Η χρονιά του 1990 ήταν σημαντική για μένα. Δέκα χρόνια πριν το Μιλένιουμ έφτανα στην κατ’ άλλους κρίσιμη ηλικία των σαράντα, αλλά όλα πήγαιναν καλύτερα από ποτέ. Τίποτε δεν φαινόταν να απειλεί σοβαρά την περιπλάνησή μου στους δρόμους και τους παραδρόμους της ζωής τους οποίους είχα επιλέξει να εξερευνήσω.
Στα νιάτα μου δεν ήμουν αυτό που λέμε όμορφη, τώρα όμως η αυτοπεποίθηση και η οικονομική ανεξαρτησία μού έδιναν άλλον αέρα. Πριν από δύο χρόνια είχα κληρονομήσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσόν από την μοναδική θεία μου η οποία, άτεκνη ούσα, είχε την απροσδόκητη ιδέα να αφήσει όλη την περιουσία της σ’ εμένα. Απαλλαγμένη από τις αγωνίες της βιοπάλης, μπορούσα να αφιερωθώ απερίσπαστη στο νέο βιβλίο μου, να κάνω ταξίδια, να ασχοληθώ περισσότερο με την εξωτερική μου εμφάνιση. Η ενέργειά μου ήταν απεριόριστη, η όρεξή μου μεγαλύτερη, ο ύπνος μου καλύτερος. Ένιωθα ότι βρισκόμουν στην αρχή, την έναρξη μιας καινούργιας ζωής τη φύση και τις ιδιότητες της οποίας δεν μπορούσα ακόμη να προσδιορίσω επακριβώς.
Σ’ αυτή την περίπλοκη κατάσταση ευφορίας και ανυπομονησίας, αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι στην Ιρλανδία, με την βολική και ρομαντική δικαιολογία ότι αυτή η χώρα θα μου χάριζε την απαραίτητη ώθηση να ολοκληρώσω με διαύγεια το τελευταίο μου βιβλίο. Έψαξα χάρτες, επισκέφτηκα πρακτορεία ταξιδίων, τέλος ετοίμασα τις βαλίτσες μου και τον Μάρτιο του 1990 προσγειωνόμουν στο αεροδρόμιο του Κορκ. Στη συνέχεια επιβιβάστηκα σε ένα ταξί και λίγες ώρες αργότερα βρισκόμουν στο κατάλυμά μου, στην πανσιόν της κυρίας Έλινορ Ο’ Ράιλι.
Ήταν ήδη οχτώ το βράδυ, επομένως η παχουλή ροδοκόκκινη σπιτονοικοκυρά βιάστηκε να μου σερβίρει το δείπνο το οποίο και κατεβρόχθισα υπό το μοχθηρό γυάλινο βλέμμα αρκετών ατυχών βαλσαμωμένων θηραμάτων τα οποία κοσμούσαν τους καπνισμένους τοίχους της τραπεζαρίας. Το υπνοδωμάτιό μου ταίριαζε απολύτως με τη λιτή διακόσμηση της πανσιόν και την μάλλον απόκοσμη ατμόσφαιρα του χωριού που είχα επιλέξει για να ολοκληρώσω το λογοτεχνικό μου πόνημα. Ο ύπνος μου ήταν απρόσκοπτος και το πρωί μπόρεσα να παρατηρήσω πιο καθαρά, τόσο το εσωτερικό του δωματίου μου όσο και το υπέροχο θέαμα της ιρλανδικής εξοχής η οποία απλωνόταν σιωπηλή έξω από τα παράθυρα της νέας προσωρινής μου κατοικίας.
Η κυρία Έλινορ με περίμενε στην τραπεζαρία και επέμενε να φάω το πρωινό που μου είχε ετοιμάσει. Ήταν το κλασικό αγγλικό μπρέκφαστ στην πιο υπερβολική του εκδοχή και δεν νομίζω ότι κατάφερα να την ικανοποιήσω επαρκώς, η ανυπομονησία μου να εξερευνήσω το χωριό ήταν μεγάλη, επομένως η όρεξή μου μειωμένη. Κατόπιν αρκετών ερωτήσεων, η Έλινορ μου υπέδειξε την παμπ «Μαύρο Γεράκι» ως το πιο κατάλληλο μέρος για μεσημεριανό φαγητό ή κάποιο ποτό – για το δεύτερο έδειχνε ότι ήταν βεβαία πως θα το χρειαζόμουν σ’ εκείνη την εξορία του Αδάμ.
Απάντησα σε όλες τις ερωτήσεις της και έδειξε ικανοποιημένη όταν της εξήγησα τους λόγους της παραμονής μου στο χωριό. «Για να συνοψίσω», άρχισε η κ. Ο’ Ράιλι σταυρώνοντας τα χέρια στην ποδιά της, «είσαι Λονδρέζα, συγγραφέας, ήρθες εδώ για πρώτη φορά, άρα πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να έχεις τις καλύτερες εντυπώσεις από τον τόπο μας, και» –εδώ έκανε μια μικρή διακοπή για να προσθέσει αλύπητα στο πιάτο μου άλλα δύο τηγανητά αυγά– «μπορώ να σε λέω Τζέιν;» Τα μικρά ανοιχτογάλαζα μάτια της φανέρωναν τη μεγαλύτερη προσμονή οπότε κούνησα καταφατικά και τόσο δυνατά το κεφάλι ώστε το ένιωσα να αποχωρίζεται σχεδόν από τον λαιμό μου. Την διαβεβαίωσα ότι θα είμαι η πιο βολική φιλοξενούμενη του κόσμου, ότι μου είναι αδύνατον να φάω περισσότερο και η καλή αυτή κυρία με παρότρυνε στοργικά να μη χάνω άλλο τον χρόνο μου μαζί της και να πάω αμέσως στο δωμάτιό μου για να συνεχίσω την ολοκλήρωση της μεγαλειώδους αποστολής μου.
Οι μέρες μου γρήγορα απέκτησαν μια καθησυχαστική και διόλου πληκτική ροή. Ξυπνούσα πολύ νωρίς, πήγαινα νυχοπατώντας στην κουζίνα για να φτιάξω καφέ, έπαιρνα την καφετιέρα και ένα φλιτζάνι, τα τοποθετούσα στο τραπεζάκι κάτω από το αγαπημένο μου παράθυρο δίπλα στις σημειώσεις μου και εργαζόμουν δυο-τρεις ώρες. Κατόπιν τρώγαμε πρωινό με τη σπιτονοικοκυρά μου, τη βοηθούσα να τακτοποιήσει και την άφηνα να μου λέει τα νέα της μικρής κοινότητας της οποίας, πολύ γρήγορα, θεωρούσα και τον εαυτό μου μέλος της. Άκουγα ιστορίες αληθινές ή παραποιημένες για ανθρώπους αγνώστους οι οποίοι μ’ αυτόν τον τρόπο μού γίνονταν όλο και περισσότερο οικείοι. Επέστρεφα στο δωμάτιό μου για ακόμη ένα δίωρο και το μεσημέρι, με μιαν αίσθηση πληρότητας, επέτρεπα στον εαυτό μου να απολαύσει μια μπύρα και ένα σπιτικού τύπου σάντουιτς στο παμπ, κάπνιζα παρέα με τους ντόπιους που είχαν συνηθίσει σιγά-σιγά την παρουσία μου. Είχα μάλιστα την εντύπωση ότι σχεδόν περίμεναν την άφιξή μου: σηκώνονταν όρθιοι και υποκλίνονταν ελαφρά, κάποιοι με χαιρετούσαν με χειραψία.
Το «Μαύρο Γεράκι» αρχικά μου φάνηκε σαν υγρή σκοτεινή σπηλιά, παρά ως ο περισσότερο υποφερτός οίκος της απωλείας όπως μου τον περιέγραψε η κυρία Ο’ Ράιλι – υπήρχαν ακόμη τρεις παμπ στο χωριό που μου τις απέκλεισε κατηγορηματικά. Ωστόσο, σιγά-σιγά συνήθισα τα ετοιμόρροπα τραπεζάκια, τη μυρωδιά της κλεισούρας, τους μόνιμους θαμώνες που είτε κάθονταν όσο πιο κοντά γινόταν στη φωτιά, είτε –οι πιο θαρραλέοι– έπιναν τις μπύρες και τα ουίσκι τους μισοκαθισμένοι στα αρχαία σκαμπό μπροστά στον πάγκο παρακολουθώντας ποδόσφαιρο στην τηλεόραση. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων στην αρχή, σε δυο τρεις μέρες χαιρετιόμασταν με ένα κοφτό νεύμα και μετά προχωρήσαμε τολμηρά στα καλησπερίσματα.
Συναντούσα τον Έντουαρτ κάθε μέρα – έμαθα το όνομά του από τον ιδιοκτήτη της παμπ. Καθόταν πάντα στην ίδια θέση, κάτω από το ανατολικό παραθυράκι, έπινε ήσυχα το ποτό του και μασούσε κουλουράκια πιπερόριζας που τα ξέθαβε από τις αβυσσαλέες τσέπες του πανωφοριού του. Ο Έντουαρτ μου τράβηξε την προσοχή από την πρώτη στιγμή. Πρέπει να ήταν γύρω στα εξήντα, είχε ρωμαλέο παράστημα και χέρια πιανίστα ή ποιητή – χλωμά, λεπτά και ευκίνητα, έρχονταν σε κραυγαλέα αντίθεση με τις τραχιές παλάμες των χωρικών που του έριχναν λοξές ματιές, τον χαιρετούσαν με ένα απλό νεύμα της κεφαλής και δεν του απηύθυναν τον λόγο ποτέ. Ένα απόγευμα εκμεταλλεύθηκα την απουσία του και παρακάλεσα τον ιδιοκτήτη να μου πει κάτι περισσότερο γι’ αυτόν. Η απροθυμία του με ξάφνιασε – πάντα απαντούσε με ευχαρίστηση στις ερωτήσεις μου και ικανοποιούσε την περιέργειά μου με το παραπάνω, αναφέροντας λεπτομέρειες και επιπλέον πληροφορίες για τα πάντα.
«Ο Έντουαρτ…» μουρμούρισε σκεφτικός και έξυσε το μεγάλο κεφάλι του. «Ναι, ζει χρόνια εδώ. Πουλάει το σπίτι του. Επιτέλους.». Αυτά είπε και μου γύρισε την πλάτη αρκετά αγενώς για να τοποθετήσει τα γυαλισμένα ποτήρια στα ράφια του. Δεν θα το έβαζα κάτω, είμαι από τη φύση μου περίεργη και πεισματάρα, αλλά εκείνη τη στιγμή ο Έντουαρτ μπήκε στην παμπ, μου χαμογέλασε ευγενικά και κάθισε στη συνηθισμένη του θέση.
Ανεπαίσθητα αλλά σταθερά κάποιες ρωγμές άρχισαν να εμφανίζονται στην ειδυλλιακή μου εσωτερική ασφάλεια και γαλήνη. Το καλοχτισμένο οικοδόμημα της ζωής μου εμφάνιζε ξαφνικά σαθρά σκαλοπάτια στην ανάβαση προς την εκπλήρωση των ονείρων τα οποία εδώ και αρκετό καιρό φαίνονταν πιο εύκολο από ποτέ να πραγματωθούν. Πολύ συχνά, καθώς έγραφα, σταματούσα στη μέση μιας φράσης έχοντας ξεχάσει τι ήθελα να πω, αυτόνομες εικόνες και αντιφατικά συναισθήματα διέλυαν τον ειρμό μου. Τα τριξίματα στα παράθυρα και στα σανίδια, οι νυχτερινοί ψίθυροι της εξοχής με σήκωναν ανήσυχη από την καρέκλα του γραφείου, ακόμα και από το κρεβάτι μου τη νύχτα. Προσπαθούσα να τοποθετήσω την αφετηρία αυτής της αλλαγής και όλες μου οι προσπάθειες κατέληγαν στις πρώτες μέρες του ερχομού μου στο μικρό χωριό. Έτσι λοιπόν, με μιαν αίσθηση αναπόφευκτου, παρατούσα τη δουλειά μου στη μέση και έπαιρνα τους δρόμους.
Καθημερινά έκανα μεγάλους περιπάτους ντυμένη με το χοντρό μου αδιάβροχο και εφοδιασμένη με ένα μπουκάλι νερό, μια πλάκα σοκολάτα, ένα μικρό φλασκί με τοπικό ουίσκι και τη φωτογραφική μου μηχανή. Οι ξαφνικές μπόρες δεν με πτοούσαν. Τις περισσότερες φορές οδηγούσα μέχρις ενός σημείου, άφηνα κάπου το αυτοκίνητο και συνέχιζα με περισσότερο ή λιγότερο τολμηρές εξερευνήσεις πεζή. Σημείο αναφοράς μου ήταν ένας χαμηλός λόφος που διαγραφόταν στον ορίζοντα με ήπιες γραμμές. Το σπίτι στην κορυφή του λόφου φαινόταν γεροχτισμένο και η πέτρα του ήταν μάλλον γκρίζος σχιστόλιθος. Την πρόσοψή του κάλυπτε πυκνός κισσός και έμοιαζε περιφραγμένο μάλλον πλημμελώς. Είχα σκεφτεί αρκετές φορές να το προσεγγίσω, αλλά πάντα με σταματούσε η βροχή, έπρεπε να διασχίσω στενούς χωραφόδρομους και με ανησυχούσε η επιστροφή. Το μοναχικό αυτό σπίτι στοίχειωνε μερικές φορές τα συνήθως γαλήνια όνειρά μου σαν μια ανησυχητική υπενθύμιση. Όταν το ξανάβλεπα, οι παράλογοι σκοτεινοί υπαινιγμοί της νύχτας είχαν ήδη παραμεριστεί και η περιέργειά μου επανερχόταν δριμύτερη. Δεν επέτρεπα στον εαυτό μου παλινδρομήσεις στο αβέβαιο παρελθόν της πρώτης μου νεότητος. Στον σάκο μου υπήρχε πάντα ένα αγαπητό βιβλίο, το μπλόκ με τις σημειώσεις μου και ένα στυλό.
Τα ρόδα του Έντουαρντ
Την τρίτη εβδομάδα της παραμονής μου στο χωριό, ήταν φανερό ότι η μούσα με είχε εγκαταλείψει. Είχα γίνει ευέξαπτη, τα φαντάσματα της απραξίας και της ακηδίας άρχισαν και πάλι να συντροφεύουν τις ώρες μου καθώς καθόμουν κοιτώντας απλανώς το φως να λιγοστεύει απειλητικά και να σηματοδοτεί το τέλος μιας ακόμη άκαρπης μέρας. Οι σελίδες στο γραφειάκι μου ήταν γεμάτες μουντζούρες, ακατανόητα σχέδια και μισοτελειωμένες προτάσεις. Τα τασάκια ξεχείλιζαν από τα αποτσίγαρα και άδεια μπουκάλια τζιν κοσμούσαν το περβάζι του αγαπημένου μου παραθύρου, υπογραμμίζοντας την ανικανότητα μου. Οι υποψίες ότι η φιλοδοξία μου να ολοκληρώσω αυτό το μάλλον περίπλοκο τέταρτο βιβλίο ήταν απλώς και μόνο φενάκη και υπερεκτίμηση των χαρισμάτων μου άρχισαν και πάλι να με βασανίζουν. Μιλούσα απότομα στην Έλινορ και βροντούσα την πόρτα του μπάνιου – έκανα μπάνιο τρεις φορές τη μέρα λες και η ροή του νερού θα ενεργοποιούσε τη λειτουργία των λέξεων που είχα χάσει.
Στα μέσα της εβδομάδας αποφάσισα να κάνω ένα μεγαλύτερο περίπατο και να πάψω να πιέζω τον εαυτό μου, ίσως μου χρειαζόταν ένα μικρό διάλειμμα. Αγνόησα τις προειδοποιήσεις της κυρίας Ο’Ράιλι «Θα έχει καταιγίδα σήμερα καλή μου» μου είπε ανήσυχη βλέποντάς με στην πόρτα με τον σάκο μου παραφουσκωμένο, οπλισμένη με γάντια, σκούφο και κασκόλ. Προς μεγάλη της έκπληξη τη φίλησα και μπήκα στο αυτοκίνητο με την καρδιά κάπως πιο ελαφριά γιατί είχα και πάλι ένα στόχο, έστω και άσχετο με τη συγγραφή και στο κάτω κάτω έχω χρόνο, έλεγα στον εαυτό μου καθώς έβαζα μπρος τη μηχανή του νοικιασμένου ΜG. Τριγύρισα αρκετή ώρα στην περιοχή, αποφεύγοντας τον λόφο με το μοναχικό σπίτι. Είχα κάνει αρκετές παράτολμες παρακάμψεις και έκοψα ταχύτητα προσπαθώντας να προσανατολιστώ, όταν κυριολεκτικά άνοιξαν οι ουρανοί. Οι προειδοποιήσεις της κυρίας Ο’Ράιλι ήταν περισσότερο από ακριβείς. Οι υαλοκαθαριστήρες μου δεν προλάβαιναν να διώξουν το νερό της βροχής και ενώ ήταν μόλις τέσσερις το απόγευμα, έμοιαζε να έχει νυχτώσει. Κατά λάθος μπήκα σε έναν αρκετά φαρδύ χωραφόδρομο νομίζοντας ότι είχα πάρει τη στροφή για τον κεντρικό δρόμο. Το αυτοκίνητο σε λίγο τραμπαλιζόταν στις λακκούβες και οι βατομουριές έξυναν τους εξωτερικούς καθρέφτες μου. Βγήκα σε ένα ξέφωτο, συνέχισα σε ένα μικρότερο αλλά πιο ομαλό χωματόδρομο και τότε βρέθηκα μπροστά στο μοναχικό σπίτι που θαύμαζα τόσες εβδομάδες. Η βροχή έπεφτε με λιγότερη δύναμη πια και η περιέργειά μου νίκησε για άλλη μια φορά. Έσβησα τη μηχανή και στάθηκα μπροστά στην αυλόπορτα, αδιαφορώντας για το νερό που διαπερνούσε την κουκούλα του μπουφάν και έτρεχε στην πλάτη μου. Την αυλόπορτα κοσμούσε μια περίτεχνη αψίδα με ωραία καλλιγραφικά γράμματα: «Τα ρόδα του Έντουαρτ». Την έσπρωξα διστακτικά, αλλά υποχώρησε αμέσως, ήταν ξεκλείδωτη. Περίμενα για λίγο ακόμη, δεν ήξερα σε τι ακριβώς αποσκοπούσε αυτή μου η αναμονή, όμως η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και πίσω από το παραπέτασμα του νερού διέκρινα τη φιγούρα μιας κοπέλας με μακρύ φόρεμα και σκούρα ποδιά δεμένη στη μέση να μου γνέφει επιτακτικά να μπω μέσα στο σπίτι. Υπάκουσα πρόθυμα, άλλωστε ήμουν βρεγμένη ως το κόκαλο και όταν η πόρτα έκλεισε πίσω μου πήρα βαθιά αναπνοή σκουπίζοντας το πρόσωπο με τα χέρια μου. Η κοπέλα με βοήθησε να βγάλω το μπουφάν και το πουλόβερ μου. Την περιεργάστηκα προσεκτικά: Είχε ωραία κατατομή, ίσια καστανά μαλλιά και υπερήφανο παράστημα.
«Πρέπει να αλλάξετε αμέσως», δήλωσε με τόνο που δεν σήκωνε αντίρρηση «θα πάθετε πνευμονία». Με οδήγησε στο μπάνιο και επέστρεψε αμέσως με στεγνά εσώρουχα και ένα γκρίζο φόρεμα από κασμίρι. «Φορέστε αυτά και ελάτε στη φωτιά», είπε και έκλεισε διακριτικά την πόρτα. Λίγο αργότερα καθόμουν κοντά σε μια ζωηρή φωτιά και δίπλα μου είχε τοποθετηθεί ένας δίσκος με το τσάι και πιατάκια ξέχειλα από μπισκότα, μαρμελάδες, δύο ειδών κέικ και μικρά σάντουιτς με αγγούρι. Η κοπέλα στάθηκε δίπλα μου αγκαλιάζοντας σφιχτά το στομάχι της. «Το όνομά μου είναι Άιζομπελ» είπε άχρωμα «και σε λίγο θα γνωρίσετε τα αδέρφια μου, τον Άμπροουζ και τον Χιού». Το γκρίζο φόρεμα με ζέσταινε όσο και η φωτιά, το τσάι ήταν φρέσκο και αρωματικό. Τα ρίγη μου υποχωρούσαν σταδιακά όσο τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα μου έφταναν σε ικανοποιητικό σημείο. Περιεργάστηκα το δωμάτιο. Ήταν ψηλοτάβανο, ζεστό και υποφωτισμένο. Οι κουρτίνες έκλειναν έξω τη βροχή και τη μελαγχολία του απογεύματος. Σαν να διάβασε τη σκέψη μου, η Άιζομπελ άναψε δύο πορτατίφ και το πρόσωπό της πήρε ροδαλή απόχρωση όταν κάθισε στην πολυθρόνα που ήταν τοποθετημένη απέναντί μου. Πριν πούμε οτιδήποτε άλλο, δύο παιδιά μπήκαν στο δωμάτιο, το ένα γύρω στα οχτώ και το άλλο λίγο μεγαλύτερο. Με χαιρέτησαν σοβαρά με χειραψία και με κοίταξαν από πάνω μέχρι κάτω. «Μοιάζεις με τη μαμά, φοράς το φόρεμά της» είπε ο μικρότερος, ο Χιού. «Είναι πολύ όμορφο φόρεμα» είπα κι εγώ και έστρωσα το ύφασμα στα γόνατά μου. «Χαιρόμαστε που ήρθες» πήρε τον λόγο ο Άμπροουζ, «δεν έχουμε και πολλούς επισκέπτες. Για να πω την αλήθεια δεν έρχεται ποτέ κανείς.». Ρώτησα την Άιζομπελ πού είναι η μητέρα τους και μου απάντησε αφηρημένα ότι είναι για λίγο στην Αγγλία, την περιμένουν αυτές τις μέρες. «Μου αρέσει το σπίτι σας, το έβλεπα στους περιπάτους μου από μακριά και να που τώρα κάθομαι μπροστά στη φωτιά σας. Δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω» είπα ευγενικά και πήρα ακόμη ένα σάντουιτς. Τα τρία αδέρφια με κοιτούσαν με προσμονή. «Θα μείνεις;» ρώτησε ο Χιού. «Εδώ είναι πιο όμορφα από την πανσιόν της κυρίας Έλινορ». Αναρωτήθηκα πώς ήξεραν πού μένω και κατέληξα ότι μάλλον ο πατέρας τους μίλησε για μια ξένη την οποία συναντά κάθε μέρα στο «Μαύρο Γεράκι». Ρώτησα τα παιδιά πού πηγαίνουν σχολείο. «Δεν βγαίνουμε και πολύ» μουρμούρισε στενοχωρημένα ο Άμπροουζ «άλλωστε πού να πας κιόλας, συνεχώς βρέχει. Καλά είναι εδώ. Και τα βράδια παίζουμε ντόμινο, έχουμε ένα από ελεφαντόδοντο και έβενο, θέλεις να το φέρω;» Απάντησα ότι πρέπει να φύγω πριν νυχτώσει και τα πρόσωπα των παιδιών σκοτείνιασαν. Η κοπέλα σώπαινε και η έκφρασή της ήταν ανεξιχνίαστη. Τέλος σήκωσε αποφασιστικά το κεφάλι. «Χιού, φέρε τα ρούχα της κυρίας, τα έχω απλώσει στο δωμάτιό σου δίπλα στο τζάκι». Το παιδί υπάκουσε απρόθυμα. Ο αδερφός του με κοίταξε σκυθρωπά. «Ο μπαμπάς όμως πουλάει το σπίτι, ούτε που ξέρω πού θα πάμε. Δε μας λέει». Στο μέτωπο της Άιζομπελ φάνηκε μια κάθετη ρυτίδα. «Δεν το πουλάει Άμπροουζ, το χαρίζει. Αυτό είναι το σωστό». Σηκώθηκε και άρχισε να μαζεύει την τσαγιέρα, τα φλιτζάνια, τα πιατελάκια. Οι κινήσεις της είχαν τη χάρη του ελαφιού, τα μαλλιά της έπεφταν στο ωχρό της πρόσωπο καθώς έσκυβε. Είναι πολύ ωραία κοπέλα, σκέφτηκα με κάποια ταραχή.
Ο Χιού στάθηκε μπροστά μου με θριαμβευτικό ύφος. «Δεν βρίσκω τα ρούχα σου», δήλωσε. Η αδερφή του τον κοίταξε αυστηρά. «Σταμάτα τα ανόητα αστεία. Αν τα έκρυψες, θα σε τιμωρήσω». Με άφησε μόνη με τα παιδιά. Μου έδειξαν φωτογραφίες της μητέρας τους, ζωγραφιές που είχαν σχεδιάσει, τα κεντήματα της αδερφής τους. Η Άιζομπελ ξαναήρθε αναψοκοκκινισμένη. «Είδα κι έπαθα να τα βρω. Στο λέω, θα σε τιμωρήσω. Αφήνουμε την κυρία να ντυθεί και πήγαινε τώρα στο δωμάτιό σου. Τώρα.». Το παιδί την αντιμετώπισε με αυθάδεια. «Δεν μπορεί να φύγει. Κλείδωσα την πόρτα και πέταξα το κλειδί στη φωτιά». Ο χρόνος ήταν σαν να σταμάτησε για λίγο στο ήσυχο δωμάτιο. Η Άιζομπελ ήταν θυμωμένη, αλλά δεν ύψωσε τη φωνή. «Είσαι ένας μικρός ανόητος. Έχω κι εγώ κλειδί, μην ανησυχείτε» στράφηκε σ’ εμένα υψώνοντας με αγέρωχο τρόπο το κεφάλι, μια ασήμαντη κίνηση που ήταν ωστόσο συγκινητική – η κοπέλα είχε μιαν εύθραυστη δύναμη. «Μην μπείτε στον κόπο να αλλάξετε. Πάρτε τα ρούχα σας και πηγαίνετε στο καλό».
Πριν κλείσω πίσω μου την πόρτα στράφηκα να τους ξαναδώ. Ήταν και οι τρεις όρθιοι, όμορφοι, πολύ νέοι και έδειχναν λίγο απογοητευμένοι. «Γιατί το σπίτι ονομάζεται ‘’Tα ρόδα του Έντουαρτ’’;» ρώτησα την Άιζομπελ, αλλά και πάλι μου απάντησε ο Χιού. «Έτσι μας λέει ο μπαμπάς. Εμείς και η μαμά είμαστε τα ρόδα του».
Στάθηκα και πάλι για λίγο έξω ενώ η απαλή πλέον βροχή νότιζε το κασμιρένιο μου φόρεμα. Παραμέρισα τον κισσό που κάλυπτε την επιγραφή της εξώπορτας και διάβασα αυτό που ήδη ήξερα. «Οικία Έντουαρτ Λιούις, δωρεά στην μνήμη της συζύγου μου Ελίζαμπεθ και των παιδιών μου Άιζομπελ, Άμπροουζ και Χιού». Κάτι άλλο που ήξερα ήταν πώς θα συνέχιζα το βιβλίο μου.