Ο παππούς μου Αριστείδης έλεγε πως ο πατέρας του Παναγιώτης Μητσάκης, αδελφός του συγγραφέα Μιχάλη Μητσάκη, στα ταξίδια του από τη Σάμο στην Αθήνα για δουλειές και πολιτικά της εποχής του Βενιζέλου, κατέλυε στο πολυσύχναστο ξενοδοχείο Ευρώπη επί της οδού Σατωβριάνδου αριθμός 3. Πιστεύω πως και ο Μιχαήλ Μητσάκης πήγαινε συχνά εκεί να δειπνήσει, χώρος γνωστός για την ποιότητα των εδεσμάτων, των επιδορπίων και της ορχήστρας χορού. Επωφελής μαρτυρία το διήγημά του «Εν τω ξενοδοχείω».[1]
Εξηγείται έτσι η απόφαση του πατέρα μου, μεσούντος του 1956, να εγκαταστήσει τη μητέρα μου στην Ευρώπη προς αποθεραπεία από το κακό μάτι, που τη βασάνιζε και την είχε καταρρακώσει. Πίστευε πως ο υγρός θαλασσινός αέρας της Ζακύνθου τής έκανε κακό, ενώ ο ξηρός στεριανός αέρας που φυσούσε από το τέρμα της οδού Πατησίων μέχρι τα Χαυτεία και την Αιόλου έφερνε κάτι από την Πάρνηθα, αντίδοτο σε τέτοιες περιπτώσεις ανίατης πάθησης. Δεν είχε ενστερνιστεί τέτοια πίστη, επειδή ο γιατρός Παναγιώτης Καψαμπέλης τον είχε συμβουλεύσει. Του το είχε υπογραμμίσει η γριά μάγισσα, η οποία είχε δει στον καφέ και είχε βγάλει στα χαρτιά ότι μεγάλη πόρτα θα συμμάζευε τη μητέρα μου, που γιατρειά θα είχε και δεν θα είχε. Την έβαλε λοιπόν στο πλοίο, μαζί επιβιβάστηκε η εκ μητρός νεοτέρα θεία μου Ευρυδίκη, είχε δεν είχε πατήσει τα είκοσι, αλλά πολλοί την ορέγονταν και καλό θα της έκανε να απουσιάσει λίγο, άντρες κινδύνευαν να καταλήξουν στα μαχαίρια για χάρη της, με πρώτον και καλύτερο τον Διονυσάκη.
Την ίδια χρονιά, πριν αρχίσουν τα σχολεία, μόλις είχα φορέσει μακρύ πανταλόνι, ήρθα με τον πατέρα στην Αθήνα να δούμε τη μητέρα μου, που η θεία Ευρυδίκη είχε στείλει γραφή πως έπαιρνε τα απάνω της όλο και περισσότερο. Ασανσέρ είχε το ξενοδοχείο, αλλά το φοβόμαστε και ανεβήκαμε από τη στενή σκάλα στον τρίτο όροφο, ανοίξαμε την πόρτα, το κρεβάτι της μητέρας μου κοντά στο παράθυρο, το κρεβάτι της θείας μου κοντά στην πόρτα, το λαβομάνο σε κομό, δύο καρέκλες περισσευούμενες, δεν υπήρχε χώρος ελεύθερος, το λουτρό έξω, στο βάθος του διαδρόμου. Με αγκάλιασε η μητέρα μου, έκλαιγε, με πήγε στο παράθυρο να δω τον δρόμο, μου έδειχνε το λούστρο στη γωνία, τον γύφτο που ακόνιζε μαχαίρια ακριβώς από κάτω, το μαγαζάκι απέναντι που μοστράριζε βαλίτσες, τον μπογιατζή με τη βούρτσα και τα συμπράγκαλα για βάψιμο σπιτιών, τον λαχειοπώλη, που δεν έβαζε γλώσσα στο στόμα του, τον κουλουρτζή με τα σιμίτια του, τους παπατζήδες με τους συνεργάτες τους, τα καροτσάκια που διαλαλούσαν αμερικάνικα κατσαβίδια, σφυράκια και τανάλιες. «Εδώ θα κάνεις την τύχη σου», επαναλάμβανε, «εδώ έχει μιλιούνια κόσμο να πουλάς με νιτερέσο».
Πήγα και ξαναπήγα στην Αθήνα σε γιορτές και διακοπές, με το μακρύ πανταλόνι μου και υποψία μύστακος, η μητέρα μου χειροτέρευε, περνούσε από το ένα φάρμακο στο άλλο, κάθε γιατρός έλεγε τα δικά του, η θεία μου ομόρφαινε. Και τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια, ένα βράδυ που η μητέρα μου είχε πυρετό, «πήγαινε να κοιμηθείς με τη θεία σου», μου πρότεινε, ο πατέρας μου κοιμόταν κατάχαμα κιόλας, τυλιγμένος σε μια παραπανίσια κουβέρτα.
Μέσα στη νύχτα, απαλά, ψιλή βροχή φθινοπώρου έπεφτε, κόλλησα πάνω στη θεία μου και εκείνη μου ανοίχτηκε, είδα τη γέννηση του κόσμου. Με είχε πάρει από το χέρι και με οδηγούσε, στρίβαμε από εδώ, πηγαίναμε από εκεί, άνοιγε ο δρόμος, παραμέριζε ο θάμνος, νότιζε το χώμα, στεκόμαστε να ξαποστάσουμε, σκύβαμε και πίναμε από το ίδιο κύπελλο για να ξεδιψάσουμε. Και επειδή το ανέβασμα ήταν όμορφο και ο ήλιος έκαιγε μέσα μας, σηκωνόμαστε από τον τόπο του ήλιου και παίρναμε άλλα σκαλοπάτια, μπαίναμε σε κάστρο και αντάμα το κουρσεύαμε. Και έπιανε να χαράζει, η βροχή συνέχιζε, έφεγγε ανάμεσα στα φύλλα του παραθύρου, μου έκανε νόημα πως ήταν ώρα να γυρίσουμε από το μονοπάτι που κατέχαμε πια, από το γύρισμα το γνωστό, μέσα από τις φυλλωσιές και το κελάρυσμα της πηγής, πίναμε λοιπόν πάλι και δεν ξεδιψούσαμε. Ώσπου πέσαμε στα νερά της θάλασσας και κολυμπήσαμε με απλωτές. Και ο τόπος είχε κλαδευτεί, τα δέντρα είχαν ανασάνει, όλα ντυμένα στην ανθοφορία τους.