Νίκη Τρουλλινού, Με θέα στο Λεβάντε, Κέδρος 2017
Με θέα στο αίσθημα
To πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό διαβάζοντας το Με θέα στο Λεβάντε της Νίκης Τρουλλινού είναι η σολωμική ρήση «είδος μικτό αλλά νόμιμο». Ούτε ταξιδιωτική λογοτεχνία με τις κουραστικές λεπτομέρειες των τουριστικών οδηγών, ούτε στοχαστικό δοκίμιο με τις αγωνίες του κοινωνικού βιόκοσμου, ούτε ιστορικό εγχειρίδιο με επιλογή σημαντικών γεγονότων, ούτε αυτοβιογραφική μαρτυρία με πληθώρα αναφορών σε προσωπικά βιώματα. Αποτελεί διασταύρωση όλων των παραπάνω σε ποσότητα θραύσματος. Σπαράγματα αισθήσεων και αισθημάτων, αλλά όχι συναισθηματικών μελοδραματισμών. Η Τρουλλινού καταγράφει ό,τι ενεργοποιεί τον αμφιβληστροειδή, ό,τι κινητοποιεί την ακοή, ό,τι διεγείρει τον ουρανίσκο. Το μάτι, σαν αρχαιολογική σκαπάνη, σκάβει και ξετρυπώνει σκελετούς και μυστικά, ή τα σκεπάζει φτυαρίζοντας πάνω τους λέξεις πιο βαριές κι από το χώμα. Ενδεικτικός και ο τίτλος: Με θέα στο Λεβάντε, που, κατά τη γνώμη μας, δεν επελέγη ως πιο εύηχος, αλλά γιατί η Συρία, ο Λίβανος, η Τουρκία, η Κύπρος και όσες περιοχές συναπαρτίζουν την Ανατολική Μεσόγειο και τόπους επίσκεψης από τη συγγραφέα δέχτηκαν αλλεπάλληλα στρώματα μετακινήσεων. Το Λεβάντε φέρει στο σώμα του πατημασιές από Σαρακηνούς και Βενετσιάνους. Μουσουλμάνους και Εβραίους, διασταυρούμενες θρησκείες και δεκάδες εθνότητες.
Είναι φανερό ότι η Τρουλλινού ασπάζεται την άποψη του Μπροντέλ ότι στην Ιστορία τα αμπέλια είναι ισοδύναμα με τα πεδία των μαχών. Γι’ αυτό ο ξεναγός στη Βηρυτό και ο ράφτης από τη Σιδώνα μοιράζονται ισότιμα τη μνεία της στον Κεμάλ ή στον Βενιζέλο. Χωρίς να αναλώνεται σε επίδειξη γνώσεων, αφουγκράζεται τα ρεύματα βάθους κάτω από τους παφλασμούς των γεγονότων, με οδηγό τη μνήμη. Συνδιαλέγεται με την εκφραστική λιτότητα του Σεφέρη, την αγάπη του Καβάφη για την εξόρυξη των ιστορικών κοιτασμάτων και τον κοσμοπολιτισμό του Τσίρκα στις Ακυβέρνητες Πολιτείες και του Ντάρελ στο Αλεξανδρινό Κουαρτέτο.
Σ’ ένα δεύτερο και βαθύτερο επίπεδο αναδύονται στην επιφάνεια –τηρουμένων των αναλογιών– οι υπόγειοι συνειρμοί με τον Δούναβη του Μάγκρις. Ενώ, όμως, η πολιτισμική διαδρομή που διανύει ο Μάγκρις αρδεύεται από τη μαγεία και το άρωμα της Ανατολής, η Τρουλλινού ανιχνεύει στο Λεβάντε τις επιρροές της Δύσης, χωρίς να παίρνει θέση αν οι πολιτισμοί συγκρούονται ή όχι, και προτιμά τον ρόλο της ειρηνευτικής δύναμης. Έτσι, οι διαφορετικές κουλτούρες και η τέχνη, που μπορεί να κάνουν αισθητή την παρουσία τους με έναν ποιητικό στίχο, ένα τραγούδι ή μια συνταγή μαγειρικής, ανάγονται σε υπαρξιακή εμπειρία, ανασυνθέτοντας ένα παλίμψηστο αναμνήσεων και εντυπώσεων του παρόντος.
Το ίδιο μετέωρο είναι και εκείνο το «εσύ» που ξεπετάγεται ξαφνικά στη μέση της αφήγησης, σαν ελαφρύ σκούντημα της συγγραφέως στον αναγνώστη, για να διαπιστώσει αν την παρακολουθεί, ή σαν σύντομη απόδραση από το περίκλειστο εγώ που προδίδεται, τελικά, από τον εσωτερικό μονόλογο.
Όπως προαναφέραμε, το βιβλίο δεν ανήκει στην ταξιδιωτική λογοτεχνία, γιατί και η Τρουλλινού δεν είναι απλώς ταξιδιώτισσα. Ούτε, φυσικά, τουρίστρια που εκστασιάζεται μπροστά στα εκθέματα των μουσείων, ούτε ακολουθεί συγκεκριμένα προγράμματα. Δεν είναι, επίσης, εξοπλισμένη με τη σκευή και την οργάνωση ενός περιηγητή. Ανήκει στους flaneur του 19ου αιώνα, όπως καθόρισαν τον όρο με το παράδειγμά τους ο Μπωντλέρ και ο Μπένγιαμιν. Πλανόδια και πλάνης, και έχοντας στις αποσκευές της την παρατηρητικότητα, συνδέει παρελθόν και παρόν όχι με τη νοσταλγία για αυτά που είδε αλλά με μια δόση μελαγχολίας για τη δύσκολη και πολλές φορές απρόσιτη επικοινωνία. Το φευγαλέο και το απρόοπτο που αφυπνίζουν το πνεύμα, το βαρετό του οικείου που επαναπροσδιορίζει και αναβαπτίζει την καθημερινότητα, οι ελάχιστες αλλά συμβολικές ντοπιολαλιές μιας Βαβέλ που υψώνεται αλλά δεν γκρεμίζεται μας πείθουν για δύο κυρίως πράγματα: ότι τα ίχνη του ατόμου στις πόλεις δεν σβήνουν ποτέ, αρκεί να υπάρχει κάποιος που να τα προσέξει και πως η ανθρώπινη ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απόξεση της συνείδησης.