«Αγιορείτικο ημερολόγιο» και ποιητική έμπνευση στον Σικελιανό. Η συνάντηση με τον «Δωδεκαετή»

Ο Άγγελος Σικελιανός (1907). Ψηφιακά επεξεργασμένη φωτογραφία
Ο Άγγελος Σικελιανός (1907). Ψηφιακά επεξεργασμένη φωτογραφία

O Σι­κε­λια­νός με τον συ­νο­μή­λι­κό του Κα­ζαν­τζά­κη ανε­βαί­νουν στο Άγιον Όρος το 1914, από τις 15 Νο­εμ­βρί­ου ως τις 25 Δε­κεμ­βρί­ου σε ηλι­κία 30 και 31 ετών αντί­στοι­χα, με συ­στα­τι­κή επι­στο­λή του Πρω­θυ­πουρ­γού Ελευ­θε­ρί­ου Βε­νι­ζέ­λου, για να μπο­ρούν να δουν τα χρυ­σό­βου­λα που φυ­λάσ­σο­νται στις Ιε­ρές Μο­νές.[1] Δεν πή­γαν από ό,τι φαί­νε­ται σε δυο μο­νές, την Κων­στα­μο­νί­του (ηπει­ρω­τι­κό) και την Εσφιγ­μέ­νου (ανα­το­λι­κή πλευ­ρά).[2] Το διά­στη­μα πα­ρα­μο­νής τους στο Όρος ανα­κα­λεί ασφα­λώς την σα­ρα­ντα­ή­με­ρη του Χρι­στού ανα­χώ­ρη­ση, νη­στεία και προ­σευ­χή στην έρη­μο, ενώ συγ­χρό­νως υπο­βάλ­λει τη βα­θιά προ­σω­πι­κή, υπαρ­ξια­κή ανά­γκη των δύο φί­λων να απο­μο­νω­θούν σε αυ­τήν την πνευ­μα­τι­κή γω­νιά της Ευ­ρώ­πης που μό­λις έχει αρ­χί­σει να αλ­λη­λο­σπα­ράσ­σε­ται με τον πο­λύ­νε­κρο Α΄ Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο. Ο συμ­βο­λι­σμός εί­ναι ιδιαί­τε­ρα ση­μαί­νων. Δύο γί­γα­ντες της ευ­ρω­παϊ­κής λο­γο­τε­χνί­ας και δια­νό­η­σης, την ώρα που τα ευ­ρω­παϊ­κά έθνη τυ­φλώ­νο­νται από τον αρ­χέ­κα­κο δαί­μο­να της αλ­λη­λο­σφα­γής, εκεί­νοι εμ­φο­ρού­νται από την επι­θυ­μία να ανα­βλέ­ψουν με πε­φω­τι­σμέ­νο τον νουν και την καρ­δί­αν προς το μυ­στή­ριο του αν­θρώ­που και του Θε­ού.[3]
Απο­τύ­πω­ση αυ­τού του πνευ­μα­τι­κού οδοι­πο­ρι­κού εί­ναι το Αγιο­ρεί­τι­κο Ημε­ρο­λό­γιο του Σι­κε­λια­νού, το οποίο και εκ­δό­θη­κε σε βι­βλίο από την Ακα­δη­μία Αθη­νών και το Ίδρυ­μα Κώ­στα και Ελέ­νης Ου­ρά­νη το 1988, με σχε­τι­κή ει­σα­γω­γή και επι­μέ­λεια της Ιω­άν­νας Κων­στα­ντου­λά­κη- Χάν­τζου. Για την ιστο­ρία του πράγ­μα­τος θα πρέ­πει να ανα­φερ­θεί ότι το Αγιο­ρεί­τι­κο Ημε­ρο­λό­γιο του Σι­κε­λια­νού έγι­νε γνω­στό από τον Πα­ντε­λή Πρε­βε­λά­κη με την ομι­λία που έκα­νε στην Ακα­δη­μία Αθη­νών τον Μάρ­τιο του 1984 για τα εκα­τό χρό­νια από τη γέν­νη­ση του λευ­κα­δί­τη ποι­η­τή.[4]
Σκο­πός μου εί­ναι να πα­ρου­σιά­σω κα­τά πρώ­τον γε­νι­κά το πνεύ­μα που διέ­πει αυ­τό το οδοι­πο­ρι­κό στην αθω­νι­κή πο­λι­τεία –δεν θα επαρ­κού­σε ο χώ­ρος για μια διε­ξο­δι­κή ερευ­νη­τι­κή ανα­δί­φη­ση- και κα­τά δεύ­τε­ρον να πα­ρα­κο­λου­θή­σω τη στοι­χεί­ω­ση των ερε­θι­σμά­των και ποι­η­τι­κών ενορ­μή­σε­ων του Σι­κε­λια­νού που κα­τορ­θώ­νο­νται τε­λι­κώς στο πο­λύ­στι­χο ποί­η­μά του με τί­τλο Ο Δω­δε­κα­ε­τής, το οποίο και γρά­φε­ται, όπως ο ίδιος μας πλη­ρο­φο­ρεί σε ημε­ρο­λο­για­κή του ση­μεί­ω­ση, στη Μο­νή Σταυ­ρο­νι­κή­τα. (Αυ­τό το ποί­η­μα εντάσ­σε­ται αρ­γό­τε­ρα ως 8ο μέ­ρος στη με­γα­λε­πή­βο­λη σύν­θε­ση Πά­σχα των Ελ­λή­νων). Υπό την έν­νοια αυ­τή εν­δια­φέ­ρει να δού­με πώς ση­μειώ­νε­ται ημε­ρο­λο­για­κώς, δη­λα­δή συλ­λαμ­βά­νε­ται, κυο­φο­ρεί­ται, γεν­νά­ται και σπαρ­γα­νώ­νε­ται μια ολό­κλη­ρη ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση στην επι­τό­πια, πρώ­τη του­λά­χι­στον εν Αγίω Όρει γρα­φή της. Κα­τά τού­το, η ημε­ρο­λο­για­κή κα­τα­γρα­φή εκ-τρέ­πε­ται ή μάλ­λον εν-τρέ­πε­ται σε ποι­η­τι­κή γρα­φή που απο­κα­λύ­πτει και συ­γκα­λύ­πτει συγ­χρό­νως τα βα­θύ­τε­ρα κοι­τά­σμα­τα και στρώ­μα­τα ενός πα­λίμ­ψη­στου ποι­η­τι­κού εγώ.

Ο ανα­γνώ­στης, λοι­πόν, για να ξε­κι­νή­σω από τον τρό­πο και το πνεύ­μα του αγιο­ρεί­τι­κου σι­κε­λια­νι­κού ημε­ρο­λο­γί­ου αντι­λαμ­βά­νε­ται με βά­ση την έκ­δο­ση που έχει γί­νει[5] ότι ο ποι­η­τής γρά­φει σε μιαν ατζέ­ντα (όπου δεν ανα­γρά­φο­νται το έτος και οι ημέ­ρες της εβδο­μά­δας, οι ημε­ρο­μη­νί­ες απλώς εί­ναι τυ­πω­μέ­νες στα γερ­μα­νι­κά) οτι­δή­πο­τε τον εντυ­πω­σιά­ζει, πράγ­μα­τα που εν­δε­χο­μέ­νως αγνο­εί σε επί­πε­δο εκ­κλη­σια­στι­κών ακο­λου­θιών, λα­ο­γρα­φι­κά στοι­χεία, απει­κο­νί­σεις, σπά­νιες λέ­ξεις, πρό­σω­πα και λό­για μο­να­χών, ση­μειώ­νει συ­νειρ­μούς και συμ­φυρ­μούς πα­γα­νι­στι­κών μύ­θων και μορ­φών, προ­τρέ­πει τον εαυ­τό του να θυ­μη­θεί, να βρει και να δια­βά­σει έρ­γα της εκ­κλη­σια­στι­κής γραμ­μα­τεί­ας, ανα­φέ­ρε­ται στη φύ­ση, σε δέ­ντρα, που­λιά και εν γέ­νει σε ποι­με­νι­κές ει­κό­νες. Υπό την έν­νοια αυ­τή, το Ημε­ρο­λό­γιό του συ­νι­στά πο­λύ­χρω­μο υφα­ντό αντι­δρά­σε­ων, πα­ρα­τη­ρή­σε­ων, προ­σλή­ψε­ων, προ­σω­πι­κών πνευ­μα­τι­κών ανα­σκα­φών με βά­θος ψυ­χο­γρα­φι­κό και πνευ­μα­τι­κό αλ­λά και με ύψος λυ­ρι­κών εξάρ­σε­ων και λο­γο­τε­χνι­κών τό­νων. Ο Πρε­βε­λά­κης μά­λι­στα διαι­ρεί το Ημε­ρο­λό­γιο σε δύο μέ­ρη, στο πρώ­το, όπου δεν κα­τα­γρά­φο­νται οι άμε­σες εμπει­ρί­ες από το Άγιον Όρος αλ­λά ση­μειώ­σεις από δια­βά­σμα­τά του σε ξέ­νους συγ­γρα­φείς (π.χ. Balzac, Joris-Karl Huysmans), από τη Λει­τουρ­γι­κή, από την αρ­χαία ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία (ανα­φο­ρές στην Άρ­τε­μη, στην Ελέ­νη, στον Θη­σέα, στον Διό­νυ­σο), από την επί­σκε­ψή του στο Αρ­χαιο­λο­γι­κό Μου­σείο Αθη­νών, υπάρ­χουν ανα­φο­ρές επί­σης σε βυ­ζα­ντι­νά μνη­μεία, για να πε­ρά­σου­με με τη σε­λί­δα 49 της έκ­δο­σης στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος, όπου γί­νε­ται φα­νε­ρό ότι ο ποι­η­τής βρί­σκε­ται στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και εί­ναι κα­θ’ο­δόν προς το Άγιον Όρος.[6] Άξιον λό­γου εί­ναι το γε­γο­νός ότι το Ημε­ρο­λό­γιο κα­τα­λή­γει με ανα­φο­ρά στους Δελ­φούς. Ο Πρε­βε­λά­κης μά­λι­στα ανα­ρω­τιέ­ται αν πράγ­μα­τι αυ­τό εί­ναι το τέ­λος του Ημε­ρο­λο­γί­ου, κα­θώς υπο­λεί­πο­νται ακό­μη 14 ημέ­ρες μέ­χρι τις 25 Δε­κεμ­βρί­ου, και δια­τυ­πώ­νει την υπο­ψία μή­πως ο Σι­κε­λια­νός συ­νέ­χι­σε σε άλ­λο τε­τρά­διο ή απλώς στα­μά­τη­σε την κα­τα­γρα­φή.

Εν­δει­κτι­κά επι­τρέψ­τε μου να πα­ρα­θέ­σω κά­ποιες από τις ση­μειώ­σεις του Ημε­ρο­λο­γί­ου, για να αντι­λη­φθού­με έτι πε­ραι­τέ­ρω τον τρό­πο του ποι­η­τή.

-— Αγα­θο­κλή, χαί­ρε. Το λι­γνό σκυ­λί. Η στή­λη του Αλ­ξή­νο­ρα. Το ανά­γλυ­φο 1283. (σ. 8)

-— Διο­νύ­σου πλους: τον φέρ­νουν στην Ασία οι Τυρ­ρη­νοί· άξαφ­να νε­ρο­φί­δες τα κου­πιά, κισ­σοί ανε­βαί­νουν στα κα­τάρ­τια [...] (σ. 41)

-— Κα­ρυαί. Πρω­τά­τον. Ιε­ρά Σύ­να­ξις, το δέ­ξι­μο (πρω­τε­πι­στά­της κ.τ.λ.), ο θυ­ρω­ρός· η εκ­κλη­σί­τσα· πύ­ρι­νοι άγ­γε­λοι εξα­πτέ­ρυ­γοι (300 ετών) [...] Η χλω­μά­δα του κα­λο­γε­ρό­παι­δου. (σ. 64)

-— Οι διά­δρο­μοι που μας παν να ιδού­με τη θά­λασ­σα με το φεγ­γά­ρι· το έβγα μας στον εξώ­στη. Η βρο­ντή του χα­λι­κιού. Το λι­βά­δι ως τη θά­λασ­σα. (σ. 65)

-— Του Θε­ού το πέ­λα­γο ανοι­χτά, Βρο­ντή το κύ­μα εβά­ρει. Σαν τ’ Άγιο Πνέ­μα απά­νω του κρε­μό­νταν το φεγ­γά­ρι. (σ. 67)

-— Το ρα­ξί­νι κα­λυ­μαύ­χι ζω­στι­κό (το μέ­σα ρά­σο), μαλ­λί­να (φλα­νέ­λα), στι­χά­ριον (με­σό­ρου­χο λει­τουργ.), ορά­ριον φε­λό­νι. (σ. 72)

-— Ωρο­λό­γος (εκ­κλη­σιάρ­χης/διευ­θύ­νει την εκ­κλη­σιά, ση­μαί­νει) εξω­τε­ρι­κό. Τυ­πι­κά­ρης (ο διευ­θύ­νων τον ορ­γα­νι­σμόν της ακο­λου­θί­ας) εσω­τε­ρι­κό. (σ. 73)

-— Η συ­ζή­τη­σή μου με τον Ιω­α­κείμ. Ο Ιω­α­κείμ: Θέ­λω τον Παρ­θε­νώ­να ερεί­πιον. Ανά­στα­σις του Όρους. (σ. 88)

-— Θυ­μή­σου ν’ αγο­ρά­σεις Φι­λο­κα­λία (σ. 120)

-— Η κου­μα­ριά, ενώ έχει απά­νου τον καρ­πό, έχει και τ’ άν­θη για τον καρ­πό του άλ­λου χρό­νου (σ. 150)

-— Χρυ­σό­στο­μος: τε­λευ­ταία λό­για του: Δό­ξα τω Θεώ πά­ντων ένε­κεν. (σ. 153)

-— Νύ­χτα της Κυ­ρια­κής στου Κα­ρα­κά­λου (Αγί­ου Αν­δρέα). Στο δεί­πνο εί­ναι τό­σο γε­μά­τη η ψυ­χή και το κορ­μί που δεν δέ­χο­μαι τί­πο­τα. Μια θέρ­μη λυ­ρι­κή στο άκου­σμα της κα­μπά­νας. (σ. 167)

-— Η Τρά­πε­ζα της Λαύ­ρας. Πέ­τρι­νες τρά­πε­ζες με αυ­λά­κι. Στο ανώ­θυ­ρο μπαί­νο­ντας αφιέ­ρω­μα ένα αυ­τί Αρ­τέ­μι­δας. Η παρ­θέ­να Δάφ­νη γλι­τώ­νο­ντας από του Απόλ­λω­να τα χέ­ρια. Η Δάφ­νη έφυ­γε στο Άγιον Όρος για να σω­θεί από τον Απόλ­λω­να (παρ­θε­νιά). (185-187)

-— Μά­ξι­μος Ομολ. Το θυ­μι­κόν της ψυ­χής αγά­πη χα­λί­νω­σον· και το επι­θυ­μη­τι­κόν αυ­τής εγκρα­τεία κα­τα­μά­ρα­νον. [...] (σ. 199-200)

-— Μο­νή Γρη­γο­ρί­ου. Η Σύ­να­ξις των Ασω­μά­των. Θυ­μί­ζει κι­νέ­ζι­κη τέ­χνη· ο αρι­στε­ρά άγ­γε­λος εί­ναι σαν Περ­σί­δα κό­ρη. (σ. 248)

Εί­ναι έκ­δη­λος επο­μέ­νως ο ζω­η­φό­ρος παλ­μός, ο ποι­η­τι­κός ανα­σα­σμός και το πνευ­μα­τι­κό ρί­γος ενός μύ­στη[7] που έχει θέ­σει τον εαυ­τό του σε εγρή­γορ­ση, η οποία, όπως γρά­φει ο ίδιος ο Σι­κε­λια­νός στον πρό­λο­γο του Λυ­ρι­κού του Βί­ου, «εί­ναι σύγ­χρο­να προ­νό­μιο και μαρ­τύ­ριο μο­νά­χα του πρω­το­τό­κου εκ νε­κρών, του Ποι­η­τή». (σελ. 71). Αυ­τή η εγρή­γορ­ση απω­θεί πά­σαν την βιω­τι­κήν μέ­ρι­μναν και πολ­λα­πλα­σιά­ζει τη δυ­να­τό­τη­τα του αν­θρώ­που να δει τον κό­σμο με άλ­λους οφθαλ­μούς. Tού­τη την άλ­λη όρα­ση ομο­λο­γεί ότι βί­ω­σε στο Όρος ο ποι­η­τής. Γρά­φει με αφορ­μή το προ­σκύ­νη­μά του στο μο­να­στή­ρι του Αγί­ου Διο­νυ­σί­ου:

«Το κοι­μη­τή­ρι. Ο τά­φος του Αγί­ου Νή­φω­νος. Οι τά­φοι εμπρός στη θά­λασ­σα. Η λα­γκά­δα χύ­νει πο­τα­μό τον αέ­ρα. Οι σβι­λά­δες θε­ρί­ζουν κά­του το πέ­λα­γος. Το κοί­ταγ­μα του έξω κό­σμου από τ’ Άγιον Όρος. Η εσω­τε­ρι­κή δύ­να­μη του έξω κό­σμου ορα­τή.» (σ. 233-235)

Ο Σι­κε­λια­νός, μα­νι­κός αυ­τής της μυ­στι­κής ενό­τη­τας του έσω και του έξω κό­σμου, έχο­ντας ήδη γρά­ψει τον Αλα­φροΐσκιω­το (1909), θέ­λη­σε αυ­τό το αντί­κρυ­σμα του κό­σμου από τον Άθω, για­τί αυ­τό το αντί­κρυ­σμα τού επέ­τρε­πε να αι­σθά­νε­ται ως ο όλος άν­θρω­πος στον οποίο πάλ­λε­ται «όλη η ευ­ρύ­τε­ρη συ­νεί­δη­ση της Ζω­ής στις κο­σμι­κές και αιώ­νιές της δια­στά­σεις» (Λυ­ρι­κός Βί­ος, σ. 71) .

Αλ­λά γι’ αυ­τόν τον παλ­μό, έτσι υπο­στη­ρί­ζει στον πρό­λο­γο του Λυ­ρι­κού του Βί­ου, «χρειά­ζε­ται όλο σύγ­χρο­να το πνεύ­μα και το σώ­μα, χρειά­ζε­τ’ η ίδια θε­τι­κή ανά­στα­ση του ζω­ντα­νού εαυ­τού μας από τον βα­θύν ιστο­ρι­κό του τά­φο» (σ. 71). Να το­νί­σω βε­βαί­ως, μια και ο λό­γος για τον ιστο­ρι­κό τά­φο του ιστο­ρι­κού αν­θρώ­που, ότι ο ανα­γνώ­στης-κά­τι που επι­ση­μαί­νει και η επι­με­λή­τρια της έκ­δο­σης του Ημε­ρο­λο­γί­ου- έχει την αί­σθη­ση μιας ανα­στά­σι­μης πλη­ρό­τη­τας στη γρα­φή του Σι­κε­λια­νού, μο­λο­νό­τι ο ποι­η­τής επι­σκέ­πτε­ται χει­μώ­να το Όρος. Τέ­τοια εί­ναι η πρό­σλη­ψη αυ­τού του τό­που από την αι­σθα­ντι­κή ψυ­χή του ιε­ρο­φά­ντη ποι­η­τή ώστε δο­νεί­ται ανα­στά­σι­μα.[8] Ο ίδιος, εξάλ­λου, ο ποι­η­τής στον από­η­χο της επί­σκε­ψής του στη Σι­μω­νό­πε­τρα, όπου και ασπά­στη­κε το ζε­στό, όπως λέ­ει, χέ­ρι της Μα­γδα­λη­νής (σ.251-252), γρά­φει: «κοι­τά­ζω ολό­γυ­ρά μου. Το Πά­σχα.» (σ. 258).

Γε­νι­κό­τε­ρα στο Αγιο­ρεί­τι­κο Ημε­ρο­λό­γιο του Σι­κε­λια­νού βλέ­που­με εν σπέρ­μα­τι ό,τι αρ­γό­τε­ρα θα κυο­φο­ρη­θεί, όπως υπο­στη­ρί­ζει η έγκρι­τη με­λε­τή­τρια του σι­κε­λια­νι­κού έρ­γου Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου, με­γα­λό­πνοα και τολ­μη­ρά, στις θρη­σκευ­τι­κές του ποι­η­τι­κές του συν­θέ­σεις ως πνευ­μα­τι­κός, φυ­σιο­κρα­τι­κός και ορ­φι­κός χρι­στια­νι­σμός στο πλαί­σιο μιας βα­θύ­τε­ρης συγ­χώ­νευ­σης του χρι­στια­νι­σμού με τον πα­γα­νι­σμό, η οποία κο­ρυ­φώ­νε­ται στην 4η ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση των Συ­νει­δή­σε­ων που φέ­ρει τον γε­νι­κό τί­τλο Η Συ­νεί­δη­ση της Πί­στης και συ­γκε­κρι­μέ­να στο ποί­η­μα Διό­νυ­σος-Ῑησούς.[9] Αξί­ζει τον κό­πο να κα­τα­θέ­σω τη σκέ­ψη ενός άλ­λου με­γά­λου των Γραμ­μά­των μας, του Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη, γι’ αυ­τές τις τολ­μη­ρές συ­ζεύ­ξεις του Σι­κε­λια­νού· γρά­φει λοι­πόν ο νο­μπε­λί­στας ποι­η­τής από το Λον­δί­νο με αφορ­μή τον θά­να­το του ομο­τέ­χνου του:

Η πα­ρά­δο­σή μας εί­ναι γε­μά­τη αντι­θέ­σεις. Οι επι­φα­νείς άντρες τις εναρ­μο­νί­ζουν. Στην Ελ­λά­δα και ο Διό­νυ­σος εί­ναι Εσταυ­ρω­μέ­νος. Αλ­λά χρειά­στη­κε η δυ­να­τή πί­ε­ση της φω­νής του Σι­κε­λια­νού για να σαρ­κω­θεί σε μιαν ενό­τη­τα ο λό­γος: Γλυ­κό μου βρέ­φος, Διό­νυ­σέ μου και Χρι­στέ μου... [...] Και προ­σπα­θώ να κοι­τά­ξω το θρη­σκευ­τι­κό αί­σθη­μα του Σι­κε­λια­νού να ξε­κι­νά από τη λευ­κα­δί­τι­κη πα­τρο­γο­νι­κή του χρι­στια­νο­σύ­νη, να προ­χω­ρεί και να θρέ­φε­ται με όλες τις ανά­σες της ελ­λη­νι­κής γης [...][10]

Αυ­τό εί­ναι το βλέμ­μα και το πνεύ­μα του Σι­κε­λια­νού, σαν έτοι­μος από και­ρό στα τριά­ντα χρό­νια του μό­λις, συ­ντο­νί­ζε­ται από τον Άθω με τον ρυθ­μό του σύ­μπα­ντος κό­σμου, υπα­κού­ο­ντας θα έλε­γε κα­νείς στον με­γά­λο γε­νάρ­χη της λυ­ρι­κής ποί­η­σης, τον πε­ρί­φη­μο Αρ­χί­λο­χο, που από τα βά­θη του 7ου αι. π.Χ, προ­τρέ­πει πά­ντας υμάς: γί­νω­σκε δ’ οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώ­πους ἔχει.

Δια­βά­ζω διά του λό­γου το αλη­θές, από τις ση­μειώ­σεις του Ημε­ρο­λο­γί­ου σε μια πλα­γιά του Άθω:

Ρυθ­μί­σου με το σύ­μπαν.
Κά­θε με­τα­βα­τι­κή συ­γκί­νη­ση έχει λεί­ψει μέ­σα μου.
Γο­να­τί­ζω όπως το βό­δι και φτε­ρώ­νο­μαι σαν αρ­χάγ­γε­λος (σ. 195).

Τού­το εί­ναι λοι­πόν το άνυ­σμα, επι­τρέψ­τε μου να πω, και το τά­νυ­σμα του χοϊ­κού και πνευ­μα­τι­κού Σι­κε­λια­νού, από τα βό­δια της φάτ­νης ως τα φτε­ρά του αρ­χαγ­γέ­λου. Σε αυ­τό το άνυ­σμα ο ποι­η­τής προ­σλαμ­βά­νει όχι μό­νον το θαύ­μα της αγιο­ρεί­τι­κης φύ­σης αλ­λά και το θαύ­μα της ει­κο­νι­κής πα­ρα­στά­σε­ως των θεί­ων προ­σώ­πων. Εντυ­πω­σιά­ζε­ται βα­θιά από την τέ­χνη της αγιο­γρα­φί­ας ώστε ση­μειώ­νει με­τά το προ­σκύ­νη­μά του στη Μο­νή Ιβή­ρων, στη Μο­νή Μο­νή Σταυ­ρο­νι­κή­τα και στη Μο­νή Φι­λο­θέ­ου:

Τα τρία ως τώ­ρα θά­μα­τα που εί­δα­με:
Πορ­ταΐτισ­σα,
Δω­δε­κα­ε­τής Ιη­σούς,
Γλυ­κο­φι­λού­σα. (σ. 180)

Η Πορ­ταΐτισ­σα εί­ναι στην Ιβή­ρων, ο Δω­δε­κα­ε­τής στη Σταυ­ρο­νι­κή­τα[11] και η Γλυ­κο­φι­λού­σα στη Μο­νή Φι­λο­θέ­ου. Ο ποι­η­τής συ­γκλο­νί­ζε­ται από την Μη­τέ­ρα Θε­ο­τό­κο και από τον θείο Τό­κο της. Και τα δύο πρό­σω­πα, της θεί­ας Μά­νας και του θεί­ου Γιου, θα απο­τε­λέ­σουν αρ­γό­τε­ρα υλι­κό, στή­μο­νες για ποι­η­τι­κές υφάν­σεις και υψη­λές ποι­η­τι­κές κο­ρυ­φώ­σεις του Σι­κε­λια­νού, όπως απο­δει­κνύ­ε­ται, χά­ριν πα­ρα­δείγ­μα­τος, από τα ποι­ή­μα­τα Μή­τηρ Θε­ού, Μά­να του Γιου του Αν­θρώ­που, Άγρα­φον. Η θεία μη­τρό­τη­τα και ο θεί­ος καρ­πός εί­ναι γό­νι­μο πε­δίο για όλες τις συ­μπα­ρα­δη­λώ­σεις του σι­κε­λια­νι­κού συ­γκρη­τι­σμού και των αντι­λή­ψε­ών του για την Ου­σία της ποί­η­σης που συγ­γε­νεύ­ει με τη θρη­σκεία.[12] O ίδιος ο ποι­η­τής, εξάλ­λου, στον πρό­λο­γό του για το έρ­γο του εν γέ­νει κά­νει λό­γο για την «κα­θα­ρή παρ­θε­νο­μη­τρι­κή αρ­χή που συ­ντη­ρεί μες στον βυ­θό της καρ­τε­ρί­ας της και της χά­ρης της ακέ­ριο το σκλη­ρό αγώ­να του ίδιου Δη­μιουρ­γού και κά­θε Δη­μιουρ­γού.» (σ. 55)
Εί­ναι αξιο­ση­μεί­ω­το, ωστό­σο, ότι μια από τις υψη­λές αυ­τές ποι­η­τι­κές συν­θέ­σεις όχι μό­νον συλ­λαμ­βά­νε­ται στο Όρος, όπως έχου­με ήδη προ­εί­πει, αλ­λά και γρά­φε­ται επί τό­που, στη Μο­νή Σταυ­ρο­νι­κή­τα. Εί­ναι Ο Δω­δε­κα­ε­τής με αφορ­μή την ομό­θε­μη τοι­χο­γρα­φία στη Μο­νή. Ας πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με, λοι­πόν, αυ­τόν τον ποι­η­τι­κό πυ­ρε­τό της κυο­φο­ρί­ας του Δω­δε­κα­ε­τούς, όπως αυ­τός κα­τα­γρά­φε­ται στο Ημε­ρο­λό­γιο. Επι­τρέψ­τε μου να «συρ­ρά­ψω» τις διά­σπαρ­τες ση­μειώ­σεις του Σι­κε­λια­νού για τον Δω­δε­κα­ε­τή μια και ο ποι­η­τής κά­θε τό­σο επα­νέρ­χε­ται στον παί­δα Ιη­σού, από τη σε­λί­δα 103 έως τη σε­λί­δα 152 του Ημε­ρο­λο­γί­ου, οπό­τε και αφή­νει τη Σταυ­ρο­νι­κή­τα, για να ανα­φερ­θεί εκ νέ­ου στον Δω­δε­κα­ε­τή στις σε­λί­δες 222 έως 224, αλ­λά αυ­τή φο­ρά σε τοι­χο­γρα­φία της Μο­νής Διο­νυ­σί­ου.

Πα­ρα­θέ­τω λοι­πόν:

Σταυ­ρο­νι­κή­τα. Ο Δω­δε­κα­ε­τής Χρι­στός του Σταυ­ρο­νι­κή­τα.
Θυ­μή­σου τη με­τα­μόρ­φω­ση, τη βα­θιά μί­μη­ση της ψυ­χής σου, μπρος στο δω­δε­κα­ε­τή Ιη­σού. Η ανά­γκη της κα­θα­ρό­τη­τας και της ευ­πρέ­πειας μπρο­στά του στο κυ­κλο­τε­ρό τρα­πέ­ζι. Οι δύο ορά­σεις μα­ζί, η Πορ­ταΐτισ­σα κι ο Δω­δε­κα­ε­τής, του Σταυ­ρο­νι­κή­τα. Βρα­δι­νός κε­λαη­δι­σμός στο βου­νό. Ο Δω­δε­κα­ε­τής. Η προ­σευ­χή μου. Η βρύ­ση μέ­σα απ’ τις κα­μά­ρες. Η στε­νή πλά­κα με το σταυ­ρό στο βά­θος και τον αλα­φριό κρου­νό. Δέ­σποι­να Πη­γή. Ο Δω­δε­κα­ε­τής. Η πρώ­τη νύ­χτα μου στου Σταυ­ρο­νι­κή­τα. Η μου­σι­κή που άκου­σα στον ύπνο μου. Ξυ­πνώ­ντας βα­θιά νύ­χτα εστο­χά­ζο­μουν το τρα­γού­δι του «Δω­δε­κα­ε­τούς Ιη­σού». Άνοιγ­μα καρ­δί­ας. Εισ­ροή πνεύ­μα­τος. Κα­θώς έτρω­γα (1ο πρό­γευ­μα στου Σταυ­ρο­νι­κή­τα) μου φά­νη πως ο Δω­δε­κα­ε­τής Ιη­σούς μου γλυ­κο­χα­μο­γέ­λα­σε. Έγρα­ψα σή­με­ρα το «Δω­δε­κα­ε­τή Ιη­σού». Μέ­τρα κε­φα­λής Δω­δε­κα­ε­τούς: πρό­σω­πον 0,28, όλον μή­κος 38½, πλά­τος από Ο=Ν 23.

Τρά­πε­ζα Διο­νυ­σί­ου
Η Σύ­να­ξις των Ασω­μά­των. Φω­τει­νός χο­ρός. Ο Ιη­σούς στη μέ­ση· δω­δε­κα­ε­τής, παι­δί. Όλοι με πυ­ρά μαλ­λιά, φω­το­στέ­φα­να χρυ­σά, χρυ­σές φτε­ρού­γες, χρυ­σά πε­τρα­χή­λια και ζώ­νες. Φω­τει­νό­τε­ρο από θε­ρι­σμό στα­χυών σε ηλιο­βα­σί­λε­μα κα­λο­καιρ­νό. Οι χι­τώ­νες τους εί­ναι λευ­κοί, που και που αχνά φλο­γά­τοι. Απά­νου απ’ τη χρυ­σή ρομ­φαία(;) του ήλιου στο πέ­λα­γο όταν βα­σι­λεύ­ει. Θά­μα. Το πρό­σω­πο του Ιη­σού στη Σύ­να­ξη των Ασω­μά­των. Με­γά­λο, φω­τει­νό μέ­τω­πο, φρύ­δια κυρ­τά, μι­κρό πρό­σω­πο.

Εί­ναι φα­νε­ρό από την πα­ρά­θε­ση αυ­τών των ση­μειώ­σε­ων ότι ο Δω­δε­κα­ε­τής ση­μά­δε­ψε βα­θιά την ποι­η­τι­κή αί­σθη­ση του Σι­κε­λια­νού. Ξα­να­δια­βά­ζω τους όρους που χρη­σι­μο­ποιεί ο ίδιος: «Θυ­μή­σου τη με­τα­μόρ­φω­ση, τη βα­θιά μί­μη­ση της ψυ­χής σου, μπρος στο δω­δε­κα­ε­τή Ιη­σού», ομο­λο­γία που ανα­κα­λεί το γνω­στό παύ­λειο χω­ρίο: «μι­μη­ταί μου γί­νε­σθε, καθὼς κἀγὼ Χρι­στοῦ» (προς Κο­ριν­θί­ους Α΄ 11). Ασφα­λώς ο τί­τλος Δω­δε­κα­ε­τής ανα­κα­λεί το ευαγ­γε­λι­κό από τον Λου­κά επει­σό­διο (β΄ 41-52) με τον δω­δε­κά­χρο­νο Ιη­σού ξε­χα­σμέ­νο στον Ναό του Σο­λο­μώ­ντος κα­τά το εορ­τα­ζό­με­νο Πά­σχα να εξη­γεί τις Γρα­φές στους έκ­πλη­κτους από τη σο­φία του παι­διού ιε­ρείς.
Αυ­τό το επει­σό­διο απο­τε­λεί τον ποι­η­τι­κό καμ­βά του Σι­κε­λια­νού, ωστό­σο το κέ­ντη­μα της ποι­η­τι­κής αφή­γη­σης γί­νε­ται με τους όρους του φυ­σιο­κρα­τι­κού χρι­στια­νι­σμού, όπου άπτε­ται η ου­σία του ανα­φούς και αι­σθη­το­ποιεί­ται το αρ­χέ­τυ­πον κάλ­λος του ακτί­στου. Ο Σι­κε­λια­νός πα­ρα­κο­λου­θεί σε τρία αφη­γη­μα­τι­κά επί­πε­δα την εξαι­ρε­τι­κή πε­ρί­πτω­ση του δω­δε­κά­χρο­νου παι­διού. Πα­ρου­σιά­ζει α) την αγρο­το­ποι­με­νι­κή ζωή της Μα­ρί­ας, του Ιω­σήφ και του γιου τους, β) την πο­ρεία της οι­κο­γέ­νειας προς τα Ιε­ρο­σό­λυ­μα και τη δια­μο­νή για το Πά­σχα, γ) την πα­ρα­μο­νή του Ιη­σού στον οί­κο του πα­τρός Θε­ού και την ανα­ζή­τη­σή του από τους ανή­συ­χους κα­τ’ άν­θρω­πον γο­νείς.[13] Οι ει­κό­νες του ποι­η­τή εί­ναι πο­λύ δυ­να­τές. Δια­βά­ζω το πρώ­το και το τρί­το τε­τρά­στι­χο:

Στη θύ­ρα γνέ­θ’ η Μά­να του· κι Αυ­τός, μες στο χορ­τά­ρι
Που το­νε σκέ­πει ολό­σω­μο και που στε­γνό ευω­δά,
Κρα­τεί ανοι­χτόν, αγνά­ντια του μι­κρόν αλ­φα­βη­τά­ρι,
Στυ­λώ­νει κά­θε γράμ­μα του κι αριά το τρα­γου­δά.
[...]
Γλυ­κιά τον ζώ­ν’ η συν­νε­φιά, με τα λου­λού­δια γύ­ρα·
Οι χε­λι­δό­νες, δί­πλα του, στη χλόη το στή­θος παν.
Ώσπου ανα­πά­ντε­χη ανα­πνοιά, μες στων αγρών την πύ­ρα,
Αριές βρο­χές στα­λα­μα­τιές, στα χώ­μα­τα χτυ­πάν.

Ο λυ­ρι­σμός του Σι­κε­λια­νού εί­ναι έκ­δη­λος, η δε γνώ­ση του υλι­κού των ευαγ­γε­λί­ων, κα­νο­νι­κών και απο­κρύ­φων, εδραία, όπως απο­δει­κνύ­ε­ται από την ανα­φο­ρά στην προ­φη­τεία του Συ­με­ώ­νος προς την Πα­να­γία εκ του Λου­κά (β΄, 35): «σου δε αυ­τής την ψυ­χήν διε­λεύ­σε­ται ρομ­φαία»· ο ποι­η­τής ολο­κλη­ρώ­νει τον Δω­δε­κα­ε­τή με αυ­τή την προ­φη­τεία: «κι Εσέ, Μα­ρία, μες στην ψυ­χή, ρομ­φαία θα Σε δια­βεί», ενώ με­τα­γρά­φει στο 10ο και 11ο τε­τρά­στι­χο τη σκη­νή από το από­κρυ­φο ευαγ­γέ­λιο του Θω­μά (γ΄, 1-2), όπου φέ­ρε­ται ο Ιη­σούς να πλά­θει δώ­δε­κα στρου­θία από πη­λό και ο Ιω­σήφ να πα­ρα­τη­ρεί το παι­δί για την ενέρ­γειά του αυ­τή. Πα­ρα­θέ­τω αυ­τήν την ποι­η­τι­κή με­τα­γρα­φή:

Πιά­νει και πλά­θει τρυ­φε­ρό πη­λόν από το χώ­μα,
Στις δυο του φού­χτες ήσυ­χα, σα να ’τα­νε φω­λιά:
Μ’ άγια στορ­γή και τα φτε­ρά, μ’ άγια στορ­γή το σώ­μα,
Ζυ­μώ­νει τό­τε δώ­δε­κα, τρι­γύ­ρα του που­λιά...

Αρ­γά φτα­σμέ­νος ο Ιω­σήφ, με σύ­νερ­γα στον ώμο,
Στη λά­σπη βλέ­πει ανά­με­σα σκυμ­μέ­νο το παι­δί,
Και με φω­νή το πι­τι­μά σκλη­ρήν από το δρό­μο:
«Σή­κω γορ­γά απ’ τα χώ­μα­τα, μην πά­ρω το ρα­βδί!»

Οι πα­ρο­μοιώ­σεις του Σι­κε­λια­νού, όπως ήδη πα­ρα­τη­ρεί από τη δε­κα­ε­τία του ’50 ο με­λε­τη­τής του Θε­ό­δω­ρος Ξύ­δης, «εί­ναι πά­ντα τολ­μη­ρές: ο πο­τα­μός γί­νε­ται λύ­ρα του Δα­βίδ, και το κρί­νο γί­νε­ται σκή­πτρο του Σα­λω­μών (τετρ. 16), και ο Χρι­στός πα­ρα­βάλ­λε­ται με τον Απόλ­λω­να (τετρ. 17)».[14]
Στο ποι­η­τι­κό σύ­μπαν του Σι­κε­λια­νού ο παις Ιη­σούς προ­βάλ­λει ως η εν­σάρ­κω­ση της από­λυ­της ποί­η­σης και του από­λυ­του ποι­η­τή. Εί­ναι ο νέ­ος Απόλ­λων, ο νέ­ος μου­ση­γέ­της που σα­γη­νεύ­ει τα πά­ντα και τους πά­ντες σε μιαν μυ­στι­κήν ενό­τη­τα με τον μι­κρό και μέ­γα κό­σμο της δη­μιουρ­γί­ας του. Αυ­τήν την ενό­τη­τα ο Σι­κε­λια­νός την αι­σθη­το­ποιεί στη σχέ­ση του Ιη­σού με τη φύ­ση[15], κά­τι που μπο­ρού­με να δού­με και στις ευαγ­γε­λι­κές πε­ρι­κο­πές. Εί­ναι γνω­στές οι προ­τρο­πές του Ιη­σού να εμ­βλέ­ψουν οι άν­θρω­ποι εις τα πε­τει­νά του ου­ρα­νού και να κα­τα­μά­θουν τα κρί­να του αγρού (Ματθ. 6, 24-34), προ­κει­μέ­νου να αντι­λη­φθούν την πάν­σο­φη πρό­νοια του Θε­ού αλ­λά και το δι­κό τους έρ­γο που εί­ναι να επι­ζη­τούν πρώ­τον την βα­σι­λεί­αν και την δι­καιο­σύ­νην Αυ­τού. Επο­μέ­νως η φύ­ση η ίδια δι­δά­σκει θε­ο­λο­γι­κώς, γί­νε­ται το ιε­ρό σπου­δα­στή­ριο του ποι­η­τή- Κυ­ρί­ου για όσους θέ­λουν να ακού­σουν τον φαι­νο­με­νι­κά άλο­γο λό­γο της.
Υπό την έν­νοια αυ­τή, στην ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση Ο Δω­δε­κα­ε­τής, η ιε­ρο­πρέ­πεια της φύ­σης τέ­μνε­ται με την ιε­ρό­τη­τα του ίδιου του Ποι­η­τή των Πά­ντων και μά­λι­στα με την παι­δι­κό­τη­τά του.[16] Η έρευ­να, εξάλ­λου, για το έρ­γο του Σι­κε­λια­νού έχει δεί­ξει ότι ο λευ­κα­δί­της ποι­η­τής θε­ω­ρεί την παι­δι­κό­τη­τα και γε­νι­κό­τε­ρα τη νε­ό­τη­τα «ιε­ρή ηλι­κία» ακρι­βώς για­τί δύ­να­μή της εί­ναι η ορ­μη­τι­κή αγνό­τη­τα και η κα­θα­ρή, ποι­η­τι­κή μα­τιά στον κό­σμο. Αυ­τή τη μα­τιά συμ­βο­λί­ζει στον ποι­η­τι­κό του μύ­θο ο Δω­δε­κα­ε­τής, εκ­προ­σω­πώ­ντας τον χρι­στια­νι­κό κό­σμο, όπως και πλή­θος άλ­λων νε­α­νι­κών προ­τύ­πων από την αρ­χαιό­τη­τα (Απόλ­λω­νας, Διό­νυ­σος, Ηρα­κλής κ.λπ.), σε μια προ­σπά­θεια να κα­τα­δει­χθεί από τον ποι­η­τή η ανά­γκη ανα­γέν­νη­σης όχι μό­νον της Ελ­λά­δας αλ­λά και του κό­σμου ολό­κλη­ρου που οφεί­λει να επα­νεύ­ρει τη νε­α­νι­κή αθω­ό­τη­τά του.[17]

Ο Ιη­σούς, λοι­πόν, ως παις επι­βάλ­λε­ται στην αγιο­ρεί­τι­κη εμπει­ρία του Σι­κε­λια­νού με όλα τα φορ­τία που η φι­λο­σο­φι­κή, θε­ο­λο­γι­κή, χρι­στια­νι­κή και λο­γο­τε­χνι­κή απο­τύ­πω­ση της παι­δι­κό­τη­τας ενέ­χει στην αν­θρώ­πι­νη σκέ­ψη και ανα­ζή­τη­ση. Επι­τρέψ­τε μου να το­νί­σω με τον τρό­πο του σύγ­χρο­νου ποι­η­τή Διο­νύ­ση Κα­ψά­λη ότι «η παι­δι­κή ηλι­κία ως συ­νο­λι­κή με­τα­φο­ρά για την κα­τα­νό­η­ση του κό­σμου υπάρ­χει ανέ­κα­θεν».[18] Ο ηρα­κλεί­τειος λό­γος το κα­τα­θέ­τει πε­ρι­τρά­νως· το πε­ρί­φη­μο χω­ρίο: Αἰὼν παῖς ἐστι παί­ζων, πεσ­σεύ­ων· παιδὸς ἡ βα­σι­λίη (=ο χρό­νος εί­ναι ένα παι­δί που παί­ζει ζά­ρια ρί­χνο­ντάς τα. Η βα­σι­λεία ανή­κει στο παι­δί) δια­θλά στο ευ­ρύ πε­δίο των νοη­μα­το­δο­τή­σε­ών του όχι μό­νον το συ­μπα­ντι­κό παι­γνί­δι του αι­νιγ­μα­τι­κού κό­σμου μας ως διαρ­κούς γί­γνε­σθαι και εί­ναι αλ­λά και την ει­κό­να ενός Αιώ­νιου Παί­κτη, ο οποί­ος στη φι­λο­σο­φι­κή και ποι­η­τι­κή σκέ­ψη του Κώ­στα Αξε­λού, αντι­στοι­χεί με τον «λό­γο», «τη θεϊ­κή σο­φία των Πα­ροι­μιών του Σο­λο­μώ­ντος στην Πα­λαιά Δια­θή­κη» που «απευ­θύ­νε­ται στα παι­διά του θε­ού και των αν­θρώ­πων-προ­τού, στην Και­νή Δια­θή­κη, το παι­δί Ιη­σούς κα­λέ­σει όλα τα παι­δία να έλ­θουν προς εκεί­νον, τι αὐτῶν ἐστι ἡ βα­σι­λεία (τῶν οὐρανῶν), και το κα­τά Ιω­άν­νην Ευαγ­γέ­λιο κη­ρύ­ξει την κυ­βερ­νώ­σα ταυ­τό­τη­τα του Λό­γου και του Θε­ού».[19] Η βα­ρύ­νου­σα σχέ­ση του Χρι­στια­νι­σμού με τα παι­διά εμ­βό­λι­σε ακό­μη και τη σκέ­ψη του ανή­συ­χου αθεϊ­στή Μαρξ, ο οποί­ος φέ­ρε­ται, κα­τά την τρι­τό­το­κο κό­ρη του, να εί­χε δη­λώ­σει ότι «πα­ρ’ όλα αυ­τά μπο­ρού­με να συγ­χω­ρέ­σου­με στον Χρι­στια­νι­σμό πολ­λά, για­τί μας δί­δα­ξε να αγα­πού­με τα παι­διά».[20]
Αυ­τή, λοι­πόν, η θειό­τη­τα και θε­ό­τη­τα του παι­διού, του αιω­νί­ου και προ­αιω­νί­ου Λό­γου, του παι­δός που αν­δρί­ζε­ται και κρα­ταιού­ται όντας συγ­χρό­νως παι­δί­ον νέ­ον και προ αιώ­νων Θε­ός, έθελ­ξε τον Σι­κε­λια­νό που θα προ­συ­πέ­γρα­φε τα λό­για του αρ­χιε­ρέα, κα­τά τον Διο­νύ­ση Κα­ψά­λη, της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τάς μας, του Κα­ρό­λου Μπω­ντλαίρ. Πα­ρα­θέ­τω από το Δο­κί­μιο του Κα­ψά­λη:[21]

Η ανάρ­ρω­ση εί­ναι σαν επι­στρο­φή στην παι­δι­κή ηλι­κία. Ο αναρ­ρω­νύ­ων, όπως ακρι­βώς το παι­δί, απο­λαμ­βά­νει στο μέ­γι­στο την ικα­νό­τη­τα να εν­δια­φέ­ρε­ται ζω­η­ρά για όλα τα πράγ­μα­τα, ακό­μη και τα πιο ασή­μα­ντα. Το παι­δί βλέ­πει τα πά­ντα σαν και­νού­ρια· εί­ναι διαρ­κώς με­θυ­σμέ­νο... Αλ­λά η με­γα­λο­φυία δεν εί­ναι άλ­λο πα­ρά η παι­δι­κή ηλι­κία που ανα­κτά­ται κα­τά βού­λη­σιν, μια παι­δι­κή ηλι­κία η οποία, για να εκ­φρα­στεί, προι­κί­ζε­ται με όλα τα όρ­γα­να της αν­δρό­τη­τας.

Με όλα αυ­τά τα όρ­γα­να της αν­δρό­τη­τας προι­κι­σμέ­νος, ο ποι­η­τής-παις Σι­κε­λια­νός ει­σέρ­χε­ται στο Άγιον Όρος και μπαί­νει ολό­ψυ­χος και ολό­σω­μος στον Ναό της Μο­νής Σταυ­ρο­νι­κή­τα, βλέ­πο­ντας και βιώ­νο­ντας σύ­γκορ­μα, όπως γρά­φει αρ­γό­τε­ρα στη Συ­νεί­δη­ση της Πί­στης (βλ. V Μά­να του Γιου του Αν­θρώ­που, στίχ. 117-120):

Του Δω­δε­κά­χρο­νου Παι­διού
το ζύ­για­σμα της ζή­σης το λα­μπρό,
οπού στα κάλ­λη του εβλα­στό­δε­νε
τα μέ­λη του Πα­ντός!

Για να συ­νο­ψί­σω σχε­τι­κά με την εμπει­ρία αλ­λά και την ποι­η­τι­κή έμπνευ­ση του Σι­κε­λια­νού στο Άγιον Όρος, θα έλε­γα ότι η μυ­στι­κή εμπνοή ενός μύ­στη ποι­η­τή δια­πο­τί­ζει όλο το οδοι­πο­ρι­κό του σε ανα­γκαία ασφα­λώς μεί­ξη με τις όποιες ρε­α­λι­στι­κού τύ­που πλη­ρο­φο­ρί­ες και εμπράγ­μα­τες ση­μειώ­σεις. Υπερ­τε­ρεί ωστό­σο ο ποι­η­τι­κός μυ­στι­κι­σμός, ο λυ­ρι­κός τό­νος, η πνευ­μα­τι­κή φι­λο­μά­θεια, οι μυ­θι­κές, δια­πο­λι­τι­σμι­κές συ­ζεύ­ξεις. Το αφε­λές ερώ­τη­μα: ποιος Σι­κε­λια­νός επι­σκέ­φθη­κε τε­λι­κά το Άγιον Όρος; Ο ποι­η­τής ή ο χρι­στια­νός[22], δεν μπο­ρεί να έχει ως απά­ντη­ση πα­ρά τη ρή­ση του σύγ­χρο­νού μας Αγί­ου Πορ­φυ­ρί­ου: «Όποιος θέ­λει να γί­νει χρι­στια­νός, πρέ­πει πρώ­τα να γί­νει ποι­η­τής».[23]


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: