Στις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα η Ρώμη βρισκόταν σ’ ένα από τα χαμηλότερα σημεία της ιστορίας της. Εξουθενωμένη από τη διαμάχη των Γουέλφων και των Γιβελίνων, ταπεινωμένη από τις διαδοχικές εναλλαγές ξένων επικυρίαρχων (Γάλλων και Γερμανών), έχοντας απωλέσει ακόμα και το προνόμιο να είναι η έδρα του Πάπα (από το 1309 ως το 1376 ο παπικός θρόνος «μετακομίζει» στην Αβινιόν), και με τις οικογένειες των πατρικίων, τα παλιά τζάκια, σε κατάσταση σήψης, με τις διαρκείς διενέξεις και ραδιουργίες τους που επιτείνονταν με την απουσία μιας ανώτερης αρχής, όπως εκείνης του πάπα.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, που γεννούσαν μια γενικευμένη απογοήτευση και πέρα από τη Ρώμη, σ’ όλη την Ιταλία, ο Πετράρχης (ο οποίος ανακηρύσσεται «δαφνοστεφής ποιητής» στο Καπιτώλιο το 1341), συνθέτει το περίφημο άσμα του Italia mia που διεκτραγωδεί την κατάντια της πατρίδας του, βάλλει κατά του «δόλιου Βαυαρού» (δηλ. του Γερμανού αυτοκράτορα) κι εκφράζει την ελπίδα μιας αναγέννησης.
Εκείνα τα χρόνια, ένας νέος ταπεινής καταγωγής (ο πατέρας του ήταν ταβερνιάρης και η μητέρα του πλύστρα) φιλομαθής και φιλόδοξος, μελετά τους αρχαίους συγγραφείς και γοητεύεται από το παλαιό κλέος τής γενέτειράς του, άλλοτε πρωτεύουσας του κόσμου, και ίσως ονειρεύεται να την καταστήσει και πάλι μεγάλη. Θέλει να τιμωρήσει και τους ευγενείς ως υπεύθυνους της παρακμής της αλλά όχι μόνο γι’ αυτό: γυρεύει και προσωπική εκδίκηση γιατί ένας αριστοκράτης είχε δολοφονήσει τον μικρό του αδελφό. Το όνομά του Κόλα ντι Ριέντζι.[1] Αυτοδίδακτος, μεθοδικός και ικανός, κατορθώνει στα 27 του να γίνει νοτάριος (συμβολαιογράφος) και να αποκτήσει κάποια φήμη μέσα στην πόλη.
Το 1343 η διοίκηση της Ρώμης τον στέλνει ως εκπρόσωπο στην Αβινιόν για να παρουσιάσει ένα αίτημα ενώπιον του Πάπα Κλήμη ΣΤ’. Εκεί ο Ριέντζι θα εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και θα καταγγείλει τις αριστοκρατικές οικογένειες για τα δεινά της πόλης, μάλιστα με τέτοια ευφράδεια που θα εντυπωσιάσει τον ίδιο τον Πάπα, ο οποίος θα του προσφέρει μια θέση στην αυλή του.
Με τη στάση του αυτή ο Ριέντζι έχει προφανώς προκαλέσει την εχθρότητα των αριστοκρατών. Έτσι, όταν επιστρέφει στη Ρώμη το επόμενο έτος κρίνει ότι πρέπει να προχωρήσει γρήγορα στη δράση για να προλάβει πιθανά αντίποινα. Αναζητεί και βρίσκει οπαδούς μεταξύ των απογοητευμένων και κατατρεγμένων και, διατηρώντας πάντοτε τις επαφές του με τον Πάπα, οργανώνει το σχέδιο της εξέγερσης για την ανατροπή των πατρικίων που, όπως υπόσχεται, θα φέρει το νέο ξεκίνημα της πόλης προς την ανάκτηση του μεγαλείου της.
Την παραμονή της Πεντηκοστής του έτους 1347 κήρυκες εμφανίζονται στη Ρώμη καλώντας τον λαό σε συνέλευση την επομένη στο Καπιτώλιο. Και την Κυριακή 20 Μαΐου του 1347 ο Κόλα πάνοπλος με τους οπαδούς του, και με τον παπικό αντιπρόσωπο δίπλα του, ηγείται μιας πομπής στο λόφο του Καπιτωλίου, όπου εξαγγέλλει μια σειρά νομοθετημάτων που αφαιρούν την εξουσία από τους ευγενείς. Τα νομοθετήματα γίνονται δεκτά με ενθουσιασμό από το πλήθος, οι ευγενείς αποχωρούν αμαχητί από την πόλη και ο Κόλα ανακηρύσσεται ύπατος της Ρώμης. Ο πλήρης τίτλος του: Nicholaus, severus et clemens, libertatis, pacis justiciaeque tribunus, et sacræ Romanæ Reipublicæ liberator.
Η νίκη ήταν γοργή και εύκολη. Ο Κόλα βρέθηκε πάνω στο κύμα της δυσφορίας την κατάλληλη στιγμή. Η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού αποδέχτηκε με ανακούφιση τη νέα εξουσία. Ακόμα και ο Πετράρχης, σαγηνευμένος, και αποκαλώντας σε επιστολή του τον Ριέντζι «νέο Ρωμύλο», τον ενθάρρυνε να συνεχίσει το σπουδαίο έργο του. Οι οιωνοί ήταν άριστοι.
Κι όμως, αγαπητέ αναγνώστη, ετούτη η ιστορία που ξεκινά με αυτό τον αισιόδοξο τρόπο, δεν θα έχει αίσιο τέλος. Ακόμα κι αν δεν έχεις ακουστά τον ήρωά μας, ή δεν έχεις δει τη νεανική όπερα Ριέντζι του Βάγκνερ (http://www.murashev.com/opera/...), στα πρώιμα, επαναστατικά του χρόνια (που βλέπει στο πρόσωπο του Κόλα τον πρόδρομο των επαναστατών της σύγχρονης εποχής), μπορείς να μαντέψεις το άδοξο τέλος, με την ταχύτατη παρακμή της εξουσίας που έστησε ο «τριμπούνους ετ λιμπεράτορ».
Μετά από επτά μήνες επηρμένης και αλαζονικής διακυβέρνησης, κακής και αυταρχικής διαχείρισης, έκλυτου βίου, καθώς και άστοχων στρατιωτικών αποφάσεων, ο Κόλα θα απωλέσει κάθε ίχνος κύρους και, μετά από μια σχετικά μικρή εξέγερση στις 15 Δεκεμβρίου, θα φύγει πανικόβλητος, κυνηγημένος από το πλήθος που τον είχε αναδείξει στο ύπατο αξίωμα.
Επανήλθε λίγα χρόνια αργότερα, για μια ακόμη βραχύτερη παραμονή στην εξουσία με ακόμη χειρότερο τέλος.