Είναι γεγονός ότι η Δελφική Ιδέα του Άγγελου Σικελιανού και το εγχείρημα των Δελφικών Εορτών (1927 και 1930) προκάλεσαν την προσοχή τόσο των ανθρώπων του πνεύματος όσο και του ευρύτερου κοινού, κυρίως λόγω της δημοσιότητας που τους δόθηκε μέσω του ημερήσιου και περιοδικού τύπου. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα δεκάδες άρθρα και στις ανταποκρίσεις εφημερίδων και περιοδικών που καταγράφονται στη βιβλιογραφία Άγγελου Σικελιανού από τον Γ. Κ. Κατσίμπαλη για να διαπιστώσει τόσο τον «θόρυβο» που ξεσήκωσαν οι Γιορτές εντός αλλά και εκτός Ελλάδος,[1] όσο και τα ανάμεικτά συναισθήματα του πνευματικού κόσμου για τη Δελφική Προσπάθεια. Από τις θετικές προσδοκίες του Φώτου Γιοφύλλη[2] ώς την απορριπτική στάση του Άλκη Θρύλου[3] και την επιθετικότητα του Τάκη Παπατσώνη[4] επιβεβαιώνεται ότι το σικελιανικό όραμα προκάλεσε. Μάλλον αναμενόμενο. Γιατί επιχείρησε να μετουσιώσει τη μάλλον επιφανειακή σχέση του Νεοέλληνα με την αρχαία Ελλάδα σε κάτι βαθύτερο και παράλληλα ευρύτερο: να συνθέσει την αρχαιοελληνική λατρεία με τη χριστιανική θρησκεία, να μετατρέψει τη διαχρονική ελληνικότητα σε άχρονη ιδέα, να αποκαταστήσει την επαφή του ανθρώπου με τη φύση, να καθιερώσει τον τόπο των Δελφών ως τρόπο επανεύρεσης του πνευματικού εαυτού και σημείο συνάντησης των λαών. «Και δεν ξεχνούμε» διατεινόταν ο Σικελιανός, «πως σ’ αυτή την πρώτη φάση του αγνού συνδυασμού εμπειρίας, αισθαντικότητας και καθαρού συλλογισμού, όταν ακόμη εδιατηρούνταν η θερμοκρασία της κοσμικής ενότητας ζωηρή και ακέραιη μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, χρεωστούμε κατά μέγα μέρος ό,τι έδωσε καλύτερο και αρτιότερο ο ύπατος ιστορικός πολιτισμός του κόσμου, ο καθαρός Ελληνικός πολιτισμός».[5] Και διευκρίνιζε: «Γιατί όλοι ξέρουμε πως με τους Δελφούς, περισσότερο παρά με οποιοδήποτε άλλο πνευματικό κέντρο της αρχαιότητας, το παγκόσμιο ιδανικό είχε βρει την έκφρασή του σε μια τάξη προς την οποία μπορούσαν να συνενωθούν όλες οι τάξεις‧ σ’ ένα ζωντανό σύστημα από το οποίο μπορούσαν να εξαρτηθούν όλα τα συστήματα‧ σε μια επιστήμη που μπορούσε ν’ αγκαλιάσει μέσα της όλο το “γίγνεσθαι” και όλα τα πλάτη, όλες τις μορφές σκέψεως‧ σε όλα τα πορίσματα που είναι ικανά να πλουτίσουν την ανθρώπινη ψυχή, για να την κάμουν επιδεκτικότερη με περισσότερη ωραιότητα και θέληση».[6]
Σύντομα διαπιστώθηκε πως η σύνθεση που οραματίστηκε ξεπερνούσε τους πάντες. Γιατί η μύηση, την οποία βίωσε ο ίδιος, αποτελεί ατομική εμπειρία που ούτε κοινοποιείται, ούτε μοιράζεται.[7] «Ήταν οι ώρες που η ψυχή μου, κλονιζόμενη κατάβαθα απ’ τις Μούσες, ξαναμάντευε απ’ τη ρίζα τον εαυτό της, και που οι τόποι, τα στοιχεία και οι αιώνες, μ’ ένα στόμα και μια λέξη, εβόγκαν όλα πως, στο πείσμα του καιρού και της φθοράς τους, ανεπάντεχα θα σμίγανε και πάλι, απ’ την ίδια ακαταγώνιστη πνοή».[8] Μέσα στον ενθουσιασμό του ο Σικελιανός το λησμόνησε προαναγγέλοντας με τις ομιλίες του και τις δημόσιες παρεμβάσεις του την αποτυχία της όλης προσπάθειας.
Παρ’ όλα αυτά, το εγχείρημά του άφησε το στίγμα του στη νεοελληνική λογοτεχνία που, άσχετα από τις επικαιρικές αντιδράσεις, ακτινογράφησε, ίσως με αποκαλυπτικό τρόπο, τη συντριβή του σικελιανικού οράματος. Από την καρυωτακική «Δελφική Εορτή», όπου οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, που καταγράφηκαν ως happening, δεν τάραξαν την «ιερή εκεί πέρα σιγή» ώς το «Γας Ομφαλός» της Κικής Δημουλά με το ζωοποιημένο τοπίο, τα σπασμένα μάρμαρα, την τουριστική εκμετάλλευση κι εκείνο το «ΕΠΤΟΗΘΗ» ως τίτλο τέλους για τον ομφαλό της γης η λογοτεχνία διερμήνευσε τους λόγους για την προδιαγεγραμμένη κατάρρευση της Δελφικής Ιδέας.[9]
Ο Κοσμάς Πολίτης επιχείρησε κάτι δραστικότερο‧ μυθιστορηματικοποίησε τις Δελφικές Εορτές και την Δελφική Ιδέα στο πρώτο του μυθιστόρημα Λεμονοδάσος (1930). Τοποθέτησε όμως το χρόνο της ιστορίας και της αφηγηματικής πράξης στο χρονικό διάστημα από την άνοιξη ώς το χειμώνα του 1924 αποσυνδέοντας χρονικά την ιστορία από τη σικελιανική δελφική προσπάθεια, παρ’ όλες τις αναφορές των ηρώων του στις πρώτες και τις δεύτερες Δελφικές Εορτές.[10] Μέσα σ’ αυτόν τον «άχρονο» σύγχρονο κόσμο της δεκαετίας του 1920 ο ήρωας-αφηγητής και ημερολογιογράφος Παύλος Αποστόλου παρουσιάστηκε ως ανεπίγνωστος εκπρόσωπος του πολυσύνθετου σικελιανικού οράματος, μέσω του οποίου προσπάθησε να ορίσει τη σχέση του με τον τόπο, το χρόνο, το θήλυ και να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού του.
Αλλά οι αντιφάσεις παραμόνευαν.
Όντας ένθερμος θιασώτης της σικελιανικής (και όχι μόνο) ιδέας περί της ύλης ως έκφρασης του πνεύματος,[11] ο αρχιτέκτονας Παύλος θαυμάζει τον Παρθενώνα και αναζητά στη σαφήνεια του αρχαιοελληνικού πνεύματος που ζει στα ερείπεια των Δελφών έμπνευση τόσο για τα αρχιτεκτονικά του σχέδια όσο και για τις σκέψεις του:
Ζούσαν, και το πνεύμα τους ακόμα ζει και φτερουγίζει ασύλληπτο πάνω από τ’ ακρωτηριασμένα μάρμαρα που εξετάζουν ανύποπτοι οι αρχαιολόγοι. (σ. 15)
Ως σύγχρονος μύστης-διδάσκαλος υπερασπίζεται τον αντιτουριστικό τρόπο προσέγγισης των ιερών τόπων και φαντασιώνεται την αναβίωση των αρχαιοελληνικών τελετών και της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, όπως ακριβώς πραγματώθηκαν στις πρώτες Δελφικές Εορτές.[12] «Ξεναγός» σε ένα όραμα, προ(σ)καλεί τη νεαρή Βίργκω να «δει» το ζωντανό παρελθόν στο παρόν:
― Αφήστε να σας οδηγήσω εγώ. Ξεχάστε τον εαυτό σας, φανταστείτε μιαν αρχαία πομπή να ξετυλίγεται ρυθμικά στους ήχους του αυλού και της κιθάρας, με τις κινήσεις που μένουν αποτυπωμένες πάνω στ’ αρχαία αγγεία. Αναπαραστήστε τη διδασκαλία κάποιας τραγωδίας στο θέατρο αυτό εδώ, ν’ αντιλαλούν πάνω στις Φαιδριάδες οι στίχοι του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Δεν ονειροπολείτε να ξαναζωντανέψουν όλα τούτα σε κάποια υπέρτατη ζωή που να συνδυάζει μιαν αρμονία τέλεια σε κάθε της εμφάνιση; Η τριάδα του ρυθμού: ο λόγος, η κίνηση και η μουσική.[13] (σ. 28)
Παρ’ όλα αυτά, υπό την επίδραση του λεμονοδάσους, του locus amoenus της Βίργκως, η ζώσα αρχαιότητα των ερειπίων, τα οποία εκείνη απέρριψε ως «τόπο φρίκης» (σ. 27), μετατρέπεται απροσδόκητα μέσα του σε σύμβολο του χαμένου παρελθόντος, όπως της εξομολογείται:
Όταν αρχίσετε να ζείτε, τότε θα καταλάβετε πως ό,τι βλέπετε τριγύρω σας είναι προορισμένο να χαθεί μια μέρα, πως ό,τι αγαπήσατε θα λείψει. […] Ένα τέτοιο νόημα μου φανερώνουν τα ερείπια που, καθώς λέτε, αναζητώ. (σ. 74)
Αλλά και η σύνδεσή του με τη Μητέρα Γη, τη Γη που «είν’ ο άνθρωπος ο ίδιος»,[14] όπως υποστήριξε ο Σικελιανός, και που τη νιώθει να θρηνεί για την τύχη των ανθρώπων και να εύχεται την εξαφάνιση ή την αναγέννησή τους, τον τόπο της ζωής και του θανάτου,
Τι ξεκουραστικό που είναι να κάθεται κανένας πάνω στη γη με το απαλό χορτάρι! Τη χαδεύω μ’ ευγνωμοσύνη και λαχτάρα, την ευχαριστώ για τ’ αγαθά της. Μας τρέφει σαν καλή μητέρα ολόκληρη ζωή, μας δέχετ’ έπειτα στην αγκαλιά της… μας σκεπάζει στοργικά… μας κοιμίζει. (σ.134)
κλονίζεται, καθώς οραματίζεται τον άνθρωπο να την έχει εγκαταλείψει και ως κάτοικος μακρινών πλανητών να τη βλέπει από απόσταση σαν ένα μυστήριο που θα προκαλούσε την επανανακάλυψή του:
Πάνω στο στερέωμα πληθύνανε τ’ αστέρια, θαρρείς μας κάνουν νόημα έτσι που τρεμοσβήσουν… Ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει μετά από λίγα χρόνια! Ίσως μπορέσομε να φτάσομε κει πάνω, να κατοικήσομε, να ζήσομε μια νέα ζωή απόγεια… […] Η Γη μας… θα χάναμε ώς και τη θύμησή της. Θα την ανακαλύπταμε ίσως κάποια νύχτα ξάστερη, σαν κάποιο αστρουλάκι μυστηριακό, που τρεμοσβήνει πάνω στο στερέωμα, έτσι, σα να μας γνέφει από μακριά. (σ. 100)
Οι αντιφάσεις κορυφώνονται στη σχέση του με το πολυπρόσωπο θήλυ και ό,τι εκπροσωπεί‧ με τη Βίργκω ως «καθαρή παρθενομητρική αρχή»[15] που τη νιώθει σαν παγίδα και με τη Λήδα και τον προκλητικό αυτοβασανιστικό ερωτισμό της, «μια δύναμη απόλυτα κι ουσιαστικά ερωτική συγχρόνως και θρησκευτική»,[16] που του προκαλεί αηδία.
Για να ξεκουραστώ από τη δουλειά, παίρνω ένα μεγάλο φύλλο χαρτί και σχεδιάζω έναν τρούλο. Φαντάζομ’ έναν κύκλο από δέντρα, ό,τι δέντρα κι αν είναι, πεύκα, λεμονιές… Τα διάμεσα των δέντρων σχηματίζουνε αψιδωτά παράθυρα. Ένας άνεμος φυσάει τριγύρω, λυγίζει προς τα μέσα τα κλωνιά κ’ οι φυλλωσιές ενώνουνται ψηλά σε θόλο. Στην κορφή, τοποθετώ ένα σταυρό: μια γυναίκα ορθή, γυμνή κάτω από διάφανο πέπλο, τεντώνει τα χέρια οριζόντια στα δυο πλευρά, έτσι, σα να δέχεται όλο τον κόσμο ή σα να θέλει να δοθεί… (σ. 123)
Η γυναίκα «καρφωμένη στον προαιώνιο σταυρό της»[17], όπως διαπίστωνε ο Σικελιανός. Αποτυπώνοντας τον ανδρικό διχασμό, έχοντας αποσπαστεί «απ’ τα σπλάχνα της Μητέρας-Γης, από το Κοσμικό Μυστήριο της παρθενικής και μητρικής θηλύτητας», ο Παύλος «στέκει πλέον αδύναμος μπροστά του, ή να τον γεφυρώσει ή να τον ξεπεράσει».[18] Το θήλυ τον γοητεύει και συγχρόνως τον τρομάζει, επιθυμεί να το υποτάξει και συγχρόνως τρέμει την αυθυποταγή του. Αυτό είναι το μαρτύριό του:
Ποιος είναι ο σταυρός μου; Ποια είναι η αμαρτία μου; (σ. 130)
Όσο σταυρώνει τόσο σταυρώνεται.[19]
«Η ανθρώπινη συνείδηση», έγραφε ο Σικελιανός, «δεν είναι παρά η άμεση ικανότητα που δίνει η Κοσμική Ηθική που περικλείει ο άνθρωπος βαθιά του, χάρη στην οποία να μπορεί κάθε στιγμή, σε κάθε σύστημα εξωτερικών κινήσεων ή αιτίων, ν’ αντιτάσσει ένα σύστημα αιτίων και δυνάμεων εσωτερικών».[20] Όμως ο Παύλος αναζητά μάταια τον συντονισμό της συνείδησή του με το σύμπαν. Ο εσωτερικευμένος ενισμός που ευαγγελίστηκε ο ποιητής,[21] η ενότητα άρρενος και θήλεος, ερωτικού και ιερού, πνεύματος και ύλης, ανθρώπου και φύσης, παρελθόντος και παρόντος, έχει ανεπίστρεπτα χαθεί. Η φυγή και η «αυτοκτονία» του Παύλου επιβεβαιώνουν το αδιέξοδο.
Η αποτυχία του ήρωα του Λεμονοδάσους να εναρμονήσει τον εαυτό με τον κόσμο διά του σικελιανικού οράματος επιβεβαίωσε τον κατακερματισμό του σύγχρονου ανθρώπου, την αδυναμία του να επιτύχει τη σύνθεση των αντιθέτων, οριστικοποίησε την απώλεια του κέντρου. Ο «διαμελισμένος ή εσταυρωμένος»[22] σύγχρονος άνθρωπος δεν ανήκε πουθενά. Ο μεγάλος νόστος,[23] η επιστροφή στη χαμένη πια ενότητα ήταν αδύνατη. Το γιν και το γιανκγ, το σύμβολο που κοσμούσε το εξώφυλλο της α΄ έκδοσης του Λεμονοδάσους,[24] δεν ήταν παρά η σχηματική αποτύπωση μιας ανέφικτης ανθρώπινης επιθυμίας, ανέφικτης σαν τη σύλληψη της Δελφικής Ιδέας.