Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

Σχό­λια στα σχό­λια του Στέ­φα­νου Κου­μα­νού­δη (2)

Ο Κου­μα­νού­δης σχο­λιά­ζει αρ­κε­τές νέ­ες λέ­ξεις που κα­τέ­γρα­ψε στην πε­ρί­φη­μη Συ­να­γω­γή του. Όσο μπο­ρώ να ξέ­ρω, εκτός από ορι­σμέ­νες γε­νι­κής φύ­σε­ως ανα­φο­ρές, δεν έχουν με­λε­τη­θεί τα σχό­λια αυ­τά. Οι εύ­στο­χες πα­ρα­τη­ρή­σεις του δεί­χνουν την οξύ­νοια, την ανοι­χτο­σύ­νη, το χιού­μορ και το υψη­λό γλωσ­σι­κό του αι­σθη­τή­ριο. Στον Πρό­λο­γο της επα­νέκ­δο­σης του έρ­γου, με τί­τλο «Λε­ξι­κο­γρα­φία και ιδε­ο­λο­γία» ο Κ. Θ. Δη­μα­ράς επι­ση­μαί­νει (σ. 40): «Η δη­μο­τι­κή του Κου­μα­νού­δη εί­ναι εύ­χυ­μη, πη­γαία, ξε­πε­τιέ­ται μέ­σα στην σκλη­ρή κα­θα­ρεύ­ου­σά του με μία ορ­μή γε­μά­τη ζω­ντά­νια, εί­τε πρό­κει­ται για λε­ξι­λο­γι­κά ξε­σπά­σμα­τα, εί­τε για φρα­στι­κούς τρό­πους».

Τα σχε­τι­κά λήμ­μα­τα θα πα­ρου­σιά­ζο­νται σε αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά και θα ακο­λου­θεί ο σχο­λια­σμός τους.

«αθα­νά­σι­μα και συγ­γνω­στά αμαρ­τή­μα­τα», τα. Αό­ρα­τος πό­λε­μος 1796. – Αν τις την λέ­ξιν ταύ­την ψέ­γη, ως και την αβά­σι­μος, τον ερω­τώ· ψέ­γει και το θέ­λε­ος ἀθέ­λε­ος του Αι­σχύ­λου και το ἀνό­στι­μος του Ομή­ρου και το χρή­σι­μος και το ἀθε­μέ­λιος και άλ­λα τοιαύ­τα ευ­ρι­σκό­με­να εν τοις Λε­ξι­κοίς της αρ­χαί­ας; Πα­ρα­τη­ρώ δε, ότι κοι­νώς την σή­με­ρον αθα­νά­σι­μα λέ­γο­νται πα­ρά των όλως αγραμ­μά­των τα θα­νά­σι­μα αμαρ­τή­μα­τα, κα­τά πε­ρίσ­σειαν του α, όπερ προ­σθέ­τουν, νο­μί­ζω, ένε­κα του συ­νη­θε­στά­του αυ­τοίς άγιος αθά­να­τος και του ονό­μα­τος του Αγί­ου Αθα­να­σί­ου, ού­τω και αθα­νά­σι­μος εχθρός λέ­γε­ται κοι­νώς.

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

Στον Πί­να­κα πα­ρα­πο­μπών του λε­ξι­κού (σ. 1165) ο «Αό­ρα­τος πό­λε­μος» θε­ω­ρεί­ται έρ­γο ανω­νύ­μου συγ­γρα­φέα. Τώ­ρα ξέ­ρου­με ότι πρό­κει­ται για το «Βι­βλί­ον ψυ­χο­φε­λέ­στα­τον κα­λού­με­νον Αό­ρα­τος πό­λε­μος συ­ντε­θέν μεν πριν πα­ρά τι­νος σο­φού αν­δρός, καλ­λο­πι­σθέν δε και διορ­θω­θέν με­τά πολ­λής επι­με­λεί­ας πα­ρά του οσιο­τά­του εν μο­να­χοίς κυ­ρί­ου Νι­κο­δή­μου του Αγιο­ρεί­του...», πρώ­τη έκ­δο­ση, Βε­νε­τία 1796. Ο «σο­φός άν­δρας» που το συ­νέ­θε­σε αρ­χι­κά εί­ναι ο ρω­μαιο­κα­θο­λι­κός μο­να­χός Lorenzo Scupoli και ο τί­τλος του έρ­γου: Combattimento Spirituale.

Ο Άγιος Νι­κό­δη­μος ο Αγιο­ρεί­της (1749-1809) στο ΚΣΤ΄ κε­φά­λαιο με τί­τλο: «Ποια ια­τρεία πρέ­πει να με­τα­χει­ρι­ζώ­μα­στε για να μην ενο­χλού­μα­στε στα σφάλ­μα­τα και τις αδυ­να­μί­ες μας» ανα­φέ­ρει: «Κα­λύ­τε­ρα να με­τα­χει­ρί­ζε­ται τα­πει­νή με­τά­νοια και επι­στρο­φή προς τον Θεό, όταν πέ­ση σε κά­ποιο απο τα συγ­γνω­στά και μη θα­νά­σι­μα αμαρ­τή­μα­τα, πα­ρά να λυ­πά­ται γι’ αυ­τά και να στε­νο­χω­ρή­ται τό­σο πο­λύ και να τα­ράσ­σε­ται». Στην υπο­ση­μεί­ω­ση 22 δια­βά­ζου­με: «Ση­μεί­ω­σε εδώ, αδελ­φέ, και για κά­ποιες φυ­σι­κές κλί­σεις ή πά­θη, τα οποία ού­τε θα­νά­σι­μα αμαρ­τή­μα­τα λέ­γο­νται, ού­τε συγ­γνω­στά».

Το επί­θε­το αθα­νά­σι­μος έχει αντι­κα­τα­στα­θεί στο πα­ρα­πά­νω χω­ρίο από την ισο­δύ­να­μη έκ­φρα­ση μη θα­νά­σι­μος η οποία εί­ναι ση­μα­σιο­λο­γι­κά εμ­φα­νέ­στε­ρη. Ο Κου­μα­νού­δης έχει δί­κιο απο­δε­χό­με­νος την ορ­θό­τη­τα του σχη­μα­τι­σμού αθα­νά­σι­μος κα­τά το αβά­σι­μος, λέ­ξη που απο­δο­κί­μα­σε ο Σκαρ­λά­τος Βυ­ζά­ντιος το 1835. Το επι­χεί­ρη­μα ότι ο μορ­φο­λο­γι­κός αυ­τός σχη­μα­τι­σμός νο­μι­μο­ποιεί­ται από τη στιγ­μή που εμ­φα­νί­ζο­νται ανά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις στην αρ­χαία γλώσ­σα (για πα­ρά­δειγ­μα, θέ­λε­ος θέ­λε­ος «εκών άκων») εί­ναι για τον Κου­μα­νού­δη ακα­τα­μά­χη­το. Ο έμπει­ρος λε­ξι­κο­γρά­φος ξέ­ρει ότι εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κή η πε­ρί­πτω­ση λέ­ξε­ων με προ­τα­κτι­κό άλ­φα χω­ρίς αλ­λα­γή ση­μα­σί­ας, όπως πα­λά­μη-απα­λά­μη, φαι­νό­με­νο γνω­στό ήδη από τα ομη­ρι­κά έπη: στά­χυς-άστα­χυς. Ερ­μη­νεύ­ει, επί­σης, εύ­στο­χα τον σχη­μα­τι­σμό αθα­νά­σι­μος = θα­νά­σι­μος, επι­κα­λού­με­νος τη δύ­να­μη της ανα­λο­γί­ας.

αι­γό­κλη­μα, το. Ταύ­της της λέ­ξε­ως της σε­σι­γη­μέ­νης εν τοις λε­ξι­κοίς της αρ­χαί­ας εί­κα­σεν ο Αδ. Κο­ρα­ής τω 1811 (και 1829 εν Ατά­κτοις τόμ. Β΄) ότι εί­ναι πα­ρα­φθο­ρά, το αγιό­κλη­μα της κοι­νής ημών γλώσ­σης, όνο­μα φυ­τού, διό­τι και εν τω πα­ρακ­μά­ζο­ντι Λα­τι­νι­σμώ εκα­λεί­το αυ­τό caprifolium και Γαλ­λι­στί νυν κα­λεί­ται chèvre-feuille, και Γερ­μα­νι­στί Geisblatt [= Geißblatt] α πά­ντα ση­μαί­νου­σιν αι­γό­φυλ­λον. Πα­ρά­βαλ­λε και όσα ο Γ. Ν. Χα­τζι­δά­κης έγρα­ψεν εν Φι­λί­στοργ. [= Φι­λί­στο­ρι] τόμ. 10 σελ. 5, πε­ρί του πως δια πα­ρα­τυ­μο­λο­γί­ας [= πα­ρε­τυ­μο­λο­γί­ας] έγι­νε το αι­γό­κλη­μα αγιό­κλη­μα».

Ο Γε­ώρ­γιος Χα­τζι­δά­κις στην πε­ρί­φη­μη επί υφη­γε­σία Δια­τρι­βή του (1883) Πε­ρί φθογ­γο­λο­γι­κών νό­μων και της ση­μα­σί­ας αυ­τών εις την σπου­δήν της Νέ­ας Ελ­λη­νι­κής, 48 μό­λις σε­λί­δων,[1] απορ­ρί­πτει την ετυ­μο­λο­γία του Δ. Μαυ­ρο­φρύ­δη ο οποί­ος εντε­λώς αμέ­θο­δα υπο­στή­ρι­ξε ότι το αι­γό­κλη­μα έγι­νε αγιό­κλη­μα όταν προ­φε­ρό­ταν ακό­μα ως αϊ­γό­κλη­μα, οπό­τε το ι της πρώ­της συλ­λα­βής με­τα­κι­νή­θη­κε στη δεύ­τε­ρη. Η εξέ­λι­ξη αυ­τή δεν τεκ­μη­ριώ­νε­ται στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, εκτός του ότι η δί­φθογ­γος αι εί­χε τρα­πεί σε απλό φθόγ­γο ήδη στα με­τα­γε­νέ­στε­ρα χρό­νια (μο­νο­φθογ­γι­σμός των δι­φθόγ­γων). Η ετυ­μο­λο­γία του Χα­τζι­δά­κι εί­ναι από­λυ­τα πει­στι­κή και στη­ρί­ζε­ται στο ακό­λου­θο σκε­πτι­κό: Ο λα­ός, λό­γω της χρι­στια­νι­κής θρη­σκεί­ας συ­νέ­δε­σε τη λέ­ξη με το συ­χνό­τε­ρα ακουό­με­νο άγιος και έτσι οδη­γή­θη­κε στην πα­ρε­τυ­μο­λο­γία. Εκτός αυ­τού, ο κό­σμος πα­ρα­κι­νή­θη­κε από την ευ­σέ­βεια κα­θώς το φυ­τό φυ­τεύ­ε­ται σε χώ­ρους γύ­ρω από να­ούς, οπό­τε συν­δέ­θη­κε συ­νειρ­μι­κά με τους Αγί­ους. Συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά θα πρό­σθε­τα ότι το λε­ξι­κό μόρ­φη­μα αγιο- υπάρ­χει και σε άλ­λα δη­μώ­δη ονό­μα­τα φυ­τών, όπως: αγιο­βό­τα­νο «αψι­θιά», αγιο­λού­λου­δο (με τις ση­μα­σί­ες «αγια­σμέ­νο λου­λού­δι», και «χα­μο­μή­λι»), αγιο­μά­ρα­ντο, αγιό­κρι­νος. Το ετυ­μο­λο­γι­κό ερ­μή­νευ­μα του Λε­ξι­κού Τρια­ντα­φυλ­λί­δη «ίσως επει­δή από τα φύλ­λα του κά­νουν στε­φά­νια» δεν πεί­θει.

Οι πα­ρε­τυ­μο­λο­γί­ες γί­νο­νται συ­χνά από απλούς αν­θρώ­πους του λα­ού γι’ αυ­τό λέ­γο­νται και «λαϊ­κές ετυ­μο­λο­γί­ες». Ο Χα­τζι­δά­κις πα­ρα­θέ­τει αρ­κε­τές πε­ρι­πώ­σεις, με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρη το δω­ρά­κι­νον (duracinum) το οποίο έγι­νε ρω­δά­κι­νο, ρο­δά­κι­νο, πα­ρε­τυ­μο­λο­γι­κά προς το ρό­δο.

Το αι­γό­κλη­μα απο­τε­λεί χα­λα­ρό με­τα­φρα­στι­κό δά­νειο του λα­τι­νι­κού caprifolium, ιτα­λι­κό caprifoglio, με ακρι­βή αντι­στοι­χία στη γαλ­λι­κή και τη γερ­μα­νι­κή γλώσ­σα.

Το Ιστο­ρι­κό Λε­ξι­κό της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών κα­τα­γρά­φει δύο ομώ­νυ­μα λήμ­μα­τα: αγιό­κλη­μα (Ι), με την κυ­ριο­λε­κτι­κή ση­μα­σία «αγια­σμέ­νο κλή­μα», μαρ­τυ­ρεί­ται σε δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι από τη Σω­ζό­πο­λη της Ανα­το­λι­κής Ρω­μυ­λί­ας, και αγιό­κλη­μα (ΙΙ) με τις ακό­λου­θες δύο ση­μα­σί­ες: 1) «Το φυ­τόν αι­γό­κλη­μα το κοι­νόν (lonicera caprifolium) της τά­ξε­ως των αι­γο­κλη­μα­τω­δών (caprifoliaceae)» με συ­νώ­νυ­μα το αγιό­φυλ­λο[2]και την πο­ντι­κιά.[3] Η λέ­ξη κα­τα­γρά­φε­ται και ως το­πω­νύ­μιο από την Αρ­κα­δία (Αγιο­κλή­μα­τα) και την Κί­μω­λο (Αγιό­κρη­μα, Αλιό­κλη­μα). 2) Αι­γό­κλη­μα το Τυρ­ρη­νι­κόν (lonicera Etrusca). Πα­ρα­δό­ξως, δεν υπάρ­χει χω­ρι­στό λήμ­μα αι­γό­κλη­μα με πα­ρα­πο­μπή στο αγιό­κλη­μα. Το βα­γιό­κλη­μα, στο ίδιο λε­ξι­κό, μαρ­τυ­ρού­με­νο μό­νο από την Κρή­τη, ερ­μη­νεύ­ε­ται ακα­θό­ρι­στα ως «φυ­τόν του γέ­νους των πε­ρι­πλο­κά­δων», χω­ρίς ανα­φο­ρά στο αγιό­κλη­μα. Εί­ναι προ­φα­νής ο πα­ρε­τυ­μο­λο­γι­κός συ­σχε­τι­σμός με τα βά­για.

To αγιό­κλη­μα εί­ναι το πε­ρι­κλύ­με­νον του Διο­σκου­ρί­δη, το κλύ­με­νον του Θε­ο­φρά­στου που δή­λω­νε το αι­γό­κλη­μα το τυρ­ρη­νι­κόν, τον σκορ­πί­ου­ρον (που μοιά­ζει με την ου­ρά του σκορ­πιού) τον σκω­λη­κοει­δή, και τον κον­βόλ­βου­λο τον αρου­ραίο, την πε­ρι­κο­κλά­δα (πε­ρι­πλο­κά­δα) ή χω­νά­κι.

Τα νε­ό­τε­ρα νε­ο­ελ­λη­νι­κά λε­ξι­κά δί­νουν τους εξής ορι­σμούς:

• Λε­ξι­κό Τε­γό­που­λου-Φυ­τρά­κη:[4] Αναρ­ρι­χώ­με­νο καλ­λω­πι­στι­κό φυ­τό: αγιό­κλη­μα που σκά­λω­σες στον κή­πο της αυ­λής μου (Κ. Βάρ­να­λης).
• Λε­ξι­κό Ιδρύ­μα­τος Τρια­ντα­φυλ­λί­δη: αναρ­ρι­χη­τι­κός καλ­λω­πι­στι­κός θά­μνος[5] με κι­τρι­νω­πά συ­νήθ. λου­λού­δια: Mο­σκο­βο­λά­νε οι γα­ζί­ες και τ’ αγιο­κλή­μα­τα. 
• Λε­ξι­κό Μπα­μπι­νιώ­τη: δια­κο­σμη­τι­κό αναρ­ρι­χώ­με­νο φυ­τό, του οποί­ου τα άν­θη έχουν έντο­νη μυ­ρω­διά.[6]

Οι ορι­σμοί και των τριών αυ­τών λε­ξι­κών, όπως και όλων των νε­ο­ελ­λη­νι­κών λε­ξι­κών, αλ­λά και των πε­ρισ­σό­τε­ρων ξέ­νων, έχουν εν­δει­κτι­κή αξία, εί­ναι γε­νι­κευ­τι­κοί και δεν βοη­θούν στην απο­σα­φή­νι­ση της έν­νοιας, αφού υπάρ­χουν εκα­το­ντά­δες αναρ­ρι­χώ­με­να δια­κο­σμη­τι­κά φυ­τά με ευω­δια­στά άν­θη. Στο Χρη­στι­κό Λε­ξι­κό της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών πα­ρα­τί­θε­ται σε όλα τα λήμ­μα­τα που ανα­φέ­ρο­νται σε φυ­τά και ζώα η επι­στη­μο­νι­κή τους ονο­μα­σία στα λα­τι­νι­κά, η μό­νη που απο­τε­λεί τη δια­κρι­τι­κή τους ταυ­τό­τη­τα. Η ονο­μα­σία Lonicera δό­θη­κε προς τι­μή του γερ­μα­νού για­τρού και βο­τα­νο­λό­γου Adam Lonitzer (1528-1586), Adamus Lonicerus στην εκλα­τι­νι­σμέ­νη μορ­φή του.
Τα τε­λευ­ταία χρό­νια έχει με­γά­λη διά­δο­ση και στην Ελ­λά­δα το ια­πω­νι­κό αγιό­κλη­μα (Lonicera japonica) το οποίο χρη­σι­μο­ποιεί­ται και για θε­ρα­πευ­τι­κούς σκο­πούς.
Ο λε­ξι­κο­γρά­φος μα­ταιο­πο­νεί αν θέ­λει να πε­ρι­γρά­ψει επα­κρι­βώς το αγιό­κλη­μα, του οποί­ου έχουν κα­τα­γρα­φεί 180 πε­ρί­που εί­δη. Η με­θυ­στι­κή ευω­διά των λου­λου­διών του και η εντυ­πω­σια­κά πλού­σια αν­θο­φο­ρία του δη­μιουρ­γούν ευ­φρό­συ­να συ­ναι­σθή­μα­τα. Λί­γοι όμως προ­σέ­χουν τους όμορ­φους άσπρους, κί­τρι­νους, πορ­το­κα­λί, κόκ­κι­νους, μπλε ή μαύ­ρους καρ­πούς του που δεν τους ανα­φέ­ρει στον ορι­σμό του λήμ­μα­τος κα­νέ­νας λε­ξι­κο­γρά­φος, σε κα­μιά γλώσ­σα του κό­σμου, λό­γω έλ­λει­ψης χώ­ρου.
Το πα­νέ­μορ­φο αυ­τό ευω­δια­στό λου­λού­δι το εξύ­μνη­σαν με λυ­ρι­σμό, τρυ­φε­ρό­τη­τα και ευαι­σθη­σία με­γά­λοι ποι­η­τές με υπέ­ρο­χους στί­χους, ορι­σμέ­νοι από τους οποί­ους έχουν με­λο­ποι­η­θεί, αλ­λά και πε­ζο­γρά­φοι. Στο λαϊ­κό προ­πο­λε­μι­κό πε­ριο­δι­κό Μπου­κέ­το στην κα­τη­γο­ρία «Αι­σθη­μα­τι­κά δι­η­γή­μα­τα» δη­μο­σιεύ­τη­κε στις 5 Ιου­νί­ου 1931 (σ. 569) το δι­ή­γη­μα «Μέ­σα στ’ αγιο­κλή­μα­τα» του H. Davinois που ξε­κι­νά με τα λό­για: Μπή­κε ο Μάιος... Τ’ αγιο­κλή­μα­τα άν­θι­σαν πά­λι. Αχ, για­τί ν’ αν­θί­σουν πά­λι τ’ αγιο­κλή­μα­τα; Για­τί να σκορ­πί­ζουν πά­λι γύ­ρω μου το με­θυ­στι­κό τους μύ­ρο; Για­τί να ξυ­πνούν πά­λι μέ­σα στην καρ­διά μου τό­σες γοη­τευ­τι­κές ανα­μνή­σεις;
Πολ­λοί ανα­πο­λούν νο­σταλ­γι­κά κά­ποια δει­λι­νά της άνοι­ξης και του κα­λο­και­ριού που περ­νού­σαν μέ­σα από γρα­φι­κά σο­κά­κια γε­μά­τα αγιο­κλή­μα­τα και για­σε­μιά, ανα­πνέ­ο­ντας το με­θυ­στι­κό άρω­μα των θε­σπέ­σιων αυ­τών λου­λου­διών που προ­σφέ­ρουν, απλά και απέ­ριτ­τα, γλυ­κιά ηρε­μία και ανεί­πω­τη ψυ­χι­κή γα­λή­νη.
Ύστε­ρα από το έναυ­σμα που μου έδω­σε ο Κου­μα­νού­δης να ασχο­λη­θώ λε­πτο­με­ρέ­στε­ρα με το αγιό­κλη­μα, θα απο­τύ­πω­να σε ένα λε­ξι­κό τα πρω­το­τυ­πι­κά του γνω­ρί­σμα­τα με τη μορ­φή του πα­ρα­κά­τω ατε­λούς και προ­σω­ρι­νού λήμ­μα­τος, όπως το αντι­λαμ­βά­νε­ται ο δύ­στυ­χος λε­ξι­κο­γρά­φος ο οποί­ος αγω­νί­ζε­ται μα­ταί­ως να συ­μπυ­κνώ­σει την υπάρ­χου­σα ατε­λή ψυ­χρή γνώ­ση, χω­ρίς συ­ναι­σθη­μα­τι­κές συ­νυ­πο­δη­λώ­σεις και ανα­φο­ρές, ανα­γκα­στι­κά σε λί­γες μό­νο λέ­ξεις:

αγιό­κλη­μα [ἁγιό­κλη­μα] α-γιό-κλη-μα ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) αι­γό­κλη­μα: ΒΟΤ. γέ­νος καλ­λω­πι­στι­κών αναρ­ρι­χώ­με­νων ή θα­μνω­δών φυ­τών με λευ­κά ή ρό­δι­να στην αρ­χή της άν­θι­σης και αρ­γό­τε­ρα κι­τρι­νω­πά ευω­δια­στά άν­θη σε σχή­μα σάλ­πιγ­γας και μι­κρούς καρ­πούς δια­φό­ρων χρω­μά­των (επιστ. ονο­μασ. Lonicera caprifolium, L. etrusca, L. japonica): Μο­σχο­βο­λά/φού­ντω­σε τ' ~. Βλ. για­σε­μί. [< μεσν. αγιό­κλη­μα < αι­γό­κλη­μα, πα­ρε­τυ­μο­λο­γι­κή σύν­δε­ση με το επίθ. άγιος]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: