Φωτογραφία με τον Mekas, ΙΙ

«Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια». Διάβαζα μανιωδώς Μίλτο Σαχτούρη, έπινα νερό (αλλά και οίνο και ουίσκι και τσίπουρο και ζύθο) στο όνομα του Νικανόρ Πάρρα, προσευχόμουν να γυρίσει το Κάτω από το Ηφαίστειο και ο Μανουέλ ντε Ολιβέιρα (μετά τον Τζον Χιούστον), άκουγα όλη μέρα τον ρεμπέτη Γιώργο «Κατσαρό» Θεολογίτη, και έβλεπα ξανά και ξανά τις ταινίες του Γιόνας Μέκας. Έλεγα: «Ο Γιόνας Μέκας είναι το Ζωντανό Αρχείο Όσων Αγαπήσαμε Μέσα Στα Ερείπια Μιας Εποχής». Τραγουδούσα: «Δεν Θα Πεθάνουμε Ποτέ Πριν Ζήσουμε Για Πάντα». Έγραφα: «Ο Μέκας είναι ο Μέγας Αντιχάιντεγκερ». Άρχιζα να αγαπάω εκείνους που το πάλεψαν γερά, που ξεγελούσαν τον χρόνο, που έκαναν τη ζωή ένα ξεφάντωμα, μια δημιουργικότητα διαρκείας, ένα επίμονο καρναβάλι. Ο Μέκας είναι το καρναβάλι δίχως μεταμφιέσεις, είναι το καρναβάλι της περιπλάνησης στους δρόμους, του σμιξίματος με άλλους ανθρώπους στα σοκάκια και στα καφενεία, ο φλογοδίαιτος φιλόσοφος της φιλίας. Ο Πάρρα φτάνει τα 103 χρόνια. Ο Ολιβέιρα αφήνει την τελευταία του πνοή στα 106. Ο Θεολογίτης γεννιέται στις 20 Δεκεμβρίου του 1888 και πάει με τους πολλούς στις 22 Ιουνίου του 1997. Ο Μέκας πάει για ύπνο στις 23 Ιανουαρίου του 2019, βλέπει στο όνειρό του μια φωτεινή επιγραφή που λέει «Διαβάζω Λέσσινγκ, Χέγκελ, Νίτσε, Χέλντερλιν, Σπένγκλερ / 9 Ιουνίου 1945», βλέπει λουλούδια, βλέπει την Bolex του, βλέπει τον φίλο του, τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ να τραγουδάει μαζί με τον Μπομπ Ντύλαν στον τάφο του Τζακ Κέρουακ, βλέπει ότι πίνει κρασί με τον Άντυ Γουόρχολ, βλέπει πεταλούδες να χορεύουν, βλέπει την πρώτη συναυλία των Velvet Underground στο Factory, βλέπει τσίγκινες καρδάρες με γάλα, βλέπει απέραντα πατατοχώραφα στη Λιθουανία, βλέπει τη μάνα του, την Elžbieta Jašinskaitė, και τον πατέρα του, τον Povilas Mekas, βλέπει την ημερομηνία γεννήσεώς του, 24 Δεκεμβρίου 1922, και δεν ξυπνάει ξανά, μένει εκεί, στο κρεβάτι του, για λίγο, παίρνει μετά παραμάσχαλα δύο μπομπίνες με δεκαεξάρι φιλμ και αναχωρεί για τις Ταινιοθήκες τ᾽ Ουρανού.

As I was moving ahead occasionally I saw brief glimpses of beauty. Όσο προχωρούσα, έβλεπα φευγαλέα σύντομες λάμψεις ομορφιάς. Η σύνοψη ενενήτα έξι ετών. Η εποποιία της καθημερινής ζωής. Ο Μέκας κλείνει το μάτι στον Γκι Ντεμπόρ. 288 λεπτά, πάει να πει τέσσερις ώρες και σαράντα οχτώ λεπτά, που σημαίνει ίσως το μεγαλύτερο πειραματικό φιλμ/ντοκιμαντέρ στην ιστορία του κινηματογράφου. Χωρισμένο, όπως τα μυθιστορήματα, σε δώδεκα κεφάλαια. Η αφήγηση σε πρώτο ενικό, όπως στα πιο σαγηνευτικά νουάρ. Τρεις, ουσιαστικά, πρωταγωνιστές: η Hollis Melton, η γυναίκα του Μέκας από το 1974 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Oona, η θυγατέρα τους, γεννημένη το 1974, και ο Sebastian, ο γιος τους, γεννημένος το 1981. Και φυσικά, πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ο ίδιος ο Γιόνας, που είναι ένα πολυπρισματικό σύνολο ιδεών, τρόπου ζωής, χορού, γέλιου, συν οι φίλοι του, με τους οποίους μιλάει για τα περιλάλητα πατατοχώραφα της Λιθουανίας, για τη φιλοσοφία του Νίτσε, για το σινεμά, για τα ελληνικά τοπία, για τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη που την αγαπάει, την τραγουδάει, τη χορεύει.

«Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια». Ο Μέκας στην Αθήνα, ο Μέκας ο Μέγας, ο Μέκας ο Ραμπελαί του Σινεμά, ο Μέκας το Εορταστικό Καρναβάλι του Σελιλόιντ, ο Μέκας που γυρίζει κι αυτός ανάποδα τα ρολόγια, ο Μέκας ο Ποιητής του Αντιζόφου, ο Μέκας που πίνει κρασί στην οδό Κωνσταντινουπόλεως μετά την προβολή στην Ταινιοθήκη και την συζήτησή του με τον Adam Szymczyk, ο Μέκας που με τη φωνή του όλη εκθειάζει το Γλέντι, ναι ο Μέγας Μέκας γυρίζει ανάποδα τα ρολόγια, κι αυτός τα ρολόγια ανάποδα τα γυρίζει, ανάποδα γυρίζει τα ρολόγια ο Μέκας. Κι εμείς, τα γυρίζουμε μαζί του, η Εύα Στεφανή, ο Νίκος Γιαννόπουλος, ο Γιώργος Χουλιάρας, η Αλίκη Δέτση, κι εγώ, ο ταπεινός σας ανταποκριτής. Στους δρόμους του Φετεινού Καρναβαλιού, στην Κεραμεικού και στην Αγησιλάου και στη Δεληγιώργη και στην Ιάσονος και στη Μυλλέρου, η Αλίκη Δέτση φωτογραφίζει πρόσωπα και σώματα με τον τρόπο του Μέκας, χωμένη στο πλήθος, εστιάζοντας στα βλέμματα και στην κίνηση των χεριών, ξέροντας ότι το Καρναβάλι είναι η δεύτερη ζωή του λαού, οργανωμένη στη βάση του γέλιου, έχοντας πάντα στην τσέπη του αμπέχονού της το Walden του Χένρυ Ντέιβιντ Θορώ, και φρέσκο στο μυαλό της το Walden του Γιόνας Μέκας. Η Εύα Στεφανή έχει αντιγράψει στο σημειωματάριό της τη φιλοσοφία τσέπης του Μέκας, σκίζει τη σελίδα, μου τη δίνει, τη διαβάζω: «Η κατάσταση της ευτυχίας είναι όταν είσαι με τους φίλους σου και απολαμβάνετε ένα γεύμα και κάνετε μια ωραία, έντονη συζήτηση, και πίνετε και τελικά, τουλάχιστον από εκεί που κατάγομαι εγώ, τραγουδάτε και χορεύετε. Είναι μια έντονη στιγμή της ύπαρξης. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν τα πάντα αλλά είναι τόσο δυστυχισμένοι που πρέπει να πάνε κάπου αλλού για να βιώσουν την ευτυχία. Πάνε στην Ελλάδα, σε κάτι φτωχά χωριά και βλέπουν τους ανθρώπους να τραγουδάνε και να χορεύουν και τότε θυμούνται τι έχουν χάσει. Χάνουμε τόσο πολύ από την απόλαυση και την ευτυχία που λαχταράμε στον πολιτισμό μας». Ο Γιώργος Χουλιάρας μάς τάζει να συναχθούμε και να ηχογραφήσουμε τις αναμνήσεις του από τον Μέκας που τον γνώρισε στη Νέα Υόρκη. Ο Νίκος Γιαννόπουλος κρατάει το κείμενο του Μέκας για το  As I was moving ahead occasionally I saw brief glimpses of beauty και το διαβάζει δυνατά, με φωνή σαν του Μπιθικώτση: «My dear friends, to be in Paradise is to be with good old friends. Ah, my friends! The hours, the evenings we spent together!  That was Paradise. As time goes... as time goes, there is nothing more important than good friends, my friends!» Ξανά και ξανά το διαβάζει μες στους δρόμους του Καρναβαλιού, κι αρχίζω να διαβάζω κι εγώ, μαζί του: «Now, this is from William Carlos Williams, from his autobiography: ῾῾That is the poet’s business, not to talk in vague categories but to write particularly, as a physician works upon a patient, upon the thing before him, in the particular to discover the universal. John Dewey had said, I discovered it quite by chance: The local is the only universal, upon that all art builds᾽᾽. Quotes closed».

As I was moving ahead occasionally I saw brief glimpses of beauty. Όσο προχωρούσα, έβλεπα φευγαλέα σύντομες λάμψεις ομορφιάς. Όσο βλέπω και ξαναβλέπω τις ταινίες του Μέκας, ιδίως αυτήν, του 2000, τόσο επιμένω στο να εκθειάζω τη ζωή, να τρέχω εδώ κι εκεί μ᾽ ένα σημειωματάριο, μ᾽ έναν στυλογράφο, με μια φωτογραφική μηχανή, μ᾽ ένα κασετόφωνο, και να καταγράφω, με τον Μέκας στο μυαλό, τα όσα σκέφτομαι και βλέπω και ακούω στους δρόμους της Κυψέλης που είναι όπως επέμενε ο Βακαλόπουλος το κέντρο του γνωστού κόσμου, που είναι το δικό μου Walden, που είναι το Νέο Άλαμουτ, ένα οχυρό της ευαισθησίας και της συνείδησης. Βαδίζω και παραμιλώ, με τον Μέκας στο μυαλό, και τρέχει ο νους μου στον Ρόμπερτ Φρανκ, τον άλλο αιωνίως νεανία, στα ενενήντα τέσσερα αυτός, και στον Λόρενς Φερλινγκέτι, που γιορτάζει τα εκατοστά γενέθλιά του, έναν αιώνα στον Πλανήτη Ποίηση και στη Συμμορία Σαίξπηρ, προσφέροντάς μας το καινούργιο του βιβλίο, με τον αδιανόητο τίτλο Little Boy.

[συνεχίζεται]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: