Tο θέατρο ασκούσε πάντα μια κρυφή γοητεία πάνω στον Αλμπέρτο Μοράβια (1907-1990), από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της ιταλικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Έτσι ομολογεί ο ίδιος: «Από παιδί φιλοδοξούσα να γράφω θέατρο και όχι μυθιστορήματα. Στα διαβάσματα που προτιμούσα τότε, 13-14 ετών, είχα τον Σαίξπηρ, τον Μολιέρο, τον Γκολντόνι. Και φυσικά λάτρευα την αρχαία ελληνική δραματουργία, που είναι κατά τη γνώμη μου η κορυφή του παγκόσμιου θεάτρου. Δράματα όπως η Αντιγόνη και ο Οιδίποδας Τύραννος είναι αξεπέραστα αριστουργήματα. Όταν τελικά επέλεξα τη μορφή του μυθιστορήματος, είχα στο νου μου να συγχωνεύω την αφηγηματική τεχνική του μυθιστορήματος με τη θεατρική τεχνική. Κι έτσι γεννήθηκε το βιβλίο μου Οι αδιάφοροι (1929)».[1]
Αλλού, επιστρέφει στο ίδιο θέμα: «η αφηρημένη ιδέα της τραγωδίας λειτούργησε ως πυροκροτητής για την ασυνείδητη και εκρηκτική γνώση μου για την οικογενειακή ζωή».[2]
Από τις δεκαετίες του ᾽50 και του ᾽60 ο Μοράβια γράφει διάφορα θεατρικά έργα, μεταξύ των οποίων τα σημαντικότερα είναι: La mascherata (αρχικά μυθιστόρημα, το 1937, που διώχθηκε από τη φασιστική λογοκρισία· ύστερα έγινε θεατρικό έργο το 1954), Beatrice Cenci (1955, ιστορική τραγωδία), Il mondo è quello che è (1966), Il dio Κουρτ (1968) και άλλα θα ακολουθήσουν στα επόμενα χρόνια (π.χ. L’angelo dell’informazione, 1985). Αξιοσημείωτη είναι και η εμπειρία του με το Teatro del Porcospino (Θέατρο του Σκαντζόχοιρου), που ιδρύει τον Οκτώβριο 1966 μαζί με άλλους διανοούμενους, τη συντροφό του Dacia Maraini και τον Enzo Siciliano: οι «Σκαντζόχοιροι» προτείνουν ένα πρωτοποριακό θέατρο που στοχεύει να τσιμπά τις καθιερωμένες τάσεις τής τότε θεατρικής σκηνής, δηλαδή το χειρονομιακό θέατρο και κυρίως το θέατρο του σκηνοθέτη. Αν και είχε βραχύχρονη ζωή (ήδη το 1967 το θέατρο έκλεισε λόγω οικονομικών δυσκολιών), το υπόγειο των Σκαντζόχοιρων έγινε σημείο αναφοράς για λογοτεχνικές συναντήσεις και ποιητικές βραδιές και φιλοξένησε έργα των ιδρυτών, άλλων Ιταλών και ξένων δραματουργών.[3]
Σε διάφορα γραπτά του ο Μοράβια αναπτύσσει την ιδέα του για το θέατρο: η θεατρική τέχνη, πολιορκημένη από τον κινηματόγραφο και την τηλεόραση, πρέπει να συνειδητοποιήσει τις μεγάλες εκφραστικές της δυνάμεις, αποφεύγοντας τον κίνδυνο του ελιτισμού. Αντιθέτως, το θέατρο έχει το χρέος να είναι επίκαιρο, να μιλάει στους ανθρώπους του σήμερα, χωρίς όμως να χάσει την αξιοπρέπεια στο λόγο. Ο Μοράβια προτιμά μια αντι-νατουραλιστική τάση, ένα teatro della parola, όπου το επιχείρημα είναι δυνατότερο από την αμεσότητα της πράξης, επειδή χάρη στη διαλεκτική διανοίγει τους διαδρόμους του μυαλού και αναζωογονεί τη σκέψη.
Στη θεατρική παραγωγή του Μοράβια, που θα άξιζε μια ευρύτερη προσοχή από τους μελετητές,[4] το πιο φιλόδοξο και σημαντικό έργο είναι O θεός Κουρτ (Il dio Κurt, 1968).[5] Όσο για την επιλογή της ιστορικής περιόδου, ο Μοράβια (που είχε εβραϊκή καταγωγή και διώχθκε από την φασιστική λογοκρισία), εξηγεί:
«Το πολιτιστικό αίνιγμα του ναζισμού, ειδεχθές και συνάμα γοητευτικό: τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, ο διωγμός των Εβραίων και των υπολοίπων μη επιθυμητών. […] Όλη αυτή η τραγωδία έγινε η εμμονή μου για πολλά χρονια. Ο θεός Κουρτ γεννιέται από αυτή την εμμονή».[6]
Θα επιχειρήσω μια σύντομη περιδιάβαση στα κύρια στοιχεία του έργου.
*
1944, κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Πολωνίας. Δύο γρήγορες πινελιές από την πρώτη σκηνική οδηγία αποδίδουν το αποτρόπαιο περιβάλλον των αντιθέσεων στο ναζιστικό λάγκερ: στο γραφείο των αξιωματικών στήθηκε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, ενώ έξω από το παράθυρο φαίνεται ένα έλατο με κρεμασμένα τρία σώματα κρατουμένων.
Σε ένα μπλοκ διαμορφώθηκε ένα θεατράκι για την ψυχαγωγία των Γερμανών: στην πλατεία κάθεται τώρα το κοινό, αξιωματικοί Ες Ες, ενώ προς το παρόν η σκηνή είναι άδεια. Διοικητής του στρατοπέδου είναι ο Κουρτ.[7] 35 χρονών, αδύνατος, φυσιογνωμία στοχαστή, «κάτι μεταξύ Λεοπάρντι και Γκαίμπελς» (σελ. 6).[8]
Κάλεσε τους συναδέλφους του ως θεατές του Οιδίποδα Τύραννου του Σοφοκλή, σε διασκευή και σκηνοθεσία του ίδιου. Όχι μια απλή παράσταση, αλλά ουσιαστικά ένα «πείραμα»: αν oι άλλοι ναζί διεξάγουν «επιστημονικά» φρικαλέα πειράματα για τη δήθεν πρόοδο της ιατρικής, αυτό που θα λάβει χώρα σήμερα θα είναι «πολιτιστικό πείραμα», για την πρόοδο της ανθρωπότητας. Στο μεγάλο Πρόλογο ο Κουρτ, παθιασμένος με τη ναζιστική ιδεολογία, προβάλλει για το κοινό τις ιδεολογικές συνιστώσες του περίτεχνου σχεδίου του κι αιτιολογεί σε ευκρινή και παραληρηματικό λόγο το όνειρό του για το μέλλον, όταν, μετά από τη νίκη των Γερμανών, στον κόσμο θα κυριαρκεί μια ανθρωπότητα Αρίων: ευγενής, αγνή, φωτεινή, ατρόμητη και ηρωική, αλλά κυρίως απελευθερωμένη από τις προκαταλήψεις. Ποια είναι η μεγαλύτερη προκατάληψη; Η οικογένεια.
«Η οικογένεια είναι το μοναδικό σοβαρό εμπόδιο στο να πλάθουμε μια ελεύθερη και ηρωική ανθρωπότητα, την ανθρωπότητα των Αρίων. […] Όσο θα υπάρχει η οικογένεια, τόσο θα υπάρχει και η ηθική, και μέχρι τότε η ανθρωπότητα δεν θα μπορέσει ποτέ να θεωρηθεί απολύτως ελεύθερη» (σελ. 15).
Επομένως, η μελλοντική ανθρωπότητα (αναφορά στη χιτλερική θεωρία της Neuordnung) θα πρέπει λοιπόν να γιατρευτεί από τη μόλυνση ειδικότερα της εβραϊκής ηθικής, η οποία εστίασε στην οικογένεια. Χάρη στον σοφόκλειο Οιδίποδα, δηλαδή την «κατ’εξοχήν oικογενειακή τραγωδία» (σελ. 17), όπου αναμειγνύονται βία, αιμομιξία, πατροκτονία, αυτοτραυματισμός, o Κουρτ θέλει να αναπτύξει την κοσμοθεωρία του. Στη σκηνή και στη πραγματικότητα θα επαναληφθεί η τραγωδία του Οιδίποδα και από το πείραμα θα προκύψει ότι η οικογένεια είναι μονάχα μια προκατάληψη, μια πολιτιστική υπερκατασκευή πλασμένη από τους καταραμένους Εβραίους. Ακόμα και ο Φρόυντ, που τράφηκε ως παράσιτο μέσα στο γερμανικό πολιτισμό και γι’ αυτό είδε τα πράγματα εν μέρει μόνο σωστά, δήλωσε ότι, αν αφήναμε ελεύθερη την φύση, τότε γονείς και παιδιά θα είχαν σεξουαλικές σχέσεις. Αλλά καθώς ήταν Εβραίος, ο Φρόυντ λογόκρινε την ίδια του τη σκέψη και επέμεινε στην ανάγκη των ταμπού και κυρίως της αιμομιξίας, προωθώντας έτσι την καταστολή της φυσικής εξέλιξης (σελ. 17). Ο Κουρτ θέλει να υπερβεί τον Φρόυντ και να αποκαλύψει στην πράξη την τεχνητή ουσία της οικογένειας.
Ο Κουρτ ελέγχει το «πολιτιστικό πείραμά» του ως παιχνίδι σκακιού: το κάθε πρόσωπο είναι πιόνι στα χέρια του. Σταδιακά το πείραμα φωτίζεται σε όλη την σκληρή φρικαλεότητά του.
«Το πείραμα έχει το εξής: η παράσταση θα είναι ένα βίωμα. Δηλαδή δε θα έχουμε τη συνηθισμένη τομή ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι, τη ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα. Αντιθέτως, εδώ θα λάβει χώρα απόλυτη ταύτιση του ηθοποιού με το ρόλο του. […] Δηλαδή ο Οιδίποδας θα είναι στ’αλήθεια αιμομίκτης και πατροκτόνος, ο Λάιος στ’αλήθεια θα φονευτεί, η Ιοκάστη θα σμίξει στ’αλήθεια με τον γιο της» (σελ. 22).
Οι ηθοποιοί θα είναι Εβραίοι κρατούμενοι, από την ίδια μάλιστα οικογένεια, με την οποία ο Κουρτ είχε φιλικές σχέσεις πριν τον πόλεμο. Ο γιος (ο Σαούλ), σε απόλυτη άγνοια, αναγκάζεται να συνουσιαστεί με τη μητέρα του (τη Μύριαμ) και να σκοτώσει τον πατέρα του, παραβιάζοντας έτσι τους νόμους της οικογένειας και ακολουθώντας τους φυσικούς νόμους της επιβίωσης.
Ο Κουρτ, ανώτερος αξιωματικός και σκηνοθέτης του δράματος, συμπεριφέρεται ως πανίσχυρος θεός. Στο δράμα ερμηνεύει το ρόλο της Μοίρας (φοράει περούκα και πάνω από την επίσημη στολή ένα λευκό σεντόνι, σαν αρχαίο πέπλο). Διασαφηνίζει ότι δεν πρόκεται για τη Μοίρα με την ελληνική αρχαία έννοια, αλλά τη σύγχρονη Μοίρα του στρατοπέδου, δηλαδή τη παντοδύναμη αρχή που αποφασίζει τη ζωή ή το θάνατο των κρατουμένων (σελ. 24). Αφού η αξία του πειράματος έχει εγκριθεί και από τον Χίμλερ (ο Κουρτ διαβάζει μια επιστολή του), η mise-en-scène αρχίζει, αν και o φοβερός μηχανισμός της φρίκης έχει ήδη ξεκινήσει εκτός σκηνής.
Την Πρώτη πράξη εισάγει ο Κουρτ, γύρω από το θέμα του πεπρωμένου. Στην αρχαιότητα η Μοίρα διέθετε μια μυστική δύναμη, ανώτερη ακόμα και από τους θεούς. Κατά τον ναζιστή η Μοίρα είναι ο ανελέητος δημιουργός που πλάθει «μηχανήματα», κυρίως οικογένειες, με σκοπό να τα καταστρέψει (σελ. 33). Ύστερα ο Κουρτ προσφέρει την ιδιαίτερη ματιά του πάνω στον πρωταγωνιστή: δίχως τον ηρωισμό του Αχιλλέα ή του Ηρακλή, ο Οιδίποδας είναι μεν έξυπνος (έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας), κυρίως όμως μέτριος, κοινότυπος και συμμορφούμενος με τα καθεστώτα· εν συντομία, πρόκειται για ένα φιλόδοξο μικροαστό που επιθυμεί τον θρόνο και γι’ αυτό το σκοπό σβήνει όλες τις ενδεχόμενες υποψίες του.
«Αλλά το ξέρετε, πίσω από αυτόν τον μικροαστικό φιλισταιισμό του, ήμουν εγώ, η Μοίρα του Οιδίποδα, αποφασισμένος να τον καταστρέψω μόνο και μόνο για τη χαρά μου. [...] H Mοίρα μοιάζει με ένα παιδί που φτιάχνει με τα χέρια του ένα περίτεχνο μηχάνημα, το κοιτάζει να λειτουργεί αλλά μετά από λίγο το βαριέται και το καταστρέφει, για να φτιάξει κάποιο άλλο. Η παρούσα παράσταση θέλει να αναδείξει το εξής: το παλιό μηχάνημα του Οιδίποδα έπαψε να ευχαριστεί τη Μοίρα, η οποία έφτιαξε άλλο μηχάνημα, νεότερο, πιο ενημερωμένο και πιο απρόβλεπτο. [...] Η τραγωδία πέθανε, ζήτω η τραγωδία!» (σελ. 37)
Θα επανέλθουμε σε αυτή την προγραμματική δήλωση του Κουρτ. Eν τω μεταξύ σύρεται στη σκηνή ο Εβραίος κρατούμενος Σαούλ, που πριν από τον πόλεμο ήταν συμφοιτητής και φίλος του Κουρτ και εργαζόταν ως ηθοποιός. Ο Κουρτ τού ανακοινώνει ότι θα συμμετάσχει σε ένα πείραμα, στο οποίο θα ερμηνεύσει το ρόλο του Οιδίποδα. Είναι ενδιαφέρουσα η στάση του δύσπιστου Σαούλ, που εκφράζει τις ανησυχίες του ως επαγγελματίας: «Ο Οιδίποδας; Κανείς δεν μου είπε τίποτα. Δε μου έδωσαν το κείμενο, δεν είδα άλλους ηθοποιούς, δε γνωρίζω τον σκηνοθέτη, δεν έκανα πρόβες, δεν είμαι αρκετά έτοιμος» (σελ. 38).