Ο υπαινικτικός Σικελιανός: Σχόλιο στη «Μάνα του Ντάντε»

Αρκε­τοί ανα­γνώ­στες του Σι­κε­λια­νού στέ­κο­νται στον υψη­λό τό­νο των ποι­η­μά­των του και δεν αξιο­λο­γούν την υπαι­νι­κτι­κή πτυ­χή της ποί­η­σής του. Η πτυ­χή αυ­τή εί­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη με την επι­νοη­τι­κό­τη­τα του Σι­κε­λια­νού να εντάσ­σει στα ποι­ή­μα­τά του σύμ­βο­λα και ανα­φο­ρές σε άλ­λα λο­γο­τε­χνι­κά έρ­γα, πε­τυ­χαί­νο­ντας έτσι μια κρυ­πτι­κή σύ­ζευ­ξη στοι­χεί­ων από δια­φο­ρε­τι­κές πνευ­μα­τι­κές πα­ρα­δό­σεις. Πα­ρα­κά­τω προ­τεί­νω μια ερ­μη­νεία της «Μά­νας του Ντά­ντε», ενός από τα πιο γοη­τευ­τι­κά ποι­ή­μα­τα του Σι­κε­λια­νού, επι­ση­μαί­νο­ντας το πο­λυ­στρώ­μα­το νό­η­μά του, την εκλε­κτι­κή σύ­γκρα­ση στους στί­χους του συμ­βό­λων και λο­γο­τε­χνι­κών ανα­φο­ρών και τη σχέ­ση του με το μυ­στι­κι­στι­κό όρα­μα του Σι­κε­λια­νού. Ας ξε­κι­νή­σου­με δια­βά­ζο­ντας το ποί­η­μα:

Η μάνα του Ντάντε

Η Φλωρεντία σα ν’ άδειασε, της ’φάνη μες στον ύπνο της,
το χάραμα ως αρχίζει,
κι από τις φιλενάδες της μακριά τους δρόμους μοναχή
να σιγοσεργιανίζει...

Το νυφικό της φόρεμα φορώντας το μεταξωτό,
τα πέπλα τα κρινάτα,
τα σταυροδρόμια γύριζε, και στ’ όνειρο τής φάνταζε
καινούρια η κάθε στράτα...

Κι από τους λόφους πόλουζεν αχνό ανοιξιάτικο αυγινό,
σα μακρινά μελίσσια
αργόηχα τα καμπαναριά ξεψυχισμένα αχούσανε
βαθιά στα ερημοκλήσια...

Και ξάφνου, σα να βρέθηκε σε περιβόλι ανάμεσα,
μέσα στον άσπρο αέρα,
ντυμένο στα νυφιάτικα, με νεραντζιές και με μηλιές
γεμάτο πέρα ως πέρα...

Κι όπως τη σέρναν οι ευωδιές, ένα ψηλό δαφνόδεντρο
της ’φάνη να ζυγώνει,
που, στην κορφή του ανέβαινε, σκαλί πηδώντας το σκαλί
απάνου, ένα παγόνι

κ’ εκείνο λύγαε το λαιμό στο ’να και στ’ άλλο το κλαδί
δαφνόκουκα γεμάτο,
κ’ ένα έτρωγε, ένα το ’παιρνε κι από τον κλώνο το ’ριχνε
γοργό στο χώμα κάτω...

Την κεντημένη της ποδιάν εσήκωσεν αθέλητα
στον ίσκιο, μαγεμένη,
και να, σε λίγο εβάραινεν απ’ τα σγουρά δαφνόκουκα
μπροστά της φορτωμένη.

                    *

Απ’ της αυγής τον κάματο έτσι αναπαύτη μια στιγμή
μες σε δροσάτο νέφος
και γύρα οι φιλενάδες της απ’ το κρεβάτι επρόσμεναν
για να δεχτούν το βρέφος!...

Ο Βοκάκιος σε νεαρή ηλικία.
Ο Βοκάκιος σε νεαρή ηλικία.

Όπως έχει ήδη επι­ση­μαν­θεί,[1] ο Σι­κε­λια­νός εδώ με­τα­πλά­θει ένα από­σπα­σμα από λο­γο­τε­χνι­κή βιο­γρα­φία του Δά­ντη που έγρα­ψε ο Βο­κά­κιος.[2] Το από­σπα­σμα ανα­φέ­ρε­ται σε όνει­ρο που λέ­γε­ται πως εί­δε η μη­τέ­ρα του Δά­ντη λί­γο και­ρό πριν από τη γέν­νη­σή του. Σύμ­φω­να με τον Βο­κά­κιο, η έγκυος γυ­ναί­κα, που έμελ­λε να γί­νει μη­τέ­ρα του ποι­η­τή, εί­δε στον ύπνο της πως γέν­νη­σε τον γιο της κά­τω από τα φυλ­λώ­μα­τα μιας δάφ­νης, δί­πλα σε μια πη­γή, και πως αυ­τός, τρε­φό­με­νος με τους καρ­πούς που έπε­φταν από το δέ­ντρο, με­γά­λω­σε από­το­μα, έγι­νε ποι­μέ­νας και προ­σπα­θού­σε, με όλη του τη δύ­να­μη, να πια­στεί από τα κλα­διά του δέ­ντρου για να απο­σπά­σει ορι­σμέ­να φύλ­λα. Πά­νω στην προ­σπά­θειά του έπε­σε στο χώ­μα κι έπει­τα ση­κώ­θη­κε με­τα­μορ­φω­μέ­νος σε πα­γό­νι.
Το όνει­ρο της μη­τέ­ρας του Δά­ντη, όπως μας το πα­ρα­δί­δει ο Βο­κά­κιος, εί­ναι πα­ραλ­λα­γή πά­νω σε αφή­γη­ση ονεί­ρου της μη­τέ­ρας του Βιρ­γί­λιου που εντο­πί­ζε­ται σε βιο­γρα­φία του Βιρ­γί­λιου γραμ­μέ­νη από τον Σου­η­τώ­νιο ή από τον Αί­λιο Δο­νά­το (ως μί­μη­ση ή αντι­γρα­φή της χα­μέ­νης πια βιο­γρα­φί­ας του Βιρ­γί­λιου από τον Σου­η­τώ­νιο) ή από άλ­λον με­τα­γε­νέ­στε­ρο λό­γιο.[3] Σύμ­φω­να με αυ­τήν την αφή­γη­ση, η έγκυος μη­τέ­ρα του Βιρ­γί­λιου, μια μέ­ρα προ­τού τον γεν­νή­σει, ονει­ρεύ­τη­κε πως γέν­νη­σε ένα κλα­δί δάφ­νης που, μό­λις άγ­γι­ξε τη γη, ρί­ζω­σε και έγι­νε δέ­ντρο με λου­λού­δια και καρ­πούς. Ο Βο­κά­κιος γνώ­ρι­ζε την αφή­γη­ση για το όνει­ρο της μη­τέ­ρας του Βιρ­γί­λιου. Συ­νέ­θε­σε την αφή­γη­σή του για το όνει­ρο της μη­τέ­ρας του Δά­ντη ως πα­ραλ­λα­γή πά­νω στο ίδιο θέ­μα προς επίρ­ρω­ση της άπο­ψής του ότι ο Δά­ντης ήταν προι­κι­σμέ­νος με τα χα­ρί­σμα­τα που εί­χε και ο Βιρ­γί­λιος[4] και πως η ποί­η­σή του απο­τε­λεί για την ιτα­λι­κή γλώσ­σα επί­τευγ­μα ισο­δύ­να­μο με το επί­τευγ­μα του Ομή­ρου για τα αρ­χαία ελ­λη­νι­κά και του Βιρ­γί­λιου για τα λα­τι­νι­κά.
Σε σχέ­ση με τους βιο­γρά­φους του Βιρ­γί­λιου, ο Βο­κά­κιος πρω­το­τυ­πεί όχι μό­νο χά­ρη στις αλ­λα­γές και προ­σθή­κες που κά­νει στο όνει­ρο της μη­τέ­ρας του Βιρ­γί­λιου, ώστε να το με­τα­πλά­σει σε όνει­ρο της μη­τέ­ρας του Δά­ντη, αλ­λά και χά­ρη στην ιδέα του να κα­τα­δεί­ξει την προ­φη­τι­κή διά­στα­ση του ονεί­ρου ερ­μη­νεύ­ο­ντας διε­ξο­δι­κά τις ει­κό­νες του ως σύμ­βο­λα ή θε­ό­σταλ­τα ση­μά­δια. Απ’ όλες τις συμ­βο­λι­κές πα­ρα­στά­σεις του ονεί­ρου της μη­τέ­ρας του Δά­ντη αξί­ζει να στα­θού­με σ’ εκεί­νες που επέ­λε­ξε να δια­τη­ρή­σει στη δι­κή του εκ­δο­χή του ονεί­ρου ο Σι­κε­λια­νός: στη δάφ­νη και τους καρ­πούς της (δαφ­νό­δε­ντρο και δαφ­νό­κου­κα, στη «Μά­να του Ντά­ντε») και στο πα­γό­νι.
Ο Βο­κά­κιος ση­μειώ­νει πως η πα­ρου­σία της δάφ­νης συμ­βο­λί­ζει την εύ­νοια του Θε­ού που προί­κι­σε τον Δά­ντη με σπά­νια ποι­η­τι­κά χα­ρί­σμα­τα και προ­ε­ξο­φλεί τη μελ­λο­ντι­κή του δό­ξα. Οι καρ­ποί της δάφ­νης, που σύμ­φω­να με το όνει­ρο έθρε­ψαν το βρέ­φος, συμ­βο­λί­ζουν τα έρ­γα που με­λέ­τη­σε ο Δά­ντης, ώστε να καλ­λιερ­γή­σει τα θεϊ­κά του χα­ρί­σμα­τα και να δια­μορ­φώ­σει τη δι­κή του ποί­η­ση. Τέ­λος, το πα­γό­νι, πά­ντα σύμ­φω­να με τον Βο­κά­κιο, συμ­βο­λί­ζει τη με­τα­θα­νά­τια δό­ξα, την οποία ο Δά­ντης κα­τέ­κτη­σε, κυ­ρί­ως, χά­ρη στην Κω­μω­δία. Ο Βο­κά­κιος, μά­λι­στα, επι­χει­ρεί έναν πα­ραλ­λη­λι­σμό ανά­με­σα σε φυ­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του πα­γο­νιού ή μυ­θι­κές ιδιό­τη­τες συ­νυ­φα­σμέ­νες με το πα­γό­νι και σε ορι­σμέ­να γνω­ρί­σμα­τα της Κω­μω­δί­ας ως λο­γο­τε­χνι­κού έρ­γου. Λό­γου χά­ρη, ανα­φέ­ρει ότι ο ελα­φρο­πά­τη­τος βη­μα­τι­σμός που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τα πα­γό­νια βρί­σκει το αντί­στοι­χό του στην απλό­τη­τα του ύφους της Κω­μω­δί­ας.
Εφό­σον, όπως μαρ­τυ­ρεί­ται, ο Σι­κε­λια­νός γνώ­ρι­ζε την αφή­γη­ση του ονεί­ρου της μη­τέ­ρας του Δά­ντη από το κεί­με­νο του Βο­κά­κιου, θα γνώ­ρι­ζε και τη λε­πτο­με­ρή ερ­μη­νεία των συμ­βό­λων και της προ­φη­τι­κής διά­στα­σης του ονεί­ρου από τον Βο­κά­κιο, που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο ίδιο κεί­με­νο. Μπο­ρού­με, επο­μέ­νως, να εντο­πί­σου­με ήδη τρεις βαθ­μούς ανά­γνω­σης της πέμ­πτης, έκτης και έβδο­μης στρο­φής από τη «Μά­να του Ντά­ντε», δη­λα­δή των τριών στρο­φών όπου ο Σι­κε­λια­νός ανα­πλά­θει τις συμ­βο­λι­κές ει­κό­νες από την αφή­γη­ση του Βο­κά­κιου. Στον πρώ­το βαθ­μό, έχου­με την ονει­ρι­κή ει­κό­να του πα­γο­νιού που ανε­βαί­νει στα κλα­διά του δαφ­νό­δε­ντρου πό­τε τρώ­γο­ντας τα δαφ­νό­κου­κα και πό­τε πε­τώ­ντας τα χά­μω και της γυ­ναί­κας που, μα­γε­μέ­νη από το θέ­α­μα, ανοί­γει την πο­διά της για να συλ­λέ­ξει τα δαφ­νό­κου­κα που ρί­χνει στη γη το πα­γό­νι. Η πα­ρα­στα­τι­κή αυ­τή ει­κό­να, η ευ­λυ­γι­σία και η πυ­κνό­τη­τα της αφή­γη­σης και η μου­σι­κό­τη­τα των στί­χων, όπως τις απο­δί­δει μα­στο­ρι­κά ο Σι­κε­λια­νός, χα­ρί­ζουν στον ανα­γνώ­στη συ­γκί­νη­ση που εκλύ­ε­ται απευ­θεί­ας από τον αι­σθη­σια­σμό τους χω­ρίς τη με­σο­λά­βη­ση της διά­νοιας, δη­λα­δή χω­ρίς ανά­γκη ερ­μη­νεί­ας των στοι­χεί­ων του ονεί­ρου ως συμ­βό­λων με κρυμ­μέ­νο αλ­λά ακρι­βές νό­η­μα.

Στον δεύ­τε­ρο βαθ­μό έχου­με την ανά­γνω­ση της από­δο­σης του ονεί­ρου από τον Σι­κε­λια­νό ως πα­ραλ­λα­γής πά­νω στην αφή­γη­ση του ονεί­ρου από τον Βο­κά­κιο. Η σύ­γκρι­ση των δυο εξι­στο­ρή­σε­ων του ονεί­ρου φέρ­νει στο φως τις δια­φο­ρές τους και εν­θαρ­ρύ­νει ερ­μη­νευ­τι­κές υπο­θέ­σεις για την επι­λο­γή του Σι­κε­λια­νού να αφαι­ρέ­σει κά­ποιες ανα­φο­ρές από την αφή­γη­ση του Βο­κά­κιου (όπως τη γέν­νη­ση του Δά­ντη κά­τω από το δέ­ντρο, τη γορ­γή ωρί­μαν­σή του, την πτώ­ση του από τα κλα­διά και τη με­τα­μόρ­φω­σή του σε πα­γό­νι), να πα­ραλ­λά­ξει άλ­λες (όπως τη με­τα­τρο­πή της πα­ρου­σί­ας και δρά­σης του πα­γο­νιού από στοι­χείο της κα­τα­λη­κτι­κής σκη­νής του ονεί­ρου σε κι­νη­τή­ριο μο­χλό της αφή­γη­σης) και, τέ­λος, να προ­σθέ­σει νέ­ες ανα­φο­ρές απο­φα­σι­στι­κής ση­μα­σί­ας (όπως τη συ­γκέ­ντρω­ση στην πο­διά του νυ­φι­κού φο­ρέ­μα­τος της γυ­ναί­κας των καρ­πών που το πα­γό­νι απο­σπά από το δαφ­νό­δε­ντρο).

Στον τρί­το βαθ­μό ανά­γνω­σης έχου­με την εξέ­τα­ση των ερ­μη­νευ­τι­κών υπο­θέ­σε­ων του δεύ­τε­ρου βαθ­μού υπό το φως της ερ­μη­νεί­ας του ονεί­ρου από τον ίδιο τον Βο­κά­κιο. Στο ση­μείο αυ­τό θα μπο­ρού­σε κα­νείς να υπο­θέ­σει πως στη «Μά­να του Ντά­ντε» ο Σι­κε­λια­νός ανα­δια­τάσ­σει σύμ­βο­λα το νό­η­μα των οποί­ων εί­ναι κρυ­πτι­κό μό­νο για όσους δεν γνω­ρί­ζουν την ερ­μη­νεία τους που μας έδω­σε ο Βο­κά­κιος. Η ερ­μη­νεία του Βο­κά­κιου θα μπο­ρού­σε, μά­λι­στα, να θε­ω­ρη­θεί αυ­θε­ντι­κή, αν σκε­φτού­με πως το όνει­ρο της μη­τέ­ρας του Δά­ντη στην αφή­γη­ση του Βο­κά­κιου εί­ναι, σε ση­μα­ντι­κό βαθ­μό, δι­κή του επι­νό­η­ση. Αν υιο­θε­τή­σου­με αυ­τήν την προ­σέγ­γι­ση, θα θε­ω­ρή­σου­με πως η πα­ραλ­λα­γή του Σι­κε­λια­νού πά­νω στο όνει­ρο εί­ναι μο­νά­χα ζή­τη­μα ανα­διά­τα­ξης πα­ρα­στά­σε­ων το νό­η­μα των οποί­ων έχει κα­θο­ρι­στεί ήδη από τον Βο­κά­κιο.

Η εφαρ­μο­γή, όμως, στη «Μά­να του Ντά­ντε» της ερ­μη­νεί­ας των συμ­βό­λων του ονεί­ρου από τον Βο­κά­κιο φαί­νε­ται πως δεν μας βοη­θά­ει να απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σου­με την εκ­δο­χή του ονεί­ρου που δια­μόρ­φω­σε ο Σι­κε­λια­νός. Αν οι καρ­ποί της δάφ­νης συμ­βο­λί­ζουν τα βι­βλία που διά­βα­σε ο Δά­ντης και το πα­γό­νι συμ­βο­λί­ζει τη με­τα­θα­νά­τια δό­ξα του ή τη δια­χρο­νι­κή αί­γλη της Κω­μω­δί­ας, τό­τε η ει­κό­να των ριγ­μέ­νων από το πα­γό­νι δαφ­νό­κου­κων μέ­σα στην πο­διά της μη­τέ­ρας του μοιά­ζει κε­νή νο­ή­μα­τος. Αν θέ­λου­με να απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σου­με τον συμ­βο­λι­σμό των τριών στρο­φών του ποι­ή­μα­τος που πα­ραλ­λάσ­σουν την αφή­γη­ση του Βο­κά­κιου, θα πρέ­πει, λοι­πόν, να πε­ρά­σου­με σ’ έναν τέ­ταρ­το βαθ­μό ανά­γνω­σης. Σ’ αυ­τό το ση­μείο κα­λού­μα­στε να θε­ω­ρή­σου­με την πρω­τό­τυ­πη συμ­βο­λή του Σι­κε­λια­νού στη νέα εκ­δο­χή του ονεί­ρου όχι ως υπό­θε­ση ανα­διά­τα­ξης ήδη νοη­μα­το­δο­τη­μέ­νων συμ­βο­λι­κών πα­ρα­στά­σε­ων, αλ­λά ως υπό­θε­ση και ανα­διά­τα­ξης και επα­να­νοη­μα­το­δό­τη­σης αυ­τών των πα­ρα­στά­σε­ων.
Εδώ αξί­ζει να θυ­μη­θού­με την αφή­γη­ση του ονεί­ρου της μη­τέ­ρας του Βιρ­γί­λιου. Κα­τά τη δια­μόρ­φω­ση της αφή­γη­σης του ονεί­ρου της μη­τέ­ρας του Δά­ντη, ο Βο­κά­κιος δου­λεύ­ει πά­νω σ’ εκεί­νον τον πα­λιό καμ­βά, ανα­δια­τάσ­σο­ντας, επα­να­νοη­μα­το­δο­τώ­ντας και εμπλου­τί­ζο­ντας την πα­ρα­κα­τα­θή­κη συμ­βό­λων των μα­κρι­νών προ­κα­τό­χων του και τη βιο­γρα­φία τους του Βιρ­γί­λιου, που εί­ναι, κα­τά τον Βο­κά­κιο, ο προ­κά­το­χος του Δά­ντη. Ο Σι­κε­λια­νός πρέ­πει να γνώ­ρι­ζε τη βιο­γρα­φία που πε­ρι­λαμ­βά­νει το όνει­ρο της μη­τέ­ρας του Βιρ­γί­λιου.[5] Μπο­ρού­με, επί­σης, να υπο­θέ­σου­με πως γνώ­ρι­ζε ότι το όνει­ρο της μη­τέ­ρας του Δά­ντη δεν ήταν μια εξ ολο­κλή­ρου πρω­τό­τυ­πη σύλ­λη­ψη του Βο­κά­κιου, αλ­λά μια πα­ραλ­λαγ­μέ­νη από τον Βο­κά­κιο εκ­δο­χή της αφή­γη­σης του ονεί­ρου της μη­τέ­ρας του Βιρ­γί­λιου. Κι αυ­τό πα­ρό­τι ο Βο­κά­κιος στη βιο­γρα­φία του Δά­ντη, ανά­με­σα στις πο­λυά­ριθ­μες ανα­φο­ρές του στον Βιρ­γί­λιο, δεν ανα­φέ­ρε­ται στη βιο­γρα­φία του Βιρ­γί­λιου ως πη­γή έμπνευ­σής του για την αφή­γη­ση του ονεί­ρου.
Το γε­γο­νός, πά­ντως, ότι η αφε­τη­ρία της αφή­γη­σης του ονεί­ρου από τον Βο­κά­κιο ανι­χνεύ­ε­ται στη βιο­γρα­φία του Βιρ­γί­λιου δεν μειώ­νει τον βαθ­μό πρω­τό­τυ­πης συμ­βο­λής του Βο­κά­κιου στην αφή­γη­ση του ονεί­ρου της μη­τέ­ρας του Δά­ντη. Ο λό­γος γι’ αυ­τό εί­ναι πως η πρω­τό­τυ­πη συμ­βο­λή του Βο­κά­κιου, πα­ρό­τι δεν εκτεί­νε­ται στο πε­δίο της σύλ­λη­ψης της ιδέ­ας της αφή­γη­σης, εντο­πί­ζε­ται στο πε­δίο της εκ νέ­ου ση­μα­σιο­δό­τη­σης των συμ­βό­λων της, στην προ­σθή­κη νέ­ων συμ­βό­λων και εντέ­λει στη δια­μόρ­φω­ση μιας νέ­ας αλ­λη­γο­ρί­ας. Μπο­ρού­με να υπο­θέ­σου­με πως ο Σι­κε­λια­νός ακο­λού­θη­σε το πα­ρά­δειγ­μα του Βο­κά­κιου. Πα­ράλ­λα­ξε εξί­σου δρα­στι­κά την ήδη πα­ραλ­λαγ­μέ­νη από τον Βο­κά­κιο αφή­γη­ση του ονεί­ρου κι έτσι προ­σέ­θε­σε έναν ακό­μη κρί­κο στην αλυ­σί­δα των δια­δο­χι­κών με­τα­μορ­φώ­σε­ων του ονεί­ρου που ξε­κι­νά με τον Σου­η­τώ­νιο.
Αυ­τή η υπό­θε­ση εν­θαρ­ρύ­νει την ανα­ζή­τη­ση της πλη­ρέ­στε­ρης ερ­μη­νεί­ας των τριών στρο­φών της «Μά­νας του Ντά­ντε» στον τέ­ταρ­το βαθ­μό ανά­γνω­σης, δη­λα­δή στο ση­μείο όπου ο Σι­κε­λια­νός δεί­χνει να έχει αυ­το­νο­μη­θεί από τα συμ­φρα­ζό­με­να της αφή­γη­σης του Βο­κά­κιου και συν­θέ­τει μια νέα αλ­λη­γο­ρία. Αν έτσι έχουν τα πράγ­μα­τα, τό­τε το νό­η­μα της νέ­ας αλ­λη­γο­ρί­ας εί­ναι πι­θα­νό να σχε­τί­ζε­ται με το ευ­ρύ­τε­ρο όρα­μα του ίδιου του Σι­κε­λια­νού για τη συ­νέ­νω­ση της αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κής και της χρι­στια­νι­κής πα­ρά­δο­σης με την ελ­πί­δα δια­μόρ­φω­σης ενός νέ­ου αν­θρω­πι­στι­κού ορά­μα­τος οι­κου­με­νι­κών δια­στά­σε­ων.
Ιδω­μέ­νη από αυ­τό το πρί­σμα, η αφή­γη­ση του ονεί­ρου της μη­τέ­ρας του Δά­ντη από τον Σι­κε­λια­νό φαί­νε­ται πως έχει απο­δο­θεί με όρους που ανα­κα­λούν ευαγ­γε­λι­κές εξι­στο­ρή­σεις, έτσι ώστε ο Δά­ντης, και κα­τ’ επέ­κτα­ση κά­θε με­γά­λος ποι­η­τής που υπη­ρε­τεί ιδε­ώ­δη εξί­σου ευ­γε­νή με εκεί­να του Δά­ντη, να υψώ­νε­ται πλάι στον Χρι­στό και να κερ­δί­ζει την αθα­να­σία με­τέ­χο­ντας όχι μό­νο στη δό­ξα του Απόλ­λω­να, αλ­λά, πρω­τί­στως, στο μυ­στή­ριο της Ανά­στα­σης. Εκτός από τη συ­νά­φεια αυ­τής της ερ­μη­νεί­ας με το πλα­τύ όρα­μα του Σι­κε­λια­νού, υπάρ­χουν και πολ­λές κει­με­νι­κές εν­δεί­ξεις που συ­νη­γο­ρούν υπέρ της. Αξί­ζει να δού­με ορι­σμέ­νες τέ­τοιες εν­δεί­ξεις που εντο­πί­ζο­νται στη «Μά­να του Ντά­ντε» σε συν­δυα­σμό με συ­να­φείς εν­δεί­ξεις από το κεί­με­νο του Βο­κά­κιου.
Η πρώ­τη ση­μα­ντι­κή έν­δει­ξη εί­ναι η ανα­φο­ρά από τον Βο­κά­κιο στη συμ­βο­λι­κή ση­μα­σία του πα­γο­νιού στον χρι­στια­νι­σμό, αλ­λά και στη μυ­θο­λο­γι­κή πα­ρά­δο­ση του αρ­χαί­ου κό­σμου — μια ση­μα­σία που, όπως ανα­γνω­ρί­ζει και ο ίδιος, εί­ναι πολ­λα­πλή και ευ­ρύ­τε­ρη από εκεί­νη την οποία επι­ση­μαί­νει όταν ερ­μη­νεύ­ει αρ­χι­κά την πα­ρου­σία του πα­γο­νιού στο όνει­ρο ως αλ­λη­γο­ρι­κή απο­τύ­πω­ση της με­τα­θα­νά­τιας δό­ξας του Δά­ντη. Ο Βο­κά­κιος επι­κα­λεί­ται μια πα­λιά δο­ξα­σία, που ήταν δη­μο­φι­λής και στον ρω­μαϊ­κό κό­σμο,[6] ότι η σάρ­κα του πα­γο­νιού εί­ναι άφθαρ­τη, έτσι ώστε το πα­γό­νι να εί­ναι το μό­νο που­λί που εν­σαρ­κώ­νει, σ’ έναν βαθ­μό, την ιδιό­τη­τα του μυ­θι­κού φοί­νι­κα να πε­θαί­νει κι έπει­τα να ανα­γεν­νά­ται από τις στά­χτες του. Πά­νω σ’ αυ­τήν τη δο­ξα­σία της πο­λυ­θεϊ­στι­κής πα­ρά­δο­σης λέ­γε­ται πως στη­ρί­χθη­κε ο Άγιος Αυ­γου­στί­νος για να ερ­μη­νεύ­σει το πα­γό­νι ως σύμ­βο­λο της Ανά­στα­σης και του ανα­στη­μέ­νου Χρι­στού.[7] Αυ­τή η όψη του πολ­λα­πλού συμ­βο­λι­σμού του πα­γο­νιού πρέ­πει να εξη­γεί την επι­λο­γή του Σι­κε­λια­νού να ανα­γά­γει το πα­γό­νι σε πρω­τα­γω­νι­στι­κό πα­ρά­γο­ντα της δι­κής του εκ­δο­χής του ονεί­ρου της μη­τέ­ρας του Δά­ντη. Άλ­λω­στε η συγ­χώ­νευ­ση στοι­χεί­ων της μυ­θο­λο­γί­ας του αρ­χαί­ου κό­σμου με στοι­χεία της βι­βλι­κής πα­ρά­δο­σης εντο­πί­ζε­ται συ­χνά στο έρ­γο του Σι­κε­λια­νού, και ορι­σμέ­νες φο­ρές, μά­λι­στα, απο­τυ­πώ­νε­ται όχι ως σχέ­ση συγ­χώ­νευ­σης ανά­με­σα σ’ ένα σύμ­βο­λο και στο νό­η­μά του, αλ­λά ως ευ­θύς πα­ραλ­λη­λι­σμός ανά­με­σα στον Χρι­στό ή σε μορ­φές της Βί­βλου και σε θε­ούς ή άλ­λα πρό­σω­πα από αρ­χαί­ους μύ­θους.[8]

Στην πέμ­πτη και έκτη στρο­φή της «Μά­νας του Ντά­ντε», το πα­γό­νι φαί­νε­ται πως λει­τουρ­γεί και ως σύμ­βο­λο της αθά­να­της δό­ξας του Ντά­ντε, σύμ­φω­να με την ερ­μη­νεία της πα­ρου­σί­ας του πα­γο­νιού στο όνει­ρο που ο Σι­κε­λια­νός βρή­κε στον Βο­κά­κιο, αλ­λά και ως σύμ­βο­λο του ανα­στη­μέ­νου Χρι­στού. Την πι­θα­νό­τη­τα της δεύ­τε­ρης αυ­τής συμ­βο­λι­κής πτυ­χής του πα­γο­νιού στο ποί­η­μα ενι­σχύ­ει και η θε­με­λιω­μέ­νη άπο­ψη ότι το πα­γό­νι στη μυ­θο­λο­γι­κή και βι­βλι­κή πα­ρά­δο­ση εν­σαρ­κώ­νει, εκτός από την πί­στη στην Ανά­στα­ση, και την πί­στη στη νί­κη του κα­λού απέ­να­ντι στο κα­κό, αφού σε αρ­κε­τές αλ­λη­γο­ρι­κές αφη­γή­σεις ή ει­κα­στι­κές απει­κο­νί­σεις πα­γό­νια απω­θούν φί­δια ή τους επι­τί­θε­νται και τα εξου­δε­τε­ρώ­νουν.[9]
Το γε­γο­νός, πά­ντως, ότι στην έκτη και έβδο­μη στρο­φή της «Μά­νας του Ντά­ντε» υπο­δη­λώ­νε­ται πως το πα­γό­νι γο­νι­μο­ποιεί τη νε­α­ρή γυ­ναί­κα ρί­χνο­ντας δαφ­νό­κου­κα προς το μέ­ρος της, εν­θαρ­ρύ­νει την εντύ­πω­ση πως ο συμ­βο­λι­σμός του πα­γο­νιού στο ποί­η­μα του Σι­κε­λια­νού εκτεί­νε­ται και πέ­ραν της πε­ριο­χής που ορί­ζε­ται από το δι­πλό νό­η­μα της αθά­να­της δό­ξας του Δά­ντη και της Ανά­στα­σης του Χρι­στού. Για την ακρί­βεια, υπάρ­χουν εν­δεί­ξεις που ενι­σχύ­ουν την αί­σθη­ση του ανα­γνώ­στη ότι η ει­κό­να του ονεί­ρου, όπως την απο­δί­δει ο Σι­κε­λια­νός, υπο­βάλ­λει μια μυ­στη­ρια­κή ατμό­σφαι­ρα που πα­ρα­πέ­μπει στον Ευαγ­γε­λι­σμό της Θε­ο­τό­κου. Από αυ­τήν τη σκο­πιά, το πα­γό­νι στο ποί­η­μα του Σι­κε­λια­νού θα πρέ­πει να πα­ρα­πέ­μπει στον άγ­γε­λο Γα­βρι­ήλ του Κα­τά Λου­κάν Ευαγ­γε­λί­ου, και η μη­τέ­ρα του Δά­ντη στην Παρ­θέ­νο Μα­ρία. Επί­σης, ο κρί­νος, που δεν ανα­φέ­ρε­ται στο Ευαγ­γέ­λιο, αλ­λά εντο­πί­ζε­ται σε πολ­λές απει­κο­νί­σεις της σκη­νής του Ευαγ­γε­λι­σμού κυ­ρί­ως στη δυ­τι­κή πα­ρά­δο­ση, αντι­στοι­χεί, στο πλαί­σιο αυ­τής της ερ­μη­νεί­ας, στα δαφ­νό­κου­κα του ποι­ή­μα­τος.
Οι ανα­φο­ρές που υπο­στη­ρί­ζουν αυ­τές τις πι­θα­νές αντι­στοι­χί­ες έχουν, κα­τά σει­ρά, ως εξής: Πρώ­τον, στην αφή­γη­ση του Βο­κά­κιου, ένας από τους πολ­λα­πλούς συμ­βο­λι­σμούς του πα­γο­νιού εί­ναι και η αγ­γε­λι­κή φύ­ση του ή η συ­νά­φειά του με τους αγ­γέ­λους. Ο Βο­κά­κιος, στην ερ­μη­νεία του των συμ­βό­λων στο όνει­ρο της μη­τέ­ρας του Δά­ντη, πα­ραλ­λη­λί­ζει τα πα­γό­νια με τους αγ­γέ­λους με αφορ­μή το φτέ­ρω­μά τους, το οποίο χα­ρα­κτη­ρί­ζει αγ­γε­λι­κό επει­δή, όπως ση­μειώ­νει στο πλαί­σιο ενός ψευ­δο­συλ­λο­γι­σμού που ανα­πτύσ­σει εν συ­ντο­μία, αφού οι άγ­γε­λοι πε­τούν, θα πρέ­πει να έχουν φτε­ρά και αφού οι άγ­γε­λοι εί­ναι τε­λειό­τε­ρα όντα απ’ όλα τα που­λιά, το φτέ­ρω­μά τους θα πρέ­πει να μοιά­ζει με το φτέ­ρω­μα του που­λιού που έχει φτε­ρά σπα­νιό­τε­ρα και ομορ­φό­τε­ρα από αυ­τά όλων των άλ­λων, δη­λα­δή του πα­γο­νιού.
Πα­ρό­τι αυ­τές οι σκέ­ψεις του Βο­κά­κιου έχουν πε­ρισ­σό­τε­ρες πι­θα­νό­τη­τες να γοη­τεύ­σουν πα­ρά να πεί­σουν τους ανα­γνώ­στες των ημε­ρών μας, απη­χούν επι­βε­βαιω­μέ­νες τε­λε­τουρ­γι­κές μορ­φές έντα­ξης των φτε­ρών του πα­γο­νιού στη λα­τρευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση πολ­λών θρη­σκειών, όπως μαρ­τυ­ρεί και η τεκ­μη­ριω­μέ­νη από την ιστο­ρι­κή έρευ­να θε­ώ­ρη­ση της χρή­σης φτε­ρών πα­γο­νιού ως φυ­λα­χτών ή θαυ­μα­τουρ­γών αντι­κει­μέ­νων που ξορ­κί­ζουν το κα­κό στην Ιν­δία.[10] Ακό­μη και αν υπο­θέ­σου­με πως ο Σι­κε­λια­νός αγνο­ού­σε αυ­τήν την πα­ρά­δο­ση, θα ήταν δύ­σκο­λο να αγνο­ού­σε τον σχε­τι­κό ψευ­δο­συλ­λο­γι­σμό του Βο­κά­κιου.
Ακό­μη, ο πα­ραλ­λη­λι­σμός της μη­τέ­ρας του Δά­ντη στο ποί­η­μα του Σι­κε­λια­νού με την Παρ­θέ­νο Μα­ρία υπο­στη­ρί­ζε­ται από χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στιγ­μιό­τυ­πα του ονεί­ρου που χρω­στούν την πα­τρό­τη­τά τους στη με­τά­πλα­σή του από τον Σι­κε­λια­νό, όπως εί­ναι το νυ­φι­κό φό­ρε­μα που φο­ρά­ει η νε­α­ρή γυ­ναί­κα κα­τά τη διάρ­κεια της πε­ρι­πλά­νη­σής της προ­τού συ­να­ντή­σει το πα­γό­νι και η απου­σία κά­θε αν­δρι­κής μορ­φής από την αφή­γη­ση. Ας θυ­μη­θού­με πως στην πρώ­τη στρο­φή, η μη­τέ­ρα του Δά­ντη βλέ­πει στο όνει­ρό της πως απο­μα­κρύ­νε­ται από τις φί­λες της, ενώ το τέ­λος του ποι­ή­μα­τος τη βρί­σκει να γεν­νά τον γιο της πε­ρι­στοι­χι­σμέ­νη μο­νά­χα από τις φί­λες, τις οποί­ες λί­γο νω­ρί­τε­ρα ονει­ρεύ­τη­κε πως εί­χε αφή­σει πί­σω της.
Τέ­λος, σ’ αυ­τό το πλαί­σιο ερ­μη­νεί­ας, τα δαφ­νό­κου­κα αντι­στοι­χούν στον κρί­νο. Όπως υπεν­θυ­μί­ζει και ο Βο­κά­κιος στη δι­κή του αφή­γη­ση, η δάφ­νη εί­ναι το δέ­ντρο του Απόλ­λω­να, πράγ­μα που εμπε­δώ­νει την εντύ­πω­ση πως στο ποί­η­μα του Σι­κε­λια­νού ο νε­ο­γέν­νη­τος Δά­ντης βρί­σκε­ται υπό τη σκέ­πη και του Χρι­στού και του Απόλ­λω­να. Άλ­λω­στε η συ­νέ­νω­ση του Χρι­στού με τον Απόλ­λω­να, αλ­λά και τον Διό­νυ­σο, εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα του μυ­στι­κι­στι­κού ορά­μα­τος του Σι­κε­λια­νού.[11] Ει­δι­κά, σε σχέ­ση με τη δάφ­νη, αξί­ζει να ση­μειω­θεί πως η λέ­ξη δαφ­νό­δε­ντρο απα­ντά­ται και στο Μή­τηρ Θε­ού,[12] σε μυ­στα­γω­γι­κό πε­ρι­βάλ­λον ανά­λο­γο με αυ­τό που μα­γεύ­ει τη μά­να του Ντά­ντε στο ομώ­νυ­μο ποί­η­μα.

Οι εν­δεί­ξεις αυ­τές φα­νε­ρώ­νουν πως οι συμ­βο­λι­σμοί στην εκ­δο­χή του ονεί­ρου της μη­τέ­ρας του Δά­ντη που μας πα­ρα­δί­δει ο Σι­κε­λια­νός εί­ναι πολ­λα­πλοί και ερ­μη­νεύ­σι­μοι σε δια­δο­χι­κά επί­πε­δα, με την κρυ­πτι­κή τους δύ­να­μη να εντεί­νε­ται κα­θώς περ­νού­με από το ένα επί­πε­δο στο άλ­λο. Το στοι­χείο αυ­τό, σε συν­δυα­σμό με το γε­γο­νός πως ο ανα­γνώ­στης μπο­ρεί να επι­κοι­νω­νή­σει με το ποί­η­μα ακό­μη και χω­ρίς να εμπλα­κεί σε δαι­δα­λώ­δεις δρό­μους ερ­μη­νεί­ας αν αφε­θεί στη συ­γκί­νη­ση που καλ­λιερ­γεί η υπο­βλη­τι­κή του ατμό­σφαι­ρα, δεί­χνει πως ο υπαι­νι­κτι­κός λό­γος του Σι­κε­λια­νού στη «Μά­να του Ντά­ντε» εί­ναι ιδιαί­τε­ρα δρα­στι­κός. Αυ­τή η πτυ­χή της ποί­η­σης του Σι­κε­λια­νού, έτσι όπως προ­κύ­πτει τό­σο από τους πυ­κνούς συμ­βο­λι­σμούς και σε αρ­κε­τά άλ­λα από τα κα­λύ­τε­ρα ποι­ή­μα­τά του όσο και από την πρό­θε­σή του να τους δια­τη­ρεί σ’ ένα δια­κρι­τι­κό ημί­φως, δεν ανα­δει­κνύ­ει μό­νο την κλα­σι­κή διά­στα­ση του έρ­γου του, αλ­λά και την επι­και­ρό­τη­τά του — ιδί­ως σή­με­ρα που η υπαι­νι­κτι­κή γρα­φή εί­ναι πο­λύ οι­κεία στους φί­λους της ποί­η­σης και ίσως πε­ρισ­σό­τε­ρο αγα­πη­τή απ’ ό,τι άλ­λες πτυ­χές του ποι­η­τι­κού λό­γου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: