Πριν εγκαταλείψει πρόωρα τον κόσμο τούτο στα τέλη του περασμένου Γενάρη, ο Χριστόδουλος Χάλαρης (21.11.1946 - 30.1.2019) πρόφτασε να ολοκληρώσει και να παραδώσει στον ελληνισμό το τρίτομο σύγγραμμα Η ιστορία της αρχαίας ελληνικής και της βυζαντινής μουσικής, το οποίο υπήρξε καρπός πολύχρονης, επίπονης και επίμονης έρευνας. Ήταν το ιδανικό επιστέγασμα μιας ξεχωριστής έως και μοναδικής δημιουργικής πορείας και προσφοράς.
Μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών το 1964, ξενιτεύτηκε στο Παρίσι αναζητώντας τις ευκαιρίες μιας ιδιαίτερης επιμόρφωσης. Σπούδασε εκεί μαθηματικά, κυβερνητική και μουσικό αυτοματισμό. Στην École Pratique des Hautes Études της γαλλικής πρωτεύουσας, υπό την εποπτεία των Ιάνη Ξενάκη και Marc Barbut, εκπόνησε τη διατριβή Δομική ανάλυση της Βυζαντινής Μουσικής. Όταν το 1969 επέστρεψε στην Ελλάδα, χωρίς να παραμελήσει την έρευνα της μουσικής, στα παιδία της αρχαιοελληνικής, της παραδοσιακής και κυρίως της Βυζαντινής, άρχισε να ασχολείται με την πρακτική εφαρμογή των θεωρητικών του εφοδίων. Αυτή απέφερε ιδιόμορφους κύκλους τραγουδιών –ο κύκλος Δροσουλίτες
ύμνησε τη στιχουργική του Νίκου Γκάτσου– οι οποίοι ευτύχησαν να ερμηνευτούν από σημαντικούς ερμηνευτές όπως ο Νίκος Ξυλούρης, η Δήμητρα Γαλάνη και ο Χρύσανθος, οργανικά έργα και μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Μεταξύ άλλων συνέθεσε μουσική για τις ταινίες Μεγαλέξανδρος
(1980, σκηνοθεσία Θόδωρος Αγγελόπουλος) και Η φωτογραφία (1986, σκηνοθεσία Νίκος Παπατάκης). Πρώτιστο μέλημά του ωστόσο ήταν και παρέμεινε μέχρι το τέλος του βίου του η έρευνα, η καταγραφή και η ερμηνεία της αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής μουσικής. Για την αρτιότερη, καλύτερη και συστηματικότερη αξιοποίηση του πρωτοφανούς πλούτου που αποκάλυψαν οι ερευνητικές του εργασίες οργάνωσε ένα πρωτότυπο οργανικό σύνολο το οποίο ονόμασε Ορχήστρα Παλαιών Παραδοσιακών και Πρωτότυπων Οργάνων (ΟΠΠ και ΠΟ). Πολλά από τα όργανα τα οποία ερμήνευαν τα μέλη της κατασκεύαζε ο ίδιος ο Χριστόδουλος Χάλαρης, κατ’ εικόνα βεβαίως, αλλά όχι καθ’ ομοίωση των παλιών, μια και αυτό τις περισσότερες φορές δεν ήταν εφικτό, όπως καλά ο ίδιος γνώριζε, λόγω ελλιπούς τεκμηρίωσης των κατασκευαστικών προδιαγραφών τους.
Για να επικοινωνήσει τα αποτελέσματα των ερευνών του σε κάθε ενδιαφερόμενο αφενός μεν τα παρουσίαζε σε συναυλίες με το σύνολό του –αλησμόνητες είναι αυτές που πραγματοποίησε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 8 & 9 Ιανουαρίου 1993– αφετέρου δε ίδρυσε, λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας 1980-1990, τη δισκογραφική εταιρία ORATA στην οποία τα ηχογραφούσε. Το πρώτο σχετικό ηχογράφημα είχε τίτλο Κοσμική Βυζαντινή Μουσική, κωδικό ORATA BYZ1 και εκδόθηκε το 1989. Μέχρι το 1994 οπότε εκδόθηκε ο τελευταίος τίτλος της εταιρίας, ο κατάλογός της είχε εμπλουτιστεί με σαράντα ηχογραφήματα, τα οποία εστίαζαν στη βυζαντινή μουσική, χωρίς όμως να αδιαφορούν για την αρχαιοελληνική και την παραδοσιακή μουσική. Οι εξαιρετικά επιμελημένες εκδόσεις της ORATA εκτιμήθηκαν και τιμήθηκαν περισσότερο στο εξωτερικό (στη Γαλλία, στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία κυρίως) παρά στην Ελλάδα. Ευεξήγητο αυτό, ως ένα σημείο, μια και όντας ασυμβίβαστος και αιρετικός ο Χάλαρης αμφισβητήθηκε, πολεμήθηκε και υποτιμήθηκε στη χώρα μας όσο λίγοι ομότεχνοί του. Εναντιώθηκε στους εκκλησιαστικούς κύκλους που εξέθρεψαν την εικόνα ενός άμουσου Βυζαντίου, χωρίς να υπολογίσει το τίμημα. Με τις άοκνες έρευνές του συνέβαλε τα μέγιστα στην αποκατάσταση της αλήθειας, εμβρυουλκώντας όχι μόνο την κοσμική μουσική της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής, αλλά και το τραγούδι που αυτή κρύβει στην ψυχή της. Προσφορά ανεκτίμητη…
Το τρίτομο σύγγραμμά του Η ιστορία της αρχαίας ελληνικής και της βυζαντινής μουσικής (Victory Entertainment S.A.), εκδόθηκε ακριβώς πριν ένα χρόνο, την Άνοιξη του 2018. Παρουσιάστηκε στον ΙΑΝΟ στις 20 Μαρτίου. Η έκδοση, ωστόσο, δεν περιορίζεται στα αποστάγματα γνώσης και σοφίας τα οποία παραθέτει με λαγαρό, σαγηνευτικό και γεμάτο παρρησία λόγο ο συγγραφέας – ενίοτε τα κεφάλαιά του διαβάζονται σαν ιστορικά αφηγήματα. Εκτός από τη μουσικολογική, επιστημονική, φιλοσοφική και ιστορική θεώρηση γεγονότων και πρακτικών, ο Χάλαρης προσάρτησε στην έκδοση και οκτώ δίσκους ακτίνας, οι οποίοι περιέχουν ηχογραφήματα καλοδεχούμενη συντροφιά στον αναγνώστη, καθώς τεκμηριώνουν ηχητικά τις προσωποποιημένες απόψεις του για την αρχαία ελληνική και τη βυζαντινή μουσική. Μερικά από τα ηχογραφήματα προέρχονται από τις παλαιότερες εκδόσεις της εταιρείας ORATA. Άλλα είναι νεότερα, ανέκδοτα. Για την ερμηνεία των επιλογών και των προτάσεών του ο Χάλαρης επέλεξε καταξιωμένους μουσικούς, οι οποίοι μπόρεσαν να συντονιστούν με τη μουσική του ιδεολογία και να συμβαδίσουν με αυτήν. Μεταξύ άλλων εντοπίσαμε τους Φίλιππο Τσεμπερούλη, πνευστά, Γιάννη Ζευγώλη, βυζαντινή βιόλα, Ευανθία Ρεμπούτσικα, βυζαντινή βιόλα, Κυριάκο Γκουβέντα, βυζαντινή βιόλα, Σταύρο Ανανά, κεμανέ Καππαδοκίας, Πλούταρχο Ρεμπούτσικα, κεμανέ Καππαδοκίας, Πέτρο Ταμπούρη, κανονάκι & κύμβαλο, Παναγιώτη Καλατζόπουλο, βυζαντινό λαούτο, ενώ ανάμεσα σε αυτούς που αποδίδουν τα μέλη υπάρχουν οι εξαιρετικοί και πεπειραμένοι Νίκος Κωνσταντινόπουλος και Γρηγόρης Νταραβάνογλου.
Χριστόδουλος Χάλαρης
Επίμονα κ’ η μουσική ιδέα πάει κι έρχεται*
Σε όλη τη διάρκεια του δημιουργικού βίου του και προφανώς σε αυτό το κύκνειο άσμα του ο Χριστόδουλος Χάλαρης υποστηρίζει, χωρίς να αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης, ότι αφενός μεν η βυζαντινή μουσική αποτελεί μετεξέλιξη της αρχαιοελληνικής και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτήν, αφετέρου δε ότι η βυζαντινή μουσική έχει λόγιο χαρακτήρα. Το πρώτο αποδεικνύεται από τη σχεδόν ολοσχερή ταυτοποίηση των μουσικών κλιμάκων, με τους μικροτόνους και τα μικροδιαστήματά τους, αλλά και τη συγγενή ρυθμολογία, το δεύτερο από το ακαδημαϊκό υπόβαθρο και τη μορφική της έκθεση, που ορίζονται από τη συγκεκριμένη, σωζόμενη μουσική γραφή. Παρτιτούρες δηλαδή με αναγνωρίσιμη σημειογραφία, και επώνυμη συνήθως υπογραφή.
Η έκδοση είναι μεγάλου μεγέθους (Α4, 210Χ297), με σκληρά εξώφυλλα, τα κείμενά της συνοδεύονται από ικανό αριθμό φωτογραφιών και εικονογραφημένων μαρτυριών, τα δε ηχογραφήματα που περιέχονται επεξηγούνται επαρκέστατα, ενώ παρατίθενται τα μουσικά τους κείμενα στην πρωτότυπη μορφή τους (παρασημαντική ή βυζαντινή) καθώς και στη μεταγραμμένη μορφή τους από τον συγγραφέα σε σύγχρονη ευρωπαϊκή γραφή.
Οι τρεις τόμοι της έχουν επιμέρους ξεχωριστή ονομασία όπως φαίνεται στην ακόλουθη αναφορά στην οποία ανθολογούνται ενδεικτικά οι τίτλοι μερικών από τα κεφάλαια του καθενός.
Τόμος 1 • Αρχαίοι χρόνοι – δεκατέσσερα κεφάλαια «Επιστημονική προσέγγιση του μουσικού φαινομένου», «Όργανα και οργανοχρησία στην Αρχαία Ελλάδα» – Κείμενα και εικόνες 323 σελίδες, περιεχόμενα των 2 πρώτων ηχογραφημάτων 54 σελίδες.
Τόμος 2 • Βυζάντιο – οκτώ κεφάλαια «Η επιστήμη της αυτοματοποιικής και η ανάπτυξη συστήματος καταγραφής μουσικών γεγονότων» – Κείμενα και εικόνες 222 σελίδες, περιεχόμενα 3ου & 4ου ηχογραφήματος 202 σελίδες.
Τόμος 3 • ACTA – δεκαεννέα κεφάλαια και επίλογος «Το μέγιστο ακτολογικό δρώμενο. Η μετάβαση του ανωτάτου άρχοντος στο ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας», «Η κατά τον Πλήθωνα αναγκαία μεταρρύθμιση του αρχαίου συστήματος» - Κείμενα και εικόνες 354 σελίδες, περιεχόμενα 5ου έως και 8ου ηχογραφήματος 218 σελίδες.
Στην παρουσίαση της έκδοσης, τον Μάρτιο του 2018, ο συγγραφέας υποστήριξε το έργο του με το ακόλουθο κείμενο:
«Μουσικήν ποίει και εργάζου»
Όταν λίγο πριν το κώνειο, ολοκληρώσει την επιρροή του στον οργανισμό του σπουδαιότερου ανθρώπου που γνώρισε η ανθρωπότητα, του Σωκράτη, ρωτήθηκε από τους μαθητές του, πώς αξιολογούσε την μουσική, εκείνος εξόρκισε τους μαθητές να ποιούν μουσική (να συνθέτουν μουσική) και περί αυτήν να εργάζονται.
Σωρεία εννοιών που συνδυάζουν την μουσική με το κοινωνικό ήθος διατυπώθηκαν κατά το παρελθόν.
Η έντεχνη καταγεγραμμένη μουσική αλλά και οι περί την διδασκαλία αυτής κώδικες, εδώ γεννήθηκαν και από εδώ διαδόθηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το πόνημα αυτό [...], έρχεται να συμπληρώσει ένα σοβαρό κενό στην μουσική βιβλιογραφία.
Η μουσική πράξη από την αρχαιότητα μέχρι και το τέλος της βυζαντινής περιόδου αναλύεται και μπορεί εύκολα να γίνει κτήμα κάθε ενδιαφερομένου.
Τα εργαλεία καταγραφής του μουσικού φαινομένου, τόσο εν χρόνω όσο και εκτός αυτού, τα ανέλαβε εξ αρχής, η σπουδαία φιλοσοφική σχολή των Πυθαγορείων.
Συνεδέθη, λοιπόν, με τα μαθηματικά από νωρίς. Όμως η μουσική στην ουσία της δεν αποτελεί μέρος τους.
Ο άνθρωπος την χρειάζεται για να ακουμπήσει την τελειότητα. Αφού γίνει πρώτα ερωτικός, δηλαδή «εραστής του σύμπαντος κόσμου» τότε μπορεί με την άσκηση να γίνει «ομοούσιός της» για να δικαιωθεί εν τέλει γενόμενος «φιλόσοφος». Η αριστεία είναι προϊόν άοκνης άσκησης για την προσέγγιση του Θείου.
Μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία αποτελεί η έλλειψη πονημάτων σχετιζόμενων με την μουσική πράξη, ανά τους αιώνες στην πατρίδα μας.
Η παρούσα εργασία έχει την φιλοδοξία να λειτουργήσει σαν το εναρκτήριο λάκτισμα για την ανάπτυξη της συγγραφής ιστορικών περί την μουσική πονημάτων.
Η λόγια μουσική γεννήθηκε εδώ προ αμνημονεύτων χρόνων.
Εδώ προσδιορίστηκε κατά περίπτωση το πρέπον αυτής ήθος.
Εδώ κατοχυρώθηκε η έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Εδώ προσδιορίστηκε ο σπουδαίος κοινωνικός ρόλος του μουσικού φαινομένου.
Η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει και πάλι την νέα αφετηρία για μία μουσική δημιουργία που μας προάγει στον δρόμο της πνευματικής τελείωσης».
Χριστόδουλος Χάλαρης
Όπως προαναφέρθηκε στον τρίτο τόμο του έργου υπάρχει και επίλογος. Στο τέλος του επιλόγου του ο συγγραφέας υπογράφει με το όνομά του, το οποίο συνοδεύει με τον χαρακτηρισμό «Στρατιώτης». Εγώ, αλησμόνητε φίλε Χριστόδουλε, θα υπέγραφα όχι Στρατιώτης, αλλά Μαχητής.
*Δάνειο-παραλλαγή από το ποίημα «Ο Δαρείος» (1917) του Κ. Π. Καβάφη: Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό, επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται.