Το 1943 ο Henry Miller (1891-1980) σε δοκίμιό του με τίτλο “The Gigantic Sunrise” για τον Άγγελο Σικελιανό και το φως της ποίησής του σε καιρό πολέμου, γράφει: “Coming at a time when the peoples of the earth seem more disunited than ever Sikelianos appears on the horizon like a reborn sun”.[1] Για τον Miller η ποίηση του Σικελιανού αντλεί το φως της από τη σχέση της με την αρχαιότητα. “He opens Memory like a double wound deep within us”,[2] σημειώνει χαρακτηριστικά, εμπνεόμενος από την αναφορά του Σικελιανού στη «σπάθα» από την Σίβυλλα (1940) («ως δίστομη πληγή βαθιά σας!»).[3] “When the smoke clears away, when the air ceases to be rent with the screams of bursting bombs, we shall be able perhaps to follow him with reverence and understanding”, λέει ο Miller,[4] παρατηρώντας ωστόσο ότι δεν υπάρχουν βιβλία του διαθέσιμα σε αγγλική μετάφραση.
Το 1928 είχε δημοσιευθεί στη Νέα Υόρκη ο μεταφραστικός τόμος The Delphic Word: The Dedication, μετάφραση του ποιήματος του Σικελιανού «Δελφικός λόγος [Η αφιέρωση]» (1927) από την Alma Reed (1889-1966), Αμερικανίδα δημοσιογράφο, υπό την επίβλεψη της Eva Palmer (1874-1952), γνωστής για τη μελέτη και την προώθηση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, της υφαντικής, του θεάτρου, του χορού και της μουσικής, συζύγου του Σικελιανού (1907-1939). Η Reed, μετά την εγκατάστασή της στη Νέα Υόρκη το 1928, στο διαμέρισμα μάλιστα της Palmer,[5] θα προωθούσε το έργο του τοιχογράφου José Clemente Orozco και άλλων καλλιτεχνών στα πλαίσια της γκαλερί “Delphic Studios”. Επιπλέον, μετά τη σκηνοθεσία από την Palmer δύο παραστάσεων (1933) στο λόφο του Φιλοπάππου εμπνευσμένων από το «Διθύραμβο του Ρόδου» (1932) του Σικελιανού, το 1939 δημοσιεύεται (σε πεντακόσια αντίτυπα) ο τόμος The Dithyramb of the Rose (Pittsfield, Mass.,), μετάφραση της εν λόγω τραγωδίας από την Frances Sikelianos, σύζυγο του Γλαύκου (1929-1939).[6] Τη δημοσίευση του τόμου αυτού αναλαμβάνει ο Ted Shawn, ένας από τους πρωτοπόρους του αμερικανικού σύγχρονου χορού, με τον οποίο η Palmer συνεργάζεται (υφαίνει κοστούμια για τους χορευτές του) έχοντας μάλιστα εγκατασταθεί στο στούντιό του στη Φλόριντα (1939).[7] Και οι δύο αυτοί μεταφραστικοί τόμοι δημοσιεύθηκαν σε περιορισμένα αντίτυπα, ενώ η έκδοσή τους, με το ισχυρό αποτύπωμα της Palmer, συνδέεται με συγκεκριμένη δράση, σε άλλο πνεύμα από αυτό στο οποίο αναφέρεται ο Miller.
Το 1946 ο Miller και η Palmer προτείνουν τον Σικελιανό για το Νoμπέλ Λογοτεχνίας με επιστολή που κατατίθεται μέσω του Anders Österling στη Σουηδική Ακαδημία (και θα ακολουθήσουν επιπλέον υποψηφιότητες του Σικελιανού έως το 1950). Η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Σικελιανού, προγραμματισμένη για το τέλος της δεκαετίας του ’30, πραγματοποιείται, λόγω του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, το 1946 και το 1947, ενώ μια σειρά ποιημάτων που σήμερα ανήκουν στην ενότητα «Επίνικοι Β’ (1940-1946)» γράφτηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και αμέσως μετά. Η αυστηρή λογοκρισία κατά την Κατοχή δεν άφηνε περιθώρια σε περιοδικά και εκδοτικούς οίκους να δημοσιεύσουν πατριωτική ποίηση, αυτός όμως ο περιορισμός δεν αποτέλεσε εμπόδιο για την ποιητική έμπνευση του Σικελιανού. Το 1943, χρονιά του θανάτου του Κωστή Παλαμά, του ποιητή με χαρακτηριστικά εθνικού ποιητή (παρά το γεγονός ότι ο τίτλος αυτός ανήκει αποκλειστικά στον Διονύσιο Σολωμό), δημοσιεύεται ο ποιητικός τόμος Αντίδωρο, με ποιήματα του Σικελιανού επιλεγμένα από τον ίδιο τον ποιητή, όπου συμπεριλαμβάνονται, στην ενότητα με τίτλο «Ιερά οδός», ποιήματα των δεκαετιών του ’30 και του ’40 (με εξαίρεση το «Ύμνος του μεγάλου νόστου» του 1929) και ανάμεσα σε αυτά τα ποιήματα «Στυγός όρκος» (1939), «Άγραφον» (1941) και «Σόλωνος απόλογος» (1942), που είναι τρία από τα πέντε ποιήματα του Σικελιανού που είναι γνωστά ως ακριτικά.
Τα ποιήματα αυτά και τα ποιήματα «Ελληνικός νεκρόδειπνος» και «Διόνυσος επί λίκνω» είχαν κυκλοφορήσει κατά το τέλος Μαΐου του 1942 μυστικά (σημειωτέον ότι το ποίημα «Άγραφον» είχε προηγουμένως, τον Νοέμβριο του 1941, δημοσιευθεί στη Νέα Εστία) σε χειρόγραφη έκδοση 100 αντιτύπων υπό τον τίτλο Ακριτικά, παραπέμποντας ως προς τον τίτλο στους φύλακες των συνόρων στο Βυζάντιο (προπαντός από τον 7ο έως τον 10ο αι.) και στην προφορική και γραπτή λογοτεχνική παράδοση των ακριτικών τραγουδιών και του έπους του Διγενή Ακρίτα. Το υλικό αυτών των ποιημάτων αυτών αντλείται όχι από τη βυζαντινή εποχή ή τον κόσμο των φυλάκων των «ακρών» (συνόρων), αλλά από την αρχαιότητα συχνά σε συνδυασμό με χριστιανικούς μύθους.
Τα ποιήματα αυτά, παρά το γεγονός ότι δεν περιορίζονται ως προς τον τόπο και το χρόνο, αναφέρονται εμμέσως πλην σαφώς στη σύγχρονή τους πραγματικότητα, στη μακριά νύχτα της Κατοχής και την ανάγκη επιστροφής του φωτός της ειρηνικής ζωής και της ελευθερίας. Για τον Anthony Hirst, “Sikelianos’ finest poems of the Occupation years, shaped by the constraints on public discourse, manage, with their quiet defiance, to be both patriotic, in the sense of holding out to the Greek people their own cultural roots as a source of strength, and at the same time universal, touching on all our deepest emotions, hopes and fears”.[8] Νομίζω ότι σε αυτό το πνεύμα, που πολύ εστιασμένα παρουσιάστηκε από τον Miller παραπάνω, συσχετίσθηκαν από νωρίς, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αμέσως μετά, τα ακριτικά ποιήματα με τα «βαθύτερα συναισθήματα, τις ελπίδες και τους φόβους» όλων των ανθρώπων.
Η κυκλοφορία τους, στο πρωτότυπο και σε μετάφραση, προπαντός μέσω αυτής, θα αποτελέσει για μια μεγάλη κοινότητα ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, όχι μόνο των ελληνικών, μια απάντηση στη σιωπή και τη λογοκρισία του πολέμου. Γύρω από τα ποιήματα αυτά θα στηθεί, θα δούμε, ένας εκτός των ελληνικών συνόρων μηχανισμός διακίνησής τους, που θα προσπαθήσει να απελευθερώσει, στο μέτρο που μπορεί να το κάνει αυτό η ποίηση, την «ως δίστομη πληγή βαθιά [μας]» Μνήμη του πολέμου. Το Μάιο του 1944 θα πραγματοποιηθεί, από χειρόγραφο στην ουδέτερη Ελβετία που στέλνεται στην Αίγυπτο, η χειρόγραφη έκδοση Καΐρου (τυπωμένη σε τυπογραφείο της Αλεξάνδρειας), με αυτόγραφο πρόλογο που έχει αποδοθεί στον Γιώργο Σεφέρη, στην πρωτοβουλία του οποίου (και του Αλέξανδρου Ξύδη) οφείλεται η έκδοση.