Ας πούμε, θαλερό
(Γιώργος Βέης, Βλέπω)
Το να μιλήσει κανείς για τον Άγγελο Σικελιανό δεν είναι εύκολο. Είναι πολύς, πλατύς και βαθύς και μεγάλος. Μόνο ψηφίδες από το έργο του μπορεί να απομονώσει κανείς κι εκεί επάνω να σταθεί για λίγο, αφήνοντας την ένοχη συνείδηση στην άκρη και ζητώντας συγγνώμη από τον μεγάλο μύστη.
Ο συστηματικός μελετητής του Άγγελου Σικελιανού, στην καθημερινή ζωή αλλά και στην ποίηση, Γιώργος Σεφέρης θα αναγκαστεί πολλές φορές να σχολιάσει στάσεις, λόγια, συμπεριφορές. Για κείνο που τον δυσαρεστεί διαθέτει το αντίδοτο: «Κι όμως έχει γράψει την Ιερά οδό», πράγμα που σημαίνει πως αυτό και μόνο το ποίημα κάνει τον Σεφέρη να παραβλέπει το ογκώδες και πομπώδες ύφος του Σικελιανού, ο οποίος συμπεριφερόταν –ή μήπως ήταν;- σαν θεός επί της γης. Οι αναφορές του Σεφέρη στον Σικελιανό δείχνουν ότι, πίσω από τα όποια σχόλια, υπάρχει μια πολύ βαθιά συγκίνηση και υπόγεια σχέση. Από τις Μέρες επιλέγω τις καταγραφές εκείνες που αποδεικνύουν αυτά ακριβώς τα δύο: συγκίνηση και υπόγεια σχέση.
Σημειώνει ο Σεφέρης στις 15 Γενάρη 1946: «Πρεμιέρα στο Εθνικό [...] Ο Σικελιανός, κουρασμένο πρόσωπο, σκούρα γυαλιά [...] Η αρρώστια τον είχε χτυπήσει στα μάτια τούτη τη φορά. [...] Σα να τον παίρνει ένα βόλι κάθε τόσο∙ πότε το πόδι, πότε το χέρι, πότε το μάτι [...] Γιατρεύεται από τη λαβωματιά και τον βλέπεις ξανά στα πόδια του να διαλαλά πως είναι ο υγιέστερος άνθρωπος στην Ελλάδα. Βιάστηκα να πάω κοντά του και να τον ρωτήσω: -Δούλεψα πολύ αυτό τον καιρό και κούρασα τα μάτια μου. Είχα και μια συμφόρηση στο κέντρο του εγκεφάλου∙ ένα πράγμα που μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ –Μα ναι, χρυσέ μου, για σκέψου∙ να ’χεις ένα ρουμπίνι στη μέση του μυαλού σου… Αν πεθάνει ο Σικελιανός, θα είμαστε ασφαλώς πιο φτωχοί στην Ελλάδα. Δεν πάει χρόνος που μου έλεγε: “Είμαι στην τρίτη ήβη, την ήβη του Ηρακλή”» (Μέρες Ε΄, σελ. 27-28).
27 Μάη 1946. Στην Αθήνα έχει έρθει ο Πολ Ελιάρ∙ μιλάει για Poésie et vérité στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Καταφθάνουν, μεταξύ άλλων, και όλοι οι διανοούμενοι πολιτικοί του φίλοι. Την άλλη μέρα στο «Αττικό», μεταξύ των ομιλητών, ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός. Ο Σεφέρης σημειώνει: «Ο Σικελιανός βγάζει ένα πληθωρικό λόγο. Όλα αυτά μ’ αρρωσταίνουν» (Μέρες Ε΄, σελ. 34).
6 Αυγούστου 1947, ο Σεφέρης συναντά τον Σικελιανό στο Ζάππειο. Τον ρωτά για την υγεία του. Κι εκείνος απαντά: «Ναι, βέβαια, έχω πίεση [...] αλλά είναι πίεση Σικελιανού!». Και ο Σεφέρης σχολιάζει: «δεν είναι αυτός στα μέτρα του κόσμου∙ ο κόσμος είναι στα μέτρα τα δικά του» (Μέρες Ε΄, σελ. 106).
10 Νοέμβρη 1947, ο Σεφέρης είναι στον «Ευαγγελισμό» εγχειρισμένος. «Ήρθε ο Σικελιανός∙ μου χάρισε δυο τριαντάφυλλα, τα ωραιότερα που είδα. Και ξέρει να τα προσφέρει».
4 Φεβρουαρίου 1948: «Προχθές τη νύχτα στην Κηφισιά… Το πρωί πήγα ν’ αποχαιρετήσω τον Σικελιανό. Κατέβηκε στο χολ του ξενοδοχείου κάπως κουρασμένος∙ δεν του αρέσει να φαίνεται έτσι. “Μ’ έχει επηρεάσει ο θάνατος του Γκάντι” είπε. Σπάνια βλέπω ως πού αισθάνεται αυτός ο άνθρωπος. Θα ξανασυναντηθούμε άραγε;» (Μέρες Ε΄, σελ. 120).
14 Φεβρουαρίου 1951, στο Μεγάλο Πεύκο, ο Σεφέρης σημειώνει: «Την τελευταία φορά, πριν από την Άγκυρα, ήμουν εδώ με τον Σικελιανό. Όταν μας αφήσει, θα είναι κάμποση ερημιά γύρω μας. Ωμή ερημιά» (Μέρες Ε΄, σελ. 236).
19 Ιουνίου 1951 πεθαίνει ο Σικελιανός. Ο Σεφέρης βρίσκεται στο Λονδίνο. Δεν σημειώνει τίποτα στις Μέρες. Όμως, τη Δευτέρα, στις 2 Ιουλίου, θα μιλήσει για τον Σικελιανό στο BBC: «ανεβήκαμε στο στούντιο για τη φωνοληψία της ομιλίας μου για τον Άγγελο Σικελιανό. Στο σπίτι μόλις βαστούσα τους λυγμούς, πρώτη φορά από τον θάνατό του» (Μέρες, ς΄, σελ. 24). Η Μαρία Στασινοπούλου, στο Χρονολόγιο Εργογραφία Γιώργου Σεφέρη, [1900-1971] σημειώνει ότι η ομιλία αυτή έγινε στις 7 Ιουλίου, δημοσιεύτηκε στα Νέα στις 9 Ιουλίου και αναδημοσιεύτηκε στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, στο τεύχος Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 1951. Η ομιλία βρίσκεται στις Δοκιμές Β΄, σελ. 94-100.
Ο Σεφέρης είναι πολύ λιτός στη συμπεριφορά του και τη λιτότητα αυτή επιδιώκει και στο έργο του. Οι παραπάνω καταγραφές δείχνουν πως συγκρατεί μέσα του τα βαθιά αισθήματα που τρέφει για τον Σικελιανό, τον οποίο αισθάνεται σαν άλλο αδελφό. Παρά το ότι η επιφάνεια δείχνει δύο διαφορετικούς χαρακτήρες –λιτός ο ένας, πληθωρικός ο άλλος– η υπόγεια σχέση τους δείχνει μεγάλη συγγένεια, όπως θα φανεί αναλυτικότερα πιο κάτω.
Στις 19 Ιουλίου 1932, ο Γιώργος Σεφέρης, βρίσκεται στο Λονδίνο, και σημειώνει –για την ακρίβεια, το προσωπείο του, ο Στράτης ο Θαλασσινός, σημειώνει– στο ημερολόγιό του: «Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι», στίχος από το ποίημα «Κυριακή», και συνεχίζει: «Νομίζω το δώρο που έχει να εκφράζεται θα τον καταστρέψει». Τέσσερις μέρες μετά, στις 23 Ιουλίου, σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, γράφει: «δεν μπορώ να κάνω τίποτε χωρίς αγάπη, χωρίς ενθουσιασμό. Ενθουσιασμός δεν είναι η σωστή λέξη∙ ας πω κατάνυξη∙ κάτι τέτοιο τέλος πάντων» και η εγγραφή της ημέρας τελειώνει με τη φράση «Στο βάθος μένω πάντα χωριάτης» (Μέρες Β΄, σελ. 79-80).
Τα ποιήματα στα οποία συναντώνται οι δύο ποιητές είναι πολλά. Εμείς εδώ θα ασχοληθούμε με το «Α΄. Hampstead» και το «Μνήμη, β΄» Έφεσος.
Στις 16 Απριλίου, Κυριακή 1933 περιγράφει το πάρκο: «Στο πάρκο, το απέραντο αγγλικό πράσινο γρασίδι, ορίζοντας χαμηλός και στενός. Έχεις την εντύπωση πως πίσω από την ακουαρέλα υπάρχει μια παρακαταθήκη ευτυχίας κλειδωμένη από τα παιδιά που ήμαστε όσοι ζούμε. Τρία πρόσωπα μπροστά μου. Μια σαραντάρισσα γυναίκα μαυροντυμένη… Ένας νέος άντρας [...] κι ένα παιδάκι [...] Έχουν μια μικρή μπάλα και παίζουν… Παίζουν με μια μπάλα όχι μεγαλύτερη από μια μπάλα του τένις. Παιχνίδι σκυλιών. Συλλογίστηκα το αργό γύρισμά τους σπίτι, το φτωχικό κρύο κυριακάτικο φαγητό τους.
Α΄. Hampstead
Σαν ένα πουλί με σπασμένη φτερούγα
που θα ’χε χρόνια μες στον αγέρα ταξιδέψει
σαν ένα πουλί που δεν μπόρεσε να βαστάξει
τον αγέρα και τη φουρτούνα
πέφτει το βράδυ.
Πάνω στο πράσινο χορτάρι
είχαν χορέψει όλη τη μέρα τρεις χιλιάδες αγγέλοι
γυμνοί σαν ατσάλι, πέφτει το βράδυ χλωμό∙
οι τρεις χιλιάδες αγγέλοι
μαζέψαν τα φτερά τους και γενήκαν
ένα σκυλί
ξεχασμένο
που γαβγίζει
μοναχό
και γυρεύει τον αφέντη του
ή τη Δευτέρα παρουσία
ή ένα κόκαλο.
Τώρα γυρεύω λίγη ησυχία
θα μου ’φτανε μια καλύβα σ’ ένα λόφο
ή σε μια ακρογιαλιά
θα μου ’φτανε μπροστά στο παράθυρό μου
ένα σεντόνι βουτημένο στο λουλάκι
απλωμένο σαν τη θάλασσα
θα μου ’φτανε στη γλάστρα μου
έστω κι ένα ψεύτικο γαρούφαλο
ένα κόκκινο τέλι
έτσι που να μπορεί ο αγέρας
ο αγέρας να το κυβερνά χωρίς προσπάθεια
όσο θέλει.
Θα ’πεφτε το βράδυ
τα κοπάδια θ’ αντιλαλούσαν κατεβαίνοντας στο μαντρί τους
σα μια πολύ απλή κι ευτυχισμένη σκέψη
και θα ’πεφτα να κοιμηθώ
γιατί δε θα ’χα
ούτε ένα κερί ν’ ανάψω,
φως,
να διαβάσω.
Το περιστατικό που καταγράφει ο Σεφέρης στα 1933 φαίνεται πως αποτέλεσε το υλικό της σύνθεσης του «Hampstead», με ελαφρά μετάπλαση της πραγματικότητας: Βράδυ χλωμό, σαν πληγωμένο ανήμπορο πουλί, τα τρία πρόσωπα της αφήγησης γίνονται τρεις χιλιάδες άγγελοι. Ένα σκυλί που μόνο αναφέρεται στο πάρκο, στο ποίημα γαβγίζει μοναχό …
Ο Σεφέρης σκέφτεται αυτά τα τρία πρόσωπα, «το αργό γύρισμά τους σπίτι» και το «φτωχικό κρύο φαγητό τους», πράγμα που «φωτογραφίζει» τον ίδιο, τη δική του επιστροφή στο σπίτι, τη μοναξιά του και το κρύο, κυριολεκτικό και μεταφορικό. Ο νους του φεύγει μακριά, στην πατρίδα και, συγκεκριμένα στο «Θαλερό» του Άγγελου Σικελιανού. Ο Σικελιανός απολαμβάνει την απόλυτη ευδαιμονία στο χωριό, κοντά στο Κιάτο Κορινθίας που δίνει και το όνομα στον τίτλο του ποιήματος.
Η ώρα είναι ίδια. Ο ήλιος βασιλεύει και η σελήνη έχει κάνει την εμφάνισή της, «φλογάτη, γελαστή, ζεστή» και μοσχοβολούν τα αρώματα από τα χόρτα, την ώρα που ο Σικελιανός επιστρέφει από τα χωράφια. Πέντε στροφές του ποιήματος αφιερώνονται στην περιγραφή του τοπίου. Στον ήλιο, στη σελήνη, στα χόρτα, στη ζέστη, στα αρώματα, στο σκυλί.
Φτάνει στο σπίτι και βρίσκει :
κάτου απ' την κληματαριά την άγουρη …
στο ξάγναντο το σπίτι,
σωστό τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ομπρός του κρεμαστό,
το φως του Aποσπερίτη [...]
Eκεί κερήθρα μόφερε, ψωμί σταρένιο, κρύο νερό
η αρχοντοθυγατέρα/
οπού ’χε από τη δύναμη στον πετρωτό της το λαιμό
χαράκι ως περιστέρα.·
που η όψη της, σαν της βραδιάς το λάμπο, έδειχνε διάφωτη
της παρθενιάς τη φλόγα,
κι απ’ τη σφιχτή της ντυμασιά, στα στήθια της τ’ αμάλαγα,
χώριζ’ ολόρτη η ρώγα·
που ομπρός από το μέτωπο σε δυο πλεξούδες τα μαλλιά
πλεμένα είχε σηκώσει,
σαν τα σκοινιά του καραβιού, που δε θα μπόρει' η φούχτα
μου ναν της τα χερακώσει.
Η «αρχοντοθυγατέρα» μοιάζει με Κόρη του Μουσείου που ζωντάνεψε, αλλά και καλλονή της λαϊκής παράδοσης. Ο ποιητής είναι εκστασιασμένος από τη φύση, αλλά και από την ενσάρκωσή της στην «αρχοντοθυγατέρα». Δεν μας διαφεύγει το χτένισμά της, παραδοσιακό και αρχοντικό.
Ο σκύλος επανέρχεται στην αφήγηση:
Λαχανιασμένος στάθη εκεί κι ο σκύλος π' αγανάχτησε
στα ορτά τα μονοπάτια,
κι ασάλευτος στα μπροστινά, με κοίταγε, προσμένοντας,
μια σφήνα μες στα μάτια·
εκεί τ’ αηδόνια ως άκουγα, τριγύρα μου, και τους καρπούς
γευόμουν απ' το δίσκο,
είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού
βαθιά στον ουρανίσκο...
Έπειτα από τα χειροπιαστά και άμεσα αντιληπτά, ο ποιητής περνάει στα εσωτερικά:
Σα σε κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε η ψυχή,
πασίχαρο μελίσσι,
που όλο κρυφά πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ωσάν τσαμπιά
στα δέντρα ν' αμολήσει.
Kι ένιωθα κρούσταλλο τη γη στα πόδια μου αποκάτωθε
και διάφανο το χώμα
γιατί πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου υψωνόντανε
μ' αδρό, γαλήνιο σώμα.
Εκεί μ’ ανοίξαν το παλιό κρασί, που πλέριο ευώδιαζε
μες στην ιδρένια στάμνα,
σαν τη βουνίσια μυρωουδιά, σύντας βαρεί κατάψυχρη
νύχτια δροσιά τα θάμνα.
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, εκεί η καρδιά μου δέχτηκε
ν’ αναπαυτεί λιγάκι
πα σε σεντόνια ευωδερά από βότανα, και γαλανά
στη βάψη από λουλάκι…
Όλες οι αισθήσεις βρίσκονται σε διέγερση∙ ο Σικελιανός βλέπει, ακούει, αισθάνεται, γεύεται, εκστασιάζεται. Δεν πρέπει να περάσει ασχολίαστη η γευστική εμπειρία, η οποία, όπως έχω πει με αφορμή το «τσάι» του Μαρσέλ Προυστ, σε άλλη περίσταση, λειτουργεί, εν ευρεία εννοία, ως Θεία Κοινωνία. Στο «σωστό» τραπέζι του Θαλερού, άλλωστε, βρίσκεται και το ψωμί και το κρασί, τα υλικά συστατικά της.
Με άλλα λόγια, ο Σικελιανός στο «Θαλερό» έχει όλα όσα λείπουν του Σεφέρη στο «Hampstead». Ή, καλύτερα, θα ήταν να πούμε πως τα δύο ποιήματα είναι η καλή όψη και η ανάποδη του ίδιου πράγματος. Ο Σικελιανός επιστρέφει από τα χωράφια πανευτυχής και γίνεται από πανευτυχέστερος στο σπίτι. Η ψυχή του πασίχαρο μελίσσι, ζητάει να εκτοξευτεί προς τα έξω και να πλημμυρίσει τα πάντα. Εδώ μόνο με τον ενθουσιασμό της «Τρελής ροδιάς» του Ελύτη θα μπορούσε να συγκριθεί…
Το ποίημα όμως δεν εξαντλείται στην επιφάνεια ούτε στην απόλαυση της στιγμής∙ η στιγμή είναι κάτι παραπάνω, είναι η «ακριβής στιγμή», η στιγμή του θαύματος εκείνη που φέρνει τον ποιητή σε επικοινωνία με την αιώνια φύση, ομορφιά και τελειότητα, της οποίας τα όσα εξέθεσε ήταν απλώς οι νύξεις. Ο σκύλος που τον κοίταξε στα μάτια είχε καταλάβει… Ο Σικελιανός στο «διάφανο χώμα» και στα «ευωδερά», «γαλανά» σεντόνια είχε επικοινωνήσει με την αιωνιότητα.
Από το ποίημα του Σικελιανού ο Σεφέρης κρατάει τη φύση, αλλά συρρικνωμένη στο πάρκο, το σκυλί, που γαβγίζει και ζητά έστω ένα κόκαλο ή τη δευτέρα παρουσία και μετατρέπει το σπίτι σε κρύο, όπως και το περιβάλλον και το φαγητό. Κρατάει όμως, κυρίως, από τον Σικελιανό το σεντόνι «βουτημένο στο λουλάκι», (μια αναλογία θάλασσας), προσθέτει μια γλάστρα «έστω κι ένα ψεύτικο γαρούφαλο». Και νοσταλγεί ή ονειρεύεται τα κοπάδια που θα αντιλαλούσαν και θα έπεφτε να κοιμηθεί γιατί δεν θα είχε ούτε ένα κερί για να ανάψει φως να διαβάσει. Εδώ θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε εκείνο που καθ’ υπερβολή λέει «Στο βάθος μένω πάντα χωριάτης», όμως το «χωριάτης» εδώ είναι αυτός που ζει μακριά από την πατρίδα. Εδώ και ο Νίκος Γκάτσος «Μια καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι». Ναι, του λείπει∙ το κλίμα, ο ήλιος, η ζέστη, η ατμόσφαιρα από αγαπημένα πράγματα, καταγραμμένα στο DNA του. Είναι ο ποιητής λοιπόν που νιώθει σαν έρημο σκυλί, χωρίς αφέντη, χωρίς ορίζοντα, χωρίς όραμα, σε έναν κόσμο ψυχρό και ξένο. Είναι ο ίδιος που έχει το αίσθημα της ξενιτιάς και της μοναξιάς, όπως πάρα πολλές φορές επαναλαμβάνει στο έργο του, ποιητικό και πεζό.
«Ο Σεφέρης και ο Σικελιανός αισθάνονται πολλά πράγματα με τον ίδιο τρόπο» γράφει ο Νάσος Βαγενάς (Ο ποιητής κι ο χορευτής, σελ. 202), μόνο που ο Σεφέρης «είναι πολύ πιο συγκρατημένος στην έκφραση της συγκίνησής του» και καταγράφει όλες τις λεπτομέρειες της σύγκλισης των δύο ποιητών.
«Μνήμη β΄», Έφεσος
Μιλούσε καθισμένος σ’ ένα μάρμαρο
που έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα∙ απέραντος δεξιά κι άδειος ο κάμπος
ζερβά κατέβαιναν απ’ το βουνό τ’ απόσκια [...]
Θυμάμαι ακόμη∙
ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρων
όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα,
κι εγώ τον ρώτησα: «Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;»
Και μ’ αποκρίθηκε: «Μπορεί, την ώρα του θανάτου».
Κι έτρεξε στην ορχήστρα ουρλιάζοντας:
«Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδελφό μου!»
Κι ήταν σκληρή η σιγή τριγύρω μας
κι αχάραγη στο γυαλί του γαλάζιου.
Ο Σεφέρης στο «Μνήμη β΄» με υπότιτλο «Έφεσος», βρίσκεται μέσα στο αρχαίο θέατρο, όπου, όπως φαίνεται συναντά τον Ηράκλειτο, ενώ ο κάμπος απλώνεται άδειος. Όμως, οι δύο πρώτοι στίχοι μπορεί και να υποδηλώνουν τον Σικελιανό που επίσης επισκεπτόταν αρχαία θέατρα και, στην «Ιερά οδό», καθόταν σε μια πέτρα που την εξέλαβε σαν «θρονί μοιραμένο απ’ τους αιώνες». Ο στίχος του Σεφέρη: «Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδελφό μου» μας επιτρέπει να εννοήσουμε τον Ηράκλειτο, αλλά και τον Σικελιανό και γιατί όχι και το Άγγελο, τον αδελφό του που είχε πεθάνει στις 19 Ιουνίου 1951.
Ο Βαγενάς λέει ότι «ο Σεφέρης που αισθανόταν βαθιά τον Ηράκλειτο δεν μπορούσε παρά να έβλεπε στην ποίηση του Σικελιανού την πραγματοποίηση μιας μορφής και του δικού του οράματος. Ο Σικελιανός είναι γι’ αυτόν ο ουσιαστικότερος εκφραστής του πνεύματος του Ηρακλείτου… Ο πρωταγωνιστής του ποιήματος («Μνήμη, β΄») δεν και είναι μόνο ο Ηράκλειτος αλλά και ο Σικελιανός: η μορφή του σύγχρονου ποιητή προβαλλόμενη πάνω ή συγχωνευμένη με τη μορφή τους αρχαίου φιλοσόφου» (σελ. 208).
Το αρχαίο θέατρο απαντά σε όλους σχεδόν τους ποιητές, είναι ένα σημείο συνάντησης του παρόντος με το παρελθόν. Ο Σικελιανός εμφανίζεται στις Δελφικές εορτές, αλλά πίσω του στεκόταν ο Αισχύλος και στις κερκίδες παρακολουθούσε ο Καρυωτάκης. Άρα ο νεότερος άκουγε τη φωνή του παλαιότερου, μέσω του Σικελιανού, ήτοι άκουγε και τους δύο μαζί.
Στο «Μνήμη, β΄», ο Σεφέρης ακούει τον Ηράκλειτο μέσω Σικελιανού ήτοι πάλι και τους δύο μαζί. Η ενότητα δεν διασαλεύεται. Οι δύο τελευταίοι στίχοι: «Κι ήταν σκληρή η σιγή τριγύρω μας/ κι αχάραγη στο γυαλί του γαλάζιου», σημαίνει πως η επικοινωνία με ό,τι απουσιάζει, φαινομενικώς, από την ορχήστρα, έχει επιτευχθεί, όσο κι αν φαίνεται για τον Σεφέρη ζητούμενο. Ο Σεφέρης με τον Σικελιανό πίσω του βρίσκεται στην ίδια ευθεία που ενώνει το σήμερα με το χθες. Ο Σικελιανός είναι ο ενδιάμεσος κρίκος. Για να επανέλθουμε στον Σεφέρη, η «μνήμη… είναι ο πόθος για μιαν ανάσταση παρόμοια με εκείνη του οράματος της Άνω Ελλάδας» και είναι αυτό που ο Σικελιανός αποκαλεί «πλέρια μνήμη» (σελ. 209).
Η Αθηνά Βογιατζόγλου στο Συνομιλίες ποιητών, Μεταπλάσεις, παρωδίες και αντίλογοι στη νεοελληνική ποίηση του 20ού αιώνα (Gutenberg 2019), μελετά τη ρητορική τού Σικελιανού, την οποία βρίσκει ότι ο ποιητής θέτει στην υπηρεσία του λυρισμού. Στο ποίημα «Γιατί βαθιά μου δόξασα», το οποίο ο Σικελιανός έγραψε λίγες μέρες μετά από σοβαρό καρδιακό επεισόδιο και απογοητευμένος από τη διάψευση των ελπίδων που είχε από τις Δελφικές Εορτές, προσδίδει μεγαλύτερη δραματική ένταση, λόγω της δυσαρμονίας της πνευματικής και κοινωνικής αθηναϊκής πραγματικότητας, σε σχέση με τα οράματά του. Η συγγραφέας θεωρεί το ποίημα «κατάθεση ενός υπαρξιακού βιώματος», «βιοθεωρητικό και κοσμοθεωρητικό μανιφέστο», «μοναδικότητα στο πλαίσιο του Λυρικού Βίου» με τον ποιητή να καταθέτει την υπέρβασή του: «να που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδελφός!...». Είναι ένα από τα λίγα ποιήματα της ελληνικής ποίησης όπου η ρητορική «τίθεται τόσο φυσικά στην υπηρεσία της λυρικής συγκίνησης», λέει η Βογιατζόγλου.
Αυτή τη λυρική συγκίνηση –το λυρικό συναίσθημα– είχε εντοπίσει ο Νάσος Βαγενάς, εκφρασμένο «με μιαν ακρίβεια που εξουδετερώνει κάθε κίνδυνο ρητορείας» (σελ. 197).
Ο Βαγενάς θα πει ακόμη ότι: «οι ομοιότητες του Σεφέρη με τον Σικελιανό είναι ουσιαστικότερες, από τις ομοιότητες του Σεφέρη με οποιονδήποτε άλλον ποιητή της εποχής του. Γιατί ο Σικελιανός είναι ο μόνος ποιητής έπειτα από τον Σολωμό, που ξαναρχίζει έναν ζωτικό διάλογο με τον Ερωτόκριτο, ο ποιητής που συνεχίζει, δημιουργικότερα από κάθε άλλον, την ελληνική παράδοση» (σελ. 196).
Ξαναγυρίζω στις καταγραφές του Σεφέρη για τα παθήματα του Σικελιανού. Τα μάτια του πάσχουν και το αποδίδει στη δουλειά. Η συμφόρηση λέει πως τον ενδιέφερε, είναι ένα ρουμπίνι στο κέντρο του μυαλού του. Την πίεσή του την θεωρεί δική του, έξω από τα κοινά μέτρα. Με άλλα λόγια, ο Σικελιανός δεν παραπονιέται ποτέ για ό,τι έπαθε, απλώς το αναβαθμίζει σε «δώρο». Είναι πάντοτε άρχοντας∙ στον τρόπο που φέρεται, στον τρόπο που προσφέρει τα τριαντάφυλλα, στον τρόπο, λένε, που περίμενε, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στην ουρά για το συσσίτιο.
Στο μάκρος μιας γνωριμίας, ο Σεφέρης συχνά θα αφεθεί στη συγκίνησή του και θα μας δείξει το άλλο, το κρυμμένο, το αληθινό πρόσωπό του:
«Αν πεθάνει ο Σικελιανός, θα είμαστε ασφαλώς πιο φτωχοί στην Ελλάδα»
«Δεν είναι αυτός στα μέτρα του κόσμου∙ ο κόσμος είναι στα μέτρα τα δικά του»
«Μου χάρισε δυο τριαντάφυλλα, τα ωραιότερα που είδα. Και ξέρει να τα προσφέρει»
«Θα ξανασυναντηθούμε άραγε;»
«Όταν μας αφήσει, θα είναι κάμποση ερημιά γύρω μας. Ωμή ερημιά»
«Στο σπίτι μόλις βαστούσα τους λυγμούς, πρώτη φορά από τον θάνατό του».
Κοντά στα παραπάνω ας προσθέσουμε και τα πρώτα λόγια του, από την ομιλία του στο BBC:
«Ο Θάνατος του ποιητή είναι η συντέλεια μιας γέννησης. Ο Άγγελος Σικελιανός έπεσε∙ το έργο του τώρα, έξω από τον ίσκιο του μεγάλου άντρα, υψώνεται ακέραιο, κατορθωμένο μέσα στο απόλυτο φως». Έτσι άρχισε ο Σεφέρης την ομιλία του.
Ο Σικελιανός έπεσε, το έργο του κατορθωμένο υψώνεται, ο ίσκιος του μεγάλου άντρα, μέσα στο απόλυτο φως. Αυτά είναι τα τέσσερα αγκωνάρια του Ναού που έχτισε ο τελευταίος του είδους –μύστης, προφήτης, ποιητής– της Ελλάδας.
Όλοι οι αριθμοί σελίδων στην παρένθεση παραπέμπουν στο βιβλίο του Νάσου Βαγενά Ο ποιητής και χορευτής, Κέδρος 1980).