Το δωμάτιο / Μια επίσκεψη στον Νίκο Χουλιαρά

Φωτ. Γιάννης & Μιχάλης Κατούφας.
Φωτ. Γιάννης & Μιχάλης Κατούφας.

Η ψυ­χή μου εί­ναι η συ­νή­θης όρ­νι­θα που εντού­τοις κα­τορ­θώ­νει να απο­σπά­ται του κα­τοι­κι­δί­ου προ­ο­ρι­σμού, κα­θι­στα­μέ­νη και πά­λι πτη­νόν της αγί­ας σκο­τει­νό­τη­τος. Ν.Χ.

Τε­λευ­ταία στιγ­μή όπως πά­ντα. Μα, υπάρ­χει λό­γος για αυ­τό; Λέω πως ναι, τί­πο­τα πια δεν μοιά­ζει τυ­χαίο.

Μια μέ­ρα λοι­πόν για το τέ­λος της έκ­θε­σης του Νί­κου Χου­λια­ρά, στην Πι­να­κο­θή­κη Γκί­κα του μου­σεί­ου Μπε­νά­κη. Λί­γο πριν την λή­ξη του ωρα­ρί­ου. Μό­νος. Μπαί­νω δι­στα­κτι­κά στην εί­σο­δο.*

– Ξέ­ρε­τε πως έχε­τε λί­γη ακό­μα ώρα στη διά­θε­σή σας;

– Ναι, μα το προ­τι­μώ έστω κι έτσι.

Παίρ­νω τον κα­τά­λο­γο και μπαί­νω στο δω­μά­τιο, για­τί, ναι, πε­ρί δω­μα­τί­ου επρό­κει­το. Μια κο­λό­να στη μέ­ση, με ένα βιο­γρα­φι­κό και μια φω­το­γρα­φία του εορ­τά­ζο­ντος, με έναν επι­ζω­γρα­φι­σμέ­νο απ’ τον ίδιο σκού­φο και με ένα σπα­θί. Κα­λώς εί­χαν όλα.

Ανά­με­σα στις πρώ­τες μα­τιές στα με­λα­νω­μέ­να χαρ­τιά πρό­λα­βα να σκε­φτώ ότι υπήρ­ξα απο­λύ­τως βλαξ που δεν ήρ­θα νω­ρί­τε­ρα. Εί­χα τους λό­γους μου. Πά­ντα λες: «εγώ θα ορί­σω τη ζωή», μα δεν πά­ει έτσι το παι­γνί­δι, ποιος νοιά­ζε­ται τώ­ρα… Το νω­ρίς σου πα­ρέ­χει ασφα­λώς την προ­ο­πτι­κή μιας ωραί­ας επα­νά­λη­ψης. Εί­ναι όμως εδώ η επα­νά­λη­ψη προ­τι­μη­τέα; Ανα­ρω­τιέ­μαι. Και θα πω πα­ρα­κά­τω το για­τί.

Το καί­ριο σοκ, που με άρ­πα­ξε απ’ τον λαι­μό και που με κα­θή­λω­σε στην εί­σο­δο, ήταν η διαρ­κής έλ­λει­ψη. Μια έλ­λει­ψη που, όπως στα­δια­κά και σε μια πιο κο­ντι­νή μα­τιά ανα­κά­λυ­ψα, με­τα­μορ­φώ­νο­νταν σε πλού­το ακα­τά­λυ­το.

Έλ­λει­ψη σε χρώ­μα, έλ­λει­ψη σε χώ­ρο, έλ­λει­ψη σε πλή­θος κό­σμου σκυμ­μέ­νου πά­νω απ’ τα αναρ­τη­μέ­να έρ­γα-ρα­βα­σά­κια, έλ­λει­ψη χρό­νου, έλ­λει­ψη… Και μέ­σα απ’ αυ­τήν την έλ­λει­ψη, κά­τι σαν μυ­ρω­διά πί­σω απ’ τον φρά­χτη και κά­τι σαν φως μιας υπο­ψί­ας αυ­γής, ανα­δυό­ταν το ένα βα­σι­κό: Από μια γω­νιά, αό­ρα­τος και πά­νο­πλος μες στα αρ­χιε­ρα­τι­κά του άμ­φια σε κα­λω­σό­ρι­ζε ο ίδιος ο Χου­λια­ράς, και σε έσπρω­χνε με μια γεν­ναιό­δω­ρη αρ­σε­νι­κή χει­ρο­νο­μία στα μύ­χια της ψυ­χής του κα­μώ­μα­τα. Το δω­μά­τιο μύ­ρι­ζε φι­λό­ξε­νο σπί­τι και κα­φέ ζε­στό. Κι αυ­τό επει­δή ήμου­να μό­νος σή­με­ρα, λί­γος μα πα­νά­ξιος μέ­σα απ’ την αφα­νή μου προ­ε­τοι­μα­σία. Το προ­νό­μιο –σκέ­φτη­κα– δεν προ­σφέ­ρε­ται δω­ρε­άν. Πλη­ρώ­νε­ται με κά­ποια νη­στεία, κά­ποια πε­ρί­ο­δο προ­σευ­χής, που θα σε φέ­ρει έστω την τε­λευ­ταία στιγ­μή στο κα­τώ­φλι του μυ­στι­κού κό­σμου ενός ζω­γρά­φου που δεν εί­ναι μό­νο ζω­γρά­φος, ενός ποι­η­τή που δεν εί­ναι μό­νον ποι­η­τής, συγ­γρα­φέ­ας, τρα­γου­δο­ποιός, τρα­γου­δι­στής, κι­θα­ρω­δός, ερα­στής, σύ­ζυ­γος, πα­τέ­ρας, φί­λος, υψη­λής πε­ριω­πής αλή­της, ή με δυο λέ­ξεις: άν­θρω­πος που έζη­σε τη ζωή του με έναν αδια­πραγ­μά­τευ­τα προ­σω­πι­κό τρό­πο. Ναι, ο Χου­λια­ράς θα ήθε­λε πά­ντα μια προ­ε­τοι­μα­σία, και το να πας τε­λευ­ταία στιγ­μή στην έκ­θε­σή του εί­ναι ίσως ένας τρό­πος να το­νί­σεις με κά­θε επι­ση­μό­τη­τα την ιε­ρή μο­να­δι­κό­τη­τα αυ­τής εδώ της στιγ­μής που πά­ει πια έχει φύ­γει. Ξε­χα­σμέ­να πράγ­μα­τα, θα μου πεί­τε. Κι όμως. Όπως θα το ‘λε­γε κι ο ίδιος: Για να ζή­σεις την «απο­θέ­ω­σιν της μι­κράς στιγ­μής» πρέ­πει πρώ­τα να βρε­θείς «ελεύ­θε­ρος, στον βα­θύ ήχο του χρό­νου».

Τι υπήρ­ξε ο Χου­λια­ράς, και για­τί αυ­τή η μι­κρή έκ­θε­ση μι­λού­σε με έναν σπά­νια ελ­λη­νι­κό τρό­πο για την Απώ­λεια και για την ταυ­τό­χρο­νη διαρ­κή Πα­ρου­σία; Για­τί με συ­γκί­νη­σε; Αυ­τός ο άν­θρω­πος που έζη­σε μια πο­λύ­χρω­μη ζωή, δεν θα μπο­ρού­σε πα­ρά να μι­λή­σει για αυ­τήν με τον πλέ­ον τί­μιο τρό­πο, που θα πει με το άσπρο και με το μαύ­ρο. Με απο­σπά­σμα­τα στιγ­μών, με σπα­ράγ­μα­τα ει­κό­νων και στί­χων, με πα­ρα­γε­μι­σμέ­νες μπο­τί­λιες αφη­μέ­νες στον κυ­μα­τι­σμό ενός πε­λά­γους ου­το­πι­κής ελ­πί­δας, κα­τά πως πά­ντο­τε αρ­μό­ζει, με ση­μειώ­σεις όλο εμπι­στο­σύ­νη προς τον κά­θε φο­ρά άγνω­στο προ­σκε­κλη­μέ­νο –ακό­μα κι αν αυ­τός εί­ναι «ο ζω­γρα­φι­σμέ­νος που με πε­ρι­μέ­νει»– με τον ίδιο γεν­ναιό­δω­ρο κά­θε φο­ρά Νί­κο να πιά­νει την κι­θά­ρα του για να δι­η­γη­θεί ένα τρα­γού­δι, μια ιστο­ρία, ένα ανέκ­δο­το. Φα­ντά­ζο­μαι μια διαρ­κή ενερ­γη­τι­κό­τη­τα, που δεν θα μπο­ρού­σε να χω­ρέ­σει πα­ρά σ’ αυ­τό το μες στα χρό­νια πλή­θος ση­μειω­μά­των-σχε­δί­ων που βρή­κα σή­με­ρα μπρο­στά μου, σαν να άνοι­γα λα­θραία το κλει­δω­μέ­νο συρ­τά­ρι και να τρα­βού­σα από μέ­σα του, μες σε από­λυ­το σκο­τά­δι, πα­λαιω­μέ­νους ήδη χάρ­τες θη­σαυ­ρών:

«ρί­χνο­ντας τον τε­λευ­ταίο βώ­λο στα ύδα­τα της απού­σης Παμ­βώ­τι­δος»

«Το με­γά­λο πο­τή­ριον του χρό­νου και η απου­σία της θα­λάσ­σης…»

«Ανε­βαί­νο­ντας την υπε­ρού­σιαν κλί­μα­κα ακο­λου­θού­με­νος απ’ τον αγέ­ρα των προ­σω­πι­κών πε­ριου­σιών»

«Στην εξο­χή του νου πε­ρι­μέ­νο­ντας το αε­ρά­κι του μαύ­ρου να κλέ­ψει την πα­ρά­στα­ση»

«Δει­λι­νόν ενύ­πνιον υπε­ρά­νω νή­σων και θα­λασ­σών»

«Η σιω­πή της δέ­κα­της έβδο­μης νύ­χτας του Ιου­νί­ου»

«Ο φύ­λα­κας του φεγ­γα­ριού»

«…Σού­ρου­πο στο χαρ­τί της 8ης Οκτω­βρί­ου με το δα­νει­κό ζώο»

«Ο ζω­γρα­φι­σμέ­νος που με πε­ρι­μέ­νει»

και ύστε­ρα:

«Το σπί­τι του παπ­πού στο νη­σί όπως το θυ­μά­μαι τώ­ρα».

Αυ­τό το αθώο «όπως το θυ­μά­μαι τώ­ρα» φω­τί­ζει με τον πιο τρυ­φε­ρό τρό­πο τη ση­μα­σία της στιγ­μής, δί­νει τα σκή­πτρα μιας αδια­πραγ­μά­τευ­της εξου­σί­ας στο νυν και στο αεί του εσω­τε­ρι­κού συλ­λα­βι­σμού των γε­γο­νό­των, όπως κά­πο­τε αυ­τά ορι­στι­κά απο­τυ­πώ­θη­καν στο φιλμ του μυα­λού του Χου­λια­ρά, φω­τί­ζο­ντας έτσι την απου­σία του με μια εξί­σου σα­φή και σω­μα­τι­κή ΠΑ­ΡΟΥ­ΣΙΑ. Νυν και αεί, λοι­πόν. Και εις τους αιώ­νας των αιώ­νων.
Έτσι το με­λά­νι ήταν νω­πό, κι ο ίδιος ασφυ­κτι­κά –πώς να το πω αλ­λιώς;– πα­ρών σε τού­τη την απρό­σμε­νη εί­σο­δό μου στο δω­μά­τιό του. Απ’ αυ­τή την προ­νο­μια­κή θέ­ση έβλε­πα ήδη το κα­θι­στι­κό του σπι­τιού του τε­χνί­τη –να μια κου­βέ­ντα που μ’ αρέ­σει– του αν­θρώ­που Χου­λια­ρά, που εί­ναι κά­τι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο απ’ τον καλ­λι­τέ­χνη Χου­λια­ρά, αν μι­λά­με στην ίδια γλώσ­σα.
Κά­που εκεί θα φα­ντα­ζό­σουν ένα ντι­βά­νι, ένα τρα­πέ­ζι με τα απα­ραί­τη­τα, κρα­σί για να κε­ρά­σει τον επι­σκέ­πτη, λί­γο με­ζέ, μια λά­μπα ανά­με­σα σε χαρ­τιά πε­τα­μέ­να δε­ξιά κι αρι­στε­ρά, μο­λύ­βια και με­λά­νια, και μια ξε­δο­ντια­σμέ­νη –κα­τά πως τη σκέ­φτο­μαι– κι­θά­ρα σε μια γω­νιά, για χρή­ση την κα­λή στιγ­μή, για τη χα­ρά ή για τη λύ­πη, κυ­ρί­ως όμως για το ανα­με­τα­ξύ τους ιε­ρό διά­στη­μα που κα­νείς δεν σε­βό­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο και κα­νείς δεν ήξε­ρε να φω­τί­ζει κα­λύ­τε­ρα απ’ αυ­τόν.
Τι υπήρ­ξε ο Χου­λια­ράς, αν όχι εκ­φρα­στής με κά­θε τρό­πο του κυ­κλι­κού πα­ρα­δο­ξο­λο­γή­μα­τος που λέ­ει πως η τέ­χνη υπάρ­χει για να πει για μια ζωή που δεν θα μπο­ρού­σε να υπάρ­χει χω­ρίς την τέ­χνη;

Ένας βη­μα­τι­σμός γύ­ρω απ’ την αξία του κά­θε «άχρη­στου» για τους πολ­λούς πράγ­μα­τος, που λά­μπει όμως πα­ρά­ξε­να μες στην ψυ­χή μας, πι­στεύω πως ήταν η κρυμ­μέ­νη κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα του Χου­λια­ρά, κα­θώς και κά­θε αν­θρώ­που που κα­τα­φέρ­νει ακό­μα να μας συ­γκι­νεί.
Και λέω: Εί­ναι η γιορ­τή χρή­σι­μη; Εί­ναι ο έρω­τας χρή­σι­μος; Η μου­σι­κή, η ζω­γρα­φι­κή, η τέ­χνη; Εί­ναι η αγά­πη χρή­σι­μη; Η ζωή; Για­τί στ’ αλή­θεια έχου­με ανά­γκη την ομορ­φιά και τι εί­ναι η ομορ­φιά όταν τη γδύ­σου­με σαν επι­θυ­μη­τή γυ­ναί­κα απ’ την φτώ­χια του αι­σθη­τι­σμού; Εί­ναι –απα­ντώ– ζωή με αί­μα, ζωή γυ­μνή από κά­θε δεύ­τε­ρο πράγ­μα, της ψυ­χο­λο­γί­ας ή της οι­κο­νο­μί­ας, δεν ξέ­ρω ποιας απε­χθούς τσα­τσάς της ζω­ής μας, εί­ναι πά­ντως μια διαρ­κής κί­νη­ση αγκα­λιά με τα έξω πράγ­μα­τα, μία συν-κί­νη­ση, και να για­τί ο Χου­λια­ράς υπήρ­ξε ακραία εύ­στο­χος για μας μέ­σα στο έρ­γο του, και να για­τί χα­μο­γε­λού­σε πρό­δη­λα σε μια γω­νιά γερ­μέ­νος πά­νω στο ντι­βά­νι.
Έτσι κι ο επι­ζω­γρα­φι­σμέ­νος σκού­φος του δεν ήταν μό­νο χιού­μορ, αλ­λά και τρό­πος να ξα­να­δείς τον τε­χνί­τη απ’ την πλευ­ρά του ιδρώ­τα, απ’ την πλευ­ρά του χει­ρώ­να­κτα που σκά­βει τον αρ­χαίο κή­πο να ‘βρει το παι­δι­κό φλου­ρί. Όχι από νο­σταλ­γία, αλ­λά για­τί –όπως ξέ­ρει το σώ­μα του και λέ­ει– για­τί δεν μπο­ρεί να κά­νει αλ­λιώς. Μια δί­νη τον τρα­βά στον βυ­θό της μο­να­ξιάς, εκεί που ρέ­ει πε­ντα­κά­θα­ρη η πη­γή κά­θε ομορ­φιάς, και κά­νει τη ζωή του μο­νό­δρο­μο. Έτσι συμ­βαί­νει ακό­μα να ανα­πνέ­ουν μέ­σα μας όσοι κα­τά­φε­ραν το λί­γο-μέ­γι­στο μες στη ζωή τους. Να μια εξαί­σια αθα­να­σία, δί­πλα σ’ αυ­τήν που ανέ­λα­βε και κου­βα­λά με τον πιο φυ­σι­κό τρό­πο η κό­ρη του η Σο­φία και κά­θε της ωραία συ­νέ­χεια, κα­θώς και κά­θε άν­θρω­πος που έζη­σε με­στά την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά του.

Και τώ­ρα, εμείς; Δι­καιού­με­θα να λέ­με κά­τι για κεί­νον, εμείς, που έτσι δεν τον ξέ­ρα­με;
Και όμως, λέω πως για αυ­τό ακρι­βώς θα έπρε­πε. Εί­ναι προ­νό­μιο να δεις το έρ­γο κα­θα­ρός από πραγ­μα­τι­κές μνή­μες. Και ίσως μό­νον τό­τε έχεις την ελ­πί­δα να μι­λή­σεις εύ­στο­χα για κεί­νη την μο­να­δι­κή, την μία μνή­μη της αό­ρα­της ζω­ής του, που ού­τε κι ο ίδιος αξιώ­θη­κε, και που ση­μά­δια της, σαν σπα­ράγ­μα­τα γραμ­μι­κής Α, κοι­μού­νται ακό­μη ανά­με­σα στα νω­πά με­λά­νια των έρ­γων που άφη­σε. Και να για­τί ο Χου­λια­ράς γε­λά ακό­μα κά­τω απ’ τον σκού­φο του. Τώ­ρα, εξαι­τί­ας μας, ξέ­ρει!

* Η έκ­θε­ση «Στη νύ­χτα του χαρ­τιού. Γνω­στά και άγνω­στα σχέ­δια του Νί­κου Χου­λια­ρά», πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στην Πι­να­κο­θή­κη Γκί­κα του Μου­σεί­ου Μπε­νά­κη, από τις 19/9 ως τις 24/11/2018, σε επι­μέ­λεια της Ελι­σά­βετ Πλέσ­σα. Λε­πτο­μέ­ρειες, στον πα­ρα­κά­τω σύν­δε­σμο: https://​www.​benaki.​gr/​index.​ph...

Α΄ δη­μο­σί­ευ­ση στο blog «Οι γα­λά­ζιες φά­λαι­νες της μου­σι­κής» (https://​yor​gosm​oulo​udak​is.​wor​dpre​ss.​com), στις 29 Νο­εμ­βρί­ου 2018

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: