Ο εωρακώς μεμαρτύρηκε

Χειρόγραφο του Άγγελου Σικελιανού (1935), Αρχείο Κ. Μπουρναζάκη
Χειρόγραφο του Άγγελου Σικελιανού (1935), Αρχείο Κ. Μπουρναζάκη

Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι

Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη – έτσι γλυκά θρηνούσαν! –
πως, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Επιτάφιος Θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι απ’ τ’ Άγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!»

Και να· ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο· και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

Και τότε – μάρτυράς μου να ’ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –
απ’ το στασίδι που ’μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
– έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –,
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Μάτια μου… Βαγγέλη!»

Κι ακόμα, – μάρτυράς μου να ’ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε το μάτια!...

Η μονή Οσίου Λουκά (1933). Φωτ. S. & G. Weinberg
Η μονή Οσίου Λουκά (1933). Φωτ. S. & G. Weinberg

Ο Άγγελος Σικελιανός, «φύσεως λαχών θεαζούσης», σύχναζε και ενίοτε εγκαταβιούσε επί μακρόν σε τόπους λατρείας, ελληνικούς και χριστιανικούς. Ως φιλακόλουθος που ήταν παρακολουθούσε με κατάνυξη τις τελετουργίες ευελπιστώντας ότι κάποτε θα μπορούσε κι αυτός να καταστεί αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας ενός θαύματος, που, όπως έγραψε ο Γκαίτε, είναι το αγαπημένο τέκνο της πίστης. Έχοντας διαβάσει στο παρελθόν εβδομηκοντάκις επτά φορές το προκείμενο ποίημα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τα διαδραματισθέντα εκείνο το βράδυ της Αναστάσεως στου Όσιου Λουκά το μοναστήρι δεν ήταν συμφυρμός από λογοτεχνικούς τόπους και μοτίβα. Κάποιος πυρήνας αυθεντικότητας θα πρέπει να υπήρχε. Κατέφυγα λοιπόν στα φώτα του Κώστα Μπουρναζάκη, του γνωστού χαλκέντερου εκδότη του Σικελιανού, ο οποίος ως φοιτητής ανήκε στον λόγιο κύκλο της Άννας Σικελιανού, η οποία μάλιστα τον είχε «στεφανώσει», που λέμε στην Κρήτη. Τον ρώτησα λοιπόν και μου είπε ότι η Άννα, που στο παρελθόν νυχθημερόν συζητούσε με τον ποιητή δύσβατα χωρία του έργου του, αναφερόταν συχνά σ’ αυτό το περιστατικό, το οποίο είχε υψωθεί στη μικρή κοινωνία του Στειριού σε Ιστορικό Γεγονός. Κάποιος αγνοούμενος του μικρασιατικού μετώπου επέστρεψε μετά από χρόνια στο χωρίο του, το Στείρι. Λεπτομέρειες δεν γνώριζε τότε η Άννα, γιατί ο ποιητής, ευσυγκίνητος όπως ήταν, διέκοπτε τη συζήτηση.
Στους πρόποδες του Ελικώνα, το ενιδιαίτημα των Ελικωνιάδων Μουσών, έχει οικοδομηθεί ήδη από τον 11ο αιώνα η Μονή του Οσίου Λουκά του εξ Αιγίνης. Ο Όσιος (: ασκητής καθαγιασμένος) έλαβε την θείαν χάριν της προφητείας και της θαυματουργίας και η φήμη του διεσαλπίσθη όπου ορθόδοξος χριστιανός. Και στις ημέρες μας ακόμη, το σεπτό λείψανό του ιάται «τα συντρίμμια των ψυχών και των σωμάτων ημών». Το κτιριακό συγκρότημα, αληθινό καστρομονάστηρο, περιλαμβάνει σήμερα δύο ναούς, το καθολικόν και το εκκλησίδιον τιμώμενον επ’ ονόματι της Θεοτόκου. Σε ικανό αριθμό ψηφιδωτών και τοιχογραφιών που είναι δείγματα του κωνσταντινουπολίτικου ρεύματος της Βυζαντινής τέχνης απεικονίζονται Αρχάγγελοι και στρατιωτικοί Άγιοι, όπως ο Άγιος Μερκούριος, οι Άγιοι Θεόδωροι, ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Δημήτριος, ο Άγιος Νέστωρ κ.ά. Καμία έκπληξη, επειδή ακριβώς στην ανέγερση, τη διακόσμηση, και στις ανακαινίσεις του συγκροτήματος συνέβαλαν δαψιλώς αυτοκράτορες, στρατηγοί, προύχοντες και τοπάρχες της ευρύτερης περιοχής.
Μεγάλη Πέμπτη λοιπόν και οι γυναίκες από τα γυροτρίγυρα θρηνούν τον Υιό του Θεού και, χωρίς να το γνωρίζουν, στο πλαίσιο της θεοκρασίας θρηνούν και τον αγαπημένο της Αφροδίτης, τον Άδωνη (: ο Κύριος), που κάποτε ο Άρης μεταμορφωμένος σε κάπρο τραυμάτισε θανάσιμα στο μηρό. Τα ρόδα και οι ανεμώνες του ποιήματος (στ. 10 και 14) προέρχονται από τον θρήνο για τον Άδωνη που συνέθεσε ο Βίων από τη Σμύρνη, ο ποιητής που ήκμασε γύρω στο 100 π.Χ.: «Η Αφροδίτη χύνει τόσα δάκρυα, όσο αίμα χάνει και ο Άδωνις. Όλα τους όμως πάνω στη γη, γίνονται άνθη. Το αίμα γεννά κόκκινα τριαντάφυλλα και τα δάκρυα τις ανεμώνες (στ. 64-66). Από τους πανάρχαιους μύθους, τις ποιητικές πραγματώσεις (Σαπφώ, Θεόκριτος), τις επιβιώσεις της λατρείας (Αδώνιδος κήποι), η πιο συγκινητική και άμεσα συσχετιζόμενη με το θέμα μας μαρτυρία προέρχεται από τον Άγιο Ιερώνυμο, ο οποίος στον Πρόλογο της Vulgata αναφέρει ότι στο σπήλαιο όπου κάποτε κλαψούρισε ο μικρούλης Χριστός οι γυναίκες θρηνούσαν τον εραστή της Αφροδίτης. Θα ισχυριστεί το πνεύμα αντιλογίας: «Μα είναι δυνατόν ο Σικελιανός να γνώριζε το χωρίο αυτό του Αγίου Ιερωνύμου;» «Βεβαίως», θα του απαντούσαμε παρευθύς, γιατί είναι locus conclamatus το οποίο μνημονεύουν συχνά στις μελέτες τους όσοι ασχολούνται με θέματα μαγείας και θρησκείας, όπως επί παραδείγματι ο Sir James George Frazer στο μνημειώδες έργο του Ο χρυσός κλώνος. Η αναγνωστική βουλιμία του Σικελιανού ιδίως για τα θέματα αυτά ήταν αθεράπευτη.
Στη δεύτερη και την τρίτη στροφή συμπλέκονται τα θέματα του νόστου, της κοινής Ανάστασης, και της αρεταλογίας του ήρωα. Δεν είναι ο κάθε νόστος ευχάριστος ούτε για τον νοστήσαντα ούτε για τους οικείους του Ο Αγαμέμνων δολοφονείται από την σύζυγό του, την Κλυταιμνήστρα, και τον Αίγισθο. Ο ίδιος ο Οδυσσέας αναγκάζεται να εκτελέσει τους μνηστήρες της Πηνελόπης, προκαλώντας την οργή των Ιθακησίων. Για την επιστροφή του Άσωτου υιού ο φιλεύσπλαχνος πατέρας του σφάζει τον μόσχο τον σιτευτό, αλλά ο πρεσβύτερος αδελφός του εξοργίζεται σφόδρα. Σε άλλες περιπτώσεις ο νοστήσας δεν είναι πια παρά η σκιά του εαυτού του: γέροντας, ανήμπορος, κακοποδομένος, σημαδεμένος, άξιος οίκτου. Συναναστήθηκε (- sit venia verbo) λοιπόν ο Βαγγέλης έστω και χωλός. Άλλωστε και ο Κύριος πρώτα από όλους δεν θεράπευε τυφλούς, χωλούς και ξηρούς; Ας δούμε μόνο την αισιόδοξη πλευρά: Ίσως στο μέλλον και ο Βαγγέλης, μια που αναστήθηκε κι αυτός, θα ξαναγίνει (ωριμότερων αυτή τη φορά) κοριτσιών το λάμπασμα, έστω κι αν δεν τραντάζει πια με τα χοροπηδήματά του τ’ αλώνι του Στειριού. Η αρχαία παροιμία ἄριστα χωλὸς οἰφεῖ και η ομόθεμη νοελληνική αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας. Πόσοι και πόσοι χωλοί δεν διέπρεψαν παρά την αναπηρία τους ως κατακτητές αυτοκρατοριών και γυναικών· ένα παράδειγμα αρκεί: Ταμερλάνος (Τιμούρ: ο χωλός).
Μέσα στο ασφυκτικό κλίμα του συγκρητισμού η νεοπαγής θρησκεία του χριστιανισμού είχε την ανάγκη μαρτύρων που ως αυτήκοοι και αυτόπτες θα επιβεβαίωναν ότι πράγματι τα σημεία και τέρατα που εποίησεν ο Ιησούς ήταν αληθινά. Το βάρος της ευθύνης έπεφτε στους ώμους του τέταρτου Ευαγγελιστή, που ανέλαβε να συμπληρώσει τα κενά των άλλων Ευαγγελιστών, των αποκαλουμένων συνοπτικών. Ποιος ήταν ο Ιωάννης αυτός δεν γνωρίζουμε. Δεν ήταν πάντως ούτε ο μαθητής τον οποίον αγαπούσε ο Ιησούς, ο επιστήθιος φίλος του, στον οποίο εμπιστεύτηκε τη φροντίδα της μητέρας του, ούτε ο Ιωάννης που συνέγραψε την Αποκάλυψη. Το ρ. μαρτυρέω λοιπόν απαντά μια φορά στον Ματθαίο, δύο στον Λουκά και 32 στον Ιωάννη. Η λ. μαρτυρία επίσης απαντά 3 φορές στον Μάρκο, μία στον Λουκά και 14 στον Ιωάννη. Έχουν επίσης σχηματισθεί και λογοτυπικές δομές του τύπου ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα, ὃ ἑώρακε καὶ ἤκουσε τοῦτο μαρτυρεῖ, ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, κ.ά. Στην Αποκάλυψη, που γράφτηκε σε χρόνια απηνών διωγμών, το ρ. μαρτυρέω λαμβάνει και τη σημασία: επιβεβαιώνω την πίστη μου και επομένως υφίσταμαι τις συνέπειες, δηλαδή βασανίζομαι και πεθαίνω.
Στην τέταρτη και εκτενέστερη στροφή του ποιήματος ο ομοδιηγηματικός αφηγητής, δηλαδή ο αυτοεγκωμιαζόμενος ποιητής, επικαλείται (αφήνοντας μετέωρη την αφηγηματική χρονικότητα) τρεις φορές για την αλήθεια των λεγομένων του τη μαρτυρία των στίχων του (για το μοτίβο πβ. και Δάντης, Θεία Κωμωδία, άσμα XVI, 127 κ. εξ.):

            38-39: Και τότε – μάρτυράς μου να ’ναι ο στίχος,
                                  ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –

                44-46: – έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
                                  ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –,

                49-50: Κι ακόμα, – μάρτυράς μου να ’ναι ο στίχος,
                                  ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –,

Το καθένα από τα τρία ζευγάρια των στίχων, που διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ τους («παραλληλισμός μελών»), περικλείεται σε διπλές παύλες.
Το θαύμα λοιπόν βαίνει προς την ολοκλήρωσή του με την αντίδραση της μάνας – που στην ανδροκρατική κοινωνία του Στειριού και το βαφτιστικό της όνομα έχει καταποθεί από το βαφτιστικό (Γιώργης) του συζύγου της– να πετά τον κεφαλόδεσμο και να αγκαλιάζει το ξύλινο ποδάρι του γιου της. Η λύπη της που για μια στιγμή μεταβάλλεται σε χαρμολύπη τελικά παγιώνεται σε απαστράπτουσα χαρά – η αριστοτελική περιπέτεια στη θετική της εκδοχή: μεταβολή εκ δυστυχίας σε ευτυχία. Και οι συντοπίτισσες μοιρολογίστρες μεταμορφώνονται· εκεί που έψαλλαν γλυκά και νανουριστά τον τελετουργικό Επιτάφιο Θρήνο, ξεσπούν στον αυτοσχεδιαστικό γόο, την «αξεθύμαστη του τρόμου κραυγή». Κι ο πέπλος που σκεπάζει τα μάτια του ποιητή; Η έκσταση, θα ’λεγα, επενεργεί. Γιατί όπως επισημαίνει στο ακόλουθο πολυσυζητημένο χωρίο της Ποιητικής ο Αριστοτέλης (1455a32-34): διὸ εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ· τούτων γὰρ οἱ μὲν εὔπλαστοι οἱ δὲ ἐκστατικοί εἰσιν. Πάντως ο τελευταίος στίχος είναι και ο από μηχανής θεός για την Έξοδο του ποιήματος.
Κατά τη μακρά περίοδο της ελληνορωμαϊκής εποχής, κριτικοί της λογοτεχνίας και ρητοροδιδάσκαλοι ανέπτυξαν με βάση το αξίωμα του Πρέποντος (: η γλώσσα και το ύφος γενικότερα πρέπει να ταιριάζουν με το θέμα) διάφορες θεωρίες για το ύφος. Ο όρος αυτός που είναι μεταφορικός (: η ύφανση), όπως άλλωστε και το λατινικό textus, απαντά για πρώτη φορά στο Περί ύψους του Λογγίνου και με τον καιρό αντικατέστησε τους συνώνυμους χαρακτήρ, ερμηνεία, αρμονία. Το ύφος λοιπόν διακρίνεται σε ισχνό, ταπεινό ή λιτό, σε μέσο ή μικτό ή ανθηρό, και σε μεγαλοπρεπές ή αδρό ή υψηλό.
Το ισχνό ύφος αρμόζει σε θέματα ταπεινά ή τετριμμένα. Πρότυπό του θεωρείται ο σπαρτιάτης Μενέλαος, ο οποίος κατά την Ἰλιάδα (Γ 214-215) ἐπιτροχάδην ἀγόρευε, / παῦρα μὲν ἀλλὰ μάλα λιγέως. Οι διασημότεροι συγγραφείς που το καλλιέργησαν ήταν ο Λυσίας και ο Ξενοφών. Στόχος του ήταν να διδάξει και να πείσει.
Το ομηρικό πρότυπο του μέσου (ή μικτού ή ανθηρού ή γλαφυρού) ήταν ο γέρων Νέστωρ, τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μόλπος γλυκίων ῥέεν αὐδή (Α 249). Επιφανέστεροι από τους εκπροσώπους του θεωρούνταν ο Ηρόδοτος και ο Ισοκράτης. Οι στόχοι του ήταν πρωτίστως να τέρψει και να συμβουλεύσει.
Το τρίτο είδος ήταν το μεγαλοπρεπές (ή αδρό ή υψηλό, ή και δεινό), του οποίου πρότυπο ήταν ο Οδυσσεύς. Τα λόγια του πολυμήχανου βασιλιά της Ιθάκης ήταν ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃισιν, δηλαδή απαλά και πυκνά (Γ 222). Εκπρόσωποί του ο Γοργίας, ο Θουκυδίδης, και στην ποίηση ο Αισχύλος, ο Πίνδαρος κ.ά. Τα ἁμαρτήματα (: αστοχίες) που θα μπορούσε να περιπέσει αυτό το είδος ήταν το οἰδοῦν (παραφουσκωμένο), το ογκηρό, το ψυχρόν και το σκληρόν. Στόχος του ήταν να προκαλέσει συγκίνηση και να εκπλήξει.
Ο Heinrich Lausberg, ο οποίος ανήκει στη σειρά των μεγάλων ρωμανιστών (Curtius, Auerbach, Kayser και Wellek), στη σύνοψη του κλασικού εγχειριδίου για τη Ρητορική Στοιχεία της λογοτεχνικής ρητορικής (Elemente der literarischen Rhetorik), παραθέτει ένα σχεδιάγραμμα από τον μεσαιωνικό «Τροχό του Βιργιλίου» (Rota Virgilii) όπου ο Johannes de Garlandia, με βάση τα τρία σημαντικότερα έργα του Βιργιλίου Βουκολικά, Γεωργικά και Αινειάδα, ερμήνευσε τους τρεις κυριότερους τρόπους γραφής. Πώς ταξινομούνται λοιπόν τα τρία είδη με κριτήριο έξι ουσιώδεις διαφοροποιήσεις; Ως ακολούθως.

Έργο                                         Βουκολικά                                         Γεωργικά                                         Αινειάς
ύφος (stilus)                     ισχνό, ταπεινό                         μέσο                                          αδρό, μεγαλοπρεπές, υψηλό

1. κοινωνική θέση        ποιμήν, αργόσχολος          γεωργός                                     στρατιώτης, άρχοντας
2. όνομα                              Τίτυρος, Μελιβοεύς           Τριπτόλεμος, Καίλιος      
Έκτωρ, Αίας
3. ζώο                                        πρόβατο                                    βόδι                                               ίππος
4. όργανο                             ράβδος                                        άροτρο                                       ξίφος
5. τόπος                                λιβάδια για βοσκή               αγρός καλλιεργημένος    πόλη, κάστρο
6. φυτά                                     οξιά                                               οπώρες                                      δάφνη, κέδρος

Πρέπει να ομολογήσω ότι ο εποπτικός αυτός πίνακας διευκολύνει τα μάλα όποιον αποτολμήσει, όπως εγώ κατά το μακρινό παρελθόν, να διδάξει (ανεπιτυχώς βέβαια) αρχαίους τεχνογράφους. Ακόμη όμως και ο Roland Barthes φαίνεται ότι εντυπωσιάστηκε και τον παρέθεσε στο πόνημά του Η αρχαία ρητορική. Μνημονικό βοήθημα, μτφρ. Πάνος Αγγελόπουλος, εκδ. Petites Maisons, Αθήνα 2020.
Δεν κανονάρχησε ασφαλώς κανείς στον Άγγελο Σικελιανό τους σχολαστικούς (αλλά τόσο καίριους και διδακτικούς) κανόνες των γραμματικών και των ρητοροδιδασκάλων, αλλά ο ίδιος από ένστικτο, από πολύχρονη τριβή, από μεγάλη πείρα, από ποιητικό οίστρο, αυτοδίδακτος σαν τον ομηρικό Δημόδοκο, αποφάσισε να προσαρμόσει ως έγγιστα το Επύλλιόν του στις υποδείξεις του αδρού ή μεγαλοπρεπούς ύφους. Έτσι λοιπόν με βάση τον τροχό του Βιργιλίου έχουμε:

1. Κοινωνική θέση: Στρατιώτης, ανάπηρος, ήρωας του πολέμου.

2. Όνομα: Βαγγέλης, δηλαδή Ευάγγελος, που απαντά για πρώτη φορά στον Αισχύλο ως επίθετο και αργότερα ως όνομα μυθικών ηρώων και ανθρώπων. Στον χριστιανικό κόσμο βέβαια γνώρισε ημέρες δόξας επειδή συσχετίστηκε με τον Ευαγγελισμό.

3. Ζώο: Ζώο δεν αναφέρεται, αλλά ως Ρουμελιώτης λεβέντης άλογο θα ίππευε.

4. Όργανο: Ξίφος. Τον καιρό που ο Βαγγέλης ήταν αλώβητος κάποιο αγχέμαχο ή εκηβόλο όπλο θα έφερε πάνω του.

5. Τόπος: Το καστρομονάστηρο του Όσιου Λουκά.

6. Φυτά: Άνθη της Άνοιξης, ανεμώνες (το άνθος του ανέμου;) που βλάστησαν εκεί που έπεσαν τα δάκρυα της Αφροδίτης και κόκκινα τριαντάφυλλα εκεί που έπεσε το αίμα του Άδωνι, του μικρού θεού της εφήμερης βλάστησης.

Το ποιητικό πρόγραμμα του Καλλιμάχου εκτίθεται θεωρητικά και εφαρμόζεται στην πράξη στα Αίτια, μια συλλογή ολιγόστιχων ποιημάτων με θέματα ειλημμένα από γραπτές και προφορικές μαρτυρίες, που αφορούν τοπικούς μυθικούς ήρωες (τους αντίστοιχους Αγίους της χριστιανικής θρησκείας), λατρείες από τα πέρατα του ελληνισμού, έθιμα, ονοματοθεσίες, γενικά μικρά και μεγάλα παράδοξα, ή ακόμα και θαύματα. Σε ένα μάλιστα από αυτά ο Απόλλων, μη έχοντας άλλον παρόντα (ή μάλλον ανώτερό του) να επικαλεσθεί ως μάρτυρα, ορκίζεται στον εαυτό του (απ. 114, 5: ναὶ μὰ τὸν αὐτόν ἐμέ), όπως είχε κάνει και ο Γιαχβέ (Γεν. 22, 16: κατ᾽ ἐμαυτοῦ ὤμοσα λέγει Κύριος) και όπως κάνει ο σιωπηλός αλαφροΐσκιωτος που στο ποίημά μας ακούμπησε στο στασίδι. Το ανώτερο ωστόσο ποίημα του Καλλιμάχου ήταν η Εκάλη, ένα ολιγόστιχο επύλλιο, που ενώ είχε ως κύριο θέμα του το κυνήγιο του κάπρου του Μαραθώνος από τον Θησέα, τελικά την παράσταση κλέβει από τον ήρωα μια χαροκαμένη γριούλα από την ύπαιθρο της Αττικής. Η λεπταλέη Μούσα του ποιητή πήγαζε από το λεπτό του αισθητήριο, αλλά στηριζόταν και στη βιβλιακή του πολυμάθεια και διευκολυνόταν από την «πολυείδια», την καλλιέργεια ποικίλων ποιητικών ειδών (ύμνοι, ελεγείες, ίαμβοι, επιγράμματα κ.ά.).
Η μυστικιστική ιδιοσυγκρασία του Σικελιανού αναζητούσε το Ιερό όπως το είχε ορίσει ο διάσημος θρησκειολόγος Rudolf Otto: mysterium tremendum et fascinans. Αυτό το τρομερό και συνάμα σαγηνευτικό μυστήριο ο ποιητής δεν το ανακάλυπτε μόνο στη θρησκεία των Ολυμπίων, αλλά και στον ορφισμό και στις μυστηριακές λατρείες της ελληνορωμαϊκής εποχής και φυσικά και στον χριστιανισμό, ιδιαίτερα στην Ορθοδοξία με το υπέρλαμπρο τελετουργικό και τον πληθωρικό της λόγο, κατά βάση ποιητικό. Γενικά πάντως ο Σικελιανός ήταν λάτρης, όπως ο πλατωνικός Σωκράτης στον Φαίδρο, του ηδυσμένου προφορικού λόγου, τον οποίο υπηρετούσε σε κάθε ευκαιρία – κι αυτές ήταν πολλές: απαγγελίες, θεατρικές παραστάσεις, ομιλίες σε συνέδρια και σε συλλόγους, προσφωνήσεις σε εκδρομείς και σε στρατιώτες, επικηδείους. Το 1938 μάλιστα το προλόγισμά του στο ρεσιτάλ απαγγελίας της Πούπας Κοκκινάκη είχε τον τίτλο «Ο ποιητικός προφορικός Λόγος και η εποχή μας».
Αυτή η προτίμηση στην προφορικότητα αποτυπώνεται και στο ύφος του ποιήματος που μας απασχολεί, και ειδικότερα στα στοιχεία της ντοπιολαλιάς που έχουν εγκατασπαρεί στο κείμενο δημιουργώντας ένα κλίμα τραχύτητας και γλυκύτητας συγχρόνως· η αποστροφή της Γιώργαινας «Μάτια μου… Βαγγέλη», που τόσο θυμίζει την αποστροφή της Δήμαινας στον γιο της τον Αφεντομήτρο τον Ρουμελιώτη «Μάτια μου, μάτι μου, ο Χριστός! ο Χριστός!» στο διήγημα του Κωστή Παλαμά «Ο θάνατος του παλικαριού» είναι η εκ βαθέων κραυγή, πότε τρυφερότητας και πότε απόγνωσης, της ελληνίδας μάνας.
Το μαγικό ραβδί της προφορικότητας αγγίζει και τη στίξη, που η χρήση της είναι πληθωρική και περίτεχνη με αποκορύφωμα τις παρενθετικές διπλές παύλες που επαναλαμβάνονται τρεις φορές. Το κομψοτέχνημα αυτό, για τη χρήση του οποίου γενικά δίνει πολύτιμες συμβουλές ο Ανδρέας Παππάς στα Υπογλώσσια, καλό θα ήταν να μελετηθεί κάποτε στο σύνολο του έργου του Σικελιανού. Αγγίζει επίσης τη δόμηση των περιόδων. Αν θελήσει κανείς να διαβάσει το ποίημα μεγαλοφώνως θα νιώσει να του κόβεται η ανάσα. Το 1937 μάλιστα το ποίημα τονισμένο από τον Μανόλη Καλομοίρη απήγγειλε σε συμφωνική συναυλία στο θέατρο Ολύμπια ο συντοπίτης και στενός φίλος του ποιητή, ο ραδινός και μεγαλοπρεπής Τ. Ζ. Καρούσο με τη σπηλαιώδη φωνή του, η οποία μας τρόμαζε στις ταινίες του, γιατί ήμαστε παιδιά και ως εκ τούτου ένοχοι λόγω, έργω ή διανοία. Ένας ευπατρίδης λοιπόν, ένα αταλάντευτος δημοκράτης, ένας μεγάλος καλλιτέχνης. Την καίρια συμβολή του μακροπερίοδου λόγου («κατεστραμμένη λέξις») και της τραχύτητας υπογραμμίζει προσκομίζοντας παραδείγματα ο ρητοροδιδάσκαλος Δημήτριος στο πρακτικό εγχειρίδιο υφολογίας που φέρει τον τίτλο Περί ερμηνείας (§ 44-49) και το οποίο εξέδωσε το 2010 υποδειγματικά (εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια) ο Νικόλαος Α. Ε. Καλοσπύρος – είθε κάποτε ο γραμματικότατος μελετητής να διερευνήσει αυτά τα υφικά φαινόμενα στον μεγαλοφωνότατο ποιητή μας.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γαλίτης Γ., Ι. Καραβιδόπουλος, Ι. Γαλάνης, Π. Βασιλειάδης (επιμ.). Η Καινή Διαθήκη, Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 1989.
Δημήτριος, Περί ερμηνείας, εισαγωγή - κείμενο – μετάφραση – σχόλια: Νικόλαος Α. Ε. Καλοσπύρος, Δαίδαλος - Ι. Ζαχαρόπουλος, 2010.
Παππάς, Ανδρέας. Υπογλώσσια. 50 + 1 κείμενα για τη γλώσσα, Κριτική, 2010.
Σαββίδης, Γ. Π. Σημειώσεις στον Λυρικό Βίο του Άγγελου Σικελιανού, φιλολ. επιμ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2012.
Σικελιανός, Άγγελος. Αντίδωρο, φιλολ. επιμ. Κώστας Μπουρναζάκης, Ίκαρος 2003.
Σικελιανός, Άγγελος. Λυρικός Βίος Ε΄, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Ίκαρος, 1978.
Σταθοπούλου - Χριστοφελλή, Μαίρη. Υφολογία και αρχαία ελληνική τεχνογραφία, Αθήνα 1992.
Χατζηδάκη, Νανώ. Όσιος Λουκάς. Βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα, Μέλισσα, 1996.
Frazer, J. G. Ο χρυσός κλώνος. Μελέτη για τη Μαγεία και τη Θρησκεία, τομ. Γ΄, μτφρ. Μπονίτα Μπικάκη, φιλολ. επιμ. Παναγιώτης Καρματζός, εκδ. Εκάτη, 1992.
Hopkinson, Neil (επιμ.). A Hellenistic Anthology, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1988.
Lausberg, Heinrich. Elemente der literarischen Rhetorik, Max Hueber Verlag, Μόναχο ⁵1976.
Marsh, John. The Gospel of St. John, Penguin Books 1979.
Russell, D. A. Λογοτεχνική κριτική στην αρχαιότητα, μτφρ. Αργύρης Παπασυριόπουλος, επιμ. Όλγα Ν. Μπεζεντάκου, Ινστιτούτο του βιβλίου - Α. Καρδαμίτσα, 2013.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: