Σχόλια στην ποίηση και την ποιητική του Σικελιανού

Ο Άγγελος Σικελιανός με τον Νίκο Καζαντζάκη (άνοιξη 1915) )
Ο Άγγελος Σικελιανός με τον Νίκο Καζαντζάκη (άνοιξη 1915) )


για να με­τράω τα σύ­μπα­ντα, ψη­λά­θε, σαν αε­τός[1]


Τα πτη­νά δια­δρα­μα­τί­ζουν ση­μα­ντι­κό ρό­λο στην ποί­η­ση του Σι­κε­λια­νού. Πε­ρισ­σό­τε­ρα από τριά­ντα εί­δη, από το σπουρ­γί­τι ως το κο­ρά­κι κι από το αη­δό­νι ως το γε­ρά­κι, αλ­λά και λι­γό­τε­ρο γνω­στά όπως η στε­φα­νού­δα, η υφά­ντρα, ο ατσά­ρα­ντος, η στα­ρή­θρα, πα­ρε­λαύ­νουν στους στί­χους του· σε δε­κά­δες ει­κό­νες πε­ρι­γρά­φο­νται πτυ­χές του βί­ου τους: η γέν­νη­ση, το χτί­σι­μο της φω­λιάς, το κλώσ­σι­μο των αυ­γών και το με­γά­λω­μα των νε­ο­γνών, το κε­λά­η­δι­μα, πά­νω απ' όλα, όμως, το πέ­ταγ­μα. Ο Σι­κε­λια­νός ξε­χω­ρί­ζει τα που­λιά ανά­με­σα στα άλ­λα εί­δη της πα­νί­δας και της χλω­ρί­δας για­τί έχουν το ακα­τα­μά­χη­το προ­νό­μιο των φτε­ρών, την ελευ­θε­ρία της πτή­σης, που τα κά­νει να συγ­γε­νεύ­ουν με τους αγ­γέ­λους, με τον Πή­γα­σο της έμπνευ­σης, με την ψυ­χή όπως αυ­τή πε­ρι­γρά­φε­ται τό­σο στον Πλά­τω­να όσο και στη χρι­στια­νι­κή γραμ­μα­τεία. Όλη η ποί­η­ση του Σι­κε­λια­νού θα λέ­γα­με, με­τα­φο­ρι­κά, ότι «φτε­ρου­γί­ζει», κα­θώς πυ­ρη­νι­κή φι­λο­δο­ξία του ποι­η­τή ήταν η υπέρ­βα­ση της ύλης, του χώ­ρου και του χρό­νου, των φυ­σι­κών νό­μων· η επι­στρο­φή σε μια κα­τά­στα­ση εδε­μι­κή, προ της πτώ­σε­ως – δια της λυ­ρι­κής πτή­σε­ως. Δεν εί­ναι ασφα­λώς τυ­χαίο ότι ως ήρω­ας με­γά­λου μέ­ρους του έρ­γου του εμ­φα­νί­ζε­ται να έχει φτε­ρά. Και έχει τη ση­μα­σία του το γε­γο­νός ότι διά­λε­ξε τον Δαί­δα­λο, τον τε­χνουρ­γό των φτε­ρών, ως πρό­τυ­πο δη­μιουρ­γού.
Από όλα τα εί­δη των που­λιών, εκεί­νο που συ­χνό­τε­ρα εμ­φα­νί­ζε­ται στον Λυ­ρι­κό Βίο, και με τις ιδιό­τη­τες του οποί­ου επί­μο­να αυ­το­προσ­διο­ρί­ζε­ται ο Σι­κε­λια­νός μέ­σω μιας ευ­φά­ντα­στης σει­ράς πα­ρο­μοιώ­σε­ων και με­τα­φο­ρών, εί­ναι ο αε­τός. Συν­δυά­ζει φυ­σι­κά, μυ­θι­κά, συμ­βο­λι­κά και ευ­ρύ­τε­ρα πο­λι­τι­σμι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που υπη­ρε­τούν τα υπε­ράν­θρω­πα μέ­τρα στα οποία ο ίδιος επι­δί­ω­ξε να κι­νη­θεί τό­σο ως άν­θρω­πος όσο και ως ποι­η­τής. Πο­λύ συ­νο­πτι­κά, ας ανα­φερ­θεί εδώ η αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή ση­μα­σία του αε­τού ως όρ­νε­ου του Δία, κυ­ρί­αρ­χου του αι­θέ­ρα, με την ικα­νό­τη­τα να αντι­κρί­ζει κα­τά­μα­τα τον ήλιο. Όταν ο Δί­ας θέ­λη­σε να βρει πού εί­ναι το κέ­ντρο του κό­σμου έστει­λε δυο αε­τούς στην ανα­το­λή και τη δύ­ση, οι οποί­οι συ­να­ντή­θη­καν στους Δελ­φούς, κά­τι που ο Σι­κε­λια­νός δεν πα­ρα­λεί­πει να αφη­γη­θεί στους στί­χους του (ΛΒ Β' 54). Επι­πλέ­ον, ο αε­τός εί­ναι σύμ­βο­λο ανα­γέν­νη­σης, θέ­α­σης των ιδε­ών με την πλα­τω­νι­κή έν­νοια. Στις σα­μα­νι­κές τε­λε­τές οδη­γεί τον σα­μά­νο στην ανα­ζή­τη­ση της ψυ­χής του αν­θρώ­που που θέ­λει να θε­ρα­πεύ­σει. Στον Χρι­στια­νι­σμό συμ­βο­λί­ζει την ανά­στα­ση και εί­ναι το έμ­βλη­μα του ευαγ­γε­λι­στή Ιω­άν­νη, του πλη­σιέ­στε­ρου από τους απο­στό­λους στον πνευ­μα­τι­κό κό­σμο του λό­γου και της εκ­στα­τι­κής απο­κά­λυ­ψης. Ως δι­κέ­φα­λος συμ­βο­λί­ζει τη σύ­ζευ­ξη ανα­το­λής και δύ­σης και τη συ­νέ­χεια της ελ­λη­νι­κής ιστο­ρί­ας και ως τέ­τοιος απα­ντά δυο φο­ρές στην ποί­η­ση του Σι­κε­λια­νού: μία στην αρι­στο­κρα­τι­κή νιό­τη του, όταν υμνεί τον βα­σι­λιά Κων­στα­ντί­νο («Για το βα­σι­λιά», ΛΒ ΣΤ´ 71), και μία όταν ευαγ­γε­λί­ζε­ται την πα­λι­νόρ­θω­ση του ελ­λη­νι­κού έθνους με­τά τον δεύ­τε­ρο πα­γκό­σμιο πό­λε­μο («Πνευ­μα­τι­κό εμ­βα­τή­ριο», ΛΒ Ε' 173-174). Ωστό­σο, αυ­τό που θα με απα­σχο­λή­σει σή­με­ρα εί­ναι ο αε­τός στο έρ­γο του ως σύμ­βο­λο ποι­η­τι­κής δύ­να­μης, όπως δη­λα­δή τον βρί­σκου­με πρω­τί­στως στις επι­νί­κιες ωδές του ιδιαί­τε­ρα προ­σφι­λούς του Πίν­δα­ρου, αλ­λά και σε εκεί­νες του Βακ­χυ­λί­δη, κα­θώς και στο Πε­ρί ύψους του Λογ­γί­νου, και όπως περ­νά­ει αρ­γό­τε­ρα στην ποί­η­ση του ευ­ρω­παϊ­κού ρο­μα­ντι­σμού. Δεν εί­ναι δυ­να­τόν στο πλαί­σιο αυ­τής της πα­ρου­σί­α­σης να επε­κτα­θώ στο θέ­μα των χρή­σε­ων του αε­τού στην αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση· ας ση­μειώ­σω μό­νο ότι για τον Όμη­ρο ο αε­τός εί­ναι το ισχυ­ρό­τε­ρο των πτη­νών και συ­χνά πα­ρο­μοιά­ζε­ται με τον Οδυσ­σέα και ότι στον Πίν­δα­ρο συμ­βο­λί­ζει τό­σο τη ρώ­μη του νι­κη­τή των αθλη­τι­κών αγώ­νων όσο και την υπε­ρο­χή του ποι­η­τή – και οι δυο εμ­φα­νί­ζο­νται να βγά­ζουν φτε­ρά, να πε­τούν σαν αε­τοί, και ο Σι­κε­λια­νός, που φι­λο­τε­χνεί συ­χνά για τον εαυ­τό του το πορ­τρέ­το του ποι­η­τή-ήρωα-αθλη­τή, κα­λύ­πτε­ται δι­πλά από την πιν­δα­ρι­κή με­τα­φο­ρι­κό­τη­τα.
Ας θυ­μη­θού­με τα φυ­σι­κά γνω­ρί­σμα­τα του αε­τού: πέ­ταγ­μα ψη­λά, ψη­λό­τε­ρα από όλα τα που­λιά, ακό­μη και πά­νω από τα νέ­φη· νευ­ρώ­δες και δυ­να­τό κορ­μί, με­γά­λες φτε­ρού­γες, πο­λύ με­γά­λη (ανά­λο­γα και με το εί­δος του αε­τού) τα­χύ­τη­τα πτή­σης· ικα­νό­τη­τα να δια­σχί­ζει πο­λύ με­γά­λες απο­στά­σεις χω­ρίς κό­πο· οξύ­τα­τη όρα­ση· γαμ­ψό ράμ­φος και γαμ­ψά νύ­χια, αρ­πα­κτι­κό­τη­τα και ακα­ριαία έφο­δο προς το θύ­μα του· δυ­να­τή φω­νή, τη λε­γό­με­νη «κλαγ­γή»· κα­τοί­κη­ση μα­κριά από τις πό­λεις και γε­νι­κά τον άν­θρω­πο, σε απρό­σι­τα ύψη, και συ­νε­πώς εκλε­κτι­κή μο­να­χι­κό­τη­τα· μα­κρο­ζω­ία (οι αε­τοί ζουν πε­ρί­που έναν αιώ­να)· τέ­λος, όταν γερ­νά και το ράμ­φος και τα φτε­ρά του αδυ­να­τί­ζουν, ο αε­τός έχει την ικα­νό­τη­τα να σπά­ει στα βρά­χια το ράμ­φος του και να μα­δά­ει τα φτε­ρά του ώστε να γί­νο­νται σαν και­νούρ­για· μοι­ρά­ζε­ται, δη­λα­δη, κα­τά κά­ποιο τρό­πο την ικα­νό­τη­τα του μυ­θι­κού φοί­νι­κα να ανα­γεν­νιέ­ται μέ­σα από τη φθο­ρά (στην Πα­λαιά Δια­θή­κη, μά­λι­στα, έχου­με τη γνω­στή φρά­ση «ανα­και­νι­σθή­σε­ται ως αε­τού η νε­ό­της σου»).[2] Τα φυ­σι­κά αυ­τά γνω­ρί­σμα­τα, που έχουν χα­ρί­σει στον αε­τό τον τί­τλο του βα­σι­λιά των που­λιών, και που έχουν τό­σο συ­χνά υμνη­θεί στα ιδιαί­τε­ρα προ­σφι­λή στον Σι­κε­λια­νό δη­μο­τι­κά μας τρα­γού­δια, ο ποι­η­τής τα οι­κειο­ποιεί­ται για να εκ­φρά­σει τη δη­μιουρ­γι­κή του αυ­το­πε­ποί­θη­ση, την αί­σθη­ση με­γα­λεί­ου και τη λυ­ρι­κή ισχύ του, κυ­ρί­ως ως τα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του 1920, πριν το έρ­γο του απο­κτή­σει έναν πιο προ­σγειω­μέ­νο τό­νο.
Από τις δε­κά­δες εμ­φα­νί­σεις του αε­τού στον εξά­το­μο Λυ­ρι­κό Βίο (στις σε­λί­δες του οποί­ου βρί­σκου­με θα­λασ­σα­ε­τούς, σταυ­ρα­ε­τούς, χρυ­σα­ε­τούς, γυ­πα­ε­τούς, αλ­λά και λε­ξι­πλα­σί­ες όπως «αγε­ρο­μά­χο­μαι», «φτε­ρο­κλαγ­γά­ζω», «φτε­ρο­δέρ­νω») θα εξε­τά­σω ορι­σμέ­νες από τις πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές, οι οποί­ες πέ­ρα από τη ση­μα­σία τους για τον τρό­πο με τον οποίο ο Σι­κε­λια­νός αντι­λαμ­βά­νε­ται τον ρό­λο και τις ιδιό­τη­τές του ως ποι­η­τή, παλ­μο­γρα­φούν και την εξέ­λι­ξη της ποί­η­σής του. Εί­ναι εντυ­πω­σια­κή η δια­φο­ρά, όσον αφο­ρά την πα­ρου­σί­α­ση του αε­τού, ανά­με­σα στα πρώ­ι­μα, απο­κη­ρυγ­μέ­να ποι­ή­μα­τά του και τον Αλα­φρο­ΐ­σκιω­το. Στο ποί­η­μα «Έρω­τες», δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1905, όταν ο Σι­κε­λια­νός ήταν ει­κο­σιε­νός ετών, ένας αε­τός έχει θα­νά­σι­μα λα­βω­θεί πε­τώ­ντας στα νέ­φη, και στη συ­νέ­χεια ο ίδιος ο αφη­γη­τής-ποι­η­τής πέ­φτει στη γη σαν πλη­γω­μέ­νο από τον έρω­τα που­λί. Η με­λο­δρα­μα­τι­κή ατμό­σφαι­ρα, η δι­πλή χρή­ση της λέ­ξης «φρί­κη» και το όλο σκη­νι­κό μαρ­τυ­ρούν επι­δρά­σεις από ξέ­να δια­βά­σμα­τα, κυ­ρί­ως, όπως επι­ση­μαί­νει ο Γ.Π. Σαβ­βί­δης, από τον συμ­βο­λι­σμό και τον αι­σθη­τι­σμό:[3]

            [...]
                Κρά­ταε στο χέ­ρι, [η ξαν­θό­μαλ­λη ηρω­ί­δα], ενός αϊ­τού φτε­ρόν, οπού 'χε αφή­κει,
                τη σάρ­κα του ξε­σκί­ζο­ντας, στα νέ­φια τα θο­λά,
                κι όπως το χέ­ρι ανά­δε­ψε στο αγέ­ρι, η φρί­κη, η φρί­κη
                των κο­ρυ­φών εδιά­βη­κε και ανέ­βη­κε ψη­λά.

                Και εί­δα: το μού­χρω­μα έφτα­νε· το δεί­λι ενός χει­μώ­να·
                το χέ­ρι της εσά­λε­ψε, και μέ­σα στη σι­γή
                του αι­θέ­ρα, βού­ι­ξε κι άστρα­ψε, χτυ­πώ­ντας, μια σφε­ντό­να.
                Στα στή­θη έν' άστρο μ' ήβρη­κε κι έπε­σα εγώ στη γη.

                          (
ΛΒ ΣΤ´ 47)

Χει­μώ­νες, θο­λά νέ­φη, ξε­σκι­σμέ­νες σάρ­κες αε­τών, πτώ­σεις στη γη δεν υπάρ­χουν στο ανα­γνω­ρι­σμέ­νο έρ­γο του Σι­κε­λια­νού, πό­σο μάλ­λον στον Αλα­φρο­ΐ­σκιω­το, όπου κυ­ριαρ­χούν η άνο­δος στα βου­νά, το λευ­κα­δί­τι­κο θέ­ρος, η από­λυ­τη διαύ­γεια και η ακα­τα­μά­χη­τη ισχύς του πρω­το­πρό­σω­που αφη­γη­τή-ποι­η­τή. Δια­βά­ζου­με εκεί:

                ...και μέ­σα μου έκρα­ζε η καρ­διά
                ωσάν αϊ­τού βο­ε­ρή κλαγ­γή:
                «ανέ­βα, ανέ­βα, ανέ­βα!»
                          (ΛΒ Α´ 113)

Σε άλ­λο ση­μείο του έρ­γου, πριν η φω­νή της πλά­σης ανα­θέ­σει στον αλα­φρο­ΐ­σκιω­το την απο­στο­λή του, πέ­ντε αε­τοί, εν εί­δει οιω­νού, πε­τά­νε και χά­νο­νται στα αι­θέ­ρια (ΛΒ Α´ 97), ενώ στους «Χι­τώ­νες» η αδερ­φή του ποι­η­τή τού υφαί­νει στον αρ­γα­λειό χι­τώ­νες

                που εί­ν' άξιοι
                το νέο το σταυ­ραϊ­τό να ντύ­σου­νε
                του τρα­γου­διού, οπό­χει αδρά­ξει
                τη νέα φλο­γέ­ρα και πε­ρή­φα­να
                στον ήλιο δί­πλα έχει ση­κώ­σει
                την όψη του

                   (ΛΒ Α´ 124)

Εδώ ο αλα­φρο­ΐ­σκιω­τος χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται με­τα­φο­ρι­κά «σταυ­ραϊ­τός του τρα­γου­διού», που έχει την ικα­νό­τη­τα να κοι­τά­ζει κα­τά­μα­τα τον ήλιο. Ο Σι­κε­λια­νός συν­δέ­ει, δη­λα­δή, ευ­θέ­ως την ποι­η­τι­κή του ιδιό­τη­τα με τον αε­τό, ενώ στα υπό­λοι­πα απο­σπά­σμα­τα του έρ­γου οι­κειο­ποιεί­ται γνω­ρί­σμα­τά του που­λιού για να υμνή­σει τη σω­μα­τι­κή ρώ­μη του, τη βιο­νι­κή μα­τιά του, την κυ­ριαρ­χία του στη φύ­ση, την υπε­ρο­χή του σε σχέ­ση με τους υπό­λοι­πους αν­θρώ­πους και γε­νι­κώς στοι­χεία που έμ­με­σα, αλ­λά πα­ρ' όλ' αυ­τά ευ­διά­κρι­τα, συν­δέ­ο­νται με την ποι­η­τι­κή του ιδιό­τη­τα. Ο αλα­φρο­ΐ­σκιω­τος, όπως ξέ­ρου­με, βλέ­πει και ό,τι εί­ναι στους άλ­λους αό­ρα­το, σκιές και ορά­μα­τα. Ο αε­τός-Σι­κε­λια­νός βλέ­πει και δια­στά­σεις του ένυ­λου, φυ­σι­κού κό­σμου, που εί­ναι αδύ­να­τον να δει ένας θνη­τός: πά­νω από τα σύν­νε­φα και κά­τω από την επι­φά­νεια της θά­λασ­σας. Όλα εί­ναι υπερ­θε­τι­κά, και το ύψος και το βά­θος: τα ύψη όπου ανε­βαί­νει εί­ναι «τε­τρά­ψη­λα» ή «εφτά­ψη­λα», οι φτε­ρού­γες των αε­τών εί­ναι «πε­ντά­πλα­τες», η ανά­σα του ποι­η­τή «τρί­σβα­θη». Εί­ναι διά­χυ­τη η διά­θε­ση υπέρ­βα­σης των φυ­σι­κών δυ­νά­με­ων και της κυ­ριαρ­χί­ας – πά­ντα δια­μέ­σου του ποι­η­τι­κού λό­γου - πά­νω στη φύ­ση, όπως για πα­ρά­δειγ­μα στους στί­χους:

                Στο διά­στη­μα εζυ­γί­στη­κα
                με μά­τι αϊ­τού αγνα­ντεύ­ο­ντας

                [...]
                και με το δρό­μο εκέρ­δι­σα
                και με τη βλέ­ψη, ωσάν αϊ­τός,
                βα­θιά την πλά­ση πά­σα.
               
(ΛΒ Α´ 154)
Θα κλεί­σω την ανα­δρο­μή στον Αλα­φρο­ΐ­σκιω­το με την ενό­τη­τα «Οι αϊ­τοί», για­τί εί­ναι εν­δια­φέ­ρων ο τρό­πος με τον οποίο ο Σι­κε­λια­νός με­τα­τρέ­πε­ται στα­δια­κά και ανε­παί­σθη­τα σε αε­τό:

                Κι απ' το Λευ­κά­τα αντί­πε­ρα,
                μα­ζί κι ανά­ρια ανέ­βαι­ναν
                στα γα­λα­νά με­σού­ρα­να,
                ανοι­χτο­φτέ­ρου­γοι, ήσυ­χα,
                θα­λασ­σαϊ­τοί πλα­νή­τες.
                Ελού­ζα­νε ανε­βαί­νο­ντας
                τη σάρ­κα τους στα εφτά­ψη­λα,
                του αδύ­να­μου του πό­θου
                οι κα­τα­λύ­τες!

                      Και οι ώμοι μου εχτυ­πή­σα­νε.
                Ωσά φτε­ρού­γες ν' άπλω­σε στο αγέ­ρι
                η ανα­τρι­χί­λα, το κορ­μί μου εζύ­για­σε
                βα­θιά στο κρύο γα­λά­ζιο με­ση­μέ­ρι.
                
(ΛΒ Α´ 96)

Το από­σπα­σμα δια­κρί­νε­ται από έναν αι­σθη­σια­σμό που δια­πνέ­ει όλο τον Αλα­φρο­ΐ­σκιω­το. Οι αε­τοί εμ­φα­νί­ζο­νται ως κα­τα­λύ­τες του «αδύ­να­μου» πό­θου – ο πό­θος στον Σι­κε­λια­νό, με την εξαί­ρε­ση των νε­α­νι­κών ποι­η­μά­των του, συν­δυά­ζε­ται πά­ντα με την ψυ­χι­κή και πνευ­μα­τι­κή δύ­να­μη και εί­ναι γνώ­ρι­σμα των ισχυ­ρών αν­θρώ­πων. Στη δεύ­τε­ρη στρο­φή περ­νά­με από την πε­ρι­γρα­φή των αε­τών σε εκεί­νη του ήρωα, αλ­λά με τρό­πους που πα­ρα­πέ­μπουν σε αε­τό: οι ώμοι του «χτυ­πούν», σαν να έχουν φτε­ρού­γες· το κορ­μί του «ζυ­γί­ζε­ται» όπως του αε­τού, ο οποί­ος μπο­ρεί να ανε­μο­πο­ρεί για με­γά­λο διά­στη­μα χω­ρίς να κου­νά τις φτε­ρού­γες του, αξιο­ποιώ­ντας τα ρεύ­μα­τα του αέ­ρα· η ανα­τρι­χί­λα, ίδιον του δέρ­μα­τος και συν­δε­δε­μέ­νη, εδώ, με μια ευ­φο­ρι­κή-ηδο­νι­κή αί­σθη­ση, «ωσά» να απλώ­νει στον αέ­ρα φτε­ρού­γες, κα­θι­στώ­ντας τον φο­ρέα της ιπτά­με­νο. Όλα συ­ντε­λούν στη με­του­σί­ω­ση του ποι­η­τή σε θα­λασ­σα­ε­τό, με τρό­πο που ξε­περ­νά τη σύμ­βα­ση της με­τα­φο­ρι­κό­τη­τας και γί­νε­ται πει­στι­κή, υπο­βλη­τι­κή κυ­ριο­λε­ξία. Θυ­μί­ζω στο ση­μείο αυ­τό την πα­ρα­τή­ρη­ση του ποι­η­τή ότι «ο νους μου εί­ναι γυ­μνί­της. Εί­ναι το ίδιο μου κορ­μί. [...] Η αί­σθη­ση μού υπο­κα­θι­στά τη σκέ­ψη απέ­ρα­ντα».[4]
Στη Συ­νεί­δη­ση της γης μου, που δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1915 εκτός εμπο­ρί­ου σε εκα­τό πο­λυ­τε­λή αντί­τυ­πα προ­ο­ρι­σμέ­να για «μυ­η­μέ­νους» φί­λους, όπως και ο Αλα­φρο­ΐ­σκιω­τος, οι αε­τοί παί­ζουν και πά­λι ση­μαί­νο­ντα ρό­λο στον αυ­το­προσ­διο­ρι­σμό του πρω­το­πρό­σω­που ήρωα-ποι­η­τή - στις επό­με­νες τέσ­σε­ρις Συ­νει­δή­σεις, πά­ντως, η συ­χνό­τη­τα πα­ρου­σί­ας τους αραιώ­νει. Ο ποι­η­τής εμ­φα­νί­ζε­ται να επο­πτεύ­ει την ελ­λη­νι­κή γη και να την ανε­βά­ζει «ψη­λά», όπως ο αε­τός ελέγ­χει τη λεία του πριν της επι­τε­θεί· η εκτε­νής αυ­τή πα­ρο­μοί­ω­ση φα­νε­ρώ­νει την εκ­πλη­κτι­κή φυ­σιο­γνω­σία του Σι­κε­λια­νού:

                Όπως ο αϊ­τός οπού, ενώ πλέ­ει σι­μά στα σύ­γνε­φα
                συ­χνο­γυ­ρί­ζο­ντας μ' ασά­λευ­τα φτε­ρά,
                το ξέ­ρει αν ο λα­γός εβγή­κεν έπει­τ' από τη βρο­χή
                μέ­σ' απ' τις λυ­γα­ριές και τις ασφά­κες οπού σει ο απο­βρο­χά­ρης
                να βο­σκή­σει το βρεγ­μέ­νο φύλ­λο
[...]

                ω Γη μου,
                όμοια κ' εγώ
                πριν να χυ­θώ και να Σ' αδρά­ξω ολά­κε­ρη στα νύ­χια μου
                για να Σε φέ­ρω εδώ ψη­λά

                     
(ΛΒ Γ´ 24)

Αν και δεν θα το πε­ρί­με­νε κα­νείς, ει­κό­νες του ποι­η­τή που γρα­πώ­νει και υψώ­νει το θέ­μα του όπως ο αε­τός το θύ­μα του βρί­σκει κα­νείς και στη σύν­θε­ση Μή­τηρ Θε­ού (1917-1919):

                Το λα­βω­μέ­νο το που­λί δεν ήμουν στο κυ­νή­γι,
                που από τη φού­χτα, σαν καρ­διά, πα­λεύ­ει να ξε­φύ­γει,

                και μη­δ' αυ­τό που λύ­γι­σεν αιφ­νί­δια το κε­φά­λι,
                με κόκ­κι­νη όλη του που­λιού τη μα­λα­κιά αμα­σχά­λη

                    θέ­λο­ντας την ανέ­βα­ζα την πιο πι­κρήν ει­κό­να
                σαν μια τρυ­γό­να ο σταυ­ραϊ­τός, στον κα­θα­ρό Ελι­κώ­να!
                
(ΛΒ Δ´ 17)

Ο Σι­κε­λια­νός δυο φο­ρές μας δια­βε­βαιώ­νει στους πα­ρα­πά­νω στί­χους ότι δεν εί­ναι λα­βω­μέ­νο στο κυ­νή­γι που­λί (όπως ήταν στο νε­α­νι­κό ποί­η­μα «Έρω­τες»), αλ­λά ένα εί­δος σταυ­ρα­ε­τού που ανε­βά­ζει την πι­κρή ει­κό­να του πέν­θους, τη θλί­ψη για τη νε­κρή τρυ­γό­να-αδερ­φή του, στον Ελι­κώ­να, το βου­νό των Μου­σών, με­τα­τρέ­πο­ντας σε ποί­η­ση τον θά­να­το.
Στον Δελ­φι­κό Λό­γο, μια τε­τρα­με­ρή σύν­θε­ση του 1927 αφιε­ρω­μέ­νη στη Δελ­φι­κή Ιδέα, όπου ο ποι­η­τής εμ­φα­νί­ζε­ται εξαρ­χής «σαν αθλη­τής, ιε­ρέ­ας και προ­φή­της» που κά­νει όλη την ψυ­χή του «πρά­ξη» προ­κει­μέ­νου να φέ­ρει σε πέ­ρας τη Δελ­φι­κή Προ­σπά­θεια, οι αε­τοί κυ­ριαρ­χούν στα ύψη του Παρ­νασ­σού και εκεί­νος μοι­ρά­ζε­ται μα­ζί τους το αδά­μα­στο στοι­χείο, την ισχυ­ρή όρα­ση και ακοή, τη γα­λή­νη και το με­γα­λείο των κο­ρυ­φών - γνω­ρί­σμα­τα που με­τα­στοι­χειώ­νο­νται σε πνευ­μα­τι­κή και ψυ­χι­κή δύ­να­μη, όπως για πα­ρά­δειγ­μα στους στί­χους:

                Τι, μά­ταιη σκέ­ψη και θα­μπή πο­τέ δεν τρι­γυ­ρί­ζει
                του τό­που ετού­του τ' αψη­λό, γα­λή­νιο με­τε­ρί­ζι·

                αλ­λ' ως αιώ­νια γύ­ρω του κρα­τούν οι αϊ­τοί ανοιγ­μέ­νη
                πλα­τιά φτε­ρού­γα, από τρα­νό ρυθ­μό κυ­βερ­νη­μέ­νη,

                τρα­νοί πα­ρό­μοια οι στο­χα­σμοί, κι αδά­μα­στοι, και λί­γοι

                [...]
                την κά­του γη με του φτε­ρού το μέ­γαν ίσκιο σκέ­πουν,
                κι όλα αξε­χώ­ρι­στα τ' ακούν αντά­μα και τα βλέ­πουν...
               
(ΛΒ Δ´ 151-152)

Δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το 1929, ο Σι­κε­λια­νός θα δη­μο­σιεύ­σει στην Αλε­ξαν­δρι­νή Τέ­χνη ένα από τα ισχυ­ρό­τε­ρα ποι­ή­μα­τά του, τον «Ύμνο του με­γά­λου νό­στου». Πρό­κει­ται για ένα μυ­στι­κι­στι­κού κλί­μα­τος ποί­η­μα· το σκη­νι­κό εί­ναι νυ­χτε­ρι­νό και ο ήρω­ας-ποι­η­τής βιώ­νει ερω­τι­κά την ένω­σή του με τους αστε­ρι­σμούς και με ολό­κλη­ρο το σύ­μπαν, δια­τρα­νώ­νο­ντας την υπέρ­βα­ση του χρό­νου και την κα­τά­κτη­ση μιας απέ­ρα­ντης πνευ­μα­τι­κής και δη­μιουρ­γι­κής ελευ­θε­ρί­ας. Η πα­ρο­μοί­ω­σή του με αε­τό, στην τε­λευ­ταία στρο­φή του ποι­ή­μα­τος, εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κής φύ­σε­ως από όσες έχου­με δει ως τώ­ρα:

                [...]
              Κυ­λά φω­τιές ο Ωρί­ω­νας· κι ο Δί­ας εί­ν' ένας θρό­νος·
              κ' η Πού­λια εί­ναι φω­λιά·
              μα ο μυ­στι­κός Δι­θύ­ραμ­βος, που πια δε 'γ­γί­ζει ο Χρό­νος,
              του νου μου η αγκα­λιά!

                Να· πυ­ρω­μέ­νη μου η καρ­διά, το μέ­τω­πο, το μά­τι
                  ελεύ­τε­ρο, ου­ρα­νέ!
             Πή­γα­σος εί­ν' ασπέ­δι­στος του λο­γι­σμού μου το άτι,
              οι δρό­μοι μου ένα Ναι!

              [...]               
              Για­τί το ξέ­ρω· πιο βα­θιά κι απ' το πη­χτόν αστρό­φως,
              κρυμ­μέ­νος σαν αε­τός,
              με πε­ρι­μέ­νει, εκεί που πια ο θεί­ος αρ­χί­ζει ζό­φος,
              ο πρώ­τος μου εαυ­τός...
                (ΛΒ Β´ 102-104)

Ο αε­τός δεν πε­τά­ει εδώ στον γα­λα­νό ου­ρα­νό του Αλα­φρο­ΐ­σκιω­του και του Δελ­φι­κού Λό­γου· εί­ναι «κρυμ­μέ­νος» στο πη­χτό φως των αστε­ριών, στο βα­σί­λειο του 'θεί­ου ζό­φου', και υπο­στα­σιο­ποιεί τον «πρώ­το εαυ­τό» του ποι­η­τή, τον εαυ­τό που, όπως πα­ρα­τη­ρεί ο Σπύ­ρος Ρά­γκος στο πα­ρόν αφιέ­ρω­μα, «εί­ναι και ο βα­θύ­τε­ρος υπαρ­κτι­κός πυ­ρή­νας του ατό­μου, ο οποί­ος δεν έχει τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της εμπει­ρι­κής προ­σω­πι­κό­τη­τας αλ­λά εί­ναι κα­θα­ρός από ιδιο­συ­γκρα­σια­κές προ­σμεί­ξεις και μοιά­ζει αγέν­νη­τος και άφθαρ­τος» - υπερ­βαί­νει, με άλ­λα λό­για, την εγκό­σμια, έγ­χρο­νη, και συ­νε­πώς φθαρ­τή υπό­στα­σή του και κα­τα­κτά έτσι την αυ­το­συ­νει­δη­σία. Εί­ναι εν­δια­φέ­ρον το ότι και σε αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση ο Σι­κε­λια­νός ένιω­σε την ανά­γκη να επι­στρα­τεύ­σει το σύμ­βο­λο του αε­τού, τό­σο λό­γω των ακα­τα­νί­κη­των φυ­σι­κών γνω­ρι­σμά­των του που­λιού, που βρί­σκε­ται στην κο­ρυ­φή της τρο­φι­κής αλυ­σί­δας, όσο και λό­γω της συ­σχέ­τι­σής του με την ψυ­χή στον Πλά­τω­να και στον Χρι­στια­νι­σμό.
Σε πα­ρό­μοιο νυ­κτε­ρι­νό και μυ­στι­κι­στι­κό κλί­μα εμ­φα­νί­ζε­ται ο αε­τός στη δεύ­τε­ρη σει­ρά των Λυ­ρι­κών, με πιο εν­δια­φέ­ρου­σες τις πε­ρι­πτώ­σεις δυο ποι­η­μά­των που δη­μο­σιεύ­τη­καν στα Νέα Γράμ­μα­τα το 1937, των «Carmen occultum» και «Λι­λίθ». Στο πρώ­το, το τε­λευ­ταίο τε­τρά­στι­χο του «Ύμνου του με­γά­λου νό­στου» το­πο­θε­τεί­ται ως μότ­το, προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας το έδα­φος για ό,τι θα ακο­λου­θή­σει. Πρό­κει­ται για ένα ερω­τι­κό ποί­η­μα, στο οποίο ο ποι­η­τής προ­τρέ­πει τη «Βακ­χί­δα»-ερω­μέ­νη του να ανέ­βει μό­νη της στην κο­ρυ­φή της τε­λεί­ω­σης, έχο­ντας φυ­λαγ­μέ­νο στη μνή­μη της το ερω­τι­κό τους συ­να­πά­ντη­μα. Το ποί­η­μα κλεί­νει ως εξής:

                [...] Μα ας Σου κε­ντρί­ζει ωστό­σο
                την καρ­διά, στον ανή­φο­ρον, η μνή­μη:
                Πως εδώ που Σε πή­γα, και μας ζώ­σαν
                βου­νά, φραγ­μοί στης γης τα μά­ταια φώ­τα,
                κ' η θεία μαυ­ρί­λα αρ­χί­να' απά­νω­θέ μας
                να βα­σι­λεύ­ει, απ' το πη­χτόν αστρό­φως
                βα­θύ­τε­ρα βυ­θί­ζο­ντας το βλέμ­μα,
                ξάφ­νου, ν' ανοί­γο­νται ένιω­σα για Σέ­να,
                σα μά­τια αϊ­τού, στο θείο, κρυμ­μέ­νου, ζό­φο,
                στη­λά, του πρώ­του μου εαυ­τού τα μά­τια!
                     (ΛΒ Ε´ 79-80)

Εδώ δεν πα­ρο­μοιά­ζε­ται με αε­τό ο «πρώ­τος εαυ­τός» του ποι­η­τή, όπως στον «Ύμνο του με­γά­λου νό­στου»· ο πρώ­τος εαυ­τός έχει πλέ­ον κα­τα­κτη­θεί και κοι­τά­ζει «στη­λά» (δη­λα­δή προ­ση­λω­μέ­να), με τη δύ­να­μη της αε­τί­σιας μα­τιάς, τη γυ­ναί­κα-Βακ­χί­δα.
Στο ποί­η­μα «Λι­λίθ» ο αε­τός κά­νει την τε­λευ­ταία εμ­φά­νι­σή του στον Λυ­ρι­κό Βίο. Στον «Πρό­λο­γο» στα ποι­η­τι­κά Άπα­ντά του ο Σι­κε­λια­νός εξη­γεί ότι η Λι­λίθ, την οποία στο ποί­η­μα χα­ρα­κτη­ρί­ζει «άγια πρω­τοει­κό­να, / αρ­χέ­τυ­πο του πά­θους μου με­γά­λο» (ΛΒ Ε´ 101), δεν πα­ρα­πέ­μπει στο προ­πα­το­ρι­κό ζεύ­γος της Πα­λαιάς Δια­θή­κης (εκεί­νο δη­λα­δή του Αδάμ και της ισό­τι­μής του, ανυ­πά­κου­ης Λί­λιθ) αλ­λά αφο­ρά τη θη­λύ­τη­τα, η οποία ανα­τέλ­λει από τα βά­θη της προ­ο­ντο­λο­γι­κής αβύσ­σου, ως μια δύ­να­μη από­λυ­τα κι ου­σια­στι­κά ερω­τι­κή συγ­χρό­νως και θρη­σκευ­τι­κή, οπού ακό­μη η Δη­μιουρ­γία δεν εκα­τόρ­θω­σε να την προ­βά­λει ολό­κλη­ρη στο φως της Ζω­ής, αλ­λά που πά­ντα καρ­τε­ρεί –μέ­σα στα βά­θη εκεί­νης της αβύσ­σου, καρ­φω­μέ­νη στον προ­αιώ­νιο σταυ­ρό της [...]– το μυ­στι­κό της, το με­γά­λο της, τον Άξιο Λυ­τρω­τή (ΠΛ Α' 51-52).
«Άξιος Λυ­τρω­τής» εί­ναι βέ­βαια στο ποί­η­μα ο ποι­η­τής, η ψυ­χή του οποί­ου, προ­κει­μέ­νου ο ίδιος να εκτε­λέ­σει την απε­λευ­θε­ρω­τι­κή απο­στο­λή του, βγά­ζει φτε­ρά με τα οποία υπερ­βαί­νει την εγκό­σμια σφαί­ρα και ετοι­μά­ζε­ται να σκί­σει «με ορ­μήν αϊ­τού, το νέ­φος του θα­νά­του» (ΛΒ Ε´ 103). Έχου­με πλέ­ον απο­μα­κρυν­θεί από τα πραγ­μα­τι­κά νέ­φη πά­νω από τα οποία πε­τούν οι αε­τοί του Αλα­φρο­ΐ­σκιω­του ή του Δελ­φι­κού Λό­γου – βρι­σκό­μα­στε στη σφαί­ρα του υπε­ραι­σθη­τού, όπου ο ποι­η­τής δεν αντι­κρί­ζει κα­τά­μα­τα τον ήλιο αλ­λά πε­τά ψη­λό­τε­ρα από αυ­τόν· τον σκιά­ζει με τα φτε­ρά του και ανα­με­τριέ­ται με­τω­πι­κά με τον θά­να­το (το ποί­η­μα γρά­φε­ται λί­γες βδο­μά­δες με­τά το πρώ­το σο­βα­ρό έμ­φραγ­μα που υπέ­στη), δα­νει­ζό­με­νος, στην κρί­σι­μη αυ­τή μά­χη, την ορ­μή των δυ­να­τών φτε­ρών του αε­τού:

                [...] τα φτε­ρά μου εθε­ριέ­ψα­νε, τα πρώ­τα
                της ψυ­χής μου φτε­ρά, κι αρ­γο­σα­λεύ­ουν
                με το ρυθ­μό που γνώ­ρι­σαν στην άξια
                βου­βή πα­τρί­δα, εκεί που η αρ­τη­ρία
                ξυ­πνά­ει την αρ­τη­ρία, η φλέ­βα ανά­βει
                τη φλέ­βα, ο νους το νου, κι από τον ένα
                παλ­μό ο αιχ­μά­λω­τος θε­ός ξε­σπά­ει
                την πυρ­καϊά στα φρέ­να μας, την άγια
                την πυρ­καϊά που κα­τα­λεί και πλά­θει
                τις θεί­ες Μορ­φές και τα Έρ­γα· ακούς; τα πρώ­τα
                φτε­ρά μου αρ­γο­σα­λεύ­ου­νε και πά­λι
                σα στο άστρο τους, —ανοί­γω τα και ισκιώ­νουν
                τον ήλιο—, για να σκί­σου­νε, (α, ως πό­τε
                θα με χω­ρί­ζ' η έρ­μη ζωή από Σέ­να;),
                με ορ­μήν αϊ­τού, το νέ­φος του θα­νά­του!
[5]
                    (ΛΒ Ε´ 103)


——————

Η πα­ρου­σία του αε­τού επε­κτεί­νε­ται (λι­γό­τε­ρο όμως συ­χνά) και στις τρα­γω­δί­ες του Σι­κε­λια­νού, αλ­λά και στον Πε­ζό Λό­γο του, κα­θώς και στην αλ­λη­λο­γρα­φία του. Αν σκε­φτεί κα­νείς ορι­σμέ­νες από τις βα­σι­κές αρ­χές της σι­κε­λια­νι­κής κο­σμο­θε­ω­ρί­ας, όπως τις ανα­πτύσ­σει στις κα­τά και­ρούς ομι­λί­ες και στα άρ­θρα του, θα δια­πι­στώ­σει ότι ο ποι­η­τής ανα­φέ­ρε­ται στον προι­κι­σμέ­νο άν­θρω­πο, τον ήρωα, τον σο­φό, τον δη­μιουρ­γό, που έχει έναν ρό­λο κοι­νω­νι­κό να επι­τε­λέ­σει, με τρό­πους που θυ­μί­ζουν τη συ­μπε­ρι­φο­ρά του αε­τού: 'ε­φόρ­μη­ση' επά­νω «από την τυ­χόν πνευ­μα­τι­κή ή ηθι­κή αδρά­νεια του και­ρού του», «προς πλα­τύ­τε­ρες συν­θέ­σεις και διαι­σθή­σεις και πραγ­μα­το­ποι­ή­σεις», «αξί­ω­ση της αι­σθα­ντι­κό­τη­τας», «κα­θα­ρή Βιο­λο­γι­κή αλή­θεια»[6] κλπ. Η φυ­σι­κή ορ­μή του αε­τού, η ευ­ρύ­τα­τη οπτι­κή επο­πτεία του, η αντο­χή του, το ύψος του, υπη­ρε­τούν ιδα­νι­κά τις αντι­λή­ψεις του Σι­κε­λια­νού για τη δρά­ση των 'ε­κλε­κτώ­ν'. Για τον ώρι­μο Σι­κε­λια­νό των δε­κα­ε­τιών του '30 και του '40 δεν έχουν αλ­λά­ξει, στην ου­σία, τό­σο πολ­λά όσον αφο­ρά την αντί­λη­ψή του για τον ζω­τι­κό ρό­λο που παι­ζει ο ποι­η­τής στην κοι­νω­νία. Έγρα­φε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά το 1910, στα ει­κο­σιέ­ξι του χρό­νια, σχο­λιά­ζο­ντας το έρ­γο του Γκα­μπριέ­λε Ντ' Αν­νούν­τσιο Ίσως ναι – Ίσως όχι:

Πεί­θει και πά­λιν [το έρ­γο του Ντ' Αν­νούν­τσιο] ότι ο Ποι­η­τής δεν εί­ναι μό­νον το κό­σμη­μα της φυ­λής, αλ­λ' η εμ­ψυ­χω­τι­κή της δύ­να­μις. Από του σι­δη­ρού θρό­νου της Ολυ­μπί­ας, ως ο Πίν­δα­ρος ητέ­νι­ζε τους αγώ­νας του Πα­νελ­λη­νί­ου, δύ­να­ται και σή­με­ρον ν' ατε­νί­ζη τον ευ­ρύ­τα­τον αγώ­να της ζω­ής, ακα­τα­γώ­νι­στον αυ­τός κο­ρύ­φω­μα, τε­θει­μέ­νος μυ­στη­ριω­δώς υπό της φύ­σε­ως εις την υπά­την κλί­μα­κα της φυ­σι­κής και φυ­λε­τι­κής ιε­ραρ­χί­ας, ως ο αε­τός με­τα­ξύ των πτη­νών (ΠΛ Α' 23).

Από τις επι­στο­λές του Σι­κε­λια­νού αξί­ζει να πα­ρα­τε­θεί εδώ ένα σύ­ντο­μο ση­μεί­ω­μά του προς την Εύα Πάλ­μερ:

Η ψυ­χή του Αγ­γε­λού μοιά­ζει σαν εκεί­νο το χρυ­σα­ε­τό που εί­δα­με να παί­ζει πά­νω από τις κο­ρυ­φές του Παρ­νασ­σού, πά­νω από την Απολ­λώ­νια κο­ρυ­φή και πά­νω από τη Διο­νυ­σια­κή κο­ρυ­φή, ζυ­γιά­ζο­ντάς τες μες στον ζω­ντα­νό Ρυθ­μό του.[7]

Η ψυ­χή του ποι­η­τή πα­ρο­μοιά­ζε­ται εδώ με έναν χρυ­σα­ε­τό του Παρ­νασ­σού, ακρι­βώς όπως εί­δα­με να συμ­βαί­νει στην ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση Δελ­φι­κός Λό­γος· το ξε­χω­ρι­στό εν­δια­φέ­ρον της ει­κό­νας εί­ναι ότι ο εν λό­γω αε­τός εμ­φα­νί­ζε­ται να ζυ­γί­ζει στις φτε­ρού­γες του, χά­ρη στο δώ­ρο του «Ρυθ­μού», τις αντί­πα­λες δυ­νά­μεις του Απόλ­λω­να και του Διό­νυ­σου, κά­τι που υπήρ­ξε ένα από τα ζω­τι­κά αι­τή­μα­τα του Σι­κε­λια­νού.
Αρ­κε­τοί ποι­η­τές υιο­θέ­τη­σαν την ει­κό­να του αέ­τειου δη­μιουρ­γού που φι­λο­τέ­χνη­σε για τον εαυ­τό του ο δελ­φι­κός ποι­η­τής και την ανα­πα­ρή­γα­γαν σε τι­μη­τι­κά ποι­ή­μα­τα που έγρα­ψαν γι' αυ­τόν. Το 1919, η σύ­ζυ­γος, τό­τε, του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη, Γα­λά­τεια, με το γνω­στό ψευ­δώ­νυ­μο «Πε­τρού­λα Ψη­λο­ρεί­τη», δη­μο­σί­ευ­σε στο πε­ριο­δι­κό Λύ­ρα το ποί­η­μα «Στο Σι­κε­λια­νό»· το πρώ­το, όσο έχω υπό­ψη μου, αυ­τής της σει­ράς υμνη­τι­κών ποι­η­μά­των. Πα­ρα­θέ­τω τους πρώ­τους στί­χους:

                Δε σου πο­δί­ζει ανε­μι­κή ού­τε μπό­ρα
                το πέ­ρα­σμά σου, αη­τέ· μπή­γεις το μά­τι
                όπου κορ­φή πε­ρί­ψη­λη και κά­τω
                η κο­ρυ­φή που θέ­λ' η νι­κη­φό­ρα
                ορ­μή του τρα­γου­διού σου, ώρα την ώρα
                τον μέ­γα όρ­θρο δια­λα­λεί ρο­δά­τη


Υπήρ­ξε, όμως, και η αντί­στι­ξη στην σι­κε­λια­νο­λα­τρι­κή υμνο­λο­γία των αι­θέ­ρων. Και προ­ήλ­θε από τον Κώ­στα Κα­ρυω­τά­κη, που κλεί­νει το σα­τι­ρι­κό ποί­η­μά του «Δελ­φι­κή εορ­τή» το 1927 με το πέ­ταγ­μα ενός «γυ­πα­ε­τού» πά­νω από το θέ­α­τρο των Δελ­φών. Πι­θα­νό­τα­τα ο ποι­η­τής αξιο­ποιεί τη φή­μη του πε­τάγ­μα­τος ενός αε­τού πά­νω από τους Δελ­φούς την ώρα της πα­ρά­στα­σης του Προ­μη­θέ­ως Δε­σμώ­τη στις πρώ­τες Δελ­φι­κές Εορ­τές, που ερ­μη­νεύ­τη­κε ως ση­μά­δι συ­ναί­νε­σης του Δία στο εγ­χεί­ρη­μα του ζεύ­γους των Σι­κε­λια­νών να κα­τα­στή­σουν και πά­λι ζω­τι­κά ενερ­γή την αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση.[8] Αφού σα­τι­ρί­σει το αλ­λο­πρό­σαλ­λο ακρο­α­τή­ριο της πα­ρά­στα­σης, υπο­δη­λώ­νο­ντας το ανέ­φι­κτο του δελ­φι­κού ιδα­νι­κού της ένω­σης της αρ­χαί­ας Ελ­λά­δας με τη νε­ό­τε­ρη, ο Κα­ρυω­τά­κης κλεί­νει το ποί­η­μά του με το εξής τρί­στι­χο:

                Κι όταν, χω­ρίς να πέ­σει αυ­λαία, η ομή­γυ­ρις διε­λύ­θη,
                τί­πο­τε δεν ετά­ρασ­σε την ιε­ρή εκεί πέ­ρα
                σι­γή. Κά­ποιος γυ­πα­ε­τός έσχι­σε τον αι­θέ­ρα…
[9]

Προ­βάλ­λο­ντας όχι τό­σο το με­γα­λείο όσο τη μο­να­ξιά του Σι­κε­λια­νού, ο ιδιο­φυ­ής ποι­η­τής των Ελε­γεί­ων και σα­τι­ρών επι­λέ­γει να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει την ει­κό­να όχι του αε­τού αλ­λά του γυ­πα­ε­τού – αι­θε­ρο­βά­μων υπήρ­ξε, ασφα­λώς, για τη ρε­α­λι­στι­κή μα­τιά του Κα­ρυω­τά­κη ο δελ­φι­κός ποι­η­τής· όμως με την με­γα­λο­πρέ­πεια του αε­τού εμ­φα­νί­ζε­ται να συν­δυά­ζει και τις δια­τρο­φι­κές συ­νή­θειες των όρ­νε­ων, τρώ­ει δη­λα­δή κου­φά­ρια ζώ­ων, και κυ­ρί­ως τα κό­κα­λα και το με­δού­λι τους, ακό­μη και μή­νες με­τά τον θά­να­το της λεί­ας τους. Ο Κα­ρυω­τά­κης θα πρέ­πει να υπαι­νίσ­σε­ται ότι ο Σι­κε­λια­νός τρέ­φε­ται με τα οστά ενός πο­λι­τι­σμού (του αρ­χαί­ου ελ­λη­νι­κού) που εί­ναι αδύ­να­τον πλέ­ον να ανα­γεν­νη­θεί. Και εντέ­λει τον πα­ρου­σιά­ζει ολο­μό­να­χο μέ­σα στη σι­γή που ακο­λού­θη­σε τη λή­ξη της θε­α­τρι­κής πα­ρά­στα­σης, κα­θώς δεν μπό­ρε­σε να βρει πραγ­μα­τι­κούς συμ­μά­χους στο όρα­μά του.
Εί­ναι εν­δια­φέ­ρον το γε­γο­νός ότι στη μο­να­ξιά του Σι­κε­λια­νού-αε­τού ανα­φέ­ρο­νται, με θε­τι­κό όμως πρό­ση­μο, και άλ­λοι δη­μιουρ­γοί σε ποι­ή­μα­τά τους για τον Σι­κε­λια­νό: «Μο­νά­χος στά­θη­κε, νο­μί­ζω, και σ’ όλη τη ζωή του», γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ο Νί­κος Κα­ρού­ζος στο δι­κό του ποί­η­μα για τον Σι­κε­λια­νό.[10] Άλ­λοι, όπως ο Γιώρ­γης Κό­τσι­ρας, υπο­γραμ­μί­ζουν τη μο­να­ξιά όχι μό­νο του Σι­κε­λια­νού αλ­λά και των αν­θρώ­πων με­τά την εκ­δη­μία εκεί­νου:

                Ένας αε­τός δο­κι­μά­ζει τώ­ρα τα φτε­ρά του πά­νω στην άβυσ­σο.
                Πώς θρυμ­μα­τί­ζουν τη σιω­πή, με­γά­λα λι­θά­ρια τα λό­για σου!
[...]
                Εί­ναι πολ­λή πλή­ξη τώ­ρα πά­νω απ’ τα σύν­νε­φα ̶ χει­μώ­νας πα­γω­μέ­νος
                 μέ­σα στις καρ­διές.
                Τα που­λιά δεν έχουν άλ­λο τρα­γού­δι κ’ οι μέ­λισ­σες δεν σχε­διά­ζουν άλ­λα
                 χρώ­μα­τα στα λου­λού­δια.
                Οι καρ­διές δεν ανοί­γουν σαν τρια­ντά­φυλ­λα.
[11]

Ο Στέ­λιος Γε­ρά­νης πα­ρο­μοιά­ζει τον Σι­κε­λια­νό όχι με αε­τό αλ­λά με αε­το­ρά­χη, που με την απώ­λειά της άφη­σε τους αε­τούς (πι­θα­νώς εν­νο­ού­νται εδώ οι με­τα­γε­νέ­στε­ροι του Σι­κε­λια­νού ποι­η­τές) ανέ­στιους:

                Μέ­σ’ απ’ τη μυ­στι­κή φω­τιά, με­σ’ απ’ τον έρ­μο το ναό
                 πρό­βα­λες με γα­λή­νιο φως
                 ̶ άγ­γε­λος, λό­γος και ρυθ­μός
                 και κο­ρυ­φαία ελ­πί­δα.
[...]
                 κι ένας αε­τός κα­τέ­βη­κε κι έγρα­ψε κύ­κλους μα­ντι­κούς
                 με τα γαμ­ψά του νύ­χια…
[...]
                Τώ­ρα με δί­χως την κορ­φή πώς να στα­θούν οι πρό­πο­δες;
                 Πού να πλα­γιά­σουν οι αε­τοί χω­ρίς την αε­το­ρά­χη;
[12]

Αλ­λά και ένας με­λε­τη­τής, ο Χρή­στος Μα­λε­βί­τσης, πε­ρι­γρά­φει τον Σι­κε­λια­νό ως έναν «κα­τά­μο­νο» αε­τό που ξα­γρυ­πνά για τη λύ­τρω­ση των αν­θρώ­πων. Γρά­φει:

Ωσάν ορε­σί­βιος αε­τός δια­σχί­ζει τους ου­ρα­νούς των πε­δι­νών συ­νει­δή­σε­ων [...] Από τη σκο­πιά της ξα­γρύ­πνιας του αν­θρώ­που, ορ­θώ­νε­ται αιφ­νί­δια μπρο­στά μας ο Σι­κε­λια­νός ως κα­τά­μο­νος φρου­ρός στις επάλ­ξεις της πιο υψη­λής μέ­ρι­μνας του αν­θρώ­που.[13]

Η ει­κό­να αυ­τή του ποι­η­τή ως με­γα­λειώ­δους φρου­ρού της αν­θρω­πό­τη­τας δεν μπο­ρεί πα­ρά να μας φέ­ρει στον νου το κλεί­σι­μο του ποι­ή­μα­τος του Σι­κε­λια­νού για τον Κάλ­βο το 1942, όπου μι­λώ­ντας για τον ζα­κύν­θιο ποι­η­τή ως αε­τό (ας μην ξε­χνά­με ότι και ο ίδιος ο Κάλ­βος πα­ρο­μοιά­ζει τον εαυ­τό του με αε­τό που επι­βαί­νει τα κρη­μνά της αρε­τής στην «Ωδή εις θά­να­τον») εί­ναι φα­νε­ρό ότι μι­λά και για τον εαυ­τό του:[14]

                [...] σαν αε­τός οπού γυ­ρί­ζει,
                αν επλη­σί­α­σε μια στιγ­μή τη βουή του κό­σμου,
                στο ύψος της ίδιας του σι­γής,
                στης δύ­να­μής του τον κα­θα­ρό ου­ρα­νό αυ­τε­ξό­ρι­στος,

                [...]
                στης καρ­τε­ρί­ας Σου απο­σύρ­θη­κες τη σφαί­ρα,
                κ' εκεί,
                στ' ακραία του Λό­γου σύ­νο­ρα στη­μέ­νος,
                αιώ­να ολό­κλη­ρο τα βά­ρα­θρα επο­πτεύ­εις τα Ελ­λη­νι­κά,
                κι απ' την απά­τη­τη σκο­πιά Σου
                φρου­ρείς ακοί­μη­τος,
                φρου­ρείς και πε­ρι­μέ­νεις!

                         (ΛΒ Ε´ 27-28)

Ο αέ­τειος Κάλ­βος, και μα­ζί με αυ­τόν ο Σι­κε­λια­νός, μοιά­ζει να πε­ρι­μέ­νει τη νέα πα­λιγ­γε­νε­σία, την απε­λευ­θέ­ρω­ση του έθνους από τον γερ­μα­νι­κό ζυ­γό, αλ­λά και την οφει­λό­με­νη ποι­η­τι­κή ανα­γνώ­ρι­ση.
Και διό­λου δεν εκ­πλήσ­σει, βέ­βαια, το γε­γο­νός ότι στην αυ­το­βιο­γρα­φι­κή μυ­θι­στο­ρία του Ανα­φο­ρά στον Γκρέ­κο, ο Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης υιο­θε­τεί το ίδιο με­τα­φο­ρι­κό σχή­μα για τον επί σει­ρά ετών στε­νό­τα­το φί­λο και πνευ­μα­τι­κό σύ­ντρο­φό του:

Ήταν ο ποι­η­τής ετού­τος από το γέ­νος των αϊ­τών, με το πρώ­το τί­ναγ­μα των φτε­ρών του έφτα­νε στην κο­ρυ­φή.
[15]

Ο δελ­φι­κός ποι­η­τής ανέ­λα­βε εξαρ­χής για τον εαυ­τό του βα­ριές ευ­θύ­νες: όχι μό­νο να δια­δε­χθεί τους εθνι­κούς ποι­η­τές αλ­λά, ήδη από τον Αλα­φρο­ΐ­σκιω­το, να εν­σαρ­κώ­σει αυ­τό που ονό­μα­ζε λό­γο-πρά­ξη: να επα­να­φέ­ρει την αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή κλη­ρο­νο­μιά στην επο­χή του ως ζω­τι­κό πα­ρόν, να δια­σφα­λί­σει την πα­γκό­σμια ει­ρή­νη και συ­να­δέλ­φω­ση των λα­ών, να κά­νει τον κό­σμο κα­λύ­τε­ρο. Για την πραγ­μα­το­ποι­η­ση των ορα­μά­των του ανα­ζή­τη­σε, όπως ήταν φυ­σι­κό, συμ­μά­χους. Συμ­φω­να με τον Χέ­γκελ, πρέ­πει τα μέ­λη της κοι­νό­τη­τας να ανα­γνω­ρί­σουν ως υπεύ­θυ­νο έναν τέ­τοιο άν­θρω­πο για να γί­νει ενερ­γός πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η στά­ση του. Όμως ο Σι­κε­λια­νός δεν αξιώ­θη­κε να ζή­σει την ευ­ρεία ανα­γνώ­ρι­ση που εί­χε ονει­ρευ­τεί. Το κρά­τος έκλει­σε την πόρ­τα στο δελ­φι­κό ζεύ­γος, η Εύα χρε­ω­κό­πη­σε, ο Σι­κε­λια­νός δεν βρή­κε το εν­θου­σιώ­δες κοι­νό που προσ­δο­κού­σε. Ο αε­τός πλη­γώ­θη­κε, όπως δεί­χνουν ορι­σμέ­να ποι­ή­μα­τα των Λυ­ρι­κών Β', που μι­λούν για τις «πλη­γές που του άνοι­ξε η μοί­ρα» (όπως στην εμ­βλη­μα­τι­κή «Ιε­ρά οδό»), οι οποί­ες μας επι­στρέ­φουν απρό­σμε­να στο νε­α­νι­κό ποί­η­μά του, τους «Έρω­τες», ο ξε­σκι­σμέ­νος στα νέ­φη αε­τός του οποί­ου απο­κτά έναν προ­φη­τι­κό, θα λέ­γα­με, ρό­λο. Εί­ναι συ­γκλο­νι­στι­κή η επι­στο­λή του ποι­η­τή προς την Εύα τον Σε­πτέμ­βριο του 1937, λί­γες μέ­ρες με­τά το πρώ­το βα­ρύ καρ­δια­κό επει­σό­διο που υπέ­στη, το οποίο έγι­νε η αρ­χή μιας σει­ράς προ­βλη­μά­των υγεί­ας, με τον Σι­κε­λια­νό να κα­θη­λώ­νε­ται σε ανα­πλη­ρι­κή κα­ρέ­κλα τα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζω­ής του. Αφού ανα­φέ­ρει τις πα­ρα­τη­ρή­σεις των για­τρών για την υψη­λή πί­ε­ση και την εξα­σθε­νη­μέ­νη καρ­δια­κή αορ­τή του, εξη­γεί με τον δι­κό του, μο­να­δι­κό τρό­πο, τα αί­τια της ασθέ­νειάς του:

Η αλη­θι­νή όμως αι­τία της αρ­ρώ­στιας μου βρί­σκε­ται στην ασυμ­με­τρία ανά­με­σα στον εσω­τε­ρι­κό παλ­μό της δύ­να­μης που έχει μοι­ραία συ­γκε­ντρω­θεί μέ­σα μου και στο πε­ρι­βάλ­λον, στην έλ­λει­ψη μέ­σων για να ξε­χυ­θεί αυ­τή η δύ­να­μη σε αντι­στοι­χία προς την πραγ­μα­τι­κή απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της. [...] Τα όρια της καρ­διάς μου δεν βρί­σκο­νται στο σώ­μα μου, εί­ναι τα όρια της Ελ­λά­δος, εί­ναι τα όρια του Αν­θρώ­που. Κυ­ριο­λε­κτι­κά, για να ρυθ­μί­σω την κυ­κλο­φο­ρία του, για να μπο­ρέ­σω να την ξε­κου­ρά­σω λί­γο, πρέ­πει πρώ­τα να ρυθ­μί­σω συ­στη­μα­τι­κά την πνευ­μα­τι­κή τα­χυ­παλ­μία της μέ­σα σε άλ­λα πνεύ­μα­τα, σε άλ­λες καρ­διές, ορ­γα­νι­κά έτοι­μες γι' αυ­τό.
[16]

Η μα­γι­κή αυ­τή με­τάγ­γι­ση που ακό­μη και με το ίδιο το σώ­μα του ανα­ζή­τη­σε δια­κα­ώς ο Σι­κε­λια­νός, η διο­χέ­τευ­ση των ιδα­νι­κών του στην ευ­ρύ­τε­ρη κοι­νό­τη­τα, δεν επι­τεύ­χθη­κε. Δώ­δε­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το 1949, δυο χρό­νια ακρι­βώς πριν από τον θά­να­τό του κι ενώ εί­ναι πλέ­ον σε ανα­πη­ρι­κή κα­ρέ­κλα, γρά­φει στον ξά­δερ­φό του Αντω­νά­κη Σι­κε­λια­νό απο τη Σα­λα­μί­να, σε ενα επί­σης συ­ναρ­πα­στι­κά εξο­μο­λο­γη­τι­κό γράμ­μα:

...εξά­ντλη­σα όλες τις ressources, με την ελ­πί­δα πως θ' αντί­κρυ­ζα, πρό­σω­πο με πρό­σω­πο, το Από­λυ­το, ίσως, μιαν ημέ­ρα, αλ­λά ξέ­ρεις με ποια θλί­ψη βρέ­θη­κα μπρος στα «κομ­μά­τια», με τα οποία ήταν αδύ­να­το να στή­σω «Θεό»!... Άλ­λο ζή­τη­μα, αν τού­το το κα­τόρ­θω­να σπο­ρα­δι­κά, με την πνοή της Τέ­χνης μου... Αυ­τή απορ­ρο­φού­σε, σε μια ενό­τη­τα μο­να­δι­κή, όλες τις αντι­νο­μί­ες που με πλη­γώ­σα­νε – μυα­λό, καρ­διά, αι­σθή­σεις, όλο μέ­σα μου τον Άν­θρω­πο.[17]

Ο Σι­κε­λια­νός υπήρ­ξε προ­νε­ω­τε­ρι­κός —ανε­ξάρ­τη­τος, μυ­η­μέ­νος, κυ­ρί­αρ­χος, εκλε­κτός— και, άθε­λά του, μο­ντέρ­νος: ανά­πη­ρος, με σπα­σμέ­να φτε­ρά, πλη­γω­μέ­νος αε­τός — που ωστό­σο δεν έπα­ψε να αγω­νί­ζε­ται για τα ιδα­νι­κά του ως την ύστα­τη ώρα.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: