Ένας αδευτέρωτος ποιητής, που «δίπλα του δε χωρούσε άλλος»

Ένας αδευτέρωτος ποιητής, που «δίπλα του δε χωρούσε άλλος»


Κι όμως αυτός ο άκριτος άνθρωπος τι εξαίσιος ποιητής που είναι!
Μ. Καραγάτσης, Η Μεγάλη Χίμαιρα


Ο Σικελιανός[1] γεννήθηκε στη Λευκάδα (1884) και πέθανε στην Αθήνα (1951). Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Σικελιανός, καθηγητής των Γαλλικών στο Ελληνικό Σχολείο και στο Γυμνάσιο Λευκάδας, και μητέρα του η Χαρίκλεια το γένος Στεφανίτση.[2] Φοίτησε στο τριτάξιο Ελληνικό Σχολείο και στο τετρατάξιο Γυμνάσιο Λευκάδας, από το οποίο πήρε απολυτήριο το 1900.[3] Γράφτηκε στη Νομική αλλά δεν ακολούθησε τις νομικές σπουδές.
Θα το πω εξ αρχής, όντας βέβαιος για τον σκανδαλισμό που θα προκαλέσει: ο Άγγελος Σικελιανός είναι, με παραστάτη τον Ελύτη, ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του παρελθόντος αιώνος. Επισημαίνω, για λόγους ιστορικής ακρίβειας, ότι ο Ζήσιμος Λορεντζάτος από το 1988 έχει γράψει ότι ο Σικελιανός είναι «αδιαφιλονίκητα ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του 20ού αιώνα»[4] και λίγο αργότερα την ίδια γνώμη, αλλά πιο κομψά, εξέφρασε ο θεμελιωτής των σικελιανικών σπουδών και εκδότης του όλου σικελιανικού έργου Γιώργος Σαββίδης:

Πολλοί θαρρούν πως ο κατ’ εξοχήν ποιητής της κατοχικής γενεάς μας ήταν ο Παλαμάς ή ο Καβάφης. Λάθος! Ο Σικελιανός –που δεν ετόλμησα ποτέ να τον συναντήσω προσωπικά- απλωνόταν σε όλον μας τον λυρικό ορίζοντα. Δίπλα του δεν εχωρούσε άλλος.[5]

Και μπορεί εσχάτως μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος πολλών να το ελκύει το νεότευκτο «Μουσείο Άγγελου Σικελιανού» στη γενέτειρά του αλλά βέβαια το μείζον είναι ο ποιητής — καλύτερα: η ποίησή του.

Και ο Σικελιανός είναι μέγας ποιητής. Μπορεί να κατηγορηθεί ότι απεραντολογεί, καθώς ο μυσταγωγός πολλές φορές υπερισχύει του ποιητή,[6] και ότι η απεραντολογία αυτή μαζί με τη συνοδό της συναισθηματική διάχυση δυσχεραίνει την ενότητα των εκτενών ποιητικών του συνθέσεων· ότι, ως εκ τούτου, είναι στρυφνός, δύσπεπτος και, ενίοτε, ακατάληπτος·[7] ότι είναι πολλές φορές εγωκεντρικός μέχρις αυτισμού, ένα υπερτροφικό λυρικό εγώ ακατάπαυστα και ενοχλητικά αυτοαναφορικό· ότι, εξ αιτίας αυτών, καταβάλει, μέχρι εξοντώσεως, ακόμα και τον επαρκή και ευνοϊκό αναγνώστη του.[8]
Και δεν είναι χωρίς βάση οι κατηγορίες. Το διάβασμα των πολύστιχων ποιημάτων του σε φέρνει ακόμα και στο κλείσιμο του βιβλίου:[9] Οι μεγάλες συνθέσεις του, με εκπρεπές παράδειγμα τις πέντε Συνειδήσεις τού Προλόγου στη Ζωή, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαβαστούν προφορικά. Όπως έχει επισημανθεί, είναι σχεδόν αδιάβαστες από την άποψη της «ποιητικής ακοής».[10] Με τη διαφορά βέβαια ότι και σ’ αυτή την περίπτωση το αισθάνεσαι ότι έχεις μπροστά σου έναν χαρισματικό ποιητή, όπως όταν ακούς ένα κλασικό μουσικό έργο μεγάλης διάρκειας και δυσκολεύεσαι μεν να το «πιάσεις» επακριβώς αλλά σε έχει αιχμαλωτίσει η γοητεία του. Και προεκτείνοντας αυτή τη σκέψη: Αν ο Σικελιανός δεν ήταν τόσο χαρισματικός ποιητής, με τους απόκρυφους και δύσβατους δρόμους, στους οποίους πορεύτηκε, κινδύνευε να καταλήξει ένας γραφικός παραδοξολόγος, όπως τόσοι άλλοι. Τι θα μπορούσε να σκεφτεί ένας «μέσος» αναγνώστης για έναν «γραφιά» που υποστήριζε με πάθος ότι η εποχή του Περικλή είναι εποχή παρακμής του Ελληνισμού, η οποία ολοκληρώθηκε από την καταστροφική πολιτική του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ή ότι, στα γνωστά κοσμογονικά χρόνια των αρχών του 20ου αιώνα, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν ο νέος ήρωας του Έθνους και ο Βενιζέλος ο ολετήρας της Ελλάδας;[11]

Μικρή παρέκβαση στο σημείο αυτό: για να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι δίπλα στον χειμαρρώδη απεραντολόγο μυσταγωγό και οραματιστή του Προλόγου στη Ζωή και των άλλων εκτενών συνθέσεών του υπάρχει ο Σικελιανός των Λυρικών Α και Λυρικών Β, που είναι μικρότερα ποιήματα, αριστουργηματικά δουλεμένα, με πολύ πιο ευδιάκριτο ειρμό και αρχιτεκτονική, τα οποία θεωρούνται, ακόμα και από τους επικριτές του μυσταγωγού Σικελιανού, δείγματα υψηλής ποίησης, σε αντίθεση με τις προβληματικές, κατ’ αυτούς, εκτενείς συνθέσεις του, ιδιαίτερα τις πέντε Συνειδήσεις του Προλόγου στη Ζωή.[12]
Παρά ταύτα, και όλων αυτών ισχυόντων, επιμένω για την πρωτιά του Σικελιανού. Όσο και να ξεσκαρτάρεις το ποιητικό του χαρτοφυλάκιο, η αποτίμηση των πολυάριθμων εξαίσιων λυρικών οάσεων που απομένουν, τον τοποθετεί στην κορυφή του ελληνικού ποιητικού Παρνασσού. Στην περίπτωσή του, τηρουμένων των αναλογιών και των αναγκαίων προσαρμογών, βρίσκει εφαρμογή η καίρια διατύπωση του Ελύτη για τον Ρωμανό τον Μελωδό:

Επειδή ας μη το αποκρύπτουμε: τα οχτώ δέκατα των κοντακίων του Ρωμανού διολισθαίνουν στην αφήγηση, στη διδαχή, στη ρητορεία […]. Το πρωτείο έχουν η εκκλησιαστική σκοπιμότητα και η δογματική ακαμψία. Και θα ΄ταν να λυπάται κανείς που ένα εύρος τόσο απέραντο για την έκφραση έμεινε ανεκμετάλλευτο, αν οι διάσπαρτες φωτεινές εκλάμψεις δεν έμοιαζαν αρκετές για να συμψηφίσουν την απώλεια.[13]

Δεν θα επιχειρήσω αναλυτική τεκμηρίωση των λεγομένων μου — ο χώρος δεν επαρκεί. Θα κάνω μόνο μερικές επισημάνσεις «αδέσποτες» αλλά καίριες, ελπίζω, για την επιβεβαίωση της άποψής μου

Ο Σικελιανός «γεννήθηκε» ποιητής. Και είναι ο μόνος που είναι «από την κούνια του» ποιητής. Οι άλλοι μεγάλοι ποιητές μας σπούδασαν, διάβασαν, ασκήθηκαν, κόπιασαν, βάδισαν σταδιακά στον ανηφορικό δρόμο της ποιητικής ωρίμανσης και καταξίωσης. Ο Σικελιανός όχι. Αυτός, εκεί λίγο πάνω από τα είκοσί του γράφει τον Αλαφροΐσκιωτο, που βρίσκεται πολύ πάνω από τον μέσο ποιητικό όρο της εποχής, αυτό το ορμητικό ποτάμι που σε παρασέρνει σε ένα ιλιγγιώδες και μεθυστικό λυρικό ταξίδι, που δεν γνωρίζει όρια τόπου και χρόνου. Διαβάζοντάς τον απορείς: «Μα είναι δυνατόν; στα είκοσί του; αυτόν τον απέραντο λεξιλογικό πλούτο, αυτή την εκπληκτική γλωσσοπλαστική τόλμη, αυτό το τέντωμα της γλώσσας ως τα έσχατα εκφραστικά της όρια, αυτή την απίστευτη σε πλάτος και άχρι μυελού οστέων βιωμένη γνώση του λαϊκού αγροτικού βίου και της Φύσης πότε πρόλαβε να τα αποκτήσει αυτός ο αστός, ο επίγονος μιας αρχοντικής οικογένειας;[14] Μήπως βρισκόμαστε ενώπιον βιολογικού παράδοξου;»; Και έτσι κοντεύω, εγώ τουλάχιστον, να πιστέψω ότι η Μούσα, την οποία επικαλούνταν οι αρχαίοι έλληνες ποιητές, δεν είναι πλάσμα της φαντασίας των αρχαίων ημών προγόνων αλλά θεότητα πραγματική –αυτή μιλάει με το στόμα του Άγγελου! Ας συγκρίνουμε τι έχουν γράψει στα είκοσί τους οι μείζονες έλληνες ποιητές -θα είναι μια πολύ διδακτική σύγκριση. Αν δεις, επί παραδείγματι, τι έχει γράψει ως τα σαράντα του ο Καβάφης και τα βάλεις δίπλα στον Αλαφροΐσκιωτο, μένεις άναυδος από την τεράστια υπέρ του Σικελιανού διαφορά.[15] Ο Σεφέρης δεν έχει δημοσιεύσει τίποτα πριν από τα τριάντα του. Ο μόνος που, στην ίδια πάνω κάτω ηλικία, μπορεί να σταθεί δίπλα στον Σικελιανό είναι ο Ελύτης.
Παραθέτω τις χρονολογίες της πρώτης έκδοσης των μεγάλων του συνθέσεων: Ραψωδίες του Ιόνιου, 1909, Επίνικοι Α΄ (1912-13), Νέκυια Α΄ (1910-1925), Σονέττα, Αφροδίτης Ουρανίας, οι τρεις μεγαλόπνοες μεγάλες συνθέσεις του Πρόλογος στη ζωή: 1915-1917, Μήτηρ Θεού: 1917, Πάσχα των Ελλήνων: 1918, Δελφικός Λόγος: 1927, Νέκυια Β΄, Ορφικά, Ίμεροι, Επίνικοι Β΄ κλπ. Σ’ αυτά να προσθέσουμε και τις τραγωδίες του, τις συγκεντρωμένες τώρα στους τρεις τόμους της «Θυμέλης» (Ο Διθύραμβος του Ρόδου: 1932, Σίβυλλα: 1940, Ο Δαίδαλος στην Κρήτη: 1943, Ο Χριστός στη Ρώμη: 1946, Ο Θάνατος του Διγενή: τυπωμένη από το 1948 κυκλοφορεί το 1951, Ασκληπιός: τυπώνεται μετά τον θάνατό του, το 1955). Από την απλή αυτή παράθεση βλέπουμε ότι η μεγάλη ποιητική παραγωγή του Σικελιανού (εξαιρουμένων των τραγωδιών) είναι προγενέστερη του 1931, έτους που εκδόθηκε η Στροφή του Σεφέρη, και γενικά προγενέστερη όλων των ποιητικών συνθέσεων της γενιάς του 30. Κρατάμε αυτή τη διαπίστωση — θα μας χρησιμεύσει παρακάτω.

Επανέρχομαι: Aν ως προς το «μεγαλύτερος» έχει ο καθένας τη δυνατότητα να αρθρώσει βάσιμο αντίλογο στα παραπάνω, σε ένα σημείο νομίζω ότι, όσο κι αν προσπαθήσει, δεν θα τα καταφέρει: στο ότι ο Σικελιανός είναι εντελώς μοναδικός, αδευτέρωτος μέσα στον χώρο της νεότερης ελληνικής ποίησης. Ψάχνω να βρω κάποιον από τους προηγούμενους που να του μοιάζει αλλά δεν βρίσκω. Ψάχνω στους επόμενους, δεν βρίσκω. Τον βλέπω τόσο ξεχωριστό που εκεί στο «έρκος των οδόντων μου» μετεωρίζεται ο υπερφίαλος λόγος: Η ελληνική γραμματολογία πρέπει να αφιερώσει δυο βασικά κεφάλαια στην ελληνική ποίηση. Το ένα θα επιγράφεται «Η νεοελληνική ποίηση» και το άλλο «Η ποίηση του Άγγελου Σικελιανού».
Είναι χαρακτηριστικό αυτής της ποιητικής μοναδικότητας του Σικελιανού η αμηχανία που προκάλεσε στη νεοελληνική κριτική: Σύμπασα η νεοελληνική «καθεστωτική» κριτική θεωρεί ως τομή, που ορίζει το πέρασμα στη νεότερη, στη «μοντέρνα», ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα, την εμφάνιση της «γενιάς του 30», και, συμβατικά, την έκδοση της Στροφής του Σεφέρη, που δημιουργεί και τους κατάλληλους ηχητικούς συνειρμούς, δηλαδή το έτος 1931,[16] τη στιγμή που ο Αλαφροΐσκιωτος (τυπωμένος το 1909) αριθμεί ήδη 22 ολόκληρα έτη ζωής.
Ας εστιάσουμε εδώ: Τι δεν έχει ο Αλαφροΐσκιωτος από όσα σηματοδοτούν αυτή την περιώνυμη στροφή; Λένε ότι βασικό χαρακτηριστικό της «νεότερης ελληνικής ποίησης» είναι η κατάργηση της ρίμας (αλλά και όλων των τυπικών μορφικών χαρακτηριστικών της «παραδοσιακής» ποίησης, που, κατ’ αυτούς, λειτουργούν ως βαρίδια στην ποιητική έμπνευση) και η εισαγωγή του «ελεύθερου στίχου». Μα ήδη στον Αλαφροΐσκιωτο του νεαρότατου Σικελιανού αυτά υπάρχουν, οι μετρικές καινοτομίες του «έχουν ταράξει τα ποιητικά νερά»·[17] το ίδιο και στις περισσότερες από τις επόμενες μεγαλόπνοες συνθέσεις του, όπως π.χ. τις τέσσερις Συνειδήσεις του Προλόγου στη ζωή, δημοσιευμένες και αυτές πολύ πριν το κρίσιμο χρονικό ορόσημο του 1931! Λένε ότι η «νεότερη ποίηση» καταργεί την επιφανειακή και αντιποιητική νοησιαρχία και καταδύεται στον βαθύ ψυχισμό του ανθρώπου, απ’ όπου ανασύρει συνειρμούς λέξεων και νοημάτων ανύπαρκτους, στην τυπική λογική, αλλά υπαρκτούς μέσα σ’ αυτή τη σκοτεινή ποιητική μήτρα. Μα αυτό είναι σήμα κατατεθέν της ποίησης του Σικελιανού, από τα πρωτόλειά του ακόμα (και του το προσάπτουν μάλιστα ως στοιχείο σκοτεινού και αντιποιητικού ύφους!). Ας σταθούμε μόνο σε ένα απόσπασμα από το ποίημά του «Ars minimi II», που το έγραψε απευθυνόμενος στην αγαπημένη του, έφηβος ακόμα, κάπου ανάμεσα στα 18 και στα 20 χρόνια του.

    Μ’ ακούς; θα πάρομε άλογα
                
γοργότερα απ΄αγέρι,
                
από τα δάση ανάμεσα,
                
στο τρέξιμο γοργά.
                
Κι αν θα μας πάει ολούθενε
                
κι ολούθε αν θα μας φέρει,
                
να μη μας φτάνει η Μοίρα μας
                
που θα μας κυνηγά.
                
[...]
                και τρέχοντας και τρέχοντας
                
με τα γοργά φτερά τους
                
να φθάσομε το θάνατο,
                
πριν να μας φτάσει αυτός.
[18]

Ήδη σ’ αυτό το εντελώς πρωτόλειο ποίημα διακρίνουμε καθαρά, αν και σε εμβρυακή κατάσταση, αυτά τα ποιητικά χαρακτηριστικά, στα οποία μόλις αναφέρθηκα. Στον ηλιακά λίγο μεγαλύτερο αλλά επίσης νεανικότατο Αλαφροΐσκιωτο φαίνεται πολύ καθαρότερα αυτό το εκτυφλωτικά «νέο», το παρθένο που κομίζει ο νεαρός ποιητής στη νεοελληνική ποίηση: Η βοή του πελάου που πλημμυρίζει τις φλέβες (στ. 7-8)· ο ήλιος που τρίζει σα μυλολίθαρο (στ. 9-10)· το άφαντο αξόνι που αγκομαχάει (στ. 12)· το φύσημα της απόγειας αγνότητας (στ. 50)· το φως που βλέπει το μεδούλι των οστών (στ. 73-74)· η αιθερόκαυτη πείνα (στ. 205)· το αγνάντεμα των αστεριών μέσα στο φως της ψυχής του (στ. 218-219)· Το χτύπημα του μελισσόχορτου (στ. 263)· τα ανεμοπόδα άτια στο αλώνι (στ. 286)· Το κρύο γαλάζιο μεσημέρι (στ. 311)·ο ανασασμός των αστεριών (364)· ο ακράτητος παλμός της Αλετροπόδας (στ. 422-3).

Επανέρχομαι στα όσα λένε οι κριτικοί και γραμματολόγοι για τον Σικελιανό —όχι σε όλα μόνο στα εντελώς βασικά, στα οποία προαναφέρθηκα, αποσιωπώντας καίρια στοιχεία της ποιητικής ιδιοφυίας του Σικελιανού— αδικώντας τον λοιπόν, εκών άκων. Και από αυτά, κατά τη γνώμη μου, προκύπτει —το συγκεφαλαιώνω— ότι η τομή στη νεότερη ελληνική ποίηση δεν γίνεται το 1931 με την έκδοση της σεφερικής Στροφής αλλά το 1909 με την έκδοση του Αλαφροΐσκιωτου. Το ποίημα αυτό «έκοψε με το μαχαίρι» στα δύο την ελληνική ποίηση: Στην πριν από τον Αλαφροΐσκιωτο και στη μετά απ’ αυτόν. Ο Σικελιανός όμως ήταν μόνος. Δεν σχημάτισε «Σχολή». Με ποιον να τον ταιριάξεις και με ποιον να τον «βάλεις δίπλα» αυτόν τον αταίριαστο, που έμοιαζε με μύστη περισσότερο παρά με συνηθισμένο ποιητή και που εισέβαλε, έφηβος σχεδόν ακόμα, στα χωράφια της ελληνικής ποίησης με μια έκδοση πολυτελέστατη και εκτός εμπορίου («θαύμα βιβλιοδετικής και τυπογραφικής τέχνης» τη χαρακτηρίζει ο Βλάσης Γαβριηλίδης), όχι σαν ταπεινός κάλφας αλλά σαν ισοπεδωτικός εισβολέας προκαλώντας τον απόλυτο αιφνιδιασμό στην «ποιητική πιάτσα», όπως ανάγλυφα αποτυπώνεται στις κριτικές, οι οποίες κυμαίνονται από την αποθέωση έως την πλήρη ισοπέδωση (ισοπέδωση η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, προκάλεσε τη βαθιά απογοήτευση και την οργίλη αντίδραση του νεαρού ποιητή);[19]

Σ’ αυτή ακριβώς τη μοναδικότητα οφείλεται η αμηχανία των πιο έγκυρων γραμματολόγων μας πού να τον κατατάξουν, αν και αποδέχονται ανεπιφύλακτα την αξία του και του απονέμουν με γενναιοδωρία τα εύσημα. Και ο Κ.Θ. Δημαράς και ο Λίνος Πολίτης π.χ. τον «ταξινομούν» σε κεφάλαια των οποίων ο τίτλος (αλλά και τα περιεχόμενα) δηλώνει εμφαντικά αυτή την αμηχανία: Ο πρώτος τον ταξινομεί στο 28ο κεφάλαιο της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας υπό τον τίτλο «Ο συναγερμός που τελειώνει 1900-1912» μέσα σε μια ενότητα, όπου συνυπάρχουν η Πηνελόπη Δέλτα, ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, ο Φώτος Πολίτης, ο Δημοσθένης Βουτυράς και άλλοι, με τους οποίους τον συνδέει μόνο η χρονική συνύπαρξη.[20] Ο δεύτερος στο 13ο κεφάλαιο της δικής του Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας υπό τον τίτλο «Καβάφης, Σικελιανός — Η ποίηση ως τα 1930», του οποίου και πάλι τον κοινό παρονομαστή αποτελεί μόνο η χρονική συνύπαρξη στον λογοτεχνικό στίβο των δύο ποιητών για μια εικοσιπενταετία περίπου (1909-1933) — δύο ποιητών εντελώς διαφορετικών, που δεν είναι καν συνομήλικοι.[21] Και ο Vitti τον «στριμώχνει» σε ένα κεφάλαιο με τίτλο «Οι μεγάλες φιλοδοξίες της παρακμής» και υπότιτλους «Η ζωή σαν έργο τέχνης», «η παραχαρακτική λειτουργία της ποίησης» και «Ο Σικελιανός», μέσα στα οποία, κατά τη δική μου αίσθηση, ο Σικελιανός όχι μόνο δυσκολεύεται να «αναπνεύσει» αλλά κινδυνεύει από «ασφυξία».[22] Θα χρειαστεί να έρθει από την επόμενη γενιά ο Γ. Π. Σαββίδης, βαθύς γνώστης του συνολικού έργου του Σικελιανού και εκδότης του, για να αναδείξει τον κομβικό ρόλο του Σικελιανού στην εξέλιξη της νεοελληνικής ποίησης.[23]

Αυτά τα λίγα για τον ποιητή Σικελιανό. Καιρός να θέσουμε το ερώτημα αν και ποια σχέση έχουμε εμείς οι σημερινοί με την ποίησή του. Την απάντηση την έχει δώσει έμμεσα αλλά σαφώς ο Γ.Π. Σαββίδης εστιάζοντας στον Αλαφροΐσκιωτο:

«…Όμως ένα τέτοιο σπερματικό έργο [:Αλαφροΐσκιωτος], συνεχίζει να κρίνει τους αναγνώστες του, δηλαδή εμάς. Είδαμε πώς τον υποδέχτηκαν οι σύγχρονοί του. Και τώρα με το χέρι στην καρδιά, ας αναρωτηθούμε κατά πόσο οι σημερινοί μας δημοσιογράφοι, κριτικοί, λόγιοι και δάσκαλοι, είναι σε θέση να εκτιμήσουν επαρκέστερα –όχι τάχα έναν καινούργιο Αλαφροΐσκιωτο, αλλά εκείνο τον ίδιο, πρωτόλειο αριστούργημα του ένθεου εικοσιπεντάχρονου ποιητή!».[24]

Στο ίδιο μήκος κύματος με τον Σαββίδη έχει τολμήσει και η ταπεινότητά μου να θέσει το ερώτημα[25] αν εμείς, οι συντοπίτες του, που τον θεωρούμε «δικό μας» αυτόν τον τεράστιο ποιητή, εμείς που του στήσαμε ένα πολύ ωραίο Μουσείο, διαβάζουμε καμιά φορά Σικελιανό· αν έχουμε κάποιον τόμο του στη βιβλιοθήκη μας· αν έχουμε αναρωτηθεί πόσα αντίτυπα πουλάει (και πανελλαδικά και στη Λευκάδα) ο Σικελιανός και πόσα π.χ. η Δημουλά ή η Καρυστιάνη (για να μην πάω σε πιο «κάτω» συγκρίσεις)· αν θυμάται κανείς πόσοι ήρθαν στη εκδήλωση της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών για τον Σικελιανό, στο ΣΤ΄ Συμπόσιο της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, τον Αύγουστο του 2001.[26]
Και για να αφήσουμε στην άκρη τα ενοχλητικά ερωτήματα, θεώρησα υποχρέωσή μου -από τη στιγμή που έγραψα τα ανωτέρω- να κάνω κάτι επί πλέον, για να δώσω τη δυνατότητα σε όσους φιλομαθείς θέλουν να προσεγγίσουν την ποίηση του Σικελιανού χωρίς να περιπλανηθούν στο πέλαγος των έξι τόμων του Λυρικού Βίου και των τριών της Θυμέλης. Γι’ αυτό ετοίμασα ένα «Μικρό απάνθισμα» που το έχω αναρτήσει στον ιστότοπο «Άρωμα Λευκάδας». Το κριτήριο της επιλογής των ποιημάτων είναι απολύτως υποκειμενικό και δεν υπακούει σε καμιά άλλη λογική παρά μόνο σε τούτο: να δώσει σ’ ένα κοινό, που καθημερινώς (υπο)σιτίζεται πνευματικά στην ελλιπέστατη και μίζερη τράπεζα των κατ’ ευφημισμόν «μέσων κοινωνικής δικτύωσης» —και εφόσον φυσικά το επιθυμεί— την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με ένα μικρό δείγμα της ποίησης του Σικελιανού, κατά το δυνατόν αντιπροσωπευτικό, και ειδικώς να νιώσει κάτι από όσα υποστήριξα παραπάνω.[27]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: