Στο φανάρι

Λουκάς Κράναχ, «Η Πηγή της Νεότητας», 1546
Λουκάς Κράναχ, «Η Πηγή της Νεότητας», 1546

Το πανέμορφο κορίτσι (γύρω στα δέκα εφτά), είναι ανεβασμένο καβαλητά στην παλιά χιλιάρα Kawasaki του 2012, καμπουριαστό, έχοντας από πίσω αγκαλιασμένο τον εικοσάχρονο οδηγό. Είναι γαντζωμένη, σκυφτή στην πλάτη του με το έξοχο κεφάλι της πλάγια – οι βόστρυχοί της, πυρόξανθοι, ανεμίζουν σαν κρόσσια δροσερής αγράμπελης. Φοράει δετά, ψηλά, μαύρα τακούνια και πολύ κοντό, κόκκινο μίνι που έχει ανασηκωθεί απ’ τον ελαφρύ αέρα, κυματίζει και φαίνονται προκλητικά προτεταμένα, κατάλευκα, τροφαντά, τα εκπληκτικά της οπίσθια, με μαύρο στρίνγκ σφηνωμένο βαθιά, ανάμεσα στα κρουστά ημισφαίρια που δονούνται με ελάχιστα, νευρικά τρεμίσματα.
Η μηχανή έχει σταματήσει μπροστά στον κόκκινο σηματοδότη. Ο αέρας κρατάει σχεδόν επίτηδες το μίνι του κοριτσιού ψηλά – ακριβώς πίσω έρχεται και στέκεται με αναμμένη την μηχανή μια μαύρη Mercedes Benz Class E – 300, Sport, oλοκαίνουργη, του 2017. Την οδηγεί ένας ηλικιωμένος, φαλακρός άνδρας, πάνω από εβδομήντα, με την γηραιά γυναίκα του δίπλα, στην θέση του συνοδηγού, μια κυρία αριστοκρατική, ακριβοντυμένη, στην ίδια περίπου ηλικία με αυτόν. Είναι προφανώς πλούσιοι κι έχουν μείνει κι οι δυο με ανοιχτό το στόμα, άναυδοι, θαυμάζοντας, σχεδόν τρομαγμένοι ακριβώς μπροστά τους, στο ύψος των ματιών, αυτή την αδιάντροπη επίδειξη της νεότητας: το σφρίγος, τον ερωτισμό και την άφοβη έκθεση της σάρκας, που αθέλητα, έστω, λόγω του ανέμου, αποκαλύπτεται και δοξάζεται στον μεσημεριάτικο ήλιο προκλητικά, αλλά κι αθώα, χωρίς καμιά χυδαιότητα. Κοκαλώνουν. Δεν μπορούν να πούνε τίποτε – βουβαίνονται.
Το αεράκι σταματάει για λίγο, πέφτει το ελάχιστο φόρεμα, καλύπτει το θέαμα, και μετά ξαναρχίζει να πνέει ο αέρας οπότε και το μίνι ανασηκώνεται πάλι ανεμίζοντας πάνω απ’ την νέα, πιο γυμνή, τώρα, αποκάλυψη, διότι όταν κοιτάζεις κάτι επίμονα, διπλά, το βλέπεις όλο και περισσότερο στις πραγματικές του διαστάσεις.
Το σαγόνι του ηλικιωμένου αρχίζει να τρέμει ελαφρά – ο άντρας ασυναίσθητα γλείφει τα ξεραμένα χείλη του. Ίσως να σκέφτεται πως το στόμα της νεαρής θα ευωδιάζει πρόπολη από άνθη πορτοκαλιάς, ή, μαστίχα με γεύση βατόμουρου. Νιώθει κάτι σαν πνιγμονή, αισθάνεται σκύλος δεμένος με την άλυσο της ηλικίας, ενώ συνειδητοποιεί αίφνης πόσο άχρηστα μπροστά σε αυτήν την ερωτική αποκάλυψη είναι τα χρήματα και το βάρος των πραγμάτων και η καινούρια του, εύτροχη Μερσέντες, παρότι Sport, ώστε να εκπέμπει μια παραπλανητική νότα νεότητας. Η γηραιά κυρία μέσα στο λεπτό και στα λίγα δευτερόλεπτα που παραμένει το φανάρι κόκκινο, συνεχίζοντας να θαυμάζει μπροστά της τα πληθωρικά νιάτα, νιώθει ξαφνικά να γκρεμίζεται μέσα της ο κόσμος, οι βεβαιότητες, η αυτάρκειά της και οι θηλυκές παρηγορίες που είχε επινοήσει. Αυτή η γυμνή, επιθετική ομορφιά αποκαλύπτεται μπροστά της σαν ένσαρκη έκφανση του Θεού, αλλά και σαν υπονόμευση όλου του κόσμου της: αξιοπρέπεια, συγκατάβαση, οικογένεια, παιδιά, εγγόνια, χρήματα, ακριβά ρούχα και κοσμήματα – όλα της φαίνονται ένα τίποτε. Ένα τίποτε. Σκέφτεται το τωρινό, δικό της, στεγνό, λυπημένο σώμα κι αισθάνεται το χάσμα του χρόνου, νιώθει το ανεπίστρεπτο, τον χαμένο καιρό, το ανεξαγόραστο της νεότητας.
Το φανάρι ανάβει κίτρινο και μετά πράσινο. Η μηχανή ξεκινάει, εκτινάσσεται ανυπόμονα, ατίθασα, με σούζες και μπαντιές, κι εξαφανίζεται γρήγορα στο βάθος της λεωφόρου.
Ο γηραιός άντρας στην Μερσέντες βάζει πρώτη εξουθενωμένος και ξεκινάει αργά, συντηρητικά, ενώ μουρμουράει κάτι ακατανόητο μέσα απ’ τα δόντια του.
Ωστόσο η γυναίκα δίπλα του τον ακούει, καταλαβαίνει τι θέλει να πει και κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι, πένθιμα, με σφιχτά τα χείλη – της έρχεται ξαφνικά να κατεβάσει το καθρεφτάκι πάνω απ’ το παρμπρίζ, να δει το πρόσωπό της, ίσως να το φρεσκάρει λίγο, να ενισχύσει το κραγιόν, αλλά την ίδια στιγμή το μετανιώνει. Στρέφει το κεφάλι δεξιά και κοιτάζει πικρά, λυπημένα, έξω.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Γιώργου Σκαμπαρδώνη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: