Σίβυλλα. Ο μέγας ίακχος της λευτεριάς

 Μικελάντζελο Μπουοναρότι, Η Δελφική Σίβυλλα (Καπέλα Σιστίνα)
 Μικελάντζελο Μπουοναρότι, Η Δελφική Σίβυλλα (Καπέλα Σιστίνα)


… για τον ει­ση­γη­τή των Δελ­φι­κών εορ­τών,
για τον εμπνευ­σμέ­νο από­στο­λο των αρ­χαί­ων θε­ών μας,
η πα­νη­γυ­ρι­κή γλώσ­σα εί­ναι κά­τι το ται­ρια­στό.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ[1]


1. Στη δια­ση­μό­τε­ρη ορο­φο­γρα­φία του κό­σμου, εκεί­νη που δο­ξά­ζει αιώ­νες τώ­ρα το Σιξ­τί­νειο Πα­ρεκ­κλή­σιο, τις αθά­να­τες σκη­νές της Γε­νέ­σε­ως πλαι­σιώ­νουν οι Προ­φή­τες του Ισ­ρα­ήλ και οι Σί­βυλ­λες της Ελ­λά­δας.
Οι μεν εν­σαρ­κώ­νουν το αδά­μα­στο πνεύ­μα της προ­φη­τεί­ας, οι δε συ­μπυ­κνώ­νουν την αθά­να­τη ψυ­χή της μα­ντο­σύ­νης. Άντρες ρω­μα­λέ­οι και γυ­ναί­κες σθε­να­ρές, το­πο­θε­τη­μέ­νοι αντι­κρι­στά και ζευ­γα­ρω­μέ­νοι για πά­ντα κα­θώς το θέ­λη­σε ο τι­τα­νι­κός χρω­στή­ρας του Μπουο­να­ρό­τι, σμί­γουν τους αεί­ρυ­τους πο­τα­μούς της βι­βλι­κής και της αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κής πα­ρά­δο­σης αξε­χώ­ρι­στα. Νό­ες προ­φη­τι­κοί και ψυ­χές μα­ντι­κές, κα­θη­λώ­νουν τον θε­α­τή με τη μυ­στη­ρια­κή δύ­να­μη που απο­πνέ­ουν.
Μ’ αν ο νους εί­ναι το κρυ­φό ερ­γα­στή­ρι, η ψυ­χή εί­ναι η ανε­ξε­ρεύ­νη­τη και ηφαι­στειο­γε­νής σπη­λιά. Το πρώ­το μέ­νει πά­ντα στο μι­σό­φω­το, η δεύ­τε­ρη εί­ναι ένα με το αξε­διά­λυ­το σκο­τά­δι. Στο πρώ­το υπο­ψιά­ζε­σαι το χέ­ρι του αν­θρώ­που: προ­σπα­θεί να βά­λει κά­ποια τά­ξη και να μα­ζέ­ψει τα σύ­νερ­γα για την επί­τευ­ξη ενός σκο­πού. Στη δεύ­τε­ρη εί­ναι αδύ­να­τον να εν­νο­ή­σεις τις αρ­χέ­γο­νες διερ­γα­σί­ες που τη δη­μιούρ­γη­σαν. Κι αν ο άντρας ζυ­γί­ζει (κά­πο­τε και με ακρί­βεια) τον άντρα, κα­νείς δεν μπό­ρε­σε πο­τέ να βο­λι­δο­σκο­πή­σει τη γυ­ναι­κεία ψυ­χή.

Προ­φή­τες και Σί­βυλ­λες, Τι­τά­νες και Τι­τα­νί­δες. Οι πρώ­τοι προ­φη­τεύ­ουν για­τί στο­χά­ζο­νται, οι δεύ­τε­ρες προ­μα­ντεύ­ουν για­τί αι­σθά­νο­νται. Οι πρώ­τοι πη­γαί­νουν προς ένα τέ­λος. Οι δεύ­τε­ρες βρί­σκο­νται κιό­λας εκεί. Οι άντρες θέ­λουν να εί­ναι. Οι γυ­ναί­κες εί­ναι.

Σί­βυλ­λα η Κυ­μαία και Σύ­βιλ­λα η Λι­βυ­κή. Σύ­βιλ­λα η Ερυ­θραία και Σί­βυλ­λα η Περ­σι­κή. Τό­ση και τέ­τοια η δύ­να­μη της ει­κό­νας και του Μύ­θου, που και τα ονό­μα­τά τους ακό­μη, πα­ρό­τι δεν εί­ναι πα­ρά επί­θε­τα το­πω­νυ­μι­κά, ηχούν σαν μα­γι­κές επω­δοί, ξόρ­κια μυ­στη­ρια­κά στα δι­ψα­σμέ­να για λό­γο χεί­λη μιας έντρο­μης και φρι­κιώ­σας αν­θρω­πό­τη­τας, προ­σευ­χές και ψαλ­μω­δί­ες, πα­ρα­κλή­σεις ενα­γώ­νιες και επι­κλή­σεις μυ­στι­κές, ενός κό­σμου στο χεί­λος της αβύσ­σου, ενός κό­σμου που γυ­ρεύ­ει να μά­θει της μοί­ρας του το γρα­φτό, χθες, σή­με­ρα και πά­ντα, μα ιδί­ως όταν οι και­ροί σκο­τει­νιά­ζουν, το τα­ραγ­μέ­νο πα­ρόν κοι­λο­πο­νά, τα τύ­μπα­να του πο­λέ­μου ηχούν και η Ιστο­ρία καλ­πά­ζει αστα­μά­τη­τα.
Σί­βυλ­λες, θυ­γα­τέ­ρες του χρό­νου και μη­τέ­ρες του άχρο­νου, ερω­μέ­νες του Θε­ού και τρο­φοί του αν­θρώ­που, γυ­ναί­κες του Μύ­θου και της Ιστο­ρί­ας.
Και τε­λευ­ταία, πρώ­τη με­τα­ξύ ίσων, μα ομορ­φό­τε­ρη όλων, αιώ­νια νέα και αεί­πο­τε ερω­τι­κή, πνεύ­μα απολ­λώ­νιο και σάρ­κα βακ­χεύ­ου­σα, Σί­βυλ­λα η εν Δελ­φοίς – η Δελ­φι­κή Σί­βυλ­λα. Όποιος τη δει δεν μπο­ρεί να την ξε­χά­σει κι όποιον η ομορ­φιά της λα­βώ­σει για πά­ντα θα μα­τώ­νει και θα πο­νά. Κι ο ίδιος ο Μπουο­να­ρό­τι που τη συ­νέ­λα­βε σ’ εκεί­νη θα γυ­ρί­ζει ξα­νά και ξα­νά δί­χως ανά­παυ­ση και τε­λειω­μό. Και θα τη βρί­σκει πά­ντα ίδια, όμοια κι ανάλ­λα­γη, μες στις ανα­ρίθ­μη­τες τρο­πές της τύ­χης Μοί­ρα ανα­πό­φευ­κτη, στην άκρη του πι­νέ­λου του και στην αιχ­μή της σμί­λης του προ­χω­ρώ­ντας από έρ­γο σε έρ­γο. Πά­νω στις επι­φά­νειες που πε­ρι­μέ­νουν το χρώ­μα και μέ­σα στο μάρ­μα­ρο όπου κα­τοι­κούν και καρ­τε­ρούν τ’ αγάλ­μα­τα. Και θα πά­ει έτσι μέ­χρι το τέ­λος της ζω­ής του.
Στον Μι­χα­ήλ Άγ­γε­λο Μπουο­να­ρό­τι, «το πε­λώ­ριο όρος της Ανα­γέν­νη­σης», κα­θώς τον απο­κα­λού­σε ο Ρο­λάν, χρω­στά­με τη μορ­φή της. Σ’ έναν άλ­λον Άγ­γε­λο, τον Άγ­γε­λο Σι­κε­λια­νό, τον λυ­ρι­κό πρω­τα­ε­τό της Ελ­λά­δας, οφεί­λου­με τη φω­νή της.

Η Δελ­φι­κή Σί­βυλ­λα

2. Η «Σί­βυλ­λα», τρα­γω­δία 1695 στί­χων, ανή­κει στις με­γά­λες στιγ­μές της δη­μιουρ­γι­κής πο­ρεί­ας του Σι­κε­λια­νού. Από άπο­ψη ακραιφ­νώς μορ­φο­λο­γι­κή ακο­λου­θεί μάλ­λον συμ­βα­τι­κά μο­λο­νό­τι χα­λα­ρά τη διά­τα­ξη της αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας. Ως προς το πνεύ­μα του ποι­η­τι­κού λό­γου ωστό­σο φέ­ρει βα­ριά την προ­σω­πι­κή του σφρα­γί­δα. Απο­τυ­πώ­νει έκτυ­πα την αρ­χή­θεν εμπε­δω­μέ­νη βιο­θε­ω­ρία του αλ­λά και τη συ­να­φή κο­σμο­θε­ω­ρη­τι­κή σκο­πιά που υπό το πρί­σμα των ιστο­ρι­κών πε­ρι­πε­τειών της Ευ­ρώ­πης και της Ελ­λά­δας έχει κα­τά τρό­πο ορι­στι­κό και αμε­τά­κλη­το ανα­λά­βει.
Έρ­γο της όψι­μης πε­ριό­δου του ποι­η­τή, γρά­φτη­κε τά­χι­στα, σε διά­στη­μα ενός πε­ρί­που μή­να, τον Αύ­γου­στο του 1940.[2] Εί­χε ωστό­σο κα­θώς φαί­νε­ται σχε­τι­κά μα­κρά κυο­φο­ρία, σύμ­φω­να μά­λι­στα με μαρ­τυ­ρία του ίδιου του Σι­κε­λια­νού.[3] Τα πρώ­τα ορα­τά ίχνη της χρο­νο­λο­γού­νται πε­ρί­που μία πε­ντα­ε­τία πριν, σ’ ένα σύ­ντο­μο πε­ζό του. Ίσως όμως τα αρ­χι­κά σκιρ­τή­μα­τα του έρ­γου να εί­ναι ακό­μη πα­λαιό­τε­ρα. Σύμ­φω­να με μαρ­τυ­ρία της Άν­νας Σι­κε­λια­νού, δεύ­τε­ρης συ­ζύ­γου του ποι­η­τή, ο Σι­κε­λια­νός εί­χε αναγ­γεί­λει τη «Σί­βυλ­λα» στον Εδουάρ­δο Συ­ρέ, τον συγ­γρα­φέα των «Με­γά­λων μυ­στών», ήδη από το 1926.[4]
Στις αρ­χές του 1936 πά­ντως, στο πε­ριο­δι­κό Ελ­λη­νι­κά Φύλ­λα, ο Σι­κε­λια­νός δη­μο­σιεύ­ει το τε­τρα­σέ­λι­δο άρ­θρο του «Κά­τω από τα βλέμ­μα­τα των Σι­βυλ­λών». Εκεί κα­τα­φέ­ρε­ται ρη­τά ενα­ντί­ον του ιτα­λι­κού φα­σι­σμού που έχει εξα­πο­λύ­σει τον ιμπε­ρια­λι­στι­κό του πό­λε­μο ενά­ντια στην Αι­θιο­πία (τό­τε Αβυσ­ση­νία). Στην αρ­χή του κει­μέ­νου του ανα­φέ­ρε­ται στις μι­χαη­λαγ­γε­λι­κές Σί­βυλ­λες ως κο­ρυ­φαί­ες εν­σαρ­κώ­σεις της κα­θό­λου επο­πτεί­ας δί­πλα στις οποί­ες, κα­θώς λέ­ει, μπο­ρούν να στα­θούν μό­νον οι τι­τά­νιες μορ­φές του Αι­σχύ­λου. To ίδιο αυ­τό άρ­θρο, εμπλου­τι­σμέ­νο με επί­και­ρη δι­σέ­λι­δη ει­σα­γω­γή και τρεις κα­τα­λη­κτή­ριες πα­ρα­γρά­φους που προ­στί­θε­νται στο κυ­ρί­ως κεί­με­νο,[5] θα ανα­δη­μο­σιευ­τεί τον Δε­κέμ­βρη του 1940 στη Νέα Εστία. Στο με­τα­ξύ έχει με­σο­λα­βή­σει η δη­μό­σια ανά­γνω­ση της Σί­βυλ­λας στη «Στέ­γη των Γραμ­μά­των και Τε­χνών» και ασφα­λώς η κή­ρυ­ξη του Ελ­λη­νοϊ­τα­λι­κού Πο­λέ­μου. Το έπος του ’40 βρί­σκε­ται ήδη στην πλή­ρη του εκτύ­λι­ξη.
Στα βλέμ­μα­τα των Σι­βυλ­λών, με την έντα­ση που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τις με­γά­λες φύ­σεις, συ­μπυ­κνώ­νε­ται η προ­ο­ρα­τι­κή και ενο­ρα­τι­κή ισχύς του στο­χα­σμού όχι όμως ως ενέρ­γειας απο­κλει­στι­κά νοη­τι­κής αλ­λά ως συ­νι­στα­μέ­νης όλων των σω­μα­τι­κών και ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κών δυ­νά­με­ων του υπο­κει­μέ­νου. Το βλέμ­μα τους, κα­τά τον ποι­η­τή, προ­χω­ρά πέ­ρα από εκεί που φτά­νει το μά­τι, πέ­ρα κι από εκεί­να τα όρια του επι­στη­μο­νι­κού λό­γου ή της ορ­θο­λο­γι­κής φι­λο­σο­φι­κής ενα­τέ­νι­σης. Ακό­μα κι εκεί που το φως απου­σιά­ζει, εκεί­νο σχί­ζει τα σκο­τά­δια για­τί αυ­τό το ίδιο εί­ναι φως. Δια­περ­νά τον χώ­ρο και τον χρό­νο, και βλέ­πει πα­ρελ­θό­ντα και μέλ­λο­ντα σε χρό­νο ενε­στώ­τα.
Ο Σι­κε­λια­νός στον λυ­ρι­κό του βίο, που τον έζη­σε σαν «αθλη­τής, ιε­ρέ­ας και προ­φή­της»,[6] πά­σχι­σε το βλέμ­μα ετού­το, στο οποίο πί­στευε ολό­ψυ­χα ως πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ανα­ντίρ­ρη­τη μο­λο­νό­τι μό­νο στους με­μυ­η­μέ­νους προ­σι­τή, να το οι­κειω­θεί και εν συ­νε­χεία να το σαρ­κώ­σει. Γύ­ρευε ενα­γω­νί­ως από την αρ­χή του στα­δί­ου του να ατε­νί­σει, να απο­τι­μή­σει και τε­λι­κά να με­τα­σχη­μα­τί­σει τη ζωή και τον κό­σμο υπό την προ­ο­πτι­κή του. Δεν του αρ­κού­σε να κοι­τά προς την ίδια κα­τεύ­θυν­ση, ού­τε καν απλώς να γνω­ρί­σει εκεί­νο που οι Σί­βυλ­λες οπτα­σιά­ζο­νταν. Ήθε­λε τα μά­τια τους να γί­νουν και δι­κά του, η φω­νή τους λα­λιά του και η χρη­σμο­δο­σία τους δι­κός του στί­χος.
Φο­ρέ­ας μιας βα­ριά πλη­γω­μέ­νης σή­με­ρα (κι ίσως ετοι­μο­θά­να­της, αν όχι προ πολ­λού νε­κρής) μα τό­τε πα­νί­σχυ­ρης μέ­σα του πί­στης, πί­στης όχι μό­νο στην ιε­ρό­τη­τα και στον ανα­γεν­νη­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα της ποί­η­σης πα­ρά και στον λυ­τρω­τι­κό ρό­λο του ίδιου του ποι­η­τή, ο Σι­κε­λια­νός κι­νού­νταν και δρού­σε, ορα­μα­τι­ζό­ταν και στο­χα­ζό­ταν, συ­νε­λάμ­βα­νε και συ­νέ­θε­τε τα λυ­ρι­κά και δρα­μα­τι­κά του ποι­ή­μα­τα «κά­τω από τα βλέμ­μα­τα των Σι­βυλ­λών».

Η Λι­βυ­κή Σί­βυλ­λα

3.

 Στα 1917, κι ενώ μαί­νε­ται ο Α΄ Πα­γκό­σμιος πό­λε­μος, ο Πα­λα­μάς, σε πλή­ρη ωρι­μό­τη­τα, με τη βρο­ντε­ρή φω­νή του ανα­κρά­ζει:

Ανά­ξιος όποιος ξάφ­νου ακού­ει
                το προ­σκλη­τή­ρι των και­ρών
                    να το φυ­σά­ει ή να το κρού­ει
                    σάλ­πιγ­γα ή τύ­μπα­νο, το ακού­ει,
                    δε λέ­ει: Πα­ρών!

Εί­κο­σι και πλέ­ον χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ο Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, στην ολο­δι­κή του ωρι­μό­τη­τα κι από δρό­μους άλ­λους φτα­σμέ­νος, «σαν έτοι­μος από και­ρό, σα θαρ­ρα­λέ­ος», την κρί­σι­μη ώρα δί­νει το δι­κό του πα­ρών. Δί­νει τη «Σί­βυλ­λα».
Μ’ ένα βλέμ­μα αγκα­λιά­ζει όλο το αί­μα. Το αί­μα που θα χυ­θεί, τις πλη­γές που μέλ­λο­νται και αυ­τές που ήδη χαί­νουν και πυορ­ρο­ούν. Πριν καν εκ­δη­λω­θεί η φα­σι­στι­κή επί­θε­ση που θα την ακο­λου­θή­σουν η να­ζι­στι­κή ει­σβο­λή και η τρι­πλή κα­το­χή, ο Σι­κε­λια­νός προ­βλέ­πει και προ­λέ­γει στις γε­νι­κές του γραμ­μές όλο το δρά­μα του ελ­λη­νι­κού λα­ού και μέ­σα στον τό­σο θά­να­το αρ­θρώ­νει τον ανα­στά­σι­μο λό­γο του.
Τού­το το συ­νταί­ρια­σμα ποί­η­σης και πρά­ξης, υπεύ­θυ­νης πνευ­μα­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας και άμε­σης δρά­σης, όσο περ­νάν τα χρό­νια και ιδί­ως από τη «Δελ­φι­κή προ­σπά­θεια» και έπει­τα θα γί­νει μό­νι­μη μέ­ρι­μνα και διαρ­κές αί­τη­μα – γνώ­μο­νας και σκο­πός, που με αυ­στη­ρό­τη­τα «δω­ρι­κή», όπως θα έλε­γε ο ίδιος ο ποι­η­τής, κα­νο­νί­ζει τη λυ­ρι­κή του πο­ρεία και ρυθ­μί­ζει τον στί­χο του σαν υπέρ­τε­ρος πνευ­μα­τι­κός προ­σα­να­το­λι­σμός. Ο λυ­ρι­κός αε­τός αδυ­να­τεί ν’ αρ­κε­στεί στις υπερ­κό­σμιες πτή­σεις του. Φι­λο­δο­ξεί να ξυ­πνή­σει και στους αν­θρώ­πους γύ­ρω του και στη φυ­λή του ευ­ρύ­τε­ρα και στον κό­σμο όλο τον πό­θο του τρι­σε­λεύ­τε­ρου ου­ρα­νού. «Το γαρ αυ­τό ποιείν έστιν τε και πράτ­τειν», θα λέ­γα­με πα­ρα­φρά­ζο­ντας το παρ­με­νί­δειο από­φθεγ­μα. Αυ­τό πρε­σβεύ­ει ο Σι­κε­λια­νός και σε αυ­τό κα­τα­τεί­νει με κά­θε του λό­γο και ενέρ­γη­μα. Το θέ­α­τρό του όλο, από τον ορ­φι­κό «Δι­θύ­ραμ­βο του Ρό­δου» μέ­χρι τον ημι­τε­λή «Ασκλη­πιό», απορ­ρέ­ει από αυ­τή την ακρά­δα­ντη πε­ποί­θη­ση και απο­βλέ­πει σ’ ένα πε­δίο όπου αι­σθη­τι­κό και ηθι­κό γεν­νιού­νται και ανα­πτύσ­σο­νται σε αδιά­σπα­στη ενό­τη­τα.
Η «Σί­βυλ­λα» εί­ναι μια τέ­τοια ποί­η­ση-πρά­ξη. Και ως τέ­τοια, όντας καλ­λι­τέ­χνη­μα εκ­πλη­κτι­κής συ­μπά­γειας, πα­ρα­μέ­νει εξαι­ρε­τι­κά πο­λυ­ε­πί­πε­δη. Εί­ναι η εκ­πλη­ρω­θεί­σα οφει­λή μιας άγρυ­πνης καλ­λι­τε­χνι­κής συ­νεί­δη­σης απέ­να­ντι στην αν­θρω­πό­τη­τα που έχει πια­στεί στα δό­κα­να του υλι­σμού, του φα­σι­σμού και του πο­λέ­μου· η αγέ­ρω­χη απά­ντη­ση ενός με­γα­λό­φω­νου λυ­ρι­κού ποι­η­τή στην ωμή και δη στη φα­σι­στι­κή βία· η από­κρι­ση ενός στο­χα­στι­κού αν­θρώ­που στον κυ­νι­σμό, στον φαν­φα­ρο­νι­σμό και στις ψευ­δο­λο­γί­ες της εξου­σί­ας· η έκ­φρα­ση της ελ­πί­δας του στα ανώ­τε­ρα πε­πρω­μέ­να του αν­θρώ­πι­νου γέ­νους αλ­λά και στην αντο­χή της ελ­λη­νι­κής φυ­λής ει­δι­κό­τε­ρα· η δια­σάλ­πι­ση της αξί­ας των αν­θρώ­πων του τί­μιου κα­θη­με­ρι­νού μό­χθου απέ­να­ντι στους αλα­ζο­νι­κούς με­γι­στά­νες του πλού­του. Εί­ναι πά­νω απ’ όλα μια από τις πιο σθε­να­ρές δια­κη­ρύ­ξεις ελευ­θε­ρί­ας απέ­να­ντι σε κά­θε μορ­φής τυ­ραν­νία κι εί­ναι ακό­μη μια εμ­με­λής κραυ­γή πί­στης στην αυ­τα­ξία του αν­θρώ­πι­νου πνεύ­μα­τος και βί­ου εν μέ­σω γε­νι­κευ­μέ­νης απι­στί­ας. Εί­ναι ο ίδιος ο Μύ­θος που στέ­κε­ται κα­τα­με­σής της Ιστο­ρί­ας, της Ιστο­ρί­ας ενός λο­γο­κρα­τού­με­νου κό­σμου, και δια­τρα­νώ­νει το δι­καί­ω­μά του στην ύπαρ­ξη και μά­λι­στα στην αυ­θυ­παρ­ξία. Εί­ναι, τέ­λος, η προ­σω­πι­κή απά­ντη­ση του Σι­κε­λια­νού στο αί­τη­μα, όπως εκεί­νος το άκου­γε, μιας ανα­γέν­νη­σης της τρα­γω­δί­ας, το δια­σπα­ραγ­μέ­νο σώ­μα του Διο­νύ­σου ολό­κλη­ρο και εκ νέ­ου ανορ­θω­μέ­νο.

                «Με­γά­λε Θεέ», –έτσι θρη­νού­σε–
                «ποιος θα πα­σκί­ζει να μα­ζέ­ψει τά­χα
                τα μέ­λη σου οπού ’ναι σκορ­πι­σμέ­να
                στα πέ­ρα­τα της γης; Των πε­ρα­σμέ­νων
                ακό­μα η στά­χτη εί­ναι ζε­στή, κι αν ψά­ξω
                βα­θιά, ημπο­ρεί να βρω μια σπί­θα ακό­μα
                της με­γά­λης φω­τιάς… Μα πού η πνοή ’ναι
                που θα φυ­σή­ξει; ποιοι εί­ναι που θα φέ­ρουν
                να σω­ριά­σουν τα ξύ­λα;»

Ιδού διά χει­ρός Μάρ­κου Αυ­γέ­ρη η υπό­θε­ση της τρα­γω­δί­ας.

Το ιε­ρα­τείο των Δελ­φών εί­ναι ανή­συ­χο, για­τί έρ­χε­ται ο Νέ­ρω­νας να πά­ρει χρη­σμό από το μα­ντείο και δεν ξέ­ρουν αν αυ­τό θα βγει σε κα­λό ή σε κα­κό· οι τύ­ραν­νοι φο­βού­νται την αλή­θεια κι εί­χαν κά­μει το μα­ντείο να σω­πά­σει πριν από και­ρούς. Τώ­ρα η Σί­βυλ­λα η μά­ντισ­σα εί­ναι ανα­στα­τω­μέ­νη, δια­βά­ζει τα πα­λιά ιε­ρά βι­βλία και ετοι­μά­ζε­ται να χρη­σμο­δο­τή­σει. Απά­νω σ’ αυ­τή την ανα­μο­νή μπαί­νει στο ναό ένας χω­ριά­της με τη φα­με­λιά του κι η Σί­βυλ­λα αγ­γί­ζο­ντας τον τρί­πο­δα προ­βλέ­πει πως αφέ­ντης του κό­σμου στους μελ­λού­με­νους και­ρούς θα 'ναι ο χω­ριά­της κι όχι οι ση­με­ρι­νοί κο­σμο­κρά­το­ρες. Έτσι η «προ­μα­ντεία» που έρ­χε­ται να πά­ρει ο αυ­το­κρά­το­ρας δό­θη­κε σ’ εκεί­νον που εί­ναι σή­με­ρα ο σκλά­βος της γης. Όταν θα 'ρ­θει ο Νέ­ρω­νας, η Σί­βυλ­λα του φα­νε­ρώ­νει μό­νο συμ­φο­ρές κι εγκλή­μα­τα, πε­ρα­σμέ­να και μελ­λού­με­να. Μα τα λό­για της προ­κα­λούν την ορ­γή και την εκ­δί­κη­σή του και δί­νει δια­τα­γή στους στρα­τιώ­τες της ακο­λου­θί­ας του να δια­γου­μί­σουν την πό­λη της Κρίσ­σας, να ξε­γυ­μνώ­σουν το ναό από τους θη­σαυ­ρούς και τ’ αγάλ­μα­τά του και να εξο­ντώ­σουν το ιε­ρα­τεία και το λαό. Η Σί­βυλ­λα εξα­κο­λου­θεί να προ­φη­τεύ­ει για τους μα­κρι­νούς μελ­λού­με­νους και­ρούς, για τους νέ­ους ήρω­ες που θα 'ρ­θουν και για τη νέα πλα­τιά ελευ­θε­ρία που θ’ απλω­θεί έως τις υπερ­βό­ρειες χώ­ρες και πέ­ρα από τους πά­γους· απά­νω σ’ αυ­τά φτά­νει το μα­ντά­το, πως οι Ρω­μαί­οι στρα­τιώ­τες άρ­χι­σαν κιό­λας τη σφα­γή και τη ρε­μού­λα και πως ανε­βαί­νουν και προς το ναό να ξε­τε­λέ­ψουν τη δια­τα­γή του Νέ­ρω­να. Με την εί­δη­ση αυ­τή, λα­ός κι ιε­ρα­τείο αρ­χί­ζουν να ψέλ­νουν το νι­κη­τή­ριο παιά­να στον Απόλ­λω­να, που τα βέ­λη του θα σκο­τώ­σουν το νέο Πύ­θω­να, το φί­δι που γυ­ρεύ­ει να ζώ­σει μέ­σα στις δί­πλες του όλη τη γη.[7]

Στα 2010, o Ολ­λαν­δός συγ­γρα­φέ­ας Rob Riemen εξέ­δω­σε ένα ση­μα­ντι­κό το­μί­διο με τον εύ­γλωτ­το τί­τλο «Η αέ­ναη επι­στρο­φή του φα­σι­σμού».

Δεν έχου­με συ­γκρα­τή­σει τί­πο­τα από τα μα­θή­μα­τα του πα­ρελ­θό­ντος, τα έχου­με ξε­χά­σει. Όμως αυ­τό δεν εί­ναι άξιο απο­ρί­ας. Όποιος έχει μια στοι­χειώ­δη γνώ­ση της ιστο­ρί­ας του πο­λι­τι­σμού μας, μιας ιστο­ρί­ας πα­ρακ­μής αξιών και κα­τάρ­ρευ­σης του ευ­ρω­παϊ­κού πνεύ­μα­τος, και λά­βει υπ’ όψη του τη σύγ­χρο­νη κοι­νω­νία, δεν μπο­ρεί πα­ρά να συ­μπε­ρά­νει ότι ο Αλ­μπέρ Κα­μύ και ο Τό­μας Μαν έχουν από­λυ­το δί­κιο όταν, ήδη το 1947, κα­τα­λή­γουν ότι ο φα­σι­σμός εί­ναι ένα πο­λι­τι­κό φαι­νό­με­νο που δεν εξα­φα­νί­στη­κε με τη λή­ξη του πο­λέ­μου και που τώ­ρα μπο­ρού­με να πε­ρι­γρά­ψου­με ως την πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση της πνευ­μα­τι­κής κα­τά­στα­σης του μνη­σί­κα­κου μα­ζαν­θρώ­που.[8]

Σή­με­ρα που ο φα­σι­στι­κός Πύ­θω­νας ανα­βιώ­νει απ’ άκρη σ’ άκρη και «ξα­να­ζώ­νει μέ­σα στις δί­πλες του όλη τη γη», η «Σί­βυλ­λα» δεν εί­ναι απλώς ένα σπου­δαίο έρ­γο του ποι­η­τι­κού θε­ά­τρου. Δεν ξέ­ρω βέ­βαια αν με αυ­στη­ρούς γραμ­μα­το­λο­γι­κούς όρους μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί τρα­γω­δία. Ως προς αυ­τό, οι αντιρ­ρή­σεις των ει­δι­κών δεν εί­ναι λί­γες. Όμως ελά­χι­στη ση­μα­σία έχουν. Η «Σί­βυλ­λα», ασχέ­τως ει­δο­λο­γι­κών κα­τα­τά­ξε­ων, εί­ναι έρ­γο μεί­ζον και ανα­γκαίο. Και δυ­στυ­χώς, εί­τε θε­ω­ρη­θεί τε­λι­κά τρα­γω­δία εί­τε όχι, η πραγ­μα­τι­κή τρα­γω­δία –τρα­γω­δία πο­λι­τι­σμι­κή και πα­γκό­σμια– έγκει­ται στο ότι πα­ρα­μέ­νει τρα­γι­κά επί­και­ρη.


Η Ερυ­θραία Σί­βυλ­λα

4. Κα­τά τα θυ­ελ­λώ­δη χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν τη σύν­θε­σή της, η «Σί­βυλ­λα» μοι­ρά­στη­κε τις πε­ρι­πέ­τειες του δη­μιουρ­γού της. Συ­ντη­ρη­τι­κοί δια­νο­ού­με­νοι και επί­ση­μο κρά­τος δεν συγ­χώ­ρη­σαν πο­τέ στον Σι­κε­λια­νό την έντα­ξή του στο ΕΑΜ.[9]
H Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου, που μα­ζί με τον Γ. Π. Σαβ­βί­δη, τη Ρί­τσα Φρά­γκου-Κι­κί­λια και τον Κώ­στα Μπουρ­να­ζά­κη, απο­τε­λούν την αιχ­μή του δό­ρα­τος στις σι­κε­λια­νι­κές σπου­δές των τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τιών, ση­μειώ­νει:

Με αφορ­μή την αναγ­γελ­λία της πα­ρου­σί­α­σης της «Σί­βυλ­λας» στο Κρα­τι­κό Θέ­α­τρο το 1946, το αντε­θνι­κό, όπως χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε, έρ­γο και ο «εα­μο­κομ­μου­νι­στής» συγ­γρα­φέ­ας του δέ­χτη­καν τη συ­ντο­νι­σμέ­νη επί­θε­ση του εθνι­κό­φρο­νος δη­μο­σιο­γρα­φι­κού κό­σμου («αλη­θι­νή επι­δρο­μή ταύ­ρων σε κο­σμη­μα­το­πω­λείο», όπως έγρα­ψε τό­τε αγα­να­κτι­σμέ­νος ο Αι­μί­λιος Χουρ­μού­ζιος.

Και αμέ­σως πα­ρα­κά­τω συ­μπλη­ρώ­νει:

Τον Δε­κέμ­βριο του ίδιου χρό­νου, εξάλ­λου, απα­γο­ρεύ­τη­κε από την αστυ­νο­μία η απαγ­γε­λία του «Χρι­στού στη Ρώ­μη» από τον ηθο­ποιό Κα­ρού­σο.[10]

Τη «Σί­βυλ­λα» γε­νι­κά δεν την κα­λο­δέ­χτη­καν. Και τό­τε και κα­τά τις λι­γο­στές φο­ρές που ανέ­βη­κε το έρ­γο στη σκη­νή, η απή­χη­σή της στά­θη­κε μάλ­λον πε­ριο­ρι­σμέ­νη και η κρι­τι­κο­γρα­φία γύ­ρω της από επι­φυ­λα­κτι­κή και συ­γκα­τα­βα­τι­κή έως διαρ­ρή­δην αρ­νη­τι­κή. Κι ας εί­χε ο λό­γος της, όπως πα­ρα­τη­ρεί ο Ε. Π. Πα­πα­νού­τσος σε μια έξο­χη με­λέ­τη του, όχι την τρα­χύ­τη­τα των προ­φη­τών του Ισ­ρα­ήλ (να πά­λι η με­γα­λο­φυ­ής μι­χαη­λαγ­γε­λι­κή αντι­δια­στο­λή) αλ­λά τη γλύ­κα της γυ­ναι­κεί­ας καρ­διάς «που θρη­νεί σαν πο­νε­τι­κή μά­να τη μοί­ρα».[11]


5. Ανά­με­σα στην πλη­θώ­ρα των κω­μι­κο­τρα­γι­κών επει­σο­δί­ων που σε με­γά­λο βαθ­μό συν­θέ­τουν την πε­ρι­πέ­τεια του νε­ο­ελ­λη­νι­κού πνεύ­μα­τος κα­τά τους τε­λευ­ταί­ους δύο αιώ­νες, η πε­ρί­πτω­ση της υπο­δο­χής του σι­κε­λια­νι­κού λό­γου γε­νι­κά και του θε­ά­τρου του ει­δι­κό­τε­ρα εί­ναι ίσως από τις πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές.
Άν­θρω­ποι που εκ­στα­σιά­ζο­νται μπρο­στά σ’ έναν Χέλ­ντερ­λιν ή έναν Μπλέικ, άν­θρω­ποι που ομνύ­ουν στον Ρίλ­κε ή πα­θαί­νο­νται με τον Νο­βά­λις, ασκούν ψι­λή κρι­τι­κή, κοι­τάν αφ’ υψη­λού ή ακό­μη χει­ρό­τε­ρα δεν κα­τα­δέ­χο­νται να ξε­φυλ­λί­σουν καν τα λυ­ρι­κά και δρα­μα­τι­κά έρ­γα του Σι­κε­λια­νού, «του τε­λευ­ταί­ου Ευ­ρω­παί­ου μυ­θι­κού ποι­η­τή του με­γέ­θους του Hölderlin και του Blake» όπως σο­φά ση­μεί­ω­νε ο στο­χα­στής Κώ­στας Πα­παϊ­ω­άν­νου.[12]
Όλα αυ­τά επι­βε­βαιώ­νουν για πολ­λο­στή φο­ρά κά­τι ασύλ­λη­πτα θλι­βε­ρό: το πό­σο εύ­κο­λη έχου­με την πε­ρι­φρό­νη­ση προς ό,τι εί­ναι πιο δι­κό μας αλ­λά και τη βιά­ση μας να ξε­μπερ­δεύ­ου­με χω­ρίς πολ­λά πολ­λά με πρό­σω­πα και έρ­γα την ώρα που δεί­χνου­με εξη­γή­σι­μες μα όχι λι­γό­τε­ρο πε­ριο­ρι­στι­κές εντέ­λει εμ­μο­νές με άλ­λα. Επι­βε­βαιώ­νουν ακό­μη την κα­τα­στα­τι­κή τρό­πον τι­νά ξε­νο­ζη­λία και την αθε­ρά­πευ­τη ξε­νο­μα­νία μας, τη χα­μη­λή έως ανύ­παρ­κτη εθνι­κή μας αυ­το­πε­ποί­θη­ση που ωστό­σο πά­ει χέ­ρι χέ­ρι με τη σο­βι­νι­στι­κή μας κο­μπορ­ρη­μο­σύ­νη. Εξη­γεί ακό­μη την τε­ρα­τώ­δη άγνοια του εθνι­κού πνευ­μα­τι­κού μας κε­φα­λαί­ου και κα­τ’ επέ­κτα­ση το για­τί από την αντι­κει­με­νι­κά μα­κρά και πλού­σια Ιστο­ρία μας αδυ­να­τού­με να πλά­σου­με ισχυ­ρή και άρα ζω­ο­γό­νο πα­ρά­δο­ση. Εξη­γεί επί­σης το για­τί ανα­γκα­στι­κά κά­θε ση­μαί­νου­σα πνευ­μα­τι­κή έκ­φαν­ση εί­ναι σχε­δόν κα­τα­δι­κα­σμέ­νη να εμ­φα­νί­ζε­ται τε­λι­κά ως εξαί­ρε­ση στον κα­νό­να, ως εκρη­κτι­κή το­μή και ασυ­νέ­χεια αντί να φύ­ε­ται και να ανα­πτύσ­σε­ται ομα­λά ως κρί­κος της με­γά­λης αλυ­σί­δας που υπό κα­νο­νι­κές συν­θή­κες συ­νι­στά το πο­λι­τι­σμι­κό συ­νε­χές.

Η τε­λευ­ταία φο­ρά που πα­ρα­στά­θη­κε η «Σί­βυλ­λα» ήταν, αν δεν λα­θεύω, το 1981, στην επέ­τειο των τριά­ντα χρό­νων από τον θά­να­το του ποι­η­τή. Ύστε­ρα από πολ­λές πε­ρι­πέ­τειες που λί­γο έλει­ψε να μα­ταιώ­σουν την πα­ρά­στα­ση, με­σού­σης μά­λι­στα μιας φορ­τι­σμέ­νης προ­ε­κλο­γι­κής πε­ριό­δου, η «Σί­βυλ­λα» θα ανέ­βει στο Ηρώ­δειο. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι κρι­τι­κοί, όσοι δεν επι­κε­ντρώ­νο­νται στις σκη­νο­θε­τι­κές ατέ­λειες, στοι­χί­ζο­νται στη γραμ­μή πα­λαιό­τε­ρων συ­να­δέλ­φων τους: υπο­γραμ­μί­ζουν την εγ­γε­νή αδυ­να­μία του Σι­κε­λια­νού να γρά­ψει θέ­α­τρο και δη σύγ­χρο­νο και επα­να­λαμ­βά­νουν εν χο­ρώ τα γνω­στά για στεί­ρες αρ­χαιο­μα­νί­ες και κω­μι­κούς ανα­χρο­νι­σμούς.
Φω­τει­νή εξαί­ρε­ση ο σα­ρα­ντα­τε­τρά­χρο­νος τό­τε ο Κώ­στας Γε­ωρ­γου­σό­που­λος που σε ένα σχε­δόν θυ­μω­μέ­νο άρ­θρο του θα γρά­ψει:[13]

Ποιος εί­πε πως η «Σί­βυλ­λα» εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο αντι­θε­α­τρι­κή από το «Φό­νο στη Μη­τρό­πο­λη»; Για­τί με το εξω­τε­ρι­κό πρό­σχη­μα της αντι­θε­α­τρι­κό­τη­τας φο­βά­μαι ότι σκε­πά­ζα­με την ενό­χλη­ση που μας προ­κα­λού­σε η ου­σία του έρ­γου. Υπάρ­χει πιο βα­θύ, ου­σια­στι­κό αντι­φα­σι­στι­κό έρ­γο από τη «Σί­βυλ­λα»; Σχε­δόν προ­γραμ­μα­τι­κά αντι­με­τω­πί­ζει και λύ­νει όλο το πρό­βλη­μα προ­μα­ντεύ­ο­ντας τη διάρ­κεια του πνεύ­μα­τος και της λαϊ­κής αντο­χής πά­νω στην αλα­ζο­νι­κή αυ­τάρ­κεια της ισχύ­ος.

Και πα­ρα­κά­τω:

Το θέ­α­τρο του Σι­κε­λια­νού εί­ναι αγώ­νι­σμα υψη­λού ήθους. Θέ­λω να το φω­νά­ξω· ο Σι­κε­λια­νός εί­ναι θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, ποι­η­τής αι­σχύ­λειος. Η Σί­βυλ­λα δεν εί­ναι αντι­θε­α­τρι­κό­τε­ρη από τις «Ικέ­τι­δες» του Αι­σχύ­λου και εί­ναι θε­α­τρι­κό­τε­ρη από τα δρά­μα­τα του Κλο­ντέλ, του Άρ­τσι­μπαλντ Μακ Λις, του Ντί­λαν Τό­μας, του Γέιτς, του Έλιοτ.

Για να κα­τα­λή­ξει:

Ο Σι­κε­λια­νός μάς ευ­δό­κη­σε με την ποί­η­σή του· κά­πο­τε πρέ­πει να γί­νου­με άξιοι να βα­πτι­στού­με στην κο­λυ­μπή­θρα του. Χορ­τά­σα­με ρε­α­λι­σμό, χορ­τά­σα­με πα­ρακ­μή, χορ­τά­σα­με την άρ­νη­ση. Και­ρός να γευ­τού­με την ποί­η­ση, την ευ­φο­ρία των ρι­ζών μας και την κα­τά­φα­ση της ζω­ής.

O Σι­κε­λια­νός δεν υπήρ­ξε μό­νο μεί­ζων λυ­ρι­κός αλ­λά και μέ­γας δρα­μα­τι­κός ποι­η­τής. Ο λό­γος πά­ντα για ποι­η­τι­κό θέ­α­τρο, όπως ο ίδιος το εν­νο­ού­σε, το θέ­λη­σε και το πέ­τυ­χε, κυ­βερ­νη­μέ­νο από τα ίδια ορά­μα­τα που εμ­ψύ­χω­ναν και ζω­ο­γο­νού­σαν τον ρω­μα­λέο λυ­ρι­σμό του, εκ­βάλ­λο­ντας σε μια εξί­σου και σε πολ­λά ση­μεία ακό­μη πιο εύ­ρω­στη δρα­μα­τι­κή ποί­η­ση, που ορι­σμέ­νες ανα­λο­γί­ες της θα μπο­ρού­σα­με ίσως να τις ανα­ζη­τή­σου­με στα δρα­μα­τι­κά ποι­ή­μα­τα του Μπάι­ρον και του Μπρά­ου­νινγκ.
Μό­νο που εδώ δεν έχου­με να κά­νου­με με το σκιό­φως των υπερ­βο­ρεί­ων και της ομί­χλες της «Εγ­γλι­τέ­ρας», αλ­λά με το ατ­τι­κό φως, το φως των αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κών να­ών και το φως των κλα­σι­κών αγαλ­μά­των, που θέ­λει τις γραμ­μές κα­θα­ρές και τα πε­ρι­γράμ­μα­τα σα­φή. Τό­σο στην πλα­στι­κή όσο και στην ποί­η­ση. Ού­τε βέ­βαια έχου­με να κά­νου­με με τις νευ­ρώ­σεις και τις ψυ­χώ­σεις των σύγ­χρο­νων πό­λε­ων ή με μια τέ­χνη στε­νά να­του­ρα­λι­στι­κή ή ρε­α­λι­στι­κή. Εδώ πρό­κει­ται για την ανά­βα­ση και την ανα­γω­γή από την κα­θη­με­ρι­νή ζωή και την Ιστο­ρία στην επι­κρά­τεια των υψη­λών συμ­βό­λων και στον Μύ­θο, τον πά­λαι πο­τέ νο­μο­θέ­τη και κυ­βερ­νή­τη της φα­ντα­σί­ας, της σκέ­ψης και εντέ­λει της ίδιας της ζω­ής.
Γι’ αυ­τό και το θέ­α­τρο του Σι­κε­λια­νού δεν χω­ρά σε κα­μία κλει­στή σκη­νή, μι­κρή ή με­γά­λη. Θέ­λει την ύπαι­θρο, τα με­γά­λα και ανοι­χτά θέ­α­τρα. Κα­θε­τί άλ­λο μοιά­ζει πα­ρά­ται­ρο και αφύ­σι­κο. Η «Σί­βυλ­λα» δεν εί­ναι μου­σι­κή δω­μα­τί­ου. Εί­ναι μια συμ­φω­νία των μυ­ρί­ων.

Η Κυ­μαία Σί­βυλ­λα

6. Ο Γκότ­φριντ Μπεν λέ­ει κά­που ότι «ο Ρίλ­κε ήταν ένας με­γά­λος ποι­η­τής του “σαν”»,[14] πράγ­μα σπά­νιο, αφού, κα­τά τον διά­ση­μο Γερ­μα­νό εξ­πρε­σιο­νι­στή, η πα­ρο­μοί­ω­ση εί­ναι εξαι­ρε­τι­κά «επι­κίν­δυ­νο» σχή­μα λό­γου: συ­νε­πά­γε­ται «πά­ντο­τε μια βί­αιη εί­σο­δο του αφη­γη­μα­τι­κού, του πε­ζού λό­γου, μια χα­λά­ρω­ση της γλωσ­σι­κής έντα­σης, μια αδυ­να­μία της δη­μιουρ­γι­κής με­τα­φο­ράς».[15] Προ­φα­νώς αγνο­ού­σε τον Σι­κε­λια­νό. Ο Σι­κε­λια­νός εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρος και αναμ­φί­βο­λα πιο ρω­μα­λέ­ος. Μια οποια­δή­πο­τε σύ­γκρι­ση μά­λι­στα των δι­κών του πα­ρο­μοιώ­σε­ων με εκεί­νες των ομο­τέ­χνων του, έστω και πρό­χει­ρη, θα απέ­βαι­νε ολό­τε­λα συ­ντρι­πτι­κή για τους δεύ­τε­ρους – όποιοι κι αν ήταν αυ­τοί.
Οι σι­κε­λια­νι­κές πα­ρο­μοιώ­σεις άπαξ και ξε­κι­νή­σουν σχε­δόν ξε­χνάν να τε­λειώ­σουν. Μοιά­ζουν με τα μα­κρο­βού­τια ενός ευ­ρύ­στερ­νου κο­λυμ­βη­τή που δεν ξε­μέ­νει πο­τέ από αέ­ρα. Ο Σι­κε­λια­νός μπο­ρεί να συ­νε­χί­ζει ακά­θε­κτος για πέ­ντε, δέ­κα, δε­κα­πέ­ντε στί­χους, πλέ­κο­ντας πα­ρο­μοί­ω­ση μέ­σα στην πα­ρο­μοί­ω­ση, φτιά­χνο­ντας τρί­φω­νες, τε­τρά­φω­νες και πε­ντά­φω­νες φού­γκες, γε­μί­ζο­ντας το μά­τι με εκτυ­φλω­τι­κά ορά­μα­τα και την ακοή με λα­μπε­ρό­χρω­μους ήχους.
Μια σύ­ντο­μη εν προ­κει­μέ­νω αλ­λά εντυ­πω­τι­κή πα­ρο­μοί­ω­ση εκ­κι­νεί και την «Σί­βυλ­λα». Σε αρ­πά­ζει αμέ­σως απ’ τον λαι­μό και σε πά­ει, θυ­μί­ζο­ντας τις δυο συγ­χορ­δί­ες που αί­ρουν, κα­θώς γρά­φει ο Ρο­λάν, τους υδα­το­φρά­χτες για να ξε­χυ­θούν τα ορ­μη­τι­κά νε­ρά της «Eroica».  

                […] Ολο­νυ­χτίς τα μά­τια
                τα ’χα ανοι­χτά, τι λό­για­ζα απ’ τα σκό­τη
                σά­μπως λιο­ντά­ρι θα πη­δή­σει ο ήλιος
                στις κο­ρυ­φές του Παρ­νασ­σού, να με ’βρει […]

Ο ήλιος εί­ναι το λιο­ντά­ρι που χυ­μά στις κο­ρυ­φές του Παρ­νασ­σού. Ο βα­σι­λιάς των ου­ρα­νί­ων σω­μά­των και ο βα­σι­λιάς των ζω­ι­κών πλα­σμά­των ται­ρια­σμέ­νοι σε μιαν αλη­σμό­νη­τη ει­κό­να, με πλα­στουρ­γό τη βα­σι­λι­κή φα­ντα­σία του ποι­η­τή. Το ηλια­κό πυρ σμί­γει με τη λε­ό­ντεια αλ­τι­κή δύ­να­μη, κί­τρι­νο πά­νω στο κί­τρι­νο, εκτυ­φλω­τι­κό φως υψω­μέ­νο στο τε­τρά­γω­νο.
Ύψος, φως, κί­νη­ση, ορ­μή και ήδη, δρα­σκε­λώ­ντας τα προ­πύ­λαια, οδεύ­ου­με ίσια στην καρ­διά του σι­κε­λια­νι­κού σύ­μπα­ντος, στον πυ­ρή­να της δι­κής του ηρω­ι­κής συμ­φω­νί­ας που εί­ναι αφιε­ρω­μέ­νη στην ελευ­θε­ρία.

7. Ο Σι­κε­λια­νός, πε­ριτ­τεύ­ει να το επα­να­λά­βου­με, εί­ναι ο κα­τε­ξο­χήν υψι­πε­τής λυ­ρι­κός μας, εκεί­νος που όπο­τε πιά­νει και κρού­ει τη λύ­ρα φτά­νει μο­νο­μιάς –σαν να εκτο­ξεύ­ε­ται– σε δυ­σθε­ώ­ρη­τα ποι­η­τι­κά ύψη, μα που όταν την αφή­νει έστω για λί­γο σε μια γω­νιά το περ­πά­τη­μά του στη γη φαί­νε­ται κά­πως σαν αταί­ρια­στο με τη φύ­ση του, που ζη­τά και βρί­σκει τη δι­καί­ω­σή της μό­νο στην ποί­η­ση και μά­λι­στα στην πιο υψη­λή, λες και κά­θε εξω­λυ­ρι­κή μορ­φή έκ­φρα­σης τον στε­νεύ­ει και τον στε­νο­χω­ρεί, τον δε­σμεύ­ει και τον εμπο­δί­ζει.
Η σκέ­ψη του εί­ναι μια σκέ­ψη ου­σια­στι­κά ει­κο­νο­πλα­στι­κή και με­θυ­σμέ­νη. Μα όταν ακρι­βώς με­θά­ει, όταν διο­νυ­σιά­ζε­ται κα­τα­κτά το άκρον άω­τον της διαύ­γειάς της, εκ­φρα­ζό­με­νη με ει­κό­νες, πα­ρο­μοιώ­σεις και με­τα­φο­ρές. Ο Κα­ζαν­τζά­κης έλε­γε πως ο Σι­κε­λια­νός «στο­χά­ζο­νταν με ει­κό­νες, κι οι ποι­η­τι­κές πα­ρο­μοί­ω­σες ήταν γι’ αυ­τόν ατρά­ντα­χτα λο­γι­κά επι­χει­ρή­μα­τα».[16]
Εκτός από το ύψος λοι­πόν, ποι­η­τι­κό πε­πρω­μέ­νο, φύ­ση δη­λα­δή και στοι­χείο του Σι­κε­λια­νού, εί­ναι αυ­τό που θα μπο­ρού­σα­με να απο­κα­λέ­σου­με μου­σι­κή, με­λι­κή, ωδι­κή ή λυ­ρι­κή σκέ­ψη – ο λυ­ρι­κός με άλ­λα λό­για στο­χα­σμός. Ένας τέ­τοιος λυ­ρι­κός στο­χα­σμός –αδιά­πτω­της έντα­σης– εί­ναι και η «Σί­βυλ­λα». Μό­λις τε­θεί σε λει­τουρ­γία αυ­τός ο ορ­γα­νι­κός, ας τον απο­κα­λέ­σου­με έτσι, μη­χα­νι­σμός που τον πα­ρά­γει, ο ποι­η­τής τρα­βά­ει ευ­θεία μπρο­στά – δεν λα­θεύ­ει, δεν πα­ρα­πα­τά και δεν σκο­ντά­φτει. Και πώς θα μπο­ρού­σε άλ­λω­στε, αφού δεν πα­τά στη γη – πε­τά. Τό­τε όμως, στο πιο υψη­λό του πέ­ταγ­μα, εί­ναι που όχι μό­νο δεν αι­θε­ρο­βα­τεί αλ­λά συν­δέ­ε­ται αυ­θε­ντι­κά με τη γη και τους αν­θρώ­πους. Αντι­στοί­χως, ο Αμε­ρι­κα­νός μου­σουρ­γός Λέ­ο­ναρντ Μπερν­στάιν έλε­γε πως την ώρα της από­λυ­της μο­να­ξιάς που η μου­σι­κή σύν­θε­ση προ­ϋ­πο­θέ­τει ένιω­θε τη με­γα­λύ­τε­ρη συ­νά­φεια και ενό­τη­τα με τον κό­σμο.
Ο Σι­κε­λια­νός, κι αυ­τό εί­ναι το με­γά­λο πα­ρά­δο­ξο της τέ­χνης του, εί­ναι γειω­μέ­νος, «εδα­φι­κός» όπως γρά­φει ο ίδιος στον πρό­λο­γο του «Λυ­ρι­κού βί­ου», όταν και επει­δή μπο­ρεί να ίπτα­ται. Όσο ψη­λό­τε­ρα πε­τά, τό­σο πιο γειω­μέ­νος στέ­κει. Κι όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο με­θά, τό­σο διαυ­γέ­στε­ρος γί­νε­ται. Εί­ναι ένας Ανταί­ος ιδιό­τυ­πος και ιδιόρ­ρυθ­μος, που για να απο­κα­τα­στή­σει την επα­φή του με τη Γη πρέ­πει οπωσ­δή­πο­τε να υψω­θεί στον Ου­ρα­νό. Κα­τά βά­σιν αντι­δια­λε­κτι­κός και αντι­λο­γο­κρα­τι­κός, συ­νι­στά την από­λυ­τη επι­το­μή του ποι­η­τή όπως τον όρι­σε ο Πλά­των: δη­μιουρ­γός μύ­θων και όχι λό­γων. Γι’ αυ­τό και ως τέ­τοιος πρέ­πει να δια­βά­ζε­ται και ν’ απαγ­γέλ­λε­ται, να θε­ω­ρεί­ται και να με­λε­τά­ται.

8. Oι ιαμ­βι­κοί εν­δε­κα­σύλ­λα­βοι της «Σί­βυλ­λας» εί­ναι από τους τε­λειό­τε­ρους και πιο ρω­μα­λέ­ους της γλώσ­σας μας. Στα χέ­ρια του Σι­κε­λια­νού αυ­τός ο μέ­σης εκτά­σε­ως στί­χος απο­κτά πλα­στι­κό­τη­τα εκ­πλη­κτι­κή. Αθλη­τι­κός και ευ­λύ­γι­στος, νιώ­θου­με ότι μπο­ρεί όχι να πει μα να κά­νει το οτι­δή­πο­τε και να κι­νη­θεί από την αμε­σό­τε­ρη πε­ρι­γρα­φή μέ­χρι την υψη­λό­τε­ρη αφαί­ρε­ση.
Ένα μι­κρό μό­νο δείγ­μα από τα ανα­ρίθ­μη­τα που θα μπο­ρού­σαν να πα­ρα­τε­θούν. Η Σί­βυλ­λα πε­ρι­γρά­φει τους δυο λό­γους που διεκ­δι­κούν την ψυ­χή του αν­θρώ­που.

                    Τι δυο εί­ναι λό­γοι στην ψυ­χή του αν­θρώ­που·
                κ’ εύ­κο­λος ο ένας, για όλα απο­λο­γιέ­ται,
                χα­μέ­νος στην αδιά­κο­πη βα­βού­ρα
                που τον κα­θέ­να κά­νει να πι­στεύ­ει
                που συλ­λο­γιέ­ται ο ίδιος ό,τι οι άλ­λοι
                ολη­με­ρίς τού βά­νου­νε στ’ αυ­τί του.
                Μα πα­ρα­πά­νω εί­ν’ ένας άλ­λος λό­γος,
                π’ ακού­ε­ται μες στον άν­θρω­πο ως πε­ρά­σει
                στη ζώ­νην όπου πια δεν τό­νε φτά­νει
                η κού­φια βοή, να πνί­ξει την ψυ­χή του,
                και που, μο­νά­χα για να νιώ­σει ξάφ­νου
                την αρ­χή της ανά­βρας του, εί­ν’ ανά­γκη
                να βι­γλί­ζει ακοί­μη­τος ολο­έ­να
                στην άκρη που χω­ρί­ζο­νται δυο κό­σμοι:
                ο ένας βα­ρύς, πι­κρός και σκλα­βω­μέ­νος
                απ’ τα ίδια του τα χέ­ρια, κ’ ένας άλ­λος
                βα­θύς, πλα­τύς, του απέ­ρα­ντου κα­τώ­φλι,
                που να τον μπά­σει κά­πο­τε τού τά­ζει
                μες στ’ άδυ­τα του Θε­ού…


Πο­τέ οι δια­σκε­λι­σμοί, οι συ­νε­χείς δια­σκε­λι­σμοί μά­λι­στα, πριν αλ­λά και με­τά τον σι­κε­λια­νι­κό στί­χο, δεν ακού­γο­νταν πιο φυ­σι­κοί. Με τον δια­σκε­λι­σμό ο Σι­κε­λια­νός δέ­νει ακό­μα σφι­χτό­τε­ρα τον στί­χο, προσ­δί­δο­ντάς του χα­ρα­κτή­ρα πο­λυ­φω­νι­κό και τον όγκο πο­λυόρ­γα­νης ορ­χή­στρας – ακό­μη κα­λύ­τε­ρα, πο­λύ­βο­ου κα­ταρ­ρά­κτη που πέ­φτει από ψη­λά.
Όμως ας μην επι­μεί­νου­με σε ζη­τή­μα­τα τε­χνι­κής και ας στα­θού­με σε κά­τι άλ­λο – στον κό­σμο «τον βα­ρύ και σκλα­βω­μέ­νο απ’ τα ίδια του τα χέ­ρια». Ο μέ­γας σο­φός της Και­νιξ­βέρ­γης, που πή­ρε δρό­μους τό­σο δια­φο­ρε­τι­κούς από τον Λευ­κά­διο ποι­η­τή, εί­πε ακρι­βώς το ίδιο με άλ­λα λό­για: για την ανω­ρι­μό­τη­τά του, που τό­σα δει­νά έχει επι­σω­ρεύ­σει από τό­τε που πρω­τά­νοι­ξε τα μά­τια της συ­νεί­δη­σής του για να γνω­ρί­σει τον εαυ­τό του και τον κό­σμο, υπεύ­θυ­νος εί­ναι ο ίδιος ο άν­θρω­πος. Κα­νείς άλ­λος.

Η Περ­σι­κή Σί­βυλ­λα




9. Ανά­με­σα στα έρ­γα που τρα­γου­δούν την ελευ­θε­ρία, στα έρ­γα που την ευαγ­γε­λί­ζο­νται και την επι­κα­λού­νται, που τη δο­ξά­ζουν και την υμνούν, και εί­ναι ανα­ρίθ­μη­τα, παι­διά μι­κρά και με­γά­λα, όλων των και­ρών και των τό­πων, για­τί η ελευ­θε­ρία από τα κά­θε λο­γής δε­σμά –από τη βία και την αδι­κία, από την κα­τα­πί­ε­ση και τον δε­σπο­τι­σμό, από την αρ­ρώ­στια και την ανά­γκη, από την άγνοια και τη μω­ρία, από την απελ­πι­σία και το μη­δέν, από τον χρό­νο και τον θά­να­το– εί­ναι ο τρα­νό­τε­ρος πό­θος του αν­θρώ­που και το πα­ρα­μό­νι­μο άπια­στο όνει­ρο από το οποίο δεν μπο­ρεί πο­τέ του να ελευ­θε­ρω­θεί –ναι, δεν μπο­ρού­με να ελευ­θε­ρω­θού­με από τον έρω­τα της ελευ­θε­ρί­ας– η «Σί­βυλ­λα» κα­τέ­χει –θα ’πρε­πε να κα­τέ­χει– θέ­ση ξε­χω­ρι­στή και πε­ρί­ο­πτη. Κι ακό­μη θα ’πρε­πε να εί­ναι κτή­μα και άλ­λων λα­ών, όχι μό­νο του δι­κού μας.
Ας ακού­σου­με λοι­πόν την προ­φη­τι­κή ψυ­χή της Σί­βυλ­λας:

                Νό­τος, Βο­ριάς, Ανα­το­λή και Δύ­ση,
                μέ­γας σταυ­ρός, κι απά­νω του τού Αν­θρώ­που
                το Πνέ­μα βλέ­πω τώ­ρα καρ­φω­μέ­νο.
                Μα θα λυ­θει· κι ο αγέ­ρας π’ ανα­σαί­νω
                μες στην ψυ­χή μου εγώ την ώρα τού­τη,
                για όλες θα πνέ­ψει τις ψυ­χές…

Η Σί­βυλ­λα πα­ρα­δί­δε­ται ολο­κλη­ρω­τι­κά στο πνεύ­μα της προ­φη­τεί­ας ενώ επί­κει­ται η λε­η­λα­σία του Δελ­φι­κού Μα­ντεί­ου από τον στρα­τό του Νέ­ρω­να και η σφα­γή όλων όσοι έχουν κα­τα­φύ­γει σε αυ­τό. Εξ ου και η τρο­μα­κτι­κή αγω­νία των αν­θρώ­πων, που κά­νει να ξε­σπά, λί­γο πα­ρά­πο­νο και λί­γο κα­τη­γό­ρια, το πι­κρό, πι­κρό­τα­το, αιώ­νιο ερώ­τη­μα. Πό­τε επι­τέ­λους θα λάμ­ψει ο ήλιος της πλέ­ριας λευ­τε­ριάς σ’ αυ­τήν εδώ τη γη;

                      πό­τε θα γί­νει αυ­τό; σε πό­σα χρό­νια;
                Αύ­ριο; με­θαύ­ριο; σε χι­λιά­δες χρό­νια;
                Σα δε θα να ’μα­στεν εμείς στον κό­σμο,
                κι αξέ­τα­στα ο καυ­τός με­γά­λος λί­βας,
                που πνέ­ει την ώρ’ αυ­τή, θα μας λι­χνί­ζει
                μες στο βυ­θό του Αχέ­ρο­ντα;
                Σι­βύλ­λα,
                πό­τε θα γί­νει αυ­τό; Σα σε μιαν ώρα
                του Νέ­ρω­να θα φτά­σουν οι στρα­τιώ­τες,
                κι από τη ρά­χη ως το λαι­μό θα να ’μπει
                βα­θιά μας το μα­χαί­ρι του; Σα θα ’χουν
                σκε­πά­σει τα σκου­λή­κια τα κορ­μιά μας,
                κι ο αγέ­ρας οπού λες, όσο και να ’ναι
                κα­θά­ριος και θεϊ­κός, θ’ αναρ­ρι­πί­ζει
                τη μυ­ρου­διά μας;
                Σ’ το ’πα­με: ακό­μα
                κοι­μά­σαι κι ονει­ρεύ­ε­σαι, Σι­βύλ­λα;
[…]

Οδεύ­ου­με πια προς το τέ­λος της τρα­γω­δί­ας. Από τον στί­χο 1400 και εξής, μα­ζί με την απο­κο­ρύ­φω­ση της προ­φη­τεί­ας, ξε­τυ­λί­γε­ται μία κα­τα­πλη­κτι­κή coda, από τις δυ­να­μι­κό­τε­ρες που έχουν γρα­φτεί πο­τέ – εί­τε στην ποί­η­ση κοι­τά­ξου­με εί­τε στη μου­σι­κή. O Σι­κε­λια­νός πη­γαί­νει από κο­ρυ­φή σε κο­ρυ­φή.

Εί­πα­με πα­ρα­πά­νω ότι η «Σί­βυλ­λα» εί­ναι έρ­γο αδιά­πτω­της έντα­σης. Ότι ο τό­νος της εί­ναι στα­θε­ρά υψη­λός και μά­λι­στα στον υπερ­θε­τι­κό βαθ­μό, μέ­σα στον ού­τως ή άλ­λως πά­ντα υψη­λό­το­νο κό­σμο του Σι­κε­λια­νού. Ένας τέ­τοιος τό­νος μπο­ρεί κά­πο­τε να ηχεί ψυ­χρός και από­μα­κρος ή ακό­μη και απάν­θρω­πος. Αυ­τό εί­ναι κά­τι το φυ­σι­κό. Όσο ανε­βαί­νου­με ψη­λό­τε­ρα, όσο απο­μα­κρυ­νό­μα­στε από τον κα­θη­με­ρι­νό αν­θρω­πό­κο­σμο και τα συ­νή­θη αν­θρώ­πι­να μέ­τρα, η ατμό­σφαι­ρα αραιώ­νει και το ψύ­χος αυ­ξά­νει. Στις κο­ρυ­φές κά­νει πά­ντα πο­λύ κρύο και η ανά­σα γί­νε­ται πιο δύ­σκο­λη. Κά­τι τέ­τοιο δεν έλε­γε ο Νί­τσε;
Μα στη «Σί­βυλ­λα» συμ­βαί­νει και τού­το το εκ­πλη­κτι­κό. Όσο ψη­λό­τε­ρα ανε­βαί­νει ο λό­γος, όσο προ­χω­ρά η με­τά­βα­ση στην επι­κρά­τεια του με­γά­λου Μύ­θου, τό­σο θερ­μό­τε­ρος, τό­σο πιο αν­θρώ­πι­νος, τό­σο πιο γή­ι­νος γί­νε­ται ο τό­νος, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο σφύ­ζει από την καρ­διά του αν­θρώ­που και δια­λά­μπει από τη ρω­μα­λέα τρυ­φε­ρό­τη­τα μιας με­γά­λης γυ­ναι­κεί­ας ψυ­χής. Κι όπου τυ­χόν η Σί­βυλ­λα ακού­γε­ται αυ­στη­ρή, πά­λι σαν αυ­στη­ρή μά­να ακού­γε­ται, που πο­νά για τα λά­θη, τις πα­ρα­λεί­ψεις και τα πα­ρα­στρα­τή­μα­τα των παι­διών της και θέ­λει να τα συ­νε­τί­σει, όχι να τα τι­μω­ρή­σει. Στους ακό­λου­θους στί­χους υπάρ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρος καη­μός πα­ρά θυ­μός.

                Δεν ονει­ρεύ­ο­μαι, όχι· αλί­μο­νό σας!
                Μα εί­σα­στ’ εσείς, εσείς οπού κοι­μά­στε
                τό­σον και­ρό και πέ­φτε­τε στον ύπνο
                με την κοι­λιά, και δί­πλα σας περ­νά­νε
                οι Θε­οί και δεν Τους βλέ­πε­τε, και κρά­ζουν
                φω­νές και δεν ακού­τε, και μπρο­στά σας
                μυ­ριά­δες χέ­ρια υψώ­νο­νται, απ’ ολού­θε
                και τα δι­κά σας εί­ναι κολ­λη­μέ­να
                στα πλευ­ρά σας ως εί­ναι στου Δαι­δά­λου
                τα πρώ­τα αγάλ­μα­τα άσει­στα δε­μέ­να!
                Άμοι­ρη κλή­ρα, εσύ ’σαι που κοι­μά­σαι…

Και ύστε­ρα, ακό­μη πιο δυ­να­τά:

                κλαίω το Θεό που χά­νε­ται βα­θιά σας
                σε μά­ταια δια­λο­γί­σμα­τα και νιώ­θω
                του Θε­ού τη φλό­γα από το σκε­λε­τό μου
                να πιά­νε­ται, μην κά­τι σας θυ­μί­σω
                πως κλει από το με­δού­λι των με­γά­λων
                χρη­σμών, που πια εί­ναι γύ­ρα σας σα στά­χτη…

Και δυ­να­τό­τε­ρα ακό­μη:

                Και να… Πε­τώ απ’ την όψη μου του χρό­νου
                την προ­σω­πί­δα, κι όλο απά­νω­θέ μου
                πε­τώ το ντύ­μα του Και­ρού, για να ’βγει
                από τη θή­κη ετού­την η ψυ­χή μου
                γυ­μνή σα σπά­θα αντί­κρυ σας και, μ’ όλο
                το μυ­στι­κόν αθέ­ρα της, τη Μνή­μη
                ν’ ανοί­ξει ως δί­στο­μη πλη­γή βα­θιά σας! 

Και η Σί­βυλ­λα κα­τα­φέρ­νει να την ανοί­ξει. Και μέ­σα στο σκο­τά­δι του και­ρού ξε­κρί­νει –μα­κριά και πέ­ρα– την ελευ­θε­ρία…

                Κι α! Να τη, να τη
                της Λευ­τε­ριάς η θά­λασ­σα, π’ ολο­έ­να
                κυ­λά­ει τα σμά­ρα­γδά της· να τα, να τα
                στις όχτες της τις άφθαρ­τες τα ολά­σπρα
                τρα­νά που­λιά που φτε­ρου­γά­νε· να τα
                τα θεία ψη­λά λου­λού­δια, που την αιώ­νια
                φρου­ρού­νε αδά­μα­στη άνοι­ξη, του θάρ­ρους
                ψυ­χή, πέ­ρ’ απ’ του θά­να­του το σκιά­χτρο…
                Κι α, να την η ίδια η Λευ­τε­ριά!...

Το έρ­γο κλεί­νει με τον μα­χη­τι­κό­τα­το παιά­να στον Απόλ­λω­να, που ζη­τά ν’ ακού­σει η ετοι­μο­θά­να­τη Σί­βυλ­λα.

                Σή­κω και σκίρ­τα, χό­ρε­ψε και παί­ξε,
                και σα­ΐ­τε­ψε το φί­δι πό­χει αφή­κει
                η πα­λιά φι­δο­μά­να, και που τώ­ρα
                πά­λι τη γην ολό­γυ­ρα γυ­ρεύ­ει
                στις δί­πλες του σφι­χτά για να τυ­λί­ξει!
                Κυ­κλό­φε­ρε τα θεία πα­τή­μα­τά Σου,
                τα θεία Σου τα σκιρ­τή­μα­τα, τρι­γύ­ρω
                στο φο­βε­ρό ερ­πε­τό που ξα­να­ζώ­νει
                τη γη, κι ο οσκρός του αρ­χί­νη­σε να τρέ­χει
                στις θεί­ες πη­γές της, φαρ­μα­κώ­νο­ντάς τις!
                Σκίρ­τα και τό­ξευε, ω Απόλ­λων!

Για να πραγ­μα­τω­θεί το όρα­μα της Σί­βυλ­λας, το όρα­μα της ελευ­θε­ρί­ας, το δο­λε­ρό ερ­πε­τό που απει­λεί τις ίδιες της πη­γές της ζω­ής πρέ­πει να φο­νευ­θεί. Άλ­λος τρό­πος δεν υπάρ­χει.

10. Όταν στα 1512, ύστε­ρα από τέσ­σε­ρα εξα­ντλη­τι­κά χρό­νια, ο Μι­χα­ήλ Άγ­γε­λος κα­τε­βαί­νει από τις σκα­λω­σιές της Κα­πέ­λα Σιξ­τί­να, τί­πο­τα δεν εί­ναι όπως πριν. Η ιστο­ρία της δυ­τι­κής ζω­γρα­φι­κής έχει για πά­ντα αλ­λά­ξει. Και όχι μό­νο. Μα­ζί με τους δύο Πρω­τό­πλα­στους, μια υπέ­ρο­χη και με­γά­λη, όλο νε­α­νι­κό σφρί­γος αν­θρω­πό­τη­τα, σαν να βγή­κε κι εκεί­νη από τα χέ­ρια του Πλά­στη, κα­τοι­κεί πλέ­ον αλ­λά και δια­στέλ­λει τον κό­σμο. Πλα­ταί­νει τους ορί­ζο­ντες. Γε­μί­ζει και γυ­μνά­ζει το βλέμ­μα. Πού να στα­θεί κα­νείς και τι να πρω­το­δια­λέ­ξει; Τη δη­μιουρ­γία του Ηλί­ου ή τη δη­μιουρ­γία του αν­θρώ­που; Τον πή­λι­νο Αδάμ ή τη χοϊ­κή Εύα; Τον ηρα­κλεί­τειο Ιε­ρε­μία ή τον μπε­το­βε­νι­κό Δα­νι­ήλ; Τις Σί­βυλ­λες ή τους Προ­φή­τες; Ή μή­πως τον ίδιο τον Δη­μιουρ­γό, τον Ποι­η­τή των όλων;

Τέσ­σε­ρις αιώ­νες με­τά, ένας Έλ­λη­νας ποι­η­τής, από τους πιο με­γά­λους, ένας μεί­ζων λυ­ρι­κός και μυ­στι­κός, διά­λε­ξε τη Δελ­φι­κή Σί­βυλ­λα, την ομορ­φό­τε­ρη απ’ όλες και σε μας την πιο κο­ντι­νή, και τό­σο πο­λύ την αγά­πη­σε, που βρή­κε «με και­ρό και με κό­πο» τη φω­νή και τη γλώσ­σα της, και την κρί­σι­μη ώρα, τό­τε που έπρε­πε όλη η γη ν’ αντη­χή­σει απ’ τους χρη­σμούς της, υψώ­θη­κε έως εκεί­νη και μ’ ένα λυ­ρι­κό φι­λί από­θε­σε στα μι­σά­νοι­χτά της χεί­λη, ευ­λα­βι­κός και πε­ρή­φα­νος, τον μέ­γα ίακ­χο της λευ­τε­ριάς.




ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: