τους, χρησιμοποιώντας την παρομοίωση με τα αυγά των στρουθοκαμήλων, εικόνα η οποία πρώτη φορά εμφανίζεται στο έντονα ιδεολογικά φορτισμένο «Ανοιχτό υπόμνημα στη Μεγαλειότητά του»[30] το κρίσιμο 1922:
»κ’ εκεί,
όπως χώνει η στρουθοκάμηλο τ’ αυγά της μες στην άμμο,
από τον Ήλιο καρτερώντας να τα κλώσει,
θα ξαναχώσουν τους ιερούς νεκρούς των,
στην ανακύκλωση των Αιώνων προσδοκώντας
τη φωτεινή απ’ τον Όσιρην ανάστασή τους.[31]
Σε ένα πλαίσιο θρησκευτικού συγκρητισμού, που άπτεται του κυρίαρχου μοτίβου του έργου, την Ανάσταση, που στην ορθόδοξη εκκλησία αποτελεί ένα θεμελιακό γεγονός, διάχυτες είναι οι νύξεις στην αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία και στον μύθο του θεού Όσιρη. Όπως ακριβώς θανατώθηκε ο θεός Όσιρης, «εν τω μηνί Αθύρ», από τον Τυφώνα που τον διέλυσε σε κομμάτια, αλλά η Ίσιδα κατάφερε και ένωσε τα «συντρίμμια» του και τον ανέστησε, έτσι από τα διόλου ασήμαντα «απομεινάρια» του θα αναστηθεί και το ελληνικό έθνος.[32]
Η στενή σχέση θρησκείας και εθνικισμού έχει επισημανθεί σε πολλές περιπτώσεις. Ο B. Anderson έχει διατυπώσει την γνώμη ότι «στην Ευρώπη ο δέκατος όγδοος αιώνας σηματοδοτεί όχι μόνο την αυγή της εποχής του εθνικισμού, αλλά και τη δύση των θρησκευτικών τρόπων σκέψης», ο Γιάννης Χαμηλάκης εντούτοις με αυτήν την αφορμή διατυπώνει τον εξής συλλογισμό: «εκείνο που συνέβη στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο η αντικατάσταση της συμβατικής θρησκείας με την κοσμική θρησκεία του εθνικισμού, όσο μια συνθετική και συγκρητική σύμμειξη θρησκευτικών και εθνικιστικών στοιχείων».[33]
Εντός αυτού του πλαισίου θεωρώ ότι πρέπει να ενταχθεί και η σικελιανική κοσμοαντίληψη, όπως αποτυπώνεται παραπάνω και αφού θεωρήσουμε ότι ο ποιητής αντιμετωπίζει τα θαμμένα αγάλματα ως σώματα μέσω της αναφοράς στις μούμιες της Αιγύπτου, τα οποία μετά την Ανάσταση θα μετατραπούν σε έμψυχες οντότητες.[34]
Γ΄
Ιδεολογικά ο Σικελιανός, όπως αποτυπώθηκε παραπάνω αναφορικά με το ποίημα «Haute Actualité» και τη Σίβυλλα, δεν αποκλίνει σε μεγάλο βαθμό από τον επίσημο εθνικό λόγο· ωστόσο, συνειδητά αποστασιοποιημένος από την επιστήμη της αρχαιολογίας, παρεμβαίνει εγείροντας ζητήματα σχετικά με τον θεσμό του Μουσείου, τη μουσειακότητα, την «οργανικότητα» και το «οικοσύστημα» των αρχαίων μνημείων και δίνοντας μια νέα διάσταση στο νεοελληνικό εθνικό αφήγημα περί υλικού παρελθόντος. Η αναφορά στο αιγυπτιακό συγκείμενο επιβεβαιώνει το γεγονός ότι τον Σικελιανό ενδιέφερε ως ιδέα η επιστροφή των καταλοίπων στην οργανική τους θέση, εφόσον οι εξαγγελίες του Φαρούκ είχαν εντελώς διαφορετική στόχευση, καθώς αναφέρονταν σε εντελώς διαφορετικό εθνι(κιστι)κό πλαίσιο.[35]
Ο συμφυρμός των γεγονότων της Ελλάδας του 1940 με τα γεγονότα της Αιγύπτου του 1936 εκ μέρους του Σικελιανού εξυπηρετεί δικές του ποιητικές –και όχι μόνο– επιδιώξεις, να οργανώσει δηλαδή μια τελετουργία με σκοπό την αναγέννηση του αρχαίου πνεύματος, αλλά στα διόλου ευρύχωρα για εκείνον πλαίσια ενός ποιητικού κειμένου αυτή τη φορά. Ο ποιητής δείχνει παραβολικά τον τρόπο που πρέπει να εκμεταλλευτεί η σύγχρονη Ελλάδα την αρχαία της κληρονομιά, με αφορμή την κρίσιμη περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Όπως είδαμε, αυτό που προκρίνεται ως επιλογή είναι η διαφύλαξη της εθνικής κληρονομιάς, η ουσιαστική και αδιαμεσολάβητη επαφή με την αρχαιότητα στο φυσικό αρχαιολογικό τοπίο και η επιστροφή στις αρχαϊκές αξίες, ενώ απορρίπτεται ο θεσμός του μουσείου και η διάσπαση που προκαλεί στο αρχαίο παρελθόν. Η προαναφερθείσα επαφή με τις αρχαιότητες διαμέσου της ποιητικής αισθαντικότητας αποβλέπει τελικά στην υπέρβαση της ιστορίας, μετατρέποντας το νεκρό παρελθόν σε ζωντανό παρόν.
Παράλληλα, ο Σικελιανός προσπαθεί να καθορίσει και τον ρόλο του ποιητή σε αυτή τη συγκυρία. Ένας λογοτέχνης στα πρότυπα του ποιητή – Προφήτη, ο οποίος, ακριβώς επειδή έχει σημαίνοντα ρόλο στις κοινωνικές δομές, έχει και το δικαίωμα να υποδείξει τον τρόπο ενσωμάτωσης του παρελθόντος στη σύγχρονη πραγματικότητα. Στα στενά πλαίσια του παρόντος κειμένου είναι δύσκολο να συζητηθεί εκτενώς η πολιτισμική κατ’ ουσίαν αυτή στρατηγική, αλλά επιγραμματικά αυτό το μοντέλο παρέμβασης μπορεί να τεκμηριωθεί με τη συνδρομή των πρώτων και των τελευταίων στίχων του «Haute Actualité»[36]
και του προλόγου της Σίβυλλας,[37]
στην οποία μελετάται η «ποιητική αισθαντικότητα» και η ικανότητα της «μαντοσύνης», την οποία ο Σικελιανός τεχνηέντως προβάλλει ότι κατέχει. Απευθύνεται, λοιπόν, ως ποιητής – Προφήτης στον «λαό των ανεύλαβων», σε μια εναγώνια προσπάθεια να τον πείσει για το όραμά του· ένα όραμα που μοιάζει να καταρρέει οριστικά με την έλευση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και φέρνει τον Σικελιανό για ακόμα μια φορά αντιμέτωπο με την ιστορία. Όσα προαναφέρθηκαν, άλλωστε, έχουν αποτυπωθεί –δραματικότερα ίσως– από τον ίδιο τον ποιητή το 1947 στη Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας
που ως αρχαιολόγος – σαμάνος[38] αναρωτιέται:
Ω πάλεμά μου με το Χρόνο!
Ελληνικοί αιώνες,
σκόρπιοι σπόνδυλοι μιας Δωρικής κολόνας
που γκρεμίστη απ’ αναπάντεχους σεισμούς
στη γη!
Πώς θα μπορέσω να Σας σκώσω πάλι
[…]
Σκυφτός απάνω στη μελέτη
και στα ερείπια;
Όχι, όχι!
Απάνω μου μονάχα!
Μέσα μου μονάχα![39]