Όταν η κόρη μου η Εύα ήταν μικρή, τη ρωτούσα κάθε πρωί, «Τι όνειρο είδες;» Κάθε πρωί εκείνη κάπως ντροπιασμένα (μια λέξη που εμπεριέχει και μια έννοια αντοχής) μου απαντούσε, «Αρκούδες». Όταν το ανέφερα σε μια φίλη, εκείνη είπε, απλά, «Α, κουβαλάει το φάρμακο της αρκούδας».
Μερικά φθινόπωρα πριν, στον δρόμο μου για τη Λευκάδα, πέρασα ως επιβάτης σε ταξί τον αρχαίο τόπο της Ελευσίνας. Η Ελευσίνα, όπως ξέρετε καλά, ήταν ο χώρος των ακατανόητων μυστηρίων τα οποία περιέβαλαν την Περσεφόνη και τη Δήμητρα. Η κλασική ιστορία μητέρας-κόρης, και όμως, όπως τόσο πολλές παλιές ιστορίες, ακόμη επίκαιρη. Ξέρετε πώς πάει η ιστορία. Η Περσεφόνη βρίσκεται έξω ζωγραφίζοντας όλα τα λουλούδια του κόσμου όταν την απαγάγει ο Άνδρας από την Κόλαση. Είναι πλέον ευθύνη της μητέρας της να τη βρει. Ως κόρη μιας μητέρας που ήταν κόρη μιας μητέρας, και ως μητέρα μια κόρης στην εφηβεία, έχω αναρωτηθεί στο παρελθόν: πώς βρίσκουμε ξανά η μια την άλλη και πώς φέρνουμε πίσω η μια την άλλη από τα σκοτεινά ταξίδια; Η Δήμητρα (της οποίας η ρίζα «μήτηρ» τη συνδέει όχι μόνο με την μητέρα αλλά και με το μέτρο και τον νόμο) ξεκινά μια μακριά, μανιασμένη περιπλάνηση, πολύ πριν o Κέρουακ και οι πρόγονοί του κάνουν κάτι παρόμοιο, τραβώντας την κόρη της στο φως της ημέρας για ένα ικανό μέρος του χρόνου, χρόνο αρκετό για να είναι μάρτυρας μπροστά «στο σιωπηλό θερισμό ενός σταχυού», σύμφωνα με τα μυστήρια.
Όταν ήμουν είκοσι χρονών, άφησα πίσω μου τις Ηνωμένες Πολιτείες για πρώτη φορά, εξοπλισμένη με ένα σακίδιο και με μια διεύθυνση που μου είχε δώσει ο παππούς μου, ο Γλαύκος Σικελιανός. Αφού διέσχισα με ωτοστόπ την Αγγλία, έφτασα στην Αθήνα πριν την ανατολή του ηλίου, αποβιβάστηκα από το αεροπλάνο στο σκοτάδι, βγαίνοντας στον ξηρό αέρα ο οποίος ήταν αρωματισμένος με μυρωδιά καμένου μέταλλου, βρωμιάς και ξερών κλωναριών, έδωσα το διαβατήριο στον μυστακοφόρο υπάλληλο στην υπηρεσία μετανάστευσης, ο οποίος, βλέποντας το όνομά μου, μου μίλησε ελληνικά. Εμ, Αμερικάνα, είπα, ντροπιασμένη. Πήρα ένα λεωφορείο και βρέθηκα με το σακίδιο μου σε ένα χόστελ στην Πλάκα. Κοιμόμουν στην ταράτσα για ένα δολάριο τη βραδιά. Ξύπνησα με ένα αιμάσσοντα ήλιο να στάζει πάνω από τις μπερδεμένες κεραίες της τηλεόρασης, τις μπουγάδες που ανέμιζαν, το τσιμέντο και τις ράβδους οπλισμού σκυροδέματος, ένα περίεργο πράσινο τούλι να καλύπτει τα κτίρια, και, αν στεκόμουν σε μια πλευρά της ταράτσας, ναι, την Ακρόπολη. Σε ποιανού το όνειρο είχα εισέλθει;
Πήρα ένα χάρτη από την τράπεζα κοντά στο Σύνταγμα και ανέβηκα τα μαρμάρινα πεζοδρόμια προκειμένου να φτάσω στη διεύθυνση που μου είχε δώσει ο Γλαύκος, Φωκυλίδου 6.
Εκεί έμενε η Άννα Σικελιανού, μια γυναίκα που με συνέδεε με το ελληνικό παρελθόν μου, και με τους μυστήριους προγόνους μου. Δεν είχαμε κάποια εξ αίματος συγγένεια, αλλά είχε υπάρξει παντρεμένη με τον προπάππου μου! Γεια σου, είμαι η θετή δισέγγονή σου.
Ένας αργαλειός καταλάμβανε μεγάλο μέρος του καθιστικού, σαν ένας αρχαίος ξύλινος βωμός, που είχε λειανθεί από τα χέρια που περνούσαν πάνω από τις δοκούς για να τυλίξουν τα νήματα. Άραγε μου είπε ότι αυτός ανήκε κάποτε στην Εύα; Αποξηραμένα ρόδια σε ένα πιάτο μπροστά από ένα καθρέφτη. Στέφανοι, στον τοίχο πάνω από τον καθρέφτη. Φωτογραφίες του Άγγελου παντού, στην πιο όμορφη μορφή του και στη μεσήλικη μελαγχολία του. Τα άσπρα του γάντια σε ένα πιάτο. Καραμελωμένα αμύγδαλα, λουκούμια σε άλλα πιάτα. Τα βιβλία του, σε διάφορες γλώσσες, στα ράφια.
Καθώς οι ιστορίες της οικογένειάς μου είχαν διακοπεί από την τρέλα και τον εθισμό στα ναρκωτικά, αυτή η ιστορία δεν πέρασε σε μένα. Αυτή είναι μια ιστορία που έπρεπε να συναρμολογήσω μόνη μου.
Έπρεπε να πάω κι εγώ σε ένα ταξίδι αναζήτησης για να βρω τους παίκτες.
Να παραστώ μάρτυρας στον σιωπηλό θερισμό ενός σταχυού.
Αυτή είναι μια σιωπή με κίνηση: τα χέρια της γυναίκας με μαεστρία διεκπεραιώνουν μια αναγκαία δουλειά. Αυτή είναι μια σιωπή με χρώμα: το αχνό κίτρινο του καλαμποκιού, το πλυμένο, στεγνό πράσινο του κελύφους, το υδαρές μπλε του φθινοπωρινού ουρανού. Και πρόκειται για μια σιωπή στην οποία συνεχίζεις να ακούς. Ο άνυδρος ήχος ενός κελύφους που σχίζεται, ο βουβός χώρος μετά το τραύμα. Σε αυτό τον βουβό χώρο βλέπω τα χέρια της προγιαγιάς μου, της Εύας, να υφαίνουν. Ακούω το γρατζούνισμα της πένας του προπάππου μου στη σελίδα. Αλλά ποιο ήταν το τραύμα;
Γράφουμε και γράφουμε στην άμμο, προσπαθώντας να φτάσουμε στο κουτί, το μέρος όπου φυλάσσονται όλα τα χαρτιά, οι χάρτες, τα κλειδιά, το μονοπάτι. Ο εαυτός, η σκέψη, η λέξη, ο νόμος ή η πράξη που θα ξεκαθαρίσει τα πάντα. Πάρα πολλά είναι κατεστραμμένα, πάρα πολλά αγνοούνται. Το αρχείο είναι η καρδιά ή το μυαλό; Είναι ο εχθρός; Το Κράτος;
Κομμάτια από την ιστορία κρατιούνται κλειδωμένα σε απαγορευμένα, σκονισμένα αρχεία.
Κομμάτια από την ιστορία παραμορφώνονται, διαστρεβλώνονται, μεταλλάσσονται. Στις οικογένειες, στα κράτη.
Υπάρχει ένας άνεμος ή το φάντασμα ενός ανέμου…που οδηγεί το μυαλό προς ή μακριά από το γεγονός. Το γεγονός δεν είναι ταυτόσημο με την αλήθεια.
Γιατί το γεγονός κείτεται σαν ένα μοναχικό παιδί στο σκοτεινό κρεβάτι του μέχρις ότου να το ξυπνήσουν μέσα σε μια ροή ιστορίας η οποία το συγχρονίζει μαζί με τα άλλα γεγονότα που είχαν αποκοιμηθεί γύρω από αυτό.
Μολονότι μπορεί να βρούμε ένα φιλί σε ένα αρχαίο γράμμα, δεν μπορούμε να βρούμε ένα καταγεγραμμένο γεγονός για την αίσθηση του φιλιού.
Γεγονός: Η Άννα ήταν το πρώτο άτομο που μου έμαθε το ελληνικό αλφάβητο.
Γεγονός: Εκείνη μου έμαθε τη φράση, Στην Αμερική σέβονται τις γυναίκες, την οποία ήθελε να επαναλαμβάνω σαν φυλαχτό και προστασία στα ταξίδια μου.
Γεγονός: Οι προπαππούδες μου πέρασαν ένα ικανό μέρος της ζωής τους αφιερωμένοι στην ιδέα να φέρουν μαζί τούς ανθρώπους μέσα από τις τέχνες, παντρεύοντας το παρελθόν με το παρόν με σκοπό μια καλύτερη ζωή στο παρόν.
Γεγονός: Η προγιαγιά μου, Εύα Πάλμερ, προετοιμαζόταν για την ζωντανή επιτέλεση του αρχαίου σχεδόν για όλη της τη ζωή.
Γεγονός: όταν πλέον γνώρισε τον Άγγελο, εκείνη φορούσε ήδη το αρχαίο στη σύγχρονη εποχή.
Γεγονός: Η προγιαγιά μου ήταν λεσβία.
Γεγονός: αυτό ήταν γνωστό στον Άγγελο, ο οποίος πήγε στο Παρίσι για να γνωρίσει την ερωμένη της Εύας.
Γεγονός: Η Άννα και ο Άγγελος παντρεύτηκαν στην Ελευσίνα.
Γεγονός: Η Άννα Σικελιανού απέκρυψε την ερωτική προϊστορία της Εύας, φοβούμενη, εικάζω, ότι θα σπίλωνε την υστεροφημία του Άγγελου.
Έχουν σημασία αυτά τα γεγονότα; Έχουν, επειδή αλλάζουν τις αφηγήσεις που ενδύουν αυτές τις φιγούρες. Δεν αποκαλύπτουν τα μυστήρια αλλά μας δείχνουν ότι υπάρχουν πολλές πτυχές στο ύφασμα.
Γεγονός: την πρώτη φορά που η προγιαγιά μου συνάντησε τον Άγγελο, εκείνος είχε περάσει μια ολόκληρη εβδομάδα τρώγοντας μόνο μέλι. Η Εύα γράφει: