Αρκετοί αναγνώστες του Σικελιανού στέκονται στον υψηλό τόνο των ποιημάτων του και δεν αξιολογούν την υπαινικτική πτυχή της ποίησής του. Η πτυχή αυτή είναι συνυφασμένη με την επινοητικότητα του Σικελιανού να εντάσσει στα ποιήματά του σύμβολα και αναφορές σε άλλα λογοτεχνικά έργα, πετυχαίνοντας έτσι μια κρυπτική σύζευξη στοιχείων από διαφορετικές πνευματικές παραδόσεις. Παρακάτω προτείνω μια ερμηνεία της «Μάνας του Ντάντε», ενός από τα πιο γοητευτικά ποιήματα του Σικελιανού, επισημαίνοντας το πολυστρώματο νόημά του, την εκλεκτική σύγκραση στους στίχους του συμβόλων και λογοτεχνικών αναφορών και τη σχέση του με το μυστικιστικό όραμα του Σικελιανού. Ας ξεκινήσουμε διαβάζοντας το ποίημα:
Ο υπαινικτικός Σικελιανός: Σχόλιο στη «Μάνα του Ντάντε»
Η μάνα του Ντάντε
Η Φλωρεντία σα ν’ άδειασε, της ’φάνη μες στον ύπνο της,
το χάραμα ως αρχίζει,
κι από τις φιλενάδες της μακριά τους δρόμους μοναχή
να σιγοσεργιανίζει...
Το νυφικό της φόρεμα φορώντας το μεταξωτό,
τα πέπλα τα κρινάτα,
τα σταυροδρόμια γύριζε, και στ’ όνειρο τής φάνταζε
καινούρια η κάθε στράτα...
Κι από τους λόφους πόλουζεν αχνό ανοιξιάτικο αυγινό,
σα μακρινά μελίσσια
αργόηχα τα καμπαναριά ξεψυχισμένα αχούσανε
βαθιά στα ερημοκλήσια...
Και ξάφνου, σα να βρέθηκε σε περιβόλι ανάμεσα,
μέσα στον άσπρο αέρα,
ντυμένο στα νυφιάτικα, με νεραντζιές και με μηλιές
γεμάτο πέρα ως πέρα...
Κι όπως τη σέρναν οι ευωδιές, ένα ψηλό δαφνόδεντρο
της ’φάνη να ζυγώνει,
που, στην κορφή του ανέβαινε, σκαλί πηδώντας το σκαλί
απάνου, ένα παγόνι
κ’ εκείνο λύγαε το λαιμό στο ’να και στ’ άλλο το κλαδί
δαφνόκουκα γεμάτο,
κ’ ένα έτρωγε, ένα το ’παιρνε κι από τον κλώνο το ’ριχνε
γοργό στο χώμα κάτω...
Την κεντημένη της ποδιάν εσήκωσεν αθέλητα
στον ίσκιο, μαγεμένη,
και να, σε λίγο εβάραινεν απ’ τα σγουρά δαφνόκουκα
μπροστά της φορτωμένη.
*
Απ’ της αυγής τον κάματο έτσι αναπαύτη μια στιγμή
μες σε δροσάτο νέφος
και γύρα οι φιλενάδες της απ’ το κρεβάτι επρόσμεναν
για να δεχτούν το βρέφος!...
Όπως έχει ήδη επισημανθεί,[1] ο Σικελιανός εδώ μεταπλάθει ένα απόσπασμα από λογοτεχνική βιογραφία του Δάντη που έγραψε ο Βοκάκιος.[2] Το απόσπασμα αναφέρεται σε όνειρο που λέγεται πως είδε η μητέρα του Δάντη λίγο καιρό πριν από τη γέννησή του. Σύμφωνα με τον Βοκάκιο, η έγκυος γυναίκα, που έμελλε να γίνει μητέρα του ποιητή, είδε στον ύπνο της πως γέννησε τον γιο της κάτω από τα φυλλώματα μιας δάφνης, δίπλα σε μια πηγή, και πως αυτός, τρεφόμενος με τους καρπούς που έπεφταν από το δέντρο, μεγάλωσε απότομα, έγινε ποιμένας και προσπαθούσε, με όλη του τη δύναμη, να πιαστεί από τα κλαδιά του δέντρου για να αποσπάσει ορισμένα φύλλα. Πάνω στην προσπάθειά του έπεσε στο χώμα κι έπειτα σηκώθηκε μεταμορφωμένος σε παγόνι.
Το όνειρο της μητέρας του Δάντη, όπως μας το παραδίδει ο Βοκάκιος, είναι παραλλαγή πάνω σε αφήγηση ονείρου της μητέρας του Βιργίλιου που εντοπίζεται σε βιογραφία του Βιργίλιου γραμμένη από τον Σουητώνιο ή από τον Αίλιο Δονάτο (ως μίμηση ή αντιγραφή της χαμένης πια βιογραφίας του Βιργίλιου από τον Σουητώνιο) ή από άλλον μεταγενέστερο λόγιο.[3] Σύμφωνα με αυτήν την αφήγηση, η έγκυος μητέρα του Βιργίλιου, μια μέρα προτού τον γεννήσει, ονειρεύτηκε πως γέννησε ένα κλαδί δάφνης που, μόλις άγγιξε τη γη, ρίζωσε και έγινε δέντρο με λουλούδια και καρπούς. Ο Βοκάκιος γνώριζε την αφήγηση για το όνειρο της μητέρας του Βιργίλιου. Συνέθεσε την αφήγησή του για το όνειρο της μητέρας του Δάντη ως παραλλαγή πάνω στο ίδιο θέμα προς επίρρωση της άποψής του ότι ο Δάντης ήταν προικισμένος με τα χαρίσματα που είχε και ο Βιργίλιος[4] και πως η ποίησή του αποτελεί για την ιταλική γλώσσα επίτευγμα ισοδύναμο με το επίτευγμα του Ομήρου για τα αρχαία ελληνικά και του Βιργίλιου για τα λατινικά.
Σε σχέση με τους βιογράφους του Βιργίλιου, ο Βοκάκιος πρωτοτυπεί όχι μόνο χάρη στις αλλαγές και προσθήκες που κάνει στο όνειρο της μητέρας του Βιργίλιου, ώστε να το μεταπλάσει σε όνειρο της μητέρας του Δάντη, αλλά και χάρη στην ιδέα του να καταδείξει την προφητική διάσταση του ονείρου ερμηνεύοντας διεξοδικά τις εικόνες του ως σύμβολα ή θεόσταλτα σημάδια. Απ’ όλες τις συμβολικές παραστάσεις του ονείρου της μητέρας του Δάντη αξίζει να σταθούμε σ’ εκείνες που επέλεξε να διατηρήσει στη δική του εκδοχή του ονείρου ο Σικελιανός: στη δάφνη και τους καρπούς της (δαφνόδεντρο και δαφνόκουκα, στη «Μάνα του Ντάντε») και στο παγόνι.
Ο Βοκάκιος σημειώνει πως η παρουσία της δάφνης συμβολίζει την εύνοια του Θεού που προίκισε τον Δάντη με σπάνια ποιητικά χαρίσματα και προεξοφλεί τη μελλοντική του δόξα. Οι καρποί της δάφνης, που σύμφωνα με το όνειρο έθρεψαν το βρέφος, συμβολίζουν τα έργα που μελέτησε ο Δάντης, ώστε να καλλιεργήσει τα θεϊκά του χαρίσματα και να διαμορφώσει τη δική του ποίηση. Τέλος, το παγόνι, πάντα σύμφωνα με τον Βοκάκιο, συμβολίζει τη μεταθανάτια δόξα, την οποία ο Δάντης κατέκτησε, κυρίως, χάρη στην Κωμωδία. Ο Βοκάκιος, μάλιστα, επιχειρεί έναν παραλληλισμό ανάμεσα σε φυσικά χαρακτηριστικά του παγονιού ή μυθικές ιδιότητες συνυφασμένες με το παγόνι και σε ορισμένα γνωρίσματα της Κωμωδίας ως λογοτεχνικού έργου. Λόγου χάρη, αναφέρει ότι ο ελαφροπάτητος βηματισμός που χαρακτηρίζει τα παγόνια βρίσκει το αντίστοιχό του στην απλότητα του ύφους της Κωμωδίας.
Εφόσον, όπως μαρτυρείται, ο Σικελιανός γνώριζε την αφήγηση του ονείρου της μητέρας του Δάντη από το κείμενο του Βοκάκιου, θα γνώριζε και τη λεπτομερή ερμηνεία των συμβόλων και της προφητικής διάστασης του ονείρου από τον Βοκάκιο, που περιλαμβάνεται στο ίδιο κείμενο. Μπορούμε, επομένως, να εντοπίσουμε ήδη τρεις βαθμούς ανάγνωσης της πέμπτης, έκτης και έβδομης στροφής από τη «Μάνα του Ντάντε», δηλαδή των τριών στροφών όπου ο Σικελιανός αναπλάθει τις συμβολικές εικόνες από την αφήγηση του Βοκάκιου. Στον πρώτο βαθμό, έχουμε την ονειρική εικόνα του παγονιού που ανεβαίνει στα κλαδιά του δαφνόδεντρου πότε τρώγοντας τα δαφνόκουκα και πότε πετώντας τα χάμω και της γυναίκας που, μαγεμένη από το θέαμα, ανοίγει την ποδιά της για να συλλέξει τα δαφνόκουκα που ρίχνει στη γη το παγόνι. Η παραστατική αυτή εικόνα, η ευλυγισία και η πυκνότητα της αφήγησης και η μουσικότητα των στίχων, όπως τις αποδίδει μαστορικά ο Σικελιανός, χαρίζουν στον αναγνώστη συγκίνηση που εκλύεται απευθείας από τον αισθησιασμό τους χωρίς τη μεσολάβηση της διάνοιας, δηλαδή χωρίς ανάγκη ερμηνείας των στοιχείων του ονείρου ως συμβόλων με κρυμμένο αλλά ακριβές νόημα.
Στον δεύτερο βαθμό έχουμε την ανάγνωση της απόδοσης του ονείρου από τον Σικελιανό ως παραλλαγής πάνω στην αφήγηση του ονείρου από τον Βοκάκιο. Η σύγκριση των δυο εξιστορήσεων του ονείρου φέρνει στο φως τις διαφορές τους και ενθαρρύνει ερμηνευτικές υποθέσεις για την επιλογή του Σικελιανού να αφαιρέσει κάποιες αναφορές από την αφήγηση του Βοκάκιου (όπως τη γέννηση του Δάντη κάτω από το δέντρο, τη γοργή ωρίμανσή του, την πτώση του από τα κλαδιά και τη μεταμόρφωσή του σε παγόνι), να παραλλάξει άλλες (όπως τη μετατροπή της παρουσίας και δράσης του παγονιού από στοιχείο της καταληκτικής σκηνής του ονείρου σε κινητήριο μοχλό της αφήγησης) και, τέλος, να προσθέσει νέες αναφορές αποφασιστικής σημασίας (όπως τη συγκέντρωση στην ποδιά του νυφικού φορέματος της γυναίκας των καρπών που το παγόνι αποσπά από το δαφνόδεντρο).
Στον τρίτο βαθμό ανάγνωσης έχουμε την εξέταση των ερμηνευτικών υποθέσεων του δεύτερου βαθμού υπό το φως της ερμηνείας του ονείρου από τον ίδιο τον Βοκάκιο. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως στη «Μάνα του Ντάντε» ο Σικελιανός αναδιατάσσει σύμβολα το νόημα των οποίων είναι κρυπτικό μόνο για όσους δεν γνωρίζουν την ερμηνεία τους που μας έδωσε ο Βοκάκιος. Η ερμηνεία του Βοκάκιου θα μπορούσε, μάλιστα, να θεωρηθεί αυθεντική, αν σκεφτούμε πως το όνειρο της μητέρας του Δάντη στην αφήγηση του Βοκάκιου είναι, σε σημαντικό βαθμό, δική του επινόηση. Αν υιοθετήσουμε αυτήν την προσέγγιση, θα θεωρήσουμε πως η παραλλαγή του Σικελιανού πάνω στο όνειρο είναι μονάχα ζήτημα αναδιάταξης παραστάσεων το νόημα των οποίων έχει καθοριστεί ήδη από τον Βοκάκιο.
Η εφαρμογή, όμως, στη «Μάνα του Ντάντε» της ερμηνείας των συμβόλων του ονείρου από τον Βοκάκιο φαίνεται πως δεν μας βοηθάει να αποκρυπτογραφήσουμε την εκδοχή του ονείρου που διαμόρφωσε ο Σικελιανός. Αν οι καρποί της δάφνης συμβολίζουν τα βιβλία που διάβασε ο Δάντης και το παγόνι συμβολίζει τη μεταθανάτια δόξα του ή τη διαχρονική αίγλη της Κωμωδίας, τότε η εικόνα των ριγμένων από το παγόνι δαφνόκουκων μέσα στην ποδιά της μητέρας του μοιάζει κενή νοήματος. Αν θέλουμε να αποκρυπτογραφήσουμε τον συμβολισμό των τριών στροφών του ποιήματος που παραλλάσσουν την αφήγηση του Βοκάκιου, θα πρέπει, λοιπόν, να περάσουμε σ’ έναν τέταρτο βαθμό ανάγνωσης. Σ’ αυτό το σημείο καλούμαστε να θεωρήσουμε την πρωτότυπη συμβολή του Σικελιανού στη νέα εκδοχή του ονείρου όχι ως υπόθεση αναδιάταξης ήδη νοηματοδοτημένων συμβολικών παραστάσεων, αλλά ως υπόθεση και αναδιάταξης και επανανοηματοδότησης αυτών των παραστάσεων.
Εδώ αξίζει να θυμηθούμε την αφήγηση του ονείρου της μητέρας του Βιργίλιου. Κατά τη διαμόρφωση της αφήγησης του ονείρου της μητέρας του Δάντη, ο Βοκάκιος δουλεύει πάνω σ’ εκείνον τον παλιό καμβά, αναδιατάσσοντας, επανανοηματοδοτώντας και εμπλουτίζοντας την παρακαταθήκη συμβόλων των μακρινών προκατόχων του και τη βιογραφία τους του Βιργίλιου, που είναι, κατά τον Βοκάκιο, ο προκάτοχος του Δάντη. Ο Σικελιανός πρέπει να γνώριζε τη βιογραφία που περιλαμβάνει το όνειρο της μητέρας του Βιργίλιου.[5] Μπορούμε, επίσης, να υποθέσουμε πως γνώριζε ότι το όνειρο της μητέρας του Δάντη δεν ήταν μια εξ ολοκλήρου πρωτότυπη σύλληψη του Βοκάκιου, αλλά μια παραλλαγμένη από τον Βοκάκιο εκδοχή της αφήγησης του ονείρου της μητέρας του Βιργίλιου. Κι αυτό παρότι ο Βοκάκιος στη βιογραφία του Δάντη, ανάμεσα στις πολυάριθμες αναφορές του στον Βιργίλιο, δεν αναφέρεται στη βιογραφία του Βιργίλιου ως πηγή έμπνευσής του για την αφήγηση του ονείρου.
Το γεγονός, πάντως, ότι η αφετηρία της αφήγησης του ονείρου από τον Βοκάκιο ανιχνεύεται στη βιογραφία του Βιργίλιου δεν μειώνει τον βαθμό πρωτότυπης συμβολής του Βοκάκιου στην αφήγηση του ονείρου της μητέρας του Δάντη. Ο λόγος γι’ αυτό είναι πως η πρωτότυπη συμβολή του Βοκάκιου, παρότι δεν εκτείνεται στο πεδίο της σύλληψης της ιδέας της αφήγησης, εντοπίζεται στο πεδίο της εκ νέου σημασιοδότησης των συμβόλων της, στην προσθήκη νέων συμβόλων και εντέλει στη διαμόρφωση μιας νέας αλληγορίας. Μπορούμε να υποθέσουμε πως ο Σικελιανός ακολούθησε το παράδειγμα του Βοκάκιου. Παράλλαξε εξίσου δραστικά την ήδη παραλλαγμένη από τον Βοκάκιο αφήγηση του ονείρου κι έτσι προσέθεσε έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα των διαδοχικών μεταμορφώσεων του ονείρου που ξεκινά με τον Σουητώνιο.
Αυτή η υπόθεση ενθαρρύνει την αναζήτηση της πληρέστερης ερμηνείας των τριών στροφών της «Μάνας του Ντάντε» στον τέταρτο βαθμό ανάγνωσης, δηλαδή στο σημείο όπου ο Σικελιανός δείχνει να έχει αυτονομηθεί από τα συμφραζόμενα της αφήγησης του Βοκάκιου και συνθέτει μια νέα αλληγορία. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το νόημα της νέας αλληγορίας είναι πιθανό να σχετίζεται με το ευρύτερο όραμα του ίδιου του Σικελιανού για τη συνένωση της αρχαιοελληνικής και της χριστιανικής παράδοσης με την ελπίδα διαμόρφωσης ενός νέου ανθρωπιστικού οράματος οικουμενικών διαστάσεων.
Ιδωμένη από αυτό το πρίσμα, η αφήγηση του ονείρου της μητέρας του Δάντη από τον Σικελιανό φαίνεται πως έχει αποδοθεί με όρους που ανακαλούν ευαγγελικές εξιστορήσεις, έτσι ώστε ο Δάντης, και κατ’ επέκταση κάθε μεγάλος ποιητής που υπηρετεί ιδεώδη εξίσου ευγενή με εκείνα του Δάντη, να υψώνεται πλάι στον Χριστό και να κερδίζει την αθανασία μετέχοντας όχι μόνο στη δόξα του Απόλλωνα, αλλά, πρωτίστως, στο μυστήριο της Ανάστασης. Εκτός από τη συνάφεια αυτής της ερμηνείας με το πλατύ όραμα του Σικελιανού, υπάρχουν και πολλές κειμενικές ενδείξεις που συνηγορούν υπέρ της. Αξίζει να δούμε ορισμένες τέτοιες ενδείξεις που εντοπίζονται στη «Μάνα του Ντάντε» σε συνδυασμό με συναφείς ενδείξεις από το κείμενο του Βοκάκιου.
Η πρώτη σημαντική ένδειξη είναι η αναφορά από τον Βοκάκιο στη συμβολική σημασία του παγονιού στον χριστιανισμό, αλλά και στη μυθολογική παράδοση του αρχαίου κόσμου — μια σημασία που, όπως αναγνωρίζει και ο ίδιος, είναι πολλαπλή και ευρύτερη από εκείνη την οποία επισημαίνει όταν ερμηνεύει αρχικά την παρουσία του παγονιού στο όνειρο ως αλληγορική αποτύπωση της μεταθανάτιας δόξας του Δάντη. Ο Βοκάκιος επικαλείται μια παλιά δοξασία, που ήταν δημοφιλής και στον ρωμαϊκό κόσμο,[6] ότι η σάρκα του παγονιού είναι άφθαρτη, έτσι ώστε το παγόνι να είναι το μόνο πουλί που ενσαρκώνει, σ’ έναν βαθμό, την ιδιότητα του μυθικού φοίνικα να πεθαίνει κι έπειτα να αναγεννάται από τις στάχτες του. Πάνω σ’ αυτήν τη δοξασία της πολυθεϊστικής παράδοσης λέγεται πως στηρίχθηκε ο Άγιος Αυγουστίνος για να ερμηνεύσει το παγόνι ως σύμβολο της Ανάστασης και του αναστημένου Χριστού.[7] Αυτή η όψη του πολλαπλού συμβολισμού του παγονιού πρέπει να εξηγεί την επιλογή του Σικελιανού να αναγάγει το παγόνι σε πρωταγωνιστικό παράγοντα της δικής του εκδοχής του ονείρου της μητέρας του Δάντη. Άλλωστε η συγχώνευση στοιχείων της μυθολογίας του αρχαίου κόσμου με στοιχεία της βιβλικής παράδοσης εντοπίζεται συχνά στο έργο του Σικελιανού, και ορισμένες φορές, μάλιστα, αποτυπώνεται όχι ως σχέση συγχώνευσης ανάμεσα σ’ ένα σύμβολο και στο νόημά του, αλλά ως ευθύς παραλληλισμός ανάμεσα στον Χριστό ή σε μορφές της Βίβλου και σε θεούς ή άλλα πρόσωπα από αρχαίους μύθους.[8]
Στην πέμπτη και έκτη στροφή της «Μάνας του Ντάντε», το παγόνι φαίνεται πως λειτουργεί και ως σύμβολο της αθάνατης δόξας του Ντάντε, σύμφωνα με την ερμηνεία της παρουσίας του παγονιού στο όνειρο που ο Σικελιανός βρήκε στον Βοκάκιο, αλλά και ως σύμβολο του αναστημένου Χριστού. Την πιθανότητα της δεύτερης αυτής συμβολικής πτυχής του παγονιού στο ποίημα ενισχύει και η θεμελιωμένη άποψη ότι το παγόνι στη μυθολογική και βιβλική παράδοση ενσαρκώνει, εκτός από την πίστη στην Ανάσταση, και την πίστη στη νίκη του καλού απέναντι στο κακό, αφού σε αρκετές αλληγορικές αφηγήσεις ή εικαστικές απεικονίσεις παγόνια απωθούν φίδια ή τους επιτίθενται και τα εξουδετερώνουν.[9]
Το γεγονός, πάντως, ότι στην έκτη και έβδομη στροφή της «Μάνας του Ντάντε» υποδηλώνεται πως το παγόνι γονιμοποιεί τη νεαρή γυναίκα ρίχνοντας δαφνόκουκα προς το μέρος της, ενθαρρύνει την εντύπωση πως ο συμβολισμός του παγονιού στο ποίημα του Σικελιανού εκτείνεται και πέραν της περιοχής που ορίζεται από το διπλό νόημα της αθάνατης δόξας του Δάντη και της Ανάστασης του Χριστού. Για την ακρίβεια, υπάρχουν ενδείξεις που ενισχύουν την αίσθηση του αναγνώστη ότι η εικόνα του ονείρου, όπως την αποδίδει ο Σικελιανός, υποβάλλει μια μυστηριακή ατμόσφαιρα που παραπέμπει στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Από αυτήν τη σκοπιά, το παγόνι στο ποίημα του Σικελιανού θα πρέπει να παραπέμπει στον άγγελο Γαβριήλ του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου, και η μητέρα του Δάντη στην Παρθένο Μαρία. Επίσης, ο κρίνος, που δεν αναφέρεται στο Ευαγγέλιο, αλλά εντοπίζεται σε πολλές απεικονίσεις της σκηνής του Ευαγγελισμού κυρίως στη δυτική παράδοση, αντιστοιχεί, στο πλαίσιο αυτής της ερμηνείας, στα δαφνόκουκα του ποιήματος.
Οι αναφορές που υποστηρίζουν αυτές τις πιθανές αντιστοιχίες έχουν, κατά σειρά, ως εξής: Πρώτον, στην αφήγηση του Βοκάκιου, ένας από τους πολλαπλούς συμβολισμούς του παγονιού είναι και η αγγελική φύση του ή η συνάφειά του με τους αγγέλους. Ο Βοκάκιος, στην ερμηνεία του των συμβόλων στο όνειρο της μητέρας του Δάντη, παραλληλίζει τα παγόνια με τους αγγέλους με αφορμή το φτέρωμά τους, το οποίο χαρακτηρίζει αγγελικό επειδή, όπως σημειώνει στο πλαίσιο ενός ψευδοσυλλογισμού που αναπτύσσει εν συντομία, αφού οι άγγελοι πετούν, θα πρέπει να έχουν φτερά και αφού οι άγγελοι είναι τελειότερα όντα απ’ όλα τα πουλιά, το φτέρωμά τους θα πρέπει να μοιάζει με το φτέρωμα του πουλιού που έχει φτερά σπανιότερα και ομορφότερα από αυτά όλων των άλλων, δηλαδή του παγονιού.
Παρότι αυτές οι σκέψεις του Βοκάκιου έχουν περισσότερες πιθανότητες να γοητεύσουν παρά να πείσουν τους αναγνώστες των ημερών μας, απηχούν επιβεβαιωμένες τελετουργικές μορφές ένταξης των φτερών του παγονιού στη λατρευτική παράδοση πολλών θρησκειών, όπως μαρτυρεί και η τεκμηριωμένη από την ιστορική έρευνα θεώρηση της χρήσης φτερών παγονιού ως φυλαχτών ή θαυματουργών αντικειμένων που ξορκίζουν το κακό στην Ινδία.[10] Ακόμη και αν υποθέσουμε πως ο Σικελιανός αγνοούσε αυτήν την παράδοση, θα ήταν δύσκολο να αγνοούσε τον σχετικό ψευδοσυλλογισμό του Βοκάκιου.
Ακόμη, ο παραλληλισμός της μητέρας του Δάντη στο ποίημα του Σικελιανού με την Παρθένο Μαρία υποστηρίζεται από χαρακτηριστικά στιγμιότυπα του ονείρου που χρωστούν την πατρότητά τους στη μετάπλασή του από τον Σικελιανό, όπως είναι το νυφικό φόρεμα που φοράει η νεαρή γυναίκα κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής της προτού συναντήσει το παγόνι και η απουσία κάθε ανδρικής μορφής από την αφήγηση. Ας θυμηθούμε πως στην πρώτη στροφή, η μητέρα του Δάντη βλέπει στο όνειρό της πως απομακρύνεται από τις φίλες της, ενώ το τέλος του ποιήματος τη βρίσκει να γεννά τον γιο της περιστοιχισμένη μονάχα από τις φίλες, τις οποίες λίγο νωρίτερα ονειρεύτηκε πως είχε αφήσει πίσω της.
Τέλος, σ’ αυτό το πλαίσιο ερμηνείας, τα δαφνόκουκα αντιστοιχούν στον κρίνο. Όπως υπενθυμίζει και ο Βοκάκιος στη δική του αφήγηση, η δάφνη είναι το δέντρο του Απόλλωνα, πράγμα που εμπεδώνει την εντύπωση πως στο ποίημα του Σικελιανού ο νεογέννητος Δάντης βρίσκεται υπό τη σκέπη και του Χριστού και του Απόλλωνα. Άλλωστε η συνένωση του Χριστού με τον Απόλλωνα, αλλά και τον Διόνυσο, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του μυστικιστικού οράματος του Σικελιανού.[11] Ειδικά, σε σχέση με τη δάφνη, αξίζει να σημειωθεί πως η λέξη δαφνόδεντρο απαντάται και στο Μήτηρ Θεού,[12] σε μυσταγωγικό περιβάλλον ανάλογο με αυτό που μαγεύει τη μάνα του Ντάντε στο ομώνυμο ποίημα.
Οι ενδείξεις αυτές φανερώνουν πως οι συμβολισμοί στην εκδοχή του ονείρου της μητέρας του Δάντη που μας παραδίδει ο Σικελιανός είναι πολλαπλοί και ερμηνεύσιμοι σε διαδοχικά επίπεδα, με την κρυπτική τους δύναμη να εντείνεται καθώς περνούμε από το ένα επίπεδο στο άλλο. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός πως ο αναγνώστης μπορεί να επικοινωνήσει με το ποίημα ακόμη και χωρίς να εμπλακεί σε δαιδαλώδεις δρόμους ερμηνείας αν αφεθεί στη συγκίνηση που καλλιεργεί η υποβλητική του ατμόσφαιρα, δείχνει πως ο υπαινικτικός λόγος του Σικελιανού στη «Μάνα του Ντάντε» είναι ιδιαίτερα δραστικός. Αυτή η πτυχή της ποίησης του Σικελιανού, έτσι όπως προκύπτει τόσο από τους πυκνούς συμβολισμούς και σε αρκετά άλλα από τα καλύτερα ποιήματά του όσο και από την πρόθεσή του να τους διατηρεί σ’ ένα διακριτικό ημίφως, δεν αναδεικνύει μόνο την κλασική διάσταση του έργου του, αλλά και την επικαιρότητά του — ιδίως σήμερα που η υπαινικτική γραφή είναι πολύ οικεία στους φίλους της ποίησης και ίσως περισσότερο αγαπητή απ’ ό,τι άλλες πτυχές του ποιητικού λόγου.
- Βλ. Κώστας Μπουρναζάκης, «Οδυσσέας Ελύτης / Ο ποιητής ως μελετητής και τεχνίτης», Αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη, επιμέλεια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, Χάρτης, τχ. 35, Νοέμβριος 2021, όπου μνημονεύεται και σχετική μαρτυρία του Ελύτη από συνομιλία του με τον Σικελιανό.
- Giovanni Boccaccio, Trattatello in laude di Dante, πρόλογος, εισαγωγή, σημειώσεις Luigi Sasso, Garzanti, Μιλάνο 1995. Η βιογραφία αυτή είναι γνωστή και με τον τίτλο La Vita di Dante Alighieri. Η πιο πρόσφατη μετάφρασή της στα ελληνικά περιλαμβάνεται στον τόμο Βοκάκιος, Η ζωή του Δάντη, μετάφραση Σπύρος Τσούγκος, εισαγωγή Χάρης Βλαβιανός, επίμετρο Γιώργος Κοροπούλης, Νεφέλη, 2004.
- Vitae Vergilianae antiquae: vita Donati, vita Servii, vita Probiana, vita Focae, S. Hieronymi excerpta, επιμέλεια Colin Hardie, Clarendon Press, Οξφόρδη 1966.
- Βλ. Victoria Kirkham, ‘The Parallel Lives of Dante and Virgil’, Dante Studies, with the Annual Report of the Dante Society, τ. 110, 1992, σ. 233–253: 241–242· John Larner, ‘Traditions of Literary Biography in Boccaccio’s Life of Dante’, Bulletin of the John Rylands Library, τ. 72, τχ. 3, 1990, σ. 107–118: 110–111.
- Παρά την αβεβαιότητα για την πατρότητά της, η βιογραφία αυτή ήταν γνωστή στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Βλέπε τη μετάφρασή της από τον Ευγένιο Βούλγαρη που συμπεριελήφθη στον πρώτο τόμο της μετάφρασής του της Αινειάδας: Της Αινειάδος Πουβλίου Ουιργιλίου Μάρωνος Τ Α΄ ΙΒ. Βιβλία, Τόμος πρώτος περιέχων βιβλία Α—Δ, Πετρούπολη 1791.
- Βλ. John McClintock and James Strong, Cyclopaedia of Biblical, Theological, and Ecclesiastical Literature, Arno Press, Nέα Υόρκη 1969, VII, 855.
- John McClintock και James Strong, ό.π.
- Βλ., π.χ., τον παραλληλισμό της Παναγίας με τη Δήμητρα στο Πάσχα των Ελλήνων, «Στον ξενώνα της Βηθλεέμ», στ. 1–4 και στην «Ιερά Οδό», στ. 49–50.
- John McClintock and James Strong, ό.π., VII, 854.
- Βλ. P. Thankappan Nair, ‘The Peacock Cult in Asia’, Asian Folklore Studies, τ. 33, τχ. 2, 1974, 93–170: 160-163.
- Βλ. π.χ. Πρόλογος στη ζωή, «Διόνυσος – Ιησούς», στ. 243.
- Βλ. Μήτηρ Θεού, ΙΙ, στ. 9–10.