Έξι προσωπικές σημειώσεις για τον Σικελιανό

Ο Σικελιανός με τον Παλαμά στον τάφο του Βαλαωρίτη στη Μαδουρή (1925). Αρχείο Κ. Μπουρναζάκη
Ο Σικελιανός με τον Παλαμά στον τάφο του Βαλαωρίτη στη Μαδουρή (1925). Αρχείο Κ. Μπουρναζάκη


Καμ­μιά φο­ρά, σε δε­κτι­κή ομή­γυ­ρη, χά­ριν (σο­βα­ρού) αστεϊ­σμού, απο­τολ­μώ να ξε­στο­μί­σω –ως party line, που λέ­νε– την φρά­ση: «Τα κα­λύ­τε­ρα ποι­ή­μα­τα του Πα­λα­μά, τα έγρα­ψε ο Σι­κε­λια­νός». Επι­κιν­δύ­νως, το γνω­ρί­ζω, συ­νο­ψί­ζει, παι­γνιω­δώς και ασε­βώς έστω, την αί­σθη­σή μου πως ο Σι­κε­λια­νός, ως φυ­σι­κός ‘διά­δο­χο­ς’ του Πα­λα­μά (και όχι μό­νον, βέ­βαια, στην άτυ­πη θέ­ση του «εθνι­κού ποι­η­τή»), πλά­τυ­νε τον δρό­μο που εκεί­νος διά­νοι­ξε (με την χρή­ση της δη­μο­τι­κής και το ύφος του) και τον έστρω­σε με επι­τεύγ­μα­τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα, χά­ρη και στο ανώ­τε­ρο ποι­η­τι­κό του τά­λα­ντο. Αφο­ρι­σμών τέ­λος – συ­νέ­χεια με σύ­ντο­μες, προ­σω­πι­κές πά­ντα, κα­τα­γρα­φές.

Ευ­τύ­χη­σα να πρω­το­δια­βά­σω Σι­κε­λια­νό, φθι­νό­πω­ρο του 1981, όταν ανα­τυ­πώ­θη­κε, μα­ζί με τις ξυ­λο­γρα­φί­ες του Σπύ­ρου Βα­σι­λεί­ου που την συ­νό­δευαν, η χει­ρό­γρα­φη έκ­δο­ση των Ακρι­τι­κών: τα εκα­τό αντί­τυ­πά της εί­χαν κυ­κλο­φο­ρή­σει από χέ­ρι σε χέ­ρι την άνοι­ξη του 1942. Το βι­βλίο αυ­τό, καρ­πός της ύψι­στης ωρι­μό­τη­τας του Σι­κε­λια­νού, πε­ριέ­χει πέ­ντε ποι­ή­μα­τα γραμ­μέ­να το 1941-42: «Στυ­γός Όρ­κος», «Άγρα­φον», «Ελ­λη­νι­κός Νε­κρό­δει­πνος», «Διό­νυ­σος επί λί­κνω», και «Σό­λω­νος Από­λο­γος». Απο­τε­λεί ένα από τα τέσ­σε­ρα ση­μα­ντι­κό­τα­τα ποι­η­τι­κά βι­βλία της Κα­το­χής, μα­ζί με την Αμορ­γό του Γκά­τσου, τον Μπο­λι­βάρ του Εγ­γο­νό­που­λου, και την Ursa minor του Πα­πα­τσώ­νη – τι σο­δειά. (Δεν εί­ναι διό­λου αυ­το­νό­η­το ότι οι «δύ­σκο­λοι και­ροί» γεν­νούν κα­λή τέ­χνη, και μά­λι­στα τό­σο σύ­ντο­μα.) Το 1943, όταν ο ποι­η­τής πα­ρου­σιά­ζει την αυ­τό-αν­θο­λό­γη­σή του, Αντί­δω­ρο, πε­ρι­λαμ­βά­νει μό­νο τα δύο πρώ­τα και το τε­λευ­ταίο· οπωσ­δή­πο­τε με­γά­λα επι­τεύγ­μα­τά του. Στην δε συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση του Λυ­ρι­κού Βί­ου (1946), εντάσ­σει τα πέ­ντε με ελα­φρώς αλ­λαγ­μέ­νη σει­ρά στους «Επι­νί­κους Β΄ (1940-1946)».

Έγρα­ψα πιο πά­νω «ευ­τύ­χη­σα» για­τί, χά­ρη σ’ αυ­τή την σύμ­πτω­ση, γνώ­ρι­σα τον Σι­κε­λια­νό στην πιο με­στή, πυ­κνή, καί­ρια και ποι­η­τι­κώς δρα­στι­κή εκ­δο­χή του. Έτσι, ένας έφη­βος που τα­λα­ντευό­ταν ανά­με­σα στην τό­τε τρέ­χου­σα ή ακό­μα πρό­σφα­τη ακ­μή του Ελύ­τη και στο συ­ντε­λε­σμέ­νο σύ­μπαν του Σε­φέ­ρη, με στα­θε­ρό, ωστό­σο, έδα­φός του τον Κα­βά­φη και τον Γκά­τσο, κι έχο­ντας πρό­σφα­τα μα­γευ­θεί από τον Εγ­γο­νό­που­λο και γοη­τευ­θεί από τον Σι­νό­που­λο, μπό­ρε­σε να ‘δε­χθεί’ αυ­τόν τον Σι­κε­λια­νό σ’ αυ­τήν την συ­ντρο­φιά – πράγ­μα που θα ήταν μάλ­λον αδύ­να­τον αν εί­χε πιά­σει να τον δια­βά­ζει ξε­κι­νώ­ντας απ’ την αρ­χή του έρ­γου του.

Πα­ρα­μέ­νει ανα­γνω­στι­κή αί­σθη­σή μου (αλ­λ’ αν δεν σφάλ­λω, υπο­στη­ρί­ζε­ται και από φι­λο­λό­γους) ότι, με­τά την επί­πο­νη τρι­βή και την σύ­γκρου­ση με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που οδή­γη­σαν στο τέ­λος (1930) του οπωσ­δή­πο­τε γό­νι­μου και πολ­λα­πλώς πρω­το­πό­ρου εγ­χει­ρή­μα­τος των «Δελ­φι­κών Εορ­τών», η ‘επι­στρο­φή’ του Σι­κε­λια­νού στην ποί­η­ση έδω­σε ποι­ή­μα­τα εν γέ­νει πο­λύ με­στω­μέ­να, πιο ‘γειω­μέ­να’, αυ­στη­ρό­τε­ρα υφο­λο­γι­κώς, σε σχέ­ση με τα προη­γού­με­να – κι έτσι ‘πλη­σιέ­στε­ρα’ σε μιαν ευαι­σθη­σία που ‘τσι­νά­ει’ μπρος στην υπερ­χει­λί­ζου­σα γλώσ­σα, την υπερ­χει­λί­ζου­σα με­τα­φυ­σι­κή, κ.τ.τ. Αν δε­χθού­με ως έναρ­ξη αυ­τής της με­στής ωρι­μό­τη­τας το έτος 1935, χρο­νο­λο­γία δη­μο­σί­ευ­σης της «Ιε­ράς Οδού» στα Νέα Γράμ­μα­τα, έχου­με λό­γο να πι­κρα­θού­με: ο Σι­κε­λια­νός μπαί­νει στην ακ­μή του 51 ετών, αλ­λά έχει μό­νον 16 ακό­μη χρό­νια ζω­ής μπρο­στά του. Και θα ‘σπα­τα­λή­σει’ πολ­λά απ’ αυ­τά γρά­φο­ντας θέ­α­τρο, ενώ από την Απε­λευ­θέ­ρω­ση κι έπει­τα, θα τον κα­τα­βάλ­λει η επι­δει­νού­με­νη κα­τά­στα­ση της υγεί­ας του.

— Πέ­ρα από τα ακρι­βά δώ­ρα της ποί­η­σης του ίδιου του Σι­κε­λια­νού, με εν­δια­φέ­ρουν πο­λύ –ως ανα­γνώ­στη και ποι­η­τή, όχι ως φι­λό­λο­γο που δεν εί­μαι– και οι ‘επι­βιώ­σει­ς’ του: όχι τό­σο οι προ­φα­νέ­στε­ρες, π.χ. στον Ελύ­τη, όσο αυ­τές στον Εμπει­ρί­κο, δε­δη­λω­μέ­νες και –κυ­ρί­ως– μη, στον Πα­πα­δί­τσα και στον Κα­ρού­ζο, αλ­λ’ ακό­μα και στα ποι­ή­μα­τα του Ζή­σι­μου Λο­ρεν­τζά­του. Ξέ­ρου­με την ύψι­στη θέ­ση που απέ­δι­δε ο Λο­ρεν­τζά­τος στον Σι­κε­λια­νό ανά­με­σα στους ποι­η­τές του ελ­λη­νι­κού 20ού αιώ­να – αλ­λά νο­μί­ζω κι ότι το κα­λύ­τε­ρο ποί­η­μα της Συλ­λο­γής του, «Ο Ξέ­νος», απη­χεί κά­πως την καλ­πά­ζου­σα αφη­γη­μα­τι­κό­τη­τα, τις άφθα­στες πα­ρο­μοιώ­σεις, κι εντέ­λει την γνω­μι­κή τά­ση του ποι­η­τή που τό­σο θαύ­μα­ζε:

Βράδιαζε αργά στο Τούνεζι.
Μονάχος μέσα
Στο Μεγάλο Τζαμί στο σκοτεινό προσευχητήρι
Με κατάνυξη τραβηγμένος σε μια κόχη
Μαστορεύει ένα ποίημα που δεν ξεστομίζει σε κανέναν
Και μήτε καν το γράφει πουθενά
Παρά σα δυο καματερά που ζευγαρίζουν
Το χωράφι της μνήμης, βαθιά στ’ αυλάκια του μυαλού του
Χαράζονται για πάντα ώρα και μέρα.

Και να σε λίγους μήνες στη Σεβίλλη
Τον ζυγώνει στο δρόμο παλικάρι που δεν ξέρει
Και του λέει κομποσκοίνι, θαρρείς, σε ασκητευτή τα χέρια
Ολάκερο το ποίημα με στροφές και στίχους.
Ο Ιμπν Άραμπης κερώνει.
Σαστισμένος
Ρωτάει ποιος έγραψε το ποίημα; Πάλι τον σαστίζουν
Για δεύτερη φορά τα λόγια τούτα:
«Ο Ιμπν Άραμπης» – που βέβαια ο άλλος δεν τον ξέρει
Μήτε και πως τον βλέπει εκεί μπροστά του.
Καλά, πώς έμαθε στροφές και στίχους;
Λίγους μήνες
Πρωτύτερα –την ίδια ώρα και μέρα
Που μαστόρευε στο Τούνεζι το ποίημα
Του Προφήτη ο πιστός– ανακατώθη
Σε μια παρέα παλικαριών εκεί στην ίδια
Τη Σεβίλλη ένας ξένος, άγνωστος προσκυνητής
Και ξεθηκάρωσε μπροστά τους καβαλάρης σάμπως
Κατεβατή σπαθιά στον άνεμο, ένα ποίημα.
Τόσο το ζήλεψαν τα παλικάρια εκείνα
Που ζήτησαν να τους το πει πάλι και πάλι
Ωσότου πλέρια τέλος το απομάθαν.
Ύστερα ο ξένος έφυγε όπως ήρθε
Χάθηκε – ανθρώπου μάτι δεν τον είδε πια.

            
*

Βασιλιάς ή στρατιώτης πλούσιος ή φτωχός
Όποιος γυρεύει και καλά να μάθει
Με τον κανόνα και με το διαβήτη
Ποιος είναι ο ξένος, δε θα καταλάβει
Ποτές του τίποτα από ποίηση (κι άλλα πιο κρυμμένα
Στο φρόνημα του ανθρώπου) –το δηλώνει ο μύθος–
Όσο αν κάνει τον άνεμο κουβάρι
Σε πανύψηλες μέσα βιβλιοθήκες
Μερώνοντας ανήμερα βιβλία,
Όσο αν ξέρει τον κόσμο να διαβάζει
Όσο αν είναι σοφός
ή ακόμα και τις γλώσσες
(Με τους στερνούς αυτούς που θημωνιάζω στίχους)
Των ανθρώπων λαλεί και των αγγέλων...


Δεν μπο­ρώ να εξη­γή­σω επα­κρι­βώς για­τί –πέ­ραν από τον με­γά­λο θαυ­μα­σμό που τρέ­φω για το ποί­η­μα του Σι­κε­λια­νού, και πέ­ρα από όσα λί­γα συ­στα­τι­κά της ποί­η­σής του ήδη επι­γραμ­μα­τι­κά ανέ­φε­ρα και θα ανα­φέ­ρω– μου φέρ­νει στον νου την «Αυ­το­κτο­νία του Ατζε­σι­βά­νο (μα­θη­τή του Βού­δα)»:


Aνεπίληπτα επήρε το μαχαίρι
ο Aτζεσιβάνο. K’ ήτανε η ψυχή του
την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι.
Kι όπως κυλά, από τ’ άδυτα του αδύτου
των ουρανών, μες στη νυχτιά έν’ αστέρι,
ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,
έτσι απ’ τα στήθη πέταξε η πνοή του.

Xαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.
Γιατί μονάχα εκείνοι π’ αγαπάνε
τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία,
μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι
της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ,
που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!



Μα αίφ­νης, κι άλ­λη ‘επι­βί­ω­ση’ –δια­βά­ζο­ντας ανά­στρο­φα τώ­ρα– στον Γκά­τσο: Των άστρων έχει απά­νω μου το πε­ρι­βό­λι γεί­ρει [«Ύμνος του Με­γά­λου Νό­στου»].

Τέ­λος, εξί­σου με συ­γκι­νεί η ‘συ­νο­μι­λί­α’ του σπου­δαί­ου αρ­χαιο­λό­γου και δει­νού, υπο­δειγ­μα­τι­κού στον δι­κό του στί­βο, συγ­γρα­φέα Χρή­στου Κα­ρού­ζου (γεν­νη­μέ­νου το 1900 στην Άμ­φισ­σα) με τον Σι­κε­λια­νό:

Όταν επι­κα­λεί­ται το ποί­η­μα (που μοιά­ζει με την σει­ρά του να ‘συ­νο­μι­λεί’, ως θέ­μα και ‘στά­ση’, με τον Κα­βά­φη) «Πα­ντάρ­κης», μι­λώ­ντας για την αρ­χαία γλυ­πτι­κή και τις αρ­χαί­ες επι­γρα­φές για το νε­α­νι­κό αν­δρι­κό κάλ­λος – όμως δεν μπο­ρώ να βρω πια πού: στον Αρι­στό­δι­κο, στο Άγαλ­μα πε­ρι­καλ­λές…, σε κά­ποιο δο­κί­μιο της Αρ­χαί­ας Τέ­χνης; (Ή μή­πως η ανα­φο­ρά ανή­κει στην Σέ­μνη Κα­ρού­ζου; Ή την φα­ντά­στη­κα ολωσ­διό­λου;)

Κι όταν τους βλέ­πω να συ­νο­μι­λούν ως φί­λοι στους Δελ­φούς (όπως ση­μειώ­νει η Σέ­μνη Κα­ρού­ζου στο τέ­λος της έκ­δο­σης του βι­βλί­ου Δελ­φοί του άντρα της), την επο­χή που ο Κα­ρού­ζος ήταν Έφο­ρος Αρ­χαιο­τή­των Στε­ρε­άς Ελ­λά­δος, με έδρα την Θή­βα. Τό­σο με γοη­τεύ­ει αυ­τή η –πλού­σια, εί­μαι βέ­βαιος, και ακρι­βή – συ­νο­μι­λία που μάλ­λον έπλα­σα ως φα­ντα­σί­ω­ση και την ύπαρ­ξη αλ­λη­λο­γρα­φί­ας Κα­ρού­ζου-Σι­κε­λια­νού, απο­κεί­με­νης σε κά­ποιο ίδρυ­μα: μιας και ού­τε κι αυ­τό στά­θη­κε δυ­να­τό να το επι­βε­βαιώ­σω τώ­ρα, κα­θώς γρά­φω.

— Οι πα­ρο­μοιώ­σεις εί­ναι, στον ποι­η­τι­κό δρό­μο, οι γλι­στε­ρό­τε­ρες πέ­τρες. Το πό­δι του Σι­κε­λια­νού όμως έχει εξαρ­χής μο­να­δι­κή στα­θε­ρό­τη­τα. Θαυ­μά­σια το δια­τυ­πώ­νει ο Πέ­τρος Κο­λα­κλί­δης (στις Με­λέ­τες του, τ. Α΄, επιμ. Σταύ­ρου Ζου­μπου­λά­κη, Βι­κε­λαία Δη­μο­τι­κή Βι­βλιο­θή­κη, Ηρά­κλειο 2006, όπως το με­τα­φέ­ρει ο Κώ­στας Μπουρ­να­ζά­κης στην ει­σα­γω­γή του το­μι­δί­ου Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός στην σει­ρά «Έλ­λη­νες Ποι­η­τές» της εφ. Η Κα­θη­με­ρι­νή, 2014): «Οι πα­ρο­μοιώ­σεις του εί­ναι στιλ­πνές. Εί­ναι πα­ρο­μοιώ­σεις κά­ποιου που έχει εμπι­στο­σύ­νη στα πράγ­μα­τα.» Τυ­χαί­ος δειγ­μα­τι­σμός:

μες στον ανά­λα­φρο σαν κα­τα­χνιά χι­τώ­να [«Τύμ­βος»]

λά­μπ’ η στιγ­μή ολο­στρόγ­γυ­λη στο νου μου σαν οπώ­ρα [«Για­τί βα­θιά μου δό­ξα­σα»]

Πώς το ρου­μπί­νι πύ­ρι­νο ζώ­νει ψη­λά το στέμ­μα,
όμοια στο νου μου ολό­γυ­ρα μα­ζώ­χτη ξάφ­νου το αί­μα
[«Μή­τηρ θε­ού»] – ει­κό­να που θα ξα­να­γυ­ρί­σει απο­σταγ­μέ­νη σε με­τα­φο­ρά, δε­κα­ε­τί­ες αρ­γό­τε­ρα, στον προ­φο­ρι­κό του λό­γο –ένα ρου­μπί­νι στη μέ­ση του μυα­λού– για να πε­ρι­γρά­ψει το πρό­σφα­το εγκε­φα­λι­κό του επει­σό­διο (στον Σε­φέ­ρη, κα­τά την μαρ­τυ­ρία του στις Μέ­ρες (1946)).

— Τα όλα κι όλα πέ­ντε πα­ρα­δείγ­μα­τα πιο πά­νω, κι ας εί­ναι λι­γο­στά, κα­τα­δει­κνύ­ουν πε­ρί­τρα­να, φρο­νώ, το εκ­πλη­κτι­κό «αυ­τί» του Σι­κε­λια­νού:

Αυ­τί για τον ρυθ­μό, φυ­σι­κά, βα­σι­κό στοι­χείο του οποί­ου εί­ναι, νο­μί­ζω, οι δια­σκε­λι­σμοί του: που ορ­γα­νώ­νουν τον ήχο, αλ­λά και –με την νοη­μα­τι­κά πά­ντα σο­φή τους θέ­ση– γί­νο­νται η ρα­χο­κο­κα­λιά γύ­ρω από την οποία θα σαρ­κω­θεί η αφή­γη­ση.

Αλ­λά αυ­τί και για τους φθόγ­γους κα­θε­αυ­τούς, που προ­σκα­λούν το στό­μα το ίδιο να τους γευ­τεί, να τους στρι­φο­γυ­ρί­σει ανά­με­σα σε ου­ρα­νί­σκο, χεί­λη και δό­ντια, με επι­μο­νή, έντα­ση και από­λαυ­ση τέ­τοιες, που εί­χα­με να νιώ­σου­με από τον Σο­λω­μό.

— Κλεί­νω αντι­γρά­φο­ντας –και προ­συ­πο­γρά­φο­ντας– άλ­λη μιαν έξο­χη από­φαν­ση του Πέ­τρου Κο­λα­κλί­δη (ό.π.): «Η προ­σο­χή στη γλώσ­σα, στο τί ση­μαί­νει και στο πώς το ση­μαί­νει, στο πώς ακού­γε­ται κι από ποιούς ρυθ­μούς συ­νο­δεύ­ε­ται, έχει ως αντί­στοι­χό της την προ­σο­χή στα πράγ­μα­τα [...]. Οι φυ­σι­κές ει­κό­νες εί­ναι αλ­λη­λέν­δε­τες με τις λε­κτι­κές. Ο ποι­η­τής ακού­ει και βλέ­πει. Ενώ τον εν­δια­φέ­ρουν τα «νοη­τά», σώ­ζει, όπως θα έλε­γε ο Αρι­στο­τέ­λης, τα φαι­νό­με­να. Και τα σώ­ζει [...], δια­τη­ρώ­ντας τα ακέ­ραια, στη φυ­σι­κή τους αμε­σό­τη­τα, διά­φα­να, κα­θα­ρά. Γι’ αυ­τό η ποί­η­σή του δεν εί­ναι σκο­τει­νή, όσο κι αν εί­ναι βα­θύς, όσο κι αν εί­ναι «μυ­στι­κός».» Αυ­τό (πρέ­πει να) κά­νει η ποί­η­ση· αυ­τό κά­νει ο ώρι­μος, όψι­μος Σι­κε­λια­νός.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: