Όταν ο Σικελιανός γίνεται παραμύθι

Φωτεινή Κωστάκου-Δέσποινα Πικοπούλου, «Ένας ποιητής ταξιδεύει... Λευκάδα-Αθήνα-Ολυμπία-Δελφοί»

Παραμύθι εμπνευσμένο από την ποίηση και τη ζωή του Άγγελου Σικελιανού, εικονογράφηση Μαρία Μανουρά, Ελληνοεκδοτική, Αθήνα 2022

Το εξώφυλλο του βιβλίου Ένας ποιητής ταξιδεύει... Ένας ποιητής ταξιδεύει... Ένας ποιητής ταξιδεύει... Ένας ποιητής ταξιδεύει... Ένας ποιητής ταξιδεύει...

 

 


                     Χρυσόφρυδη· σε κέρδισα
                        
στορώντας παραμύθια,
                        
ακοίμητος νυχτόημερα,
                        στη γλαυκομάτα αλήθεια
                        
[...]
                        Χρυσόφρυδη· σε κέρδισα
                        με μάγια και πλανέματα
                        πολλά και παραμύθια.

( Αλαφροΐσκιωτος ΙΙΙ, στ. 820-824, 853-855 )

Οι στίχοι αυτοί ανήκουν στη «Χρυσόφρυδη», την τελευταία ενότητα του Αλαφροΐσκιωτου — του πρώτου επίσημου ποιητικού φανερώματος του Σικελιανού (1909). «Χρυσόφρυδη» είναι η πυρόξανθη αμερικανίδα Εύα Πάλμερ, με την οποία ο ποιητής παντρεύτηκε το 1909, η οποία θα μοιραστεί τα οράματά του και θα παραμείνει πιστή πνευματική σύντροφός του ως το τέλος. Δύο φορές μας το λέει στους νεανικούς αυτούς στίχους ο Σικελιανός: κατέκτησε τη χρυσόφρυδη Εύα ιστορώντας της παραμύθια. Γνωρίζει καλά, λοιπόν, τη μεγάλη δύναμη των παραμυθιών. Έχει ακούσει παραμύθια μεγαλώνοντας στη Λευκάδα των δυο τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα (εποχή που χάρη στον Νικόλαο Πολίτη καταγράφονται και διασώζονται πολλά από τα παραμύθια μας), μαθητεύει στη συνέχεια μόνος του στην αστείρευτη αυτή λαογραφική πηγή κι εντέλει γίνεται και ο ίδιος 'παραμυθάς' μέσα από την ποίησή του. Μια ποίηση που, αν και πολύ πιο περίπλοκη εκφραστικά και νοηματικά από ό,τι τα παραμύθια, κινείται, όπως αυτά, πέρα από τις λογικές κατηγορίες του χώρου και του χρόνου, δεν κάνει ουσιαστική διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, στον οργανικό και τον ανόργανο κόσμο, και έχει ως ήρωά του τον ίδιο τον ποιητή, που στη μορφή του συνδυάζει το δυνατό με το αδύνατο, το φυσικό με το υπερφυσικό, το ανθρώπινο με το θείο. Δεν είναι ο αλαφροΐσκιωτος του πολυσέλιδου αυτού έργου, με την ικανότητα να βλέπει τα αόρατα, να οδηγεί τη νύχτα τον Όμηρο στα μονοπάτια της Λευκάδας, να ξέρει όλες τις φωνές των πουλιών και των φιδιών, ένας ήρωας σαν βγαλμένος από παραμύθι; Δεν είναι όμως και ο άνθρωπος Σικελιανός, που πίστεψε ότι μπορεί να αναστήσει την αρχαία Ελλάδα, (αλλά και κάποιον νεκρό άντρα), που συνέλαβε και επιχείρησε να πραγματώσει κάτι τόσο μεγαλεπήβολο όσο η Δελφική Ιδέα, που βιώνοντας τα πρώτα σοβαρά πλήγματα στην υγεία του ένιωσε την καρδιά του «να χτυπάει σα ρόπτρο στις μεγάλες πύλες του Μυστηρίου»,[1] ένας άνθρωπος σαν βγαλμένος από παραμύθι;
Θα λέγαμε λοιπόν ότι ο Σικελιανός, περισσότερο από πολλούς άλλους ποιητές μας, προσφέρεται τόσο με τη ζωή του όσο και με το έργο του για να μεταπλαστεί σε παραμύθι και να γοητέψει το παιδικό κοινό. «Τα ωραιότερα παραμύθια του ελληνισμού θα είναι τα παραμύθια του Σικελιανού», σχολίασε κάποτε ο Ηλίας Βενέζης.[2] Αυτό επαληθεύτηκε με τον ευτυχέστερο τρόπο στο άρτια τυπωμένο από την Ελληνοεκδοτική βιβλίο που μόλις έφτασε στα χέρια μας, καρπός της συνεργασίας τριών γυναικών: της φιλολόγου και αρχαιολόγου Φωτεινής Κωστάκου, της αρχαιολόγου-μουσειολόγου Δέσποινας Πικοπούλου και της αρχιτέκτονος και εικονογράφου Μαρίας Μανουρά· οι δύο πρώτες έγραψαν το κείμενο του παραμυθιού και η τρίτη το εικονογράφησε. Το βιβλίο συνοδεύεται από ηχητική αφήγηση σε QRcode, που το καθιστά προσβάσιμο και σε παιδιά με προβλήματα όρασης (δεν είναι μάλιστα τυχαίο ότι τον ρόλο του γνωστού για τις βροντερές απαγγελίες του Σικελιανού υποδύεται ένας βαρύτονος, ο Δημοσθένης Χρ. Σταυριανός).[3]

Ένα καλό παραμύθι σε μορφή βιβλίου ξεκινά από ένα καλό εξώφυλλο. Είναι εντυπωσιακή, από πολλές απόψεις, η εικαστική αναπαράσταση του Σικελιανού στο εξώφυλλο του Ένας ποιητής ταξιδεύει... Έχω συχνά ονειρευτεί τον Σικελιανό σχεδιασμένο σε γκράφιτι, αλλά και γενικότερα ζωγραφισμένο με τρόπο που να τον φέρνει στην εποχή μας μέσα από μια εκμοντερνισμένη, κατά κάποιο τρόπο, οπτική αναπαράστασή του. Η Μαρία Μανουρά χρησιμοποίησε ως βάση της μια ατμοσφαιρική φωτογραφία του ποιητή, τραβηγμένη στα εικοσιπέντε του χρόνια (το έτος δημοσίευσης του Αλαφροΐσκωτου) σε κάποιον αρχαιολογικό χώρο, όπου βρίσκεται μαζί με την Εύα και φορά την περίφημη μαύρη βελούδινη μπέρτα του.[4] Ορθώς δεν επιλέχτηκε η τραβηγμένη το ίδιο έτος, πασίγνωστη φωτογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο των έξι τόμων του Λυρικού Βίου των εκδόσεων Ίκαρος, καθώς εκεί ο Σικελιανός μοιάζει ατσαλάκωτος μέσα στο σακάκι, το κολαριστό πουκάμισο, το παπιγιόν και τα άψογα χτενισμενα μαλλιά. Η Μανουρά φιλοτεχνεί έναν έγχρωμο Σικελιανό με νεύρο και δύναμη, αλλά και κάπως ονειροπόλο, που θυμίζει νεαρό του αιώνα μας. Η μπέρτα του μοιάζει με ανέμελα κλεισμένο παλτό. Τα μαλλιά του σχηματίζουν κατάξανθες μπούκλες που έχουν κοχλιώδη απόληξη· ίδια απόληξη έχει και η μπέρτα του, ίδια και τα κύματα της θάλασσας σε αρκετές από τις εικόνες του παραμυθιού, καθώς και οι κοχλίες των ιωνικού ρυθμού κιονόκρανων που κοσμούν δυο από τις σελίδες του – με τον τρόπο αυτό ο Σικελιανός ενώνεται υπόρρητα, με ευρηματικό τρόπο, με τις δυο μεγάλες αγάπες του: τη φύση και τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό.

Όπως τα ποιητικά Άπαντά του σφραγίζονται από την ξεχωριστή νεανική φυσιογνωμία του, ως εάν ολόκληρος ο Λυρικός Βίος να είναι ένα έργο νεότητας, έτσι και στο παραμύθι ο χρόνος σταματά και ο ποιητικός ήρωάς του είναι πάντα νέος. Τα ευρήματα της εικονογράφησης δεν σταματούν εδώ: στο εξώφυλλο ο ποιητής εμφανίζεται ως ένα υβριδικό ον που συνδυάζει γήινα, ουράνια και θαλάσσια χαρακτηριστικά. Στον αριστερό ώμο του (δεξιά όπως τον βλέπουμε στο εξώφυλλο) φυτρώνει ένα εύρωστο φτερό, που παραπέμπει τόσο σε άγγελο («Άγγελε αρχάγγελε του λαού» τον αποκαλεί σε ποίημά του ο Ρίτσος, «Αρχάγγελο Σικελιανό» σε πεζό ποίημά του ο Εμπειρίκος)[5] όσο και σε αετό, πουλί με το οποίο παρομοίαζε συχνά ο ίδιος τον εαυτό του.[6] Από την άλλη πλευρά της ζωγραφιάς, η μπέρτα του εμφανίζεται να απολήγει κοχλιωτά σαν κύμα, γύρω από το οποίο κολυμπούν δελφίνια.[7] Συνεπώς έχουμε μια μορφή μυθική, συγχρόνως γήινη, ουράνια και θαλάσσια, όπως και ο ίδιος ο ενιστής Σικελιανός θα το επιθυμούσε για τον εαυτό του. Ο διάκοσμος του εξωφύλλου, εξάλλου, συντίθεται από πλάσματα τόσο της γης (στάχυα φυτρώνουν χαμηλά στη μπέρτα του, σύμβολο των προσφιλών στον ποιητή ελευσινίων μυστηρίων) όσο και της θάλασσας (δελφίνια) και του ουρανού (πουλιά όλων των χρωμάτων πετούν τριγύρω του). Τέλος, ένας ακτινοβόλος αστερισμός είναι ζωγραφισμένος στο κέντρο του στέρνου του, παραπέμποντας στη φράση του Αλαφροΐσκιωτου «Μάνα, φωτιά με βύζαξες / κ' είναι η καρδιά μου αστέρι;» (στ. 761-762).

Και το παραμύθι ξεκινάει. Αφηγητής του είναι ένα δελφίνι, που αναδύεται από τα νερά της Λευκάδας και ανταλλάσσει φιλικές ματιές με τον ήρωα-Σικελιανό, ο οποίος διαβάζει στην ακρογιαλιά. Το σκηνικό παραπέμπει στον ξεκίνημα του Αλαφροΐσκιωτου, που τιτλοφορείται «Γυρισμός», όπου ο ποιητής ξυπνά στην αμμουδιά του νησιού του μετά από μακρύ οδυσσειακό ταξίδι – πρόκειται για μια πράξη 'ποιητικής γέννεσης' και είναι καίρια η ιδέα της Φωτεινής Κωστάκου και της Δέσποινας Πικοπούλου να ξεκινήσουν την αφήγησή τους από αυτό το σημείο. Το δελφίνι του παραμυθιού τους αισθάνεται ότι μπροστά του βρίσκεται ένα πλάσμα διαφορετικό:

                λες και είχε έρθει από έναν κόσμο μακρινό.
                Τα χρυσά μαλλιά του βρέχονταν σαν φύκια
                πάνω στ' αστραφτερά χαλίκια που έμοιαζαν με αυγά περιστεριού.
                      
(σελ. 8)

Αν και γραμμένο σε γλώσσα απλή, όπως πρέπει να είναι τα παραμύθια, το κείμενο του βιβλίου θυμίζει λόγο ποιητικό, καθώς η τυπογραφική του διάταξη δεν παραπέμπει σε πεζό λόγο αλλά σε στίχους. Επιπλέον – και κυρίως: ενσωματώνει, παραλλάσσοντάς τους, στίχους του ίδιου του Σικελιανού, πότε από ένα ποίημά του, πότε από δύο ή και τρία σε συνδυασμό μεταξύ τους. Το παραπάνω απόσπασμα αντλεί το υλικό του από δυο ποιητικά έργα: τον Αλαφροΐσκιωτο («Γυρισμός») και τη Συνείδηση της γης μου («Τα χώματα»). Παραθέτω τους σχετικούς σικελιανικούς στίχους για να δούμε πώς εργάζονται οι συγγραφείς του παραμυθιού:

                ποτίζουν τα σπλάχνα
                
τα ολόδροσα φύκια,
                
ραντίζει τα διάφωτη η άχνα
                
του αφρού που ξεσπάει στα χαλίκια.
                     
(Αλαφροΐσκιωτος, Ι, στ. 18-21)

                σε κάποιαν άκρη της Λευκάδας
                
όπου τα χαλίκια ειναι καθάρια
                
τελειωμένα από το κύμα σαν αυγά περιστεριού
                     
(«Τα χώματα», στ. 143-148)

Στον Αλαφροϊσκιωτο η φύση εσωτερικεύεται απόλυτα από τον Σικελιανό μέσω μιας πυκνής μεταφορικότητας. Έτσι, στους παραπάνω στίχους τα φύκια ποτίζουν τα ίδια τα σπλάχνα του – αυτό είναι κάτι που δεν θα μπορούσε να 'περάσει' στους μικρούς αναγνώστες, κι έτσι η Κωστάκου και η Πικοπούλου παρομοιάζουν με φύκια τα χρυσά μαλλιά του ποιητή, εικόνα που μπορούν να δουν οι αναγνώστες και στη ζωγραφιά της Μανουρά, όπου πράγματι τα μαλλιά του Σικελιανού μοιάζουν με λαμπερά φύκια που κυματίζουν στον άνεμο. Τα «αστραφτερά χαλίκια που έμοιαζαν με αυγά περιστεριού» είναι επίσης μια ξεκάθαρη και εντυπωσιακή εικόνα για τα παιδιά, με μια παρομοίωση που μπορούν να κατανοήσουν πολύ καλύτερα από ό,τι τη διατύπωση του Αλαφροϊσκιωτου «διάφωτη η άχνα / του αφρού που ξεσπάει στα χαλίκια».
Ένας τέτοιος συνδυασμός διαφορετικών ποιημάτων, όπως αυτός που μόλις περιέγραψα, προϋποθέτει βαθιά γνώση του σικελιανικού έργου· γνώση που οδήγησε τις δυο συγγραφείς σε μια δημιουργική και εκπαιδευτικά λειτουργική χρήση του. Οι Κωστάκου και Πικοπούλου αποκαλύπτουν μάλιστα τις πηγές από όπου αντλούν τους εκάστοτε στίχους, βάζοντας στο παραμύθι δείκτες υποσημείωσης, το περιεχόμενο των οποίων βρίσκει κανείς συγκεντρωμένο στο τέλος του βιβλίου μαζί με έναν πίνακα βασικών «βιβλιογραφικών αναφορών» (σ. 50-53), υλικό που δεν απευθύνεται βέβαια στους μικρούς αναγνώστες αλλά στους γονείς και τους δασκάλους τους, ως τροφή για περαιτέρω σκέψη και ως ευκαιρία να βοηθήσουν τα παιδιά να εμβαθύνουν σε αυτό που σε πρώτο επίπεδο διαβάζουν. Το οκτασέλιδο πραγματολογικό υλικό, πάντως, που με τίτλο «Πληροφορίες για το περιεχόμενο του παραμυθιού» (σ. 41-49) επίσης συνοδεύει το παραμύθι, είναι γραμμένο με τρόπο ελκυστικό, εύληπτο και από τα ίδια τα παιδιά.
Δεν είναι δυνατόν να σχολιάσω σελίδα προς σελίδα το κείμενο και την εικονογράφηση του Ένας ποιητής ταξιδευει... Θα πω μόνο ότι λόγος και εικόνα συνεργάζονται πολύ αρμονικά και πράγματι «ταξιδεύουν» τον αναγνώστη στα «ταξίδια» ενός ποιητή που ελάχιστα έζησε στην Αθήνα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και προτίμησε να περιηγηθεί τόσο στον χώρο (κυρίως του τόπου του) όσο και στον χρόνο. «Πάνω απ' όλα ήθελε να επισκεφτεί τόπους / όπου άλλοτε κατοικούσαν θεοί και ήρωες», λέει το δελφίνι στη σελίδα 18, όπου βλέπουμε την περήφανη μορφή του ποιητή, ζωγραφισμένη εις τριπλούν - για να συλληφθεί η αεικίνητη δράση του —να περπατά προς τα βουνά— τον Όλυμπο; τον Παρνασσό; τον Ταΰγετο; όλα μαζί; Όλα πάντως τα επισκέφτηκε, όλα τα δόξασε στους στίχους του. Στις τριάντα μόλις μεγάλου σχήματος (21Χ29 εκ.) σελίδες του, το παραμύθι ζωντανεύει σημαντικά περιστατικά της ζωής και της δράσης του ποιητή, καθώς και κομβικές δημιουργικές στιγμές του. Από μπροστά μας περνάνε η πρώτη γνωριμία του με την Εύα, η περιήγησή του με τον Νίκο Καζαντζάκη στο Άγιον Όρος, το βίωμα της φιλοξενίας του σε ένα χωριάτικο σπίτι στο χωριό Θολερό της Κορινθίας (που με πρωτοβουλία του μετονομάστηκε σε Θαλερό και οδήγησε στη συγγραφή του ομώνυμου ποιήματος), η Δελφική Ιδέα και οι Δελφικές Εορτές (με μια σκηνή από την παράσταση του αισχύλειου Προμηθέα δεσμώτη), οι επισκέψεις του στον ναό της Ολυμπίας και στην Ακρόπολη, αγαπημένοι του μύθοι (άθλοι του Ηρακλή, ο μύθος της Άρτεμης και του Τριπτόλεμου, το διονυσιακό θαύμα της μεταμόρφωσης των πειρατών σε δελφίνια και του καραβιού σε κλήμα σταφυλιού)· παράλληλα, στα λόγια του δελφινιού και στα λόγια που ο ποιητής τού απευθύνει συνυφαίνονται στίχοι από ένα πλήθος ποιητικών έργων που έγραψε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Η εικονογράφηση της Μανουρά, γεμάτη ζωντάνια και ποικιλία, πλούσια σε χρώμα και ευρηματική στο σχέδιο, έχει ιδιαίτερες στιγμές που δεν μπορούν να σχολιαστούν στο πλαίσιο αυτού του σημειώματος. Πριν σταθώ για λίγο στο τελευταίο δισέλιδο του παραμυθιού, ας πω μόνο ότι ζωγραφίζοντας τη φιλοτεχνημένη από τον Φειδία ζωφόρο του Παρθενώνα που αφηγείται την πομπή των Παναθηναίων (σ. 22-23) - ανάγλυφο που ο Σικελιανός περιγράφει με δυνατούς στίχους τόσο στο σονέτο «Ζωφόρος» όσο και στη Συνείδηση της γης μου - η εικαστικός εντάσσει και τον ίδιο τον ποιητικό ήρωα στην εικόνα, βάζοντάς τον να κρατα τα χαλινάρια ενός αλόγου – ζώου περήφανου που ιδιαίτερα αγαπά ο Σικελιανός και συχνά το ιππεύει στους στίχους του. Τονίζεται έτσι η μέθεξή του με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, τον οποίο θεωρούσε ζωντανό κομμάτι του παρόντος.

Το τελευταίο 'επεισόδιο' του παραμυθιού επιχειρεί να αφηγηθεί και να εικονοποιήσει τον θάνατο του ήρωα-Σικελιανού και το συνακόλουθο πέρασμά του στην αθανασία – στοίχημα δύσκολο τόσο για τις συγγραφείς όσο και για την εικονογράφο, εντέλει όμως απόλυτα κερδισμένο. Η ζωγραφιά που απλώνεται στις σελίδες 38 και 39 είναι σκοτεινή, σε αντίθεση με τις φωτεινές που έχουν προηγηθεί. Έχουμε να κάνουμε με ένα κατανυκτικό νυχτερινό σκηνικό, όπου ένα απόκοσμο φως αναδύεται τόσο από τους αστερισμούς στον ουράνιο θόλο όσο και από τους στραφταλισμούς κάτω, στη θάλασσα· το δελφίνι που αναπηδά στο νερό επίσης λάμπει, όπως και τα φτερά που βυθίζονται – και που είναι ίδια με εκείνα που φυτρώνουν στην πλάτη του ήρωα στο εξώφυλλο του βιβλίου, αλλά χρωματικώς αντίστροφα, σαν το αρνητικό μιας φωτογραφίας. Ένας άγγελος πεθαίνει; μια ψυχή ελευθερώνεται σε μορφή δελφινιού; Διαβάζουμε προκειμένου να κατανοήσουμε:

                Μου είπε, τέλος, ότι το ομορφότερο ταξίδι του το φύλαξε για μένα!
                
Ξάφνου, ντύθηκε φτερά και βούτηξε μαζί μου
                
στα σκοτεινά μονοπάτια της αβύσσου,
                
εκεί όπου το φως του ήλιου φτάνει λιγοστό
                
και τα νερά λαμπυρίζουν σαν αστέρια.
                
Τότε, ουρανός και θάλασσα γίναν Ένα.

Η Κωστάκου και η Πικοπούλου αξιοποιούν συνδυαστικά εδώ, στο ύστατο σημείο του παραμυθιού και της ζωής του ποιητή, δυο αποσπάσματα από το τελευταίο ποιητικό έργο του, τη Συνείδηση της προσωπικής δημιουργίας, γραμμένης τη δεκαετία του 1940 (λίγο πριν ο ποιητής αφοσιωθεί πλήρως στη συγγραφή των τραγωδιών του). Το πρώτο απόσπασμα είναι μια από τις συγκλονιστικότερες παρομοιώσεις του, στην οποία πρωταγωνιστεί ένα δελφίνι:

                Να μπαίνω και να βγαίνω
                
απ' τον ίδιο εμέ μέσα στους άλλους,
                
κι απ' τους άλλους πάλι μες στον ίδιο τον εαυτό μου,
                
καθώς βγαίνει με άλματα τεράστια
                
το δελφίνι μέσ' από την άβυσσο
                
και ξαναμπαίνει πάλι ορμητικό
                
ισχυρό, πασίχαρο στον άμετρο βυθό
                   
(«Απόλλων Διονυσόδοτος», στ. 85-91)

Στο δεύτερο ο ποιητής ρωτά τον εαυτό του:

                Οι αναρίθμητες καρδιές οπού χτυπάν στο διάστημα
                
μπορούν να γίνουνε άξαφνα η καρδιά Σου;

και στη συνέχεια τον προτρέπει:

                Να η τρανή, η προαιώνια,
                
μυστικά θαμμένη Ενότητα βαθιά Σου!

                   («Το κατορθωμένο σώμα», στ. 68-69, 73-74)

Κλείνοντας λοιπόν το ποιητικό έργο του, ο Σικελιανός εύχεται με τη δημιουργία του να ενωθεί με όλους τους ανθρώπους και να κατακτήσει την Ενότητα που πάντοτε οραματιζόταν και για την οποία με όλες τις δυνάμεις του αγωνίστηκε. Μια τέτοια σύλληψη δεν μπορεί ασφαλώς να αναπαρασταθεί· αναπαρίσταται όμως σε αυτό το τελευταίο δισέλιδο της αφήγησης η ένωση του ποιητή με το δελφίνι, καθώς παίρνουν και οι δυο το λουτρό τους στη θάλασσα (ο ποιητής βουτώντας στα κοσμικά βάθη, το δελφίνι αναδυόμενο) και συγχρόνως η ένωση ουρανού και θάλασσας.

Το παραμύθι κλείνει με ένα είδος ανάληψης του νεκρού ήρωα: με την «αδάμαστη καρδιά» του να αναζητά στον ουρανό το πιο χρυσό αστέρι για να βρει το μεγαλύτερο μυστικό της ζωής: την αγάπη για όλα τα πλάσματα. Το κείμενο αξιοποιεί τους τελευταίους στίχους του Αλαφροΐσκιωτου, όπου ο ποιητής λέει στον γιο του Γλαύκο ότι θα του «χαλκέψει» (ως τεχνίτης ισχυρότερος ακόμη και από τον Δαίδαλο) φτερά

                κι από τον ήλιο ασύντριφτα,
                
για ν' ανεβείς, κι αγνάντια του [ήλιου]
                
να υψώσεις την αδάμαστη
                
καρδιά μου μεσ' στ' αστέρια!

Το νεανικό αυτό έργο περιέχει, εντέλει, τόσο τη γέννηση του ποιητή (βιολογική και δημιουργική), όσο και την τελετουργία της διαδοχής - του 'χρίσματος' που λαμβάνει από τον Όμηρο - και την προφητεία της μεταθανάτιας 'αστεροποίησής' του – μ' άλλα λόγια, της κατάκτησης της υστεροφημίας.

Βασικοί άξονες της σικελιανικής κοσμοθεωρίας που αναδεικνύονται στο παραμύθι είναι η φυσιολατρεία, η ιερότητα της γης και των καρπών της, η δύναμη της φαντασίας, η αγάπη, η ειρήνη, η συναδέλφωση των ανθρώπων. Καίρια, εξάλλου, για πολλούς λόγους, είναι η επιλογή του δελφινιού ως αφηγητή του παραμυθιού και ως εκλεκτού συνομιλητή του ποιητή. Αυτά τα ιδιαιτέρως ευφυή θαλάσσια θηλαστικά διατρέχουν το ποιητικό έργο του Σικελιανού και είναι πολύ προσφιλή του πλάσματα. Όπως είναι ευρέως γνωστό και μαρτυρημένο στη λαϊκή παράδοση, τα δελφίνια τρέφουν φιλικά αισθήματα προς τους ανθρώπους, τους οποίους σώζουν συχνά από πνιγμό – αλλά και αρκετοί άγιοι των πρώτων χριστιανικών χρόνων εμφανίζονται να σώθηκαν στη θάλασσα με τη βοήθεια δελφινιών. Ο αρχαίος λυρικός ποιητής Αρίων, εξάλλου, σύμφωνα με την παράδοση σώθηκε από τους πειρατές από ένα δελφίνι, αφού τραγούδισε έναν ύμνο του Απόλλωνα. Κι ακόμη: στον ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα ο θεός, αφού σκότωσε τον Πύθωνα μεταμορφώθηκε σε δελφίνι και μετέφερε έτσι στην περιοχή Κρήτες, ώστε να γίνουν οι πρώτοι ιερείς του – γι' αυτό και στις τοπικές γιορτές των Δελφών, εκτός από τα Πύθια, τα Σεπτήρια κλπ. υπήρχαν και τα Δελφίνια. Έτσι, πλάι στον Απόλλωνα των Δελφών - τον 'Δέλφειο' - έχουμε και τον Απόλλωνα Δελφίνιο, η λατρεία του οποίου ήταν πολύ διαδεδομένη στο Αιγαίο και την Κρήτη. Πάνω απ' όλα: σύμφωνα με τον Πλίνιο, το δελφίνι γοητευόταν ιδιαίτερα από τη μουσική και την αρμονία, οπότε είναι ιδανικός ακροατής του μυθικού Σικελιανού του παραμυθιού, που το πιο παραμυθένιο και το πιο πραγματικό, συγχρόνως, γνώρισμά του είναι το ποιητικό χάρισμα: «Σιγοψιθύριζε όμορφες λέξεις, τραγουδιστές», λέει το δελφίνι όταν πρωταντικρίζει τον ήρωα στο ξεκίνημα του βιβλίου – και τα λόγια αυτά είναι ένας όμορφος ορισμός για την ποίηση.

Τι θα έλεγε, άραγε, ο Σικελιανός αν ζούσε σήμερα, σε μια εποχή που το δελφίνι είναι είδος απειλούμενο προς εξαφάνιση, με μοναδικό φυσικό εχθρό του τον άνθρωπο και σοβαρή την απειλή ατυχήματος διαρροής από τις εξορύξεις πετρελαίου; Στα χρόνια του ποιητή, πάντως, η παρουσία τους ήταν ιδιαίτερα αισθητή στις θάλασσές μας κι ένα αναπάντεχο συναπάντημα μαζί τους πρόσφερε στον Σικελιανό ένα καθοριστικό βίωμα που με τον δικό του μοναδικό τρόπο περιγράφει στον «Πρόλογο» στον Λυρικό Βιο:

...κάποτε, ενώ εκολυμπούσα αφρόντιστος πολύ ανοιχτά στο Ιόνιο, άξαφνα, ένα κοπάδι από δελφίνια, σπάζοντας τριγύρα μου το κύμα, με περίζωσε με το χορό του – μεταδίνοντάς μου, με το απάντεχον αυτό φανέρωμά τους ένα αβυσσαλέο ρίγος, που μου χρειάστηκε μια δύναμη τεράστια για να το δαμάσω και για να μπορέσω έπειτα από τούτο να ξανάβγω, κολυμπώντας, στη στεριά. (Λυρικός Βίος Α´, σ. 25)

————

Το παραμύθι Ένας ποιητής ταξιδεύει... τυπώθηκε σε χίλια αντίτυπα, που διανέμονται δωρεάν από το Μουσείο Άγγελου Σικελιανού. Η έκδοση αποτελεί μέρος ενός πολύπτυχου προγράμματος - εικαστικού, έντυπου, διαδραστικού - που, με τον γενικό τίτλο «Συνομιλώντας με τον Άγγελο Σικελιανό», ανέλαβε ο οργανισμός «Artogether—Τέχνη Ατόμων με και χωρίς Αναπηρία» με στόχο να διευρύνει την προσβασιμότητα του Μουσείου Άγγελου Σικελιανού αλλά και να φέρει τον ποιητή και τον ποιητικό λόγο γενικά κοντά στο παιδικό κοινό, διαμορφώνοντας αναγνώστες που μπορούν μεγαλώνοντας να αγαπήσουν την ποίηση.[8] Θα κλείσω την παρουσίαση αυτή σχολιάζοντας ένα απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Απώτερος στόχος του βιβλίου είναι να φωτιστεί η προσωπικότητα ενός λογοτέχνη που, παρά τη «δύσκολη» γραφή του, χαρακτηρίζεται από πλούσια φαντασία και αγάπη για τη φύση και τον άνθρωπο, θέματα που αγγίζουν την ευαίσθητη παιδική ψυχή. Η πρώτη αυτή «γνωριμία» των νεαρών αναγνωστών με τον ποιητή πιστεύουμε ότι θα τους δημιουργήσει το ενδιαφέρον για να προχωρήσουν αργότερα σε μια ουσιαστική προσέγγιση του έργου του.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Σικελιανός δεν είναι ποιητής «εύκολος» — πέρα από την περίπλοκη σύνταξή του, γεμάτη υποτακτικές προτάσεις και εκτενείς παρομοιώσεις, τον σημερινό αναγνώστη δυσκολεύει και η παλαιοδημοτική γλώσσα του, ενώ ο υψηλόφωνος λόγος του δεν συνάδει με τη μεταμοντέρνα εποχή της αμφισβήτησης, της ειρωνείας, της παρωδίας, στοιχείων ασύμβατων με τον Σικελιανό. Από την άλλη μεριά, δεν παύει να είναι ένα τεράστιο ποιητικό μέγεθος και ένας οραματιστής επίκαιρος χάρη στην ξεχωριστή ευαισθησία του για τη φύση (που την ήξερε όσο κανένας άλλος Νεοέλληνας ομότεχνός του) και την έως αυτοθυσίας ανάλωσή του στην επίτευξη της ισότητας και της συναδέλφωσης των ανθρώπων σε παγκόσμια κλίμακα. Μέσα από τη εξοικείωση με το νόημα του έργου του, λοιπόν, τα παιδιά πιθανώς να τολμήσουν αργότερα, ως έφηβοι, και νέοι, να αναμετρηθούν και με το έργο το ίδιο, την ίδια την ιδιαίτερη γλώσσα και 'φωνή' του ποιητή.

Το Ένας ποιητής ταξιδεύει..., όπου τα εργαλεία της νεοελληνικής φιλολογίας αξιοποιούνται χωρίς ίχνος φιλολογισμού, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως έναυσμα για να γίνουν παραμύθι και άλλοι ποιητές μας· και ίσως αυτός να είναι ένας τρόπος να ενισχυθεί το πάντοτε λίγο, ασκημένο και εκλεκτικό κοινό της ποίησης. Η συνεργασία, εξάλλου, των φιλολόγων με αρχαιολόγους, μουσειολόγους, εικαστικούς, μουσικούς κλπ., όπως γίνεται στο σικελιανικό αυτό παραμύθι, συντονίζεται με τις όλο και εντονότερες οσμώσεις, στην εποχή μας, μεταξύ ανθρωπιστικών επιστημών και τέχνης – και συντελεί στην επιβεβλημένη έξοδο της νεοελληνικής φιλολογίας από τα στενά όριά της και το άνοιγμά της προς την κοινωνία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: