Η πολλαπλή παρένδυση του Αϊ-Γιώργη (από άγιο σε άνθρωπο, από άνδρα σε γυναίκα, από τιμωρό σε εραστή) προσφέρει μια καινούργια οπτική στη χρήση των γλωσσικών κωδίκων, δείχνοντας πως και η ίδια η χρήση μπορεί να ειδωθεί με παρενδυτικούς όρους, καθώς ο συγγραφέας αλλάζει διαρκώς ρόλους. Ο ετερώνυμος εκδότης των απόκρυφων δημοτικών ποιημάτων, ο δρ. Νικηφόρος (ένα μικρό όνομα του Χατζηπροκοπίου) Ερράντες, ένας ρευστού φύλου μεταδιδακτορικός Νεοελληνιστής που ετυμολογικά ίσως σφάλλει στον πλάνητα ερωτισμό του, προτείνει ρητά μια τέτοια ερμηνευτική σκοπιά. Σύμφωνα με την εισαγωγή του, τα ομοερωτικά ποιήματα ανήκουν στην κατηγορία «queer lament» και θέτουν «ζητήματα πούστικου θρήνου ή, σε ελεύθερη απόδοση, πουστιάς και ολολυγμού»(23). Αυτοί οι πούστικοι θρήνοι μας βοηθούν να αντιληφθούμε πως ίσως «η προφορική μας παράδοση να βρίθει στιγμών […] πουστιάς και ολολυγμού»(24). Ταυτόχρονα μας τονίζουν ότι η ταυτότητα φύλου είναι θέμα όχι σταθερής ουσίας αλλά επιτελεστικής διαδικασίας. Πουστιά, καθώς και ποίηση, είναι ζήτημα περφόρμανς.
Ας προσέξουμε τα τεκμήρια της δημοτικής παράδοσης, τα ομοερωτικά τραγούδια: «Σκιαγραφούν το φύλο και τη σεξουαλικότητα όχι ως υπερβατικές, παγιωμένες ουσίες, αλλά ως διαδικασίες: επιτελεστικές (performative), ανοιχτές στη ρευστότητα (gender fluid) και σε πρωτεϊκής υφής μεταμορφώσεις. Χωρίς βεβαίως οι κοινωνικές επιταγές να αγνοούνται – αντιθέτως υπογραμμίζεται η αδυνατότητα για ριζοσπαστικά υποκείμενα διαφόρων ειδών όχι μόνον να βιώσουν την επιθυμία τους, αλλά ακόμη και να καταστούν άξια πένθους. Κινούμενες στο αυθεντικά ελληνικό δίπολο ηδονής και οδύνης, οι είκοσι τέσσερις απόκρυφες εκλογές συνιστούν δυνάμει την πρώτη εθνική μας ανθολογία queer lament, πουστιάς και ολολυγμού» (25). Κάθε ποίημα δείχνει με τρόπο δραματουργικό πως, αν η παράδοση είναι γεμάτη πουστιά, και η πουστιά έχει τη δική της παράδοση περφόρμανς. Και οι δύο εθνικές παραδόσεις είναι εξίσου ανοιχτές στη ρευστότητα και τη μεταμόρφωση.
Όλα αυτά έχουν σοβαρές συνέπειες και για την κυκλοφορία και πρόσληψη γενικά της ποίησης. Όσοι την παρουσιάζουν δημόσια ή την αναλύουν συστηματικά αξίζει να σκεφτούν τις δικές τους πουστιές, δηλαδή τους δικούς τους διαφυλικούς, διαγλωσσικούς, διαμηντιακούς κ.ά. ρόλους. Π.χ. μια πιστή ανάγνωση θα πρέπει να είναι επιτελεστική κι όχι απαγγελτική, πράγμα καθόλου εύκολο ή γοητευτικό. Τα πράγματα είναι ακόμη δυσκολότερα στο χώρο της λογοτεχνικής και πολιτιστικής ανάλυσης. Πώς αναλύεται και αποτιμάται μια λογοτεχνική περφόρμανς; Εδώ και δεκαπέντε σχεδόν χρόνια, δηλαδή από τις πρώτες εκφάνσεις της, η γραφή της ποιητικής γενιάς του 2000 εκτελείται/επιτελείται σε πολλούς και διάφορους δημόσιους χώρους. Ενώ όμως γράφονται κριτικές για τα βιβλία της, απουσίαζουν πλήρως αντίστοιχες κριτικές για ατομικές ή ομαδικές περφόρμανς. Γιατί δεν γράφει κανείς κριτική για ποιητικές περφόρμανς στην Ελλάδα; Επίσης, υπάρχουν άραγε τα κατάλληλα αναλυτικά κριτήρια και εργαλεία ώστε να συζητηθούν αφού ακόμα και το λεξιλόγιο παραμένει αγγλικό;
Ο τίτλος αυτής της συλλογής δημοτικών τραγουδιών του εθνικού ομοερωτισμού παραπέμπει στους «θλιβερούς τροπικούς» του Λεβί Στρως. Το ενδιαφέρον του Χατζηπροκοπίου, τόσο εθνογραφικό/ερευνητικό όσο και ποιητικό/επιτελεστικό, εστιάζεται στο θρήνο έμφυλων, θρησκευτικών, εθνοτικών κ. α. κοινωνικά μεθοριακών μειονοτήτων όπου το ελληνορθόδοξο κουήρ συναντά το ινδικό, πακιστανικό, αμερικανικό κ.ά. Σε αυτούς τους τοπικούς τροπικούς, το μειονοτικό πένθος για τον Κωνσταντή, που διατηρεί τη συλλογική του μνήμη ζωντανή με την ενίσχυση ετήσιων τελετών πούστικου θρήνου, βοηθά τον συγγραφέα της εισαγωγής, κι ίσως και τ@ν αναγνώστη του, να μείνει διαθέσιμ@ στη ρευστότητα και να μην παρασυρθεί ούτε από ανθρωπολογική θλίψη ούτε από αριστερή μελαγχολία.