Σίβυλλα. Ο μέγας ίακχος της λευτεριάς

 Μικελάντζελο Μπουοναρότι, Η Δελφική Σίβυλλα (Καπέλα Σιστίνα)
 Μικελάντζελο Μπουοναρότι, Η Δελφική Σίβυλλα (Καπέλα Σιστίνα)


… για τον εισηγητή των Δελφικών εορτών,
για τον εμπνευσμένο απόστολο των αρχαίων θεών μας,
η πανηγυρική γλώσσα είναι κάτι το ταιριαστό.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ[1]


1. Στη διασημότερη οροφογραφία του κόσμου, εκείνη που δοξάζει αιώνες τώρα το Σιξτίνειο Παρεκκλήσιο, τις αθάνατες σκηνές της Γενέσεως πλαισιώνουν οι Προφήτες του Ισραήλ και οι Σίβυλλες της Ελλάδας.
Οι μεν ενσαρκώνουν το αδάμαστο πνεύμα της προφητείας, οι δε συμπυκνώνουν την αθάνατη ψυχή της μαντοσύνης. Άντρες ρωμαλέοι και γυναίκες σθεναρές, τοποθετημένοι αντικριστά και ζευγαρωμένοι για πάντα καθώς το θέλησε ο τιτανικός χρωστήρας του Μπουοναρότι, σμίγουν τους αείρυτους ποταμούς της βιβλικής και της αρχαιοελληνικής παράδοσης αξεχώριστα. Νόες προφητικοί και ψυχές μαντικές, καθηλώνουν τον θεατή με τη μυστηριακή δύναμη που αποπνέουν.
Μ’ αν ο νους είναι το κρυφό εργαστήρι, η ψυχή είναι η ανεξερεύνητη και ηφαιστειογενής σπηλιά. Το πρώτο μένει πάντα στο μισόφωτο, η δεύτερη είναι ένα με το αξεδιάλυτο σκοτάδι. Στο πρώτο υποψιάζεσαι το χέρι του ανθρώπου: προσπαθεί να βάλει κάποια τάξη και να μαζέψει τα σύνεργα για την επίτευξη ενός σκοπού. Στη δεύτερη είναι αδύνατον να εννοήσεις τις αρχέγονες διεργασίες που τη δημιούργησαν. Κι αν ο άντρας ζυγίζει (κάποτε και με ακρίβεια) τον άντρα, κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να βολιδοσκοπήσει τη γυναικεία ψυχή.

Προφήτες και Σίβυλλες, Τιτάνες και Τιτανίδες. Οι πρώτοι προφητεύουν γιατί στοχάζονται, οι δεύτερες προμαντεύουν γιατί αισθάνονται. Οι πρώτοι πηγαίνουν προς ένα τέλος. Οι δεύτερες βρίσκονται κιόλας εκεί. Οι άντρες θέλουν να είναι. Οι γυναίκες είναι.

Σίβυλλα η Κυμαία και Σύβιλλα η Λιβυκή. Σύβιλλα η Ερυθραία και Σίβυλλα η Περσική. Τόση και τέτοια η δύναμη της εικόνας και του Μύθου, που και τα ονόματά τους ακόμη, παρότι δεν είναι παρά επίθετα τοπωνυμικά, ηχούν σαν μαγικές επωδοί, ξόρκια μυστηριακά στα διψασμένα για λόγο χείλη μιας έντρομης και φρικιώσας ανθρωπότητας, προσευχές και ψαλμωδίες, παρακλήσεις εναγώνιες και επικλήσεις μυστικές, ενός κόσμου στο χείλος της αβύσσου, ενός κόσμου που γυρεύει να μάθει της μοίρας του το γραφτό, χθες, σήμερα και πάντα, μα ιδίως όταν οι καιροί σκοτεινιάζουν, το ταραγμένο παρόν κοιλοπονά, τα τύμπανα του πολέμου ηχούν και η Ιστορία καλπάζει ασταμάτητα.
Σίβυλλες, θυγατέρες του χρόνου και μητέρες του άχρονου, ερωμένες του Θεού και τροφοί του ανθρώπου, γυναίκες του Μύθου και της Ιστορίας.
Και τελευταία, πρώτη μεταξύ ίσων, μα ομορφότερη όλων, αιώνια νέα και αείποτε ερωτική, πνεύμα απολλώνιο και σάρκα βακχεύουσα, Σίβυλλα η εν Δελφοίς – η Δελφική Σίβυλλα. Όποιος τη δει δεν μπορεί να την ξεχάσει κι όποιον η ομορφιά της λαβώσει για πάντα θα ματώνει και θα πονά. Κι ο ίδιος ο Μπουοναρότι που τη συνέλαβε σ’ εκείνη θα γυρίζει ξανά και ξανά δίχως ανάπαυση και τελειωμό. Και θα τη βρίσκει πάντα ίδια, όμοια κι ανάλλαγη, μες στις αναρίθμητες τροπές της τύχης Μοίρα αναπόφευκτη, στην άκρη του πινέλου του και στην αιχμή της σμίλης του προχωρώντας από έργο σε έργο. Πάνω στις επιφάνειες που περιμένουν το χρώμα και μέσα στο μάρμαρο όπου κατοικούν και καρτερούν τ’ αγάλματα. Και θα πάει έτσι μέχρι το τέλος της ζωής του.
Στον Μιχαήλ Άγγελο Μπουοναρότι, «το πελώριο όρος της Αναγέννησης», καθώς τον αποκαλούσε ο Ρολάν, χρωστάμε τη μορφή της. Σ’ έναν άλλον Άγγελο, τον Άγγελο Σικελιανό, τον λυρικό πρωταετό της Ελλάδας, οφείλουμε τη φωνή της.

Η Δελφική Σίβυλλα

2. Η «Σίβυλλα», τραγωδία 1695 στίχων, ανήκει στις μεγάλες στιγμές της δημιουργικής πορείας του Σικελιανού. Από άποψη ακραιφνώς μορφολογική ακολουθεί μάλλον συμβατικά μολονότι χαλαρά τη διάταξη της αρχαίας τραγωδίας. Ως προς το πνεύμα του ποιητικού λόγου ωστόσο φέρει βαριά την προσωπική του σφραγίδα. Αποτυπώνει έκτυπα την αρχήθεν εμπεδωμένη βιοθεωρία του αλλά και τη συναφή κοσμοθεωρητική σκοπιά που υπό το πρίσμα των ιστορικών περιπετειών της Ευρώπης και της Ελλάδας έχει κατά τρόπο οριστικό και αμετάκλητο αναλάβει.
Έργο της όψιμης περιόδου του ποιητή, γράφτηκε τάχιστα, σε διάστημα ενός περίπου μήνα, τον Αύγουστο του 1940.[2] Είχε ωστόσο καθώς φαίνεται σχετικά μακρά κυοφορία, σύμφωνα μάλιστα με μαρτυρία του ίδιου του Σικελιανού.[3] Τα πρώτα ορατά ίχνη της χρονολογούνται περίπου μία πενταετία πριν, σ’ ένα σύντομο πεζό του. Ίσως όμως τα αρχικά σκιρτήματα του έργου να είναι ακόμη παλαιότερα. Σύμφωνα με μαρτυρία της Άννας Σικελιανού, δεύτερης συζύγου του ποιητή, ο Σικελιανός είχε αναγγείλει τη «Σίβυλλα» στον Εδουάρδο Συρέ, τον συγγραφέα των «Μεγάλων μυστών», ήδη από το 1926.[4]
Στις αρχές του 1936 πάντως, στο περιοδικό Ελληνικά Φύλλα, ο Σικελιανός δημοσιεύει το τετρασέλιδο άρθρο του «Κάτω από τα βλέμματα των Σιβυλλών». Εκεί καταφέρεται ρητά εναντίον του ιταλικού φασισμού που έχει εξαπολύσει τον ιμπεριαλιστικό του πόλεμο ενάντια στην Αιθιοπία (τότε Αβυσσηνία). Στην αρχή του κειμένου του αναφέρεται στις μιχαηλαγγελικές Σίβυλλες ως κορυφαίες ενσαρκώσεις της καθόλου εποπτείας δίπλα στις οποίες, καθώς λέει, μπορούν να σταθούν μόνον οι τιτάνιες μορφές του Αισχύλου. To ίδιο αυτό άρθρο, εμπλουτισμένο με επίκαιρη δισέλιδη εισαγωγή και τρεις καταληκτήριες παραγράφους που προστίθενται στο κυρίως κείμενο,[5] θα αναδημοσιευτεί τον Δεκέμβρη του 1940 στη Νέα Εστία. Στο μεταξύ έχει μεσολαβήσει η δημόσια ανάγνωση της Σίβυλλας στη «Στέγη των Γραμμάτων και Τεχνών» και ασφαλώς η κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Το έπος του ’40 βρίσκεται ήδη στην πλήρη του εκτύλιξη.
Στα βλέμματα των Σιβυλλών, με την ένταση που χαρακτηρίζει τις μεγάλες φύσεις, συμπυκνώνεται η προορατική και ενορατική ισχύς του στοχασμού όχι όμως ως ενέργειας αποκλειστικά νοητικής αλλά ως συνισταμένης όλων των σωματικών και ψυχοπνευματικών δυνάμεων του υποκειμένου. Το βλέμμα τους, κατά τον ποιητή, προχωρά πέρα από εκεί που φτάνει το μάτι, πέρα κι από εκείνα τα όρια του επιστημονικού λόγου ή της ορθολογικής φιλοσοφικής ενατένισης. Ακόμα κι εκεί που το φως απουσιάζει, εκείνο σχίζει τα σκοτάδια γιατί αυτό το ίδιο είναι φως. Διαπερνά τον χώρο και τον χρόνο, και βλέπει παρελθόντα και μέλλοντα σε χρόνο ενεστώτα.
Ο Σικελιανός στον λυρικό του βίο, που τον έζησε σαν «αθλητής, ιερέας και προφήτης»,[6] πάσχισε το βλέμμα ετούτο, στο οποίο πίστευε ολόψυχα ως πραγματικότητα αναντίρρητη μολονότι μόνο στους μεμυημένους προσιτή, να το οικειωθεί και εν συνεχεία να το σαρκώσει. Γύρευε εναγωνίως από την αρχή του σταδίου του να ατενίσει, να αποτιμήσει και τελικά να μετασχηματίσει τη ζωή και τον κόσμο υπό την προοπτική του. Δεν του αρκούσε να κοιτά προς την ίδια κατεύθυνση, ούτε καν απλώς να γνωρίσει εκείνο που οι Σίβυλλες οπτασιάζονταν. Ήθελε τα μάτια τους να γίνουν και δικά του, η φωνή τους λαλιά του και η χρησμοδοσία τους δικός του στίχος.
Φορέας μιας βαριά πληγωμένης σήμερα (κι ίσως ετοιμοθάνατης, αν όχι προ πολλού νεκρής) μα τότε πανίσχυρης μέσα του πίστης, πίστης όχι μόνο στην ιερότητα και στον αναγεννητικό χαρακτήρα της ποίησης παρά και στον λυτρωτικό ρόλο του ίδιου του ποιητή, ο Σικελιανός κινούνταν και δρούσε, οραματιζόταν και στοχαζόταν, συνελάμβανε και συνέθετε τα λυρικά και δραματικά του ποιήματα «κάτω από τα βλέμματα των Σιβυλλών».

Η Λιβυκή Σίβυλλα

3.

 Στα 1917, κι ενώ μαίνεται ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, ο Παλαμάς, σε πλήρη ωριμότητα, με τη βροντερή φωνή του ανακράζει:

Ανάξιος όποιος ξάφνου ακούει
                το προσκλητήρι των καιρών
                    να το φυσάει ή να το κρούει
                    σάλπιγγα ή τύμπανο, το ακούει,
                    δε λέει: Παρών!

Είκοσι και πλέον χρόνια αργότερα, ο Άγγελος Σικελιανός, στην ολοδική του ωριμότητα κι από δρόμους άλλους φτασμένος, «σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος», την κρίσιμη ώρα δίνει το δικό του παρών. Δίνει τη «Σίβυλλα».
Μ’ ένα βλέμμα αγκαλιάζει όλο το αίμα. Το αίμα που θα χυθεί, τις πληγές που μέλλονται και αυτές που ήδη χαίνουν και πυορροούν. Πριν καν εκδηλωθεί η φασιστική επίθεση που θα την ακολουθήσουν η ναζιστική εισβολή και η τριπλή κατοχή, ο Σικελιανός προβλέπει και προλέγει στις γενικές του γραμμές όλο το δράμα του ελληνικού λαού και μέσα στον τόσο θάνατο αρθρώνει τον αναστάσιμο λόγο του.
Τούτο το συνταίριασμα ποίησης και πράξης, υπεύθυνης πνευματικής δημιουργίας και άμεσης δράσης, όσο περνάν τα χρόνια και ιδίως από τη «Δελφική προσπάθεια» και έπειτα θα γίνει μόνιμη μέριμνα και διαρκές αίτημα – γνώμονας και σκοπός, που με αυστηρότητα «δωρική», όπως θα έλεγε ο ίδιος ο ποιητής, κανονίζει τη λυρική του πορεία και ρυθμίζει τον στίχο του σαν υπέρτερος πνευματικός προσανατολισμός. Ο λυρικός αετός αδυνατεί ν’ αρκεστεί στις υπερκόσμιες πτήσεις του. Φιλοδοξεί να ξυπνήσει και στους ανθρώπους γύρω του και στη φυλή του ευρύτερα και στον κόσμο όλο τον πόθο του τρισελεύτερου ουρανού. «Το γαρ αυτό ποιείν έστιν τε και πράττειν», θα λέγαμε παραφράζοντας το παρμενίδειο απόφθεγμα. Αυτό πρεσβεύει ο Σικελιανός και σε αυτό κατατείνει με κάθε του λόγο και ενέργημα. Το θέατρό του όλο, από τον ορφικό «Διθύραμβο του Ρόδου» μέχρι τον ημιτελή «Ασκληπιό», απορρέει από αυτή την ακράδαντη πεποίθηση και αποβλέπει σ’ ένα πεδίο όπου αισθητικό και ηθικό γεννιούνται και αναπτύσσονται σε αδιάσπαστη ενότητα.
Η «Σίβυλλα» είναι μια τέτοια ποίηση-πράξη. Και ως τέτοια, όντας καλλιτέχνημα εκπληκτικής συμπάγειας, παραμένει εξαιρετικά πολυεπίπεδη. Είναι η εκπληρωθείσα οφειλή μιας άγρυπνης καλλιτεχνικής συνείδησης απέναντι στην ανθρωπότητα που έχει πιαστεί στα δόκανα του υλισμού, του φασισμού και του πολέμου· η αγέρωχη απάντηση ενός μεγαλόφωνου λυρικού ποιητή στην ωμή και δη στη φασιστική βία· η απόκριση ενός στοχαστικού ανθρώπου στον κυνισμό, στον φανφαρονισμό και στις ψευδολογίες της εξουσίας· η έκφραση της ελπίδας του στα ανώτερα πεπρωμένα του ανθρώπινου γένους αλλά και στην αντοχή της ελληνικής φυλής ειδικότερα· η διασάλπιση της αξίας των ανθρώπων του τίμιου καθημερινού μόχθου απέναντι στους αλαζονικούς μεγιστάνες του πλούτου. Είναι πάνω απ’ όλα μια από τις πιο σθεναρές διακηρύξεις ελευθερίας απέναντι σε κάθε μορφής τυραννία κι είναι ακόμη μια εμμελής κραυγή πίστης στην αυταξία του ανθρώπινου πνεύματος και βίου εν μέσω γενικευμένης απιστίας. Είναι ο ίδιος ο Μύθος που στέκεται καταμεσής της Ιστορίας, της Ιστορίας ενός λογοκρατούμενου κόσμου, και διατρανώνει το δικαίωμά του στην ύπαρξη και μάλιστα στην αυθυπαρξία. Είναι, τέλος, η προσωπική απάντηση του Σικελιανού στο αίτημα, όπως εκείνος το άκουγε, μιας αναγέννησης της τραγωδίας, το διασπαραγμένο σώμα του Διονύσου ολόκληρο και εκ νέου ανορθωμένο.

                «Μεγάλε Θεέ», –έτσι θρηνούσε–
                «ποιος θα πασκίζει να μαζέψει τάχα
                τα μέλη σου οπού ’ναι σκορπισμένα
                στα πέρατα της γης; Των περασμένων
                ακόμα η στάχτη είναι ζεστή, κι αν ψάξω
                βαθιά, ημπορεί να βρω μια σπίθα ακόμα
                της μεγάλης φωτιάς… Μα πού η πνοή ’ναι
                που θα φυσήξει; ποιοι είναι που θα φέρουν
                να σωριάσουν τα ξύλα;»

Ιδού διά χειρός Μάρκου Αυγέρη η υπόθεση της τραγωδίας.

Το ιερατείο των Δελφών είναι ανήσυχο, γιατί έρχεται ο Νέρωνας να πάρει χρησμό από το μαντείο και δεν ξέρουν αν αυτό θα βγει σε καλό ή σε κακό· οι τύραννοι φοβούνται την αλήθεια κι είχαν κάμει το μαντείο να σωπάσει πριν από καιρούς. Τώρα η Σίβυλλα η μάντισσα είναι αναστατωμένη, διαβάζει τα παλιά ιερά βιβλία και ετοιμάζεται να χρησμοδοτήσει. Απάνω σ’ αυτή την αναμονή μπαίνει στο ναό ένας χωριάτης με τη φαμελιά του κι η Σίβυλλα αγγίζοντας τον τρίποδα προβλέπει πως αφέντης του κόσμου στους μελλούμενους καιρούς θα 'ναι ο χωριάτης κι όχι οι σημερινοί κοσμοκράτορες. Έτσι η «προμαντεία» που έρχεται να πάρει ο αυτοκράτορας δόθηκε σ’ εκείνον που είναι σήμερα ο σκλάβος της γης. Όταν θα 'ρθει ο Νέρωνας, η Σίβυλλα του φανερώνει μόνο συμφορές κι εγκλήματα, περασμένα και μελλούμενα. Μα τα λόγια της προκαλούν την οργή και την εκδίκησή του και δίνει διαταγή στους στρατιώτες της ακολουθίας του να διαγουμίσουν την πόλη της Κρίσσας, να ξεγυμνώσουν το ναό από τους θησαυρούς και τ’ αγάλματά του και να εξοντώσουν το ιερατεία και το λαό. Η Σίβυλλα εξακολουθεί να προφητεύει για τους μακρινούς μελλούμενους καιρούς, για τους νέους ήρωες που θα 'ρθουν και για τη νέα πλατιά ελευθερία που θ’ απλωθεί έως τις υπερβόρειες χώρες και πέρα από τους πάγους· απάνω σ’ αυτά φτάνει το μαντάτο, πως οι Ρωμαίοι στρατιώτες άρχισαν κιόλας τη σφαγή και τη ρεμούλα και πως ανεβαίνουν και προς το ναό να ξετελέψουν τη διαταγή του Νέρωνα. Με την είδηση αυτή, λαός κι ιερατείο αρχίζουν να ψέλνουν το νικητήριο παιάνα στον Απόλλωνα, που τα βέλη του θα σκοτώσουν το νέο Πύθωνα, το φίδι που γυρεύει να ζώσει μέσα στις δίπλες του όλη τη γη.[7]

Στα 2010, o Ολλανδός συγγραφέας Rob Riemen εξέδωσε ένα σημαντικό τομίδιο με τον εύγλωττο τίτλο «Η αέναη επιστροφή του φασισμού».

Δεν έχουμε συγκρατήσει τίποτα από τα μαθήματα του παρελθόντος, τα έχουμε ξεχάσει. Όμως αυτό δεν είναι άξιο απορίας. Όποιος έχει μια στοιχειώδη γνώση της ιστορίας του πολιτισμού μας, μιας ιστορίας παρακμής αξιών και κατάρρευσης του ευρωπαϊκού πνεύματος, και λάβει υπ’ όψη του τη σύγχρονη κοινωνία, δεν μπορεί παρά να συμπεράνει ότι ο Αλμπέρ Καμύ και ο Τόμας Μαν έχουν απόλυτο δίκιο όταν, ήδη το 1947, καταλήγουν ότι ο φασισμός είναι ένα πολιτικό φαινόμενο που δεν εξαφανίστηκε με τη λήξη του πολέμου και που τώρα μπορούμε να περιγράψουμε ως την πολιτικοποίηση της πνευματικής κατάστασης του μνησίκακου μαζανθρώπου.[8]

Σήμερα που ο φασιστικός Πύθωνας αναβιώνει απ’ άκρη σ’ άκρη και «ξαναζώνει μέσα στις δίπλες του όλη τη γη», η «Σίβυλλα» δεν είναι απλώς ένα σπουδαίο έργο του ποιητικού θεάτρου. Δεν ξέρω βέβαια αν με αυστηρούς γραμματολογικούς όρους μπορεί να θεωρηθεί τραγωδία. Ως προς αυτό, οι αντιρρήσεις των ειδικών δεν είναι λίγες. Όμως ελάχιστη σημασία έχουν. Η «Σίβυλλα», ασχέτως ειδολογικών κατατάξεων, είναι έργο μείζον και αναγκαίο. Και δυστυχώς, είτε θεωρηθεί τελικά τραγωδία είτε όχι, η πραγματική τραγωδία –τραγωδία πολιτισμική και παγκόσμια– έγκειται στο ότι παραμένει τραγικά επίκαιρη.


Η Ερυθραία Σίβυλλα

4. Κατά τα θυελλώδη χρόνια που ακολούθησαν τη σύνθεσή της, η «Σίβυλλα» μοιράστηκε τις περιπέτειες του δημιουργού της. Συντηρητικοί διανοούμενοι και επίσημο κράτος δεν συγχώρησαν ποτέ στον Σικελιανό την ένταξή του στο ΕΑΜ.[9]
H Αθηνά Βογιατζόγλου, που μαζί με τον Γ. Π. Σαββίδη, τη Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια και τον Κώστα Μπουρναζάκη, αποτελούν την αιχμή του δόρατος στις σικελιανικές σπουδές των τελευταίων δεκαετιών, σημειώνει:

Με αφορμή την αναγγελλία της παρουσίασης της «Σίβυλλας» στο Κρατικό Θέατρο το 1946, το αντεθνικό, όπως χαρακτηρίστηκε, έργο και ο «εαμοκομμουνιστής» συγγραφέας του δέχτηκαν τη συντονισμένη επίθεση του εθνικόφρονος δημοσιογραφικού κόσμου («αληθινή επιδρομή ταύρων σε κοσμηματοπωλείο», όπως έγραψε τότε αγανακτισμένος ο Αιμίλιος Χουρμούζιος.

Και αμέσως παρακάτω συμπληρώνει:

Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, εξάλλου, απαγορεύτηκε από την αστυνομία η απαγγελία του «Χριστού στη Ρώμη» από τον ηθοποιό Καρούσο.[10]

Τη «Σίβυλλα» γενικά δεν την καλοδέχτηκαν. Και τότε και κατά τις λιγοστές φορές που ανέβηκε το έργο στη σκηνή, η απήχησή της στάθηκε μάλλον περιορισμένη και η κριτικογραφία γύρω της από επιφυλακτική και συγκαταβατική έως διαρρήδην αρνητική. Κι ας είχε ο λόγος της, όπως παρατηρεί ο Ε. Π. Παπανούτσος σε μια έξοχη μελέτη του, όχι την τραχύτητα των προφητών του Ισραήλ (να πάλι η μεγαλοφυής μιχαηλαγγελική αντιδιαστολή) αλλά τη γλύκα της γυναικείας καρδιάς «που θρηνεί σαν πονετική μάνα τη μοίρα».[11]


5. Ανάμεσα στην πληθώρα των κωμικοτραγικών επεισοδίων που σε μεγάλο βαθμό συνθέτουν την περιπέτεια του νεοελληνικού πνεύματος κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, η περίπτωση της υποδοχής του σικελιανικού λόγου γενικά και του θεάτρου του ειδικότερα είναι ίσως από τις πιο χαρακτηριστικές.
Άνθρωποι που εκστασιάζονται μπροστά σ’ έναν Χέλντερλιν ή έναν Μπλέικ, άνθρωποι που ομνύουν στον Ρίλκε ή παθαίνονται με τον Νοβάλις, ασκούν ψιλή κριτική, κοιτάν αφ’ υψηλού ή ακόμη χειρότερα δεν καταδέχονται να ξεφυλλίσουν καν τα λυρικά και δραματικά έργα του Σικελιανού, «του τελευταίου Ευρωπαίου μυθικού ποιητή του μεγέθους του Hölderlin και του Blake» όπως σοφά σημείωνε ο στοχαστής Κώστας Παπαϊωάννου.[12]
Όλα αυτά επιβεβαιώνουν για πολλοστή φορά κάτι ασύλληπτα θλιβερό: το πόσο εύκολη έχουμε την περιφρόνηση προς ό,τι είναι πιο δικό μας αλλά και τη βιάση μας να ξεμπερδεύουμε χωρίς πολλά πολλά με πρόσωπα και έργα την ώρα που δείχνουμε εξηγήσιμες μα όχι λιγότερο περιοριστικές εντέλει εμμονές με άλλα. Επιβεβαιώνουν ακόμη την καταστατική τρόπον τινά ξενοζηλία και την αθεράπευτη ξενομανία μας, τη χαμηλή έως ανύπαρκτη εθνική μας αυτοπεποίθηση που ωστόσο πάει χέρι χέρι με τη σοβινιστική μας κομπορρημοσύνη. Εξηγεί ακόμη την τερατώδη άγνοια του εθνικού πνευματικού μας κεφαλαίου και κατ’ επέκταση το γιατί από την αντικειμενικά μακρά και πλούσια Ιστορία μας αδυνατούμε να πλάσουμε ισχυρή και άρα ζωογόνο παράδοση. Εξηγεί επίσης το γιατί αναγκαστικά κάθε σημαίνουσα πνευματική έκφανση είναι σχεδόν καταδικασμένη να εμφανίζεται τελικά ως εξαίρεση στον κανόνα, ως εκρηκτική τομή και ασυνέχεια αντί να φύεται και να αναπτύσσεται ομαλά ως κρίκος της μεγάλης αλυσίδας που υπό κανονικές συνθήκες συνιστά το πολιτισμικό συνεχές.

Η τελευταία φορά που παραστάθηκε η «Σίβυλλα» ήταν, αν δεν λαθεύω, το 1981, στην επέτειο των τριάντα χρόνων από τον θάνατο του ποιητή. Ύστερα από πολλές περιπέτειες που λίγο έλειψε να ματαιώσουν την παράσταση, μεσούσης μάλιστα μιας φορτισμένης προεκλογικής περιόδου, η «Σίβυλλα» θα ανέβει στο Ηρώδειο. Οι περισσότεροι κριτικοί, όσοι δεν επικεντρώνονται στις σκηνοθετικές ατέλειες, στοιχίζονται στη γραμμή παλαιότερων συναδέλφων τους: υπογραμμίζουν την εγγενή αδυναμία του Σικελιανού να γράψει θέατρο και δη σύγχρονο και επαναλαμβάνουν εν χορώ τα γνωστά για στείρες αρχαιομανίες και κωμικούς αναχρονισμούς.
Φωτεινή εξαίρεση ο σαραντατετράχρονος τότε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος που σε ένα σχεδόν θυμωμένο άρθρο του θα γράψει:[13]

Ποιος είπε πως η «Σίβυλλα» είναι περισσότερο αντιθεατρική από το «Φόνο στη Μητρόπολη»; Γιατί με το εξωτερικό πρόσχημα της αντιθεατρικότητας φοβάμαι ότι σκεπάζαμε την ενόχληση που μας προκαλούσε η ουσία του έργου. Υπάρχει πιο βαθύ, ουσιαστικό αντιφασιστικό έργο από τη «Σίβυλλα»; Σχεδόν προγραμματικά αντιμετωπίζει και λύνει όλο το πρόβλημα προμαντεύοντας τη διάρκεια του πνεύματος και της λαϊκής αντοχής πάνω στην αλαζονική αυτάρκεια της ισχύος.

Και παρακάτω:

Το θέατρο του Σικελιανού είναι αγώνισμα υψηλού ήθους. Θέλω να το φωνάξω· ο Σικελιανός είναι θεατρικός συγγραφέας, ποιητής αισχύλειος. Η Σίβυλλα δεν είναι αντιθεατρικότερη από τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου και είναι θεατρικότερη από τα δράματα του Κλοντέλ, του Άρτσιμπαλντ Μακ Λις, του Ντίλαν Τόμας, του Γέιτς, του Έλιοτ.

Για να καταλήξει:

Ο Σικελιανός μάς ευδόκησε με την ποίησή του· κάποτε πρέπει να γίνουμε άξιοι να βαπτιστούμε στην κολυμπήθρα του. Χορτάσαμε ρεαλισμό, χορτάσαμε παρακμή, χορτάσαμε την άρνηση. Καιρός να γευτούμε την ποίηση, την ευφορία των ριζών μας και την κατάφαση της ζωής.

O Σικελιανός δεν υπήρξε μόνο μείζων λυρικός αλλά και μέγας δραματικός ποιητής. Ο λόγος πάντα για ποιητικό θέατρο, όπως ο ίδιος το εννοούσε, το θέλησε και το πέτυχε, κυβερνημένο από τα ίδια οράματα που εμψύχωναν και ζωογονούσαν τον ρωμαλέο λυρισμό του, εκβάλλοντας σε μια εξίσου και σε πολλά σημεία ακόμη πιο εύρωστη δραματική ποίηση, που ορισμένες αναλογίες της θα μπορούσαμε ίσως να τις αναζητήσουμε στα δραματικά ποιήματα του Μπάιρον και του Μπράουνινγκ.
Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με το σκιόφως των υπερβορείων και της ομίχλες της «Εγγλιτέρας», αλλά με το αττικό φως, το φως των αρχαιοελληνικών ναών και το φως των κλασικών αγαλμάτων, που θέλει τις γραμμές καθαρές και τα περιγράμματα σαφή. Τόσο στην πλαστική όσο και στην ποίηση. Ούτε βέβαια έχουμε να κάνουμε με τις νευρώσεις και τις ψυχώσεις των σύγχρονων πόλεων ή με μια τέχνη στενά νατουραλιστική ή ρεαλιστική. Εδώ πρόκειται για την ανάβαση και την αναγωγή από την καθημερινή ζωή και την Ιστορία στην επικράτεια των υψηλών συμβόλων και στον Μύθο, τον πάλαι ποτέ νομοθέτη και κυβερνήτη της φαντασίας, της σκέψης και εντέλει της ίδιας της ζωής.
Γι’ αυτό και το θέατρο του Σικελιανού δεν χωρά σε καμία κλειστή σκηνή, μικρή ή μεγάλη. Θέλει την ύπαιθρο, τα μεγάλα και ανοιχτά θέατρα. Καθετί άλλο μοιάζει παράταιρο και αφύσικο. Η «Σίβυλλα» δεν είναι μουσική δωματίου. Είναι μια συμφωνία των μυρίων.

Η Κυμαία Σίβυλλα

6. Ο Γκότφριντ Μπεν λέει κάπου ότι «ο Ρίλκε ήταν ένας μεγάλος ποιητής του “σαν”»,[14] πράγμα σπάνιο, αφού, κατά τον διάσημο Γερμανό εξπρεσιονιστή, η παρομοίωση είναι εξαιρετικά «επικίνδυνο» σχήμα λόγου: συνεπάγεται «πάντοτε μια βίαιη είσοδο του αφηγηματικού, του πεζού λόγου, μια χαλάρωση της γλωσσικής έντασης, μια αδυναμία της δημιουργικής μεταφοράς».[15] Προφανώς αγνοούσε τον Σικελιανό. Ο Σικελιανός είναι μεγαλύτερος και αναμφίβολα πιο ρωμαλέος. Μια οποιαδήποτε σύγκριση μάλιστα των δικών του παρομοιώσεων με εκείνες των ομοτέχνων του, έστω και πρόχειρη, θα απέβαινε ολότελα συντριπτική για τους δεύτερους – όποιοι κι αν ήταν αυτοί.
Οι σικελιανικές παρομοιώσεις άπαξ και ξεκινήσουν σχεδόν ξεχνάν να τελειώσουν. Μοιάζουν με τα μακροβούτια ενός ευρύστερνου κολυμβητή που δεν ξεμένει ποτέ από αέρα. Ο Σικελιανός μπορεί να συνεχίζει ακάθεκτος για πέντε, δέκα, δεκαπέντε στίχους, πλέκοντας παρομοίωση μέσα στην παρομοίωση, φτιάχνοντας τρίφωνες, τετράφωνες και πεντάφωνες φούγκες, γεμίζοντας το μάτι με εκτυφλωτικά οράματα και την ακοή με λαμπερόχρωμους ήχους.
Μια σύντομη εν προκειμένω αλλά εντυπωτική παρομοίωση εκκινεί και την «Σίβυλλα». Σε αρπάζει αμέσως απ’ τον λαιμό και σε πάει, θυμίζοντας τις δυο συγχορδίες που αίρουν, καθώς γράφει ο Ρολάν, τους υδατοφράχτες για να ξεχυθούν τα ορμητικά νερά της «Eroica».  

                […] Ολονυχτίς τα μάτια
                τα ’χα ανοιχτά, τι λόγιαζα απ’ τα σκότη
                σάμπως λιοντάρι θα πηδήσει ο ήλιος
                στις κορυφές του Παρνασσού, να με ’βρει […]

Ο ήλιος είναι το λιοντάρι που χυμά στις κορυφές του Παρνασσού. Ο βασιλιάς των ουρανίων σωμάτων και ο βασιλιάς των ζωικών πλασμάτων ταιριασμένοι σε μιαν αλησμόνητη εικόνα, με πλαστουργό τη βασιλική φαντασία του ποιητή. Το ηλιακό πυρ σμίγει με τη λεόντεια αλτική δύναμη, κίτρινο πάνω στο κίτρινο, εκτυφλωτικό φως υψωμένο στο τετράγωνο.
Ύψος, φως, κίνηση, ορμή και ήδη, δρασκελώντας τα προπύλαια, οδεύουμε ίσια στην καρδιά του σικελιανικού σύμπαντος, στον πυρήνα της δικής του ηρωικής συμφωνίας που είναι αφιερωμένη στην ελευθερία.

7. Ο Σικελιανός, περιττεύει να το επαναλάβουμε, είναι ο κατεξοχήν υψιπετής λυρικός μας, εκείνος που όποτε πιάνει και κρούει τη λύρα φτάνει μονομιάς –σαν να εκτοξεύεται– σε δυσθεώρητα ποιητικά ύψη, μα που όταν την αφήνει έστω για λίγο σε μια γωνιά το περπάτημά του στη γη φαίνεται κάπως σαν αταίριαστο με τη φύση του, που ζητά και βρίσκει τη δικαίωσή της μόνο στην ποίηση και μάλιστα στην πιο υψηλή, λες και κάθε εξωλυρική μορφή έκφρασης τον στενεύει και τον στενοχωρεί, τον δεσμεύει και τον εμποδίζει.
Η σκέψη του είναι μια σκέψη ουσιαστικά εικονοπλαστική και μεθυσμένη. Μα όταν ακριβώς μεθάει, όταν διονυσιάζεται κατακτά το άκρον άωτον της διαύγειάς της, εκφραζόμενη με εικόνες, παρομοιώσεις και μεταφορές. Ο Καζαντζάκης έλεγε πως ο Σικελιανός «στοχάζονταν με εικόνες, κι οι ποιητικές παρομοίωσες ήταν γι’ αυτόν ατράνταχτα λογικά επιχειρήματα».[16]
Εκτός από το ύψος λοιπόν, ποιητικό πεπρωμένο, φύση δηλαδή και στοιχείο του Σικελιανού, είναι αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε μουσική, μελική, ωδική ή λυρική σκέψη – ο λυρικός με άλλα λόγια στοχασμός. Ένας τέτοιος λυρικός στοχασμός –αδιάπτωτης έντασης– είναι και η «Σίβυλλα». Μόλις τεθεί σε λειτουργία αυτός ο οργανικός, ας τον αποκαλέσουμε έτσι, μηχανισμός που τον παράγει, ο ποιητής τραβάει ευθεία μπροστά – δεν λαθεύει, δεν παραπατά και δεν σκοντάφτει. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού δεν πατά στη γη – πετά. Τότε όμως, στο πιο υψηλό του πέταγμα, είναι που όχι μόνο δεν αιθεροβατεί αλλά συνδέεται αυθεντικά με τη γη και τους ανθρώπους. Αντιστοίχως, ο Αμερικανός μουσουργός Λέοναρντ Μπερνστάιν έλεγε πως την ώρα της απόλυτης μοναξιάς που η μουσική σύνθεση προϋποθέτει ένιωθε τη μεγαλύτερη συνάφεια και ενότητα με τον κόσμο.
Ο Σικελιανός, κι αυτό είναι το μεγάλο παράδοξο της τέχνης του, είναι γειωμένος, «εδαφικός» όπως γράφει ο ίδιος στον πρόλογο του «Λυρικού βίου», όταν και επειδή μπορεί να ίπταται. Όσο ψηλότερα πετά, τόσο πιο γειωμένος στέκει. Κι όσο περισσότερο μεθά, τόσο διαυγέστερος γίνεται. Είναι ένας Ανταίος ιδιότυπος και ιδιόρρυθμος, που για να αποκαταστήσει την επαφή του με τη Γη πρέπει οπωσδήποτε να υψωθεί στον Ουρανό. Κατά βάσιν αντιδιαλεκτικός και αντιλογοκρατικός, συνιστά την απόλυτη επιτομή του ποιητή όπως τον όρισε ο Πλάτων: δημιουργός μύθων και όχι λόγων. Γι’ αυτό και ως τέτοιος πρέπει να διαβάζεται και ν’ απαγγέλλεται, να θεωρείται και να μελετάται.

8. Oι ιαμβικοί ενδεκασύλλαβοι της «Σίβυλλας» είναι από τους τελειότερους και πιο ρωμαλέους της γλώσσας μας. Στα χέρια του Σικελιανού αυτός ο μέσης εκτάσεως στίχος αποκτά πλαστικότητα εκπληκτική. Αθλητικός και ευλύγιστος, νιώθουμε ότι μπορεί όχι να πει μα να κάνει το οτιδήποτε και να κινηθεί από την αμεσότερη περιγραφή μέχρι την υψηλότερη αφαίρεση.
Ένα μικρό μόνο δείγμα από τα αναρίθμητα που θα μπορούσαν να παρατεθούν. Η Σίβυλλα περιγράφει τους δυο λόγους που διεκδικούν την ψυχή του ανθρώπου.

                    Τι δυο είναι λόγοι στην ψυχή του ανθρώπου·
                κ’ εύκολος ο ένας, για όλα απολογιέται,
                χαμένος στην αδιάκοπη βαβούρα
                που τον καθένα κάνει να πιστεύει
                που συλλογιέται ο ίδιος ό,τι οι άλλοι
                ολημερίς τού βάνουνε στ’ αυτί του.
                Μα παραπάνω είν’ ένας άλλος λόγος,
                π’ ακούεται μες στον άνθρωπο ως περάσει
                στη ζώνην όπου πια δεν τόνε φτάνει
                η κούφια βοή, να πνίξει την ψυχή του,
                και που, μονάχα για να νιώσει ξάφνου
                την αρχή της ανάβρας του, είν’ ανάγκη
                να βιγλίζει ακοίμητος ολοένα
                στην άκρη που χωρίζονται δυο κόσμοι:
                ο ένας βαρύς, πικρός και σκλαβωμένος
                απ’ τα ίδια του τα χέρια, κ’ ένας άλλος
                βαθύς, πλατύς, του απέραντου κατώφλι,
                που να τον μπάσει κάποτε τού τάζει
                μες στ’ άδυτα του Θεού…


Ποτέ οι διασκελισμοί, οι συνεχείς διασκελισμοί μάλιστα, πριν αλλά και μετά τον σικελιανικό στίχο, δεν ακούγονταν πιο φυσικοί. Με τον διασκελισμό ο Σικελιανός δένει ακόμα σφιχτότερα τον στίχο, προσδίδοντάς του χαρακτήρα πολυφωνικό και τον όγκο πολυόργανης ορχήστρας – ακόμη καλύτερα, πολύβοου καταρράκτη που πέφτει από ψηλά.
Όμως ας μην επιμείνουμε σε ζητήματα τεχνικής και ας σταθούμε σε κάτι άλλο – στον κόσμο «τον βαρύ και σκλαβωμένο απ’ τα ίδια του τα χέρια». Ο μέγας σοφός της Καινιξβέργης, που πήρε δρόμους τόσο διαφορετικούς από τον Λευκάδιο ποιητή, είπε ακριβώς το ίδιο με άλλα λόγια: για την ανωριμότητά του, που τόσα δεινά έχει επισωρεύσει από τότε που πρωτάνοιξε τα μάτια της συνείδησής του για να γνωρίσει τον εαυτό του και τον κόσμο, υπεύθυνος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Κανείς άλλος.

Η Περσική Σίβυλλα




9. Ανάμεσα στα έργα που τραγουδούν την ελευθερία, στα έργα που την ευαγγελίζονται και την επικαλούνται, που τη δοξάζουν και την υμνούν, και είναι αναρίθμητα, παιδιά μικρά και μεγάλα, όλων των καιρών και των τόπων, γιατί η ελευθερία από τα κάθε λογής δεσμά –από τη βία και την αδικία, από την καταπίεση και τον δεσποτισμό, από την αρρώστια και την ανάγκη, από την άγνοια και τη μωρία, από την απελπισία και το μηδέν, από τον χρόνο και τον θάνατο– είναι ο τρανότερος πόθος του ανθρώπου και το παραμόνιμο άπιαστο όνειρο από το οποίο δεν μπορεί ποτέ του να ελευθερωθεί –ναι, δεν μπορούμε να ελευθερωθούμε από τον έρωτα της ελευθερίας– η «Σίβυλλα» κατέχει –θα ’πρεπε να κατέχει– θέση ξεχωριστή και περίοπτη. Κι ακόμη θα ’πρεπε να είναι κτήμα και άλλων λαών, όχι μόνο του δικού μας.
Ας ακούσουμε λοιπόν την προφητική ψυχή της Σίβυλλας:

                Νότος, Βοριάς, Ανατολή και Δύση,
                μέγας σταυρός, κι απάνω του τού Ανθρώπου
                το Πνέμα βλέπω τώρα καρφωμένο.
                Μα θα λυθει· κι ο αγέρας π’ ανασαίνω
                μες στην ψυχή μου εγώ την ώρα τούτη,
                για όλες θα πνέψει τις ψυχές…

Η Σίβυλλα παραδίδεται ολοκληρωτικά στο πνεύμα της προφητείας ενώ επίκειται η λεηλασία του Δελφικού Μαντείου από τον στρατό του Νέρωνα και η σφαγή όλων όσοι έχουν καταφύγει σε αυτό. Εξ ου και η τρομακτική αγωνία των ανθρώπων, που κάνει να ξεσπά, λίγο παράπονο και λίγο κατηγόρια, το πικρό, πικρότατο, αιώνιο ερώτημα. Πότε επιτέλους θα λάμψει ο ήλιος της πλέριας λευτεριάς σ’ αυτήν εδώ τη γη;

                      πότε θα γίνει αυτό; σε πόσα χρόνια;
                Αύριο; μεθαύριο; σε χιλιάδες χρόνια;
                Σα δε θα να ’μαστεν εμείς στον κόσμο,
                κι αξέταστα ο καυτός μεγάλος λίβας,
                που πνέει την ώρ’ αυτή, θα μας λιχνίζει
                μες στο βυθό του Αχέροντα;
                Σιβύλλα,
                πότε θα γίνει αυτό; Σα σε μιαν ώρα
                του Νέρωνα θα φτάσουν οι στρατιώτες,
                κι από τη ράχη ως το λαιμό θα να ’μπει
                βαθιά μας το μαχαίρι του; Σα θα ’χουν
                σκεπάσει τα σκουλήκια τα κορμιά μας,
                κι ο αγέρας οπού λες, όσο και να ’ναι
                καθάριος και θεϊκός, θ’ αναρριπίζει
                τη μυρουδιά μας;
                Σ’ το ’παμε: ακόμα
                κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι, Σιβύλλα;
[…]

Οδεύουμε πια προς το τέλος της τραγωδίας. Από τον στίχο 1400 και εξής, μαζί με την αποκορύφωση της προφητείας, ξετυλίγεται μία καταπληκτική coda, από τις δυναμικότερες που έχουν γραφτεί ποτέ – είτε στην ποίηση κοιτάξουμε είτε στη μουσική. O Σικελιανός πηγαίνει από κορυφή σε κορυφή.

Είπαμε παραπάνω ότι η «Σίβυλλα» είναι έργο αδιάπτωτης έντασης. Ότι ο τόνος της είναι σταθερά υψηλός και μάλιστα στον υπερθετικό βαθμό, μέσα στον ούτως ή άλλως πάντα υψηλότονο κόσμο του Σικελιανού. Ένας τέτοιος τόνος μπορεί κάποτε να ηχεί ψυχρός και απόμακρος ή ακόμη και απάνθρωπος. Αυτό είναι κάτι το φυσικό. Όσο ανεβαίνουμε ψηλότερα, όσο απομακρυνόμαστε από τον καθημερινό ανθρωπόκοσμο και τα συνήθη ανθρώπινα μέτρα, η ατμόσφαιρα αραιώνει και το ψύχος αυξάνει. Στις κορυφές κάνει πάντα πολύ κρύο και η ανάσα γίνεται πιο δύσκολη. Κάτι τέτοιο δεν έλεγε ο Νίτσε;
Μα στη «Σίβυλλα» συμβαίνει και τούτο το εκπληκτικό. Όσο ψηλότερα ανεβαίνει ο λόγος, όσο προχωρά η μετάβαση στην επικράτεια του μεγάλου Μύθου, τόσο θερμότερος, τόσο πιο ανθρώπινος, τόσο πιο γήινος γίνεται ο τόνος, τόσο περισσότερο σφύζει από την καρδιά του ανθρώπου και διαλάμπει από τη ρωμαλέα τρυφερότητα μιας μεγάλης γυναικείας ψυχής. Κι όπου τυχόν η Σίβυλλα ακούγεται αυστηρή, πάλι σαν αυστηρή μάνα ακούγεται, που πονά για τα λάθη, τις παραλείψεις και τα παραστρατήματα των παιδιών της και θέλει να τα συνετίσει, όχι να τα τιμωρήσει. Στους ακόλουθους στίχους υπάρχει περισσότερος καημός παρά θυμός.

                Δεν ονειρεύομαι, όχι· αλίμονό σας!
                Μα είσαστ’ εσείς, εσείς οπού κοιμάστε
                τόσον καιρό και πέφτετε στον ύπνο
                με την κοιλιά, και δίπλα σας περνάνε
                οι Θεοί και δεν Τους βλέπετε, και κράζουν
                φωνές και δεν ακούτε, και μπροστά σας
                μυριάδες χέρια υψώνονται, απ’ ολούθε
                και τα δικά σας είναι κολλημένα
                στα πλευρά σας ως είναι στου Δαιδάλου
                τα πρώτα αγάλματα άσειστα δεμένα!
                Άμοιρη κλήρα, εσύ ’σαι που κοιμάσαι…

Και ύστερα, ακόμη πιο δυνατά:

                κλαίω το Θεό που χάνεται βαθιά σας
                σε μάταια διαλογίσματα και νιώθω
                του Θεού τη φλόγα από το σκελετό μου
                να πιάνεται, μην κάτι σας θυμίσω
                πως κλει από το μεδούλι των μεγάλων
                χρησμών, που πια είναι γύρα σας σα στάχτη…

Και δυνατότερα ακόμη:

                Και να… Πετώ απ’ την όψη μου του χρόνου
                την προσωπίδα, κι όλο απάνωθέ μου
                πετώ το ντύμα του Καιρού, για να ’βγει
                από τη θήκη ετούτην η ψυχή μου
                γυμνή σα σπάθα αντίκρυ σας και, μ’ όλο
                το μυστικόν αθέρα της, τη Μνήμη
                ν’ ανοίξει ως δίστομη πληγή βαθιά σας! 

Και η Σίβυλλα καταφέρνει να την ανοίξει. Και μέσα στο σκοτάδι του καιρού ξεκρίνει –μακριά και πέρα– την ελευθερία…

                Κι α! Να τη, να τη
                της Λευτεριάς η θάλασσα, π’ ολοένα
                κυλάει τα σμάραγδά της· να τα, να τα
                στις όχτες της τις άφθαρτες τα ολάσπρα
                τρανά πουλιά που φτερουγάνε· να τα
                τα θεία ψηλά λουλούδια, που την αιώνια
                φρουρούνε αδάμαστη άνοιξη, του θάρρους
                ψυχή, πέρ’ απ’ του θάνατου το σκιάχτρο…
                Κι α, να την η ίδια η Λευτεριά!...

Το έργο κλείνει με τον μαχητικότατο παιάνα στον Απόλλωνα, που ζητά ν’ ακούσει η ετοιμοθάνατη Σίβυλλα.

                Σήκω και σκίρτα, χόρεψε και παίξε,
                και σαΐτεψε το φίδι πόχει αφήκει
                η παλιά φιδομάνα, και που τώρα
                πάλι τη γην ολόγυρα γυρεύει
                στις δίπλες του σφιχτά για να τυλίξει!
                Κυκλόφερε τα θεία πατήματά Σου,
                τα θεία Σου τα σκιρτήματα, τριγύρω
                στο φοβερό ερπετό που ξαναζώνει
                τη γη, κι ο οσκρός του αρχίνησε να τρέχει
                στις θείες πηγές της, φαρμακώνοντάς τις!
                Σκίρτα και τόξευε, ω Απόλλων!

Για να πραγματωθεί το όραμα της Σίβυλλας, το όραμα της ελευθερίας, το δολερό ερπετό που απειλεί τις ίδιες της πηγές της ζωής πρέπει να φονευθεί. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει.

10. Όταν στα 1512, ύστερα από τέσσερα εξαντλητικά χρόνια, ο Μιχαήλ Άγγελος κατεβαίνει από τις σκαλωσιές της Καπέλα Σιξτίνα, τίποτα δεν είναι όπως πριν. Η ιστορία της δυτικής ζωγραφικής έχει για πάντα αλλάξει. Και όχι μόνο. Μαζί με τους δύο Πρωτόπλαστους, μια υπέροχη και μεγάλη, όλο νεανικό σφρίγος ανθρωπότητα, σαν να βγήκε κι εκείνη από τα χέρια του Πλάστη, κατοικεί πλέον αλλά και διαστέλλει τον κόσμο. Πλαταίνει τους ορίζοντες. Γεμίζει και γυμνάζει το βλέμμα. Πού να σταθεί κανείς και τι να πρωτοδιαλέξει; Τη δημιουργία του Ηλίου ή τη δημιουργία του ανθρώπου; Τον πήλινο Αδάμ ή τη χοϊκή Εύα; Τον ηρακλείτειο Ιερεμία ή τον μπετοβενικό Δανιήλ; Τις Σίβυλλες ή τους Προφήτες; Ή μήπως τον ίδιο τον Δημιουργό, τον Ποιητή των όλων;

Τέσσερις αιώνες μετά, ένας Έλληνας ποιητής, από τους πιο μεγάλους, ένας μείζων λυρικός και μυστικός, διάλεξε τη Δελφική Σίβυλλα, την ομορφότερη απ’ όλες και σε μας την πιο κοντινή, και τόσο πολύ την αγάπησε, που βρήκε «με καιρό και με κόπο» τη φωνή και τη γλώσσα της, και την κρίσιμη ώρα, τότε που έπρεπε όλη η γη ν’ αντηχήσει απ’ τους χρησμούς της, υψώθηκε έως εκείνη και μ’ ένα λυρικό φιλί απόθεσε στα μισάνοιχτά της χείλη, ευλαβικός και περήφανος, τον μέγα ίακχο της λευτεριάς.




ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: