Ποίημα

Αρχείο Π. Παμπούδη.
Αρχείο Π. Παμπούδη.

Ο Νί­κος Χου­λια­ράς έφυ­γε ξαφ­νι­κά για να εν­σω­μα­τω­θεί στο μαύ­ρο των έρ­γων του, στις 19/7/2015. Την ίδια νύ­χτα πέ­θα­νε και η αγα­πη­μέ­νη μου γά­τα, η ει­κο­σι­πε­ντά­χρο­νη Τζίλ­ντα. Το βα­θύ πέν­θος για τον άν­θρω­πο και το πέν­θος στα ρη­χά για το ζω­ά­κι, προ­κά­λε­σαν αυ­τό το ποί­η­μα:

Άτιτλο

Ού­τε πια γά­τα η γά­τα
άν­θρω­πος ο άν­θρω­πος.

Ομο­γε­νο­ποιού­νται.

Το πρώ­ην ένα και νυν όλον, εις χουν μνή­μης τώ­ρα χους.

Αί­λου­ροι, αν­θρω­πί­δες, πρό­γο­νοι από δά­ση προϊ­στο­ρι­κά
τώ­ρα σε ενιαία αιω­νιό­τη­τα, σε άπα­τη χο­ά­νη πέν­θους
Κό­κα­λο, δέρ­μα, τρί­χω­μα το χαϊ­δε­μέ­νο
νύ­χι και πού να γαν­τζω­θεί
δό­ντι μπηγ­μέ­νο στο αό­ρα­το για πά­ντα
βολ­βός με τρό­μο σφαι­ρι­κό
πλα­νή­της στο από­λυ­το κε­νό του δια­στή­μα­τος
δά­κρυ στο πλάι.

Ίδιο το δά­κρυ του αν­θρώ­που μέ­χρι χθες
προς τον ατέρ­μο­να κο­χλία του αυ­τιού.
Και προς της λί­μνης της αχει­ρο­ποί­η­της τη μαύ­ρη τρύ­πα.

Όπου, αντι­κα­το­πτρι­σμοί του άρ­ρη­του.
Όπου, το αε­ρά­κι ασά­λευ­το.
Ασά­λευ­τοι κι οι ίσκιοι που μα­κραί­νουν στην αρέ­να.

Ασά­λευ­τη ξα­νά στο άχρο­νο ιδέα η ει­κό­να. Κι η φυ­λα­κή της.

Γά­τα και άν­θρω­πος οι κά­πο­τε
εξέ­τι­σαν ποι­νή θη­τεία
με πλα­στά στοι­χεία, προ­σω­ρι­νά ονό­μα­τα
Τζίλ­ντα, Νι­κό­λα­ος, μορ­φές προ­σω­ρι­νές.
Άγνω­στοι, άνι­σοι, ασύμ­πτω­τοι.
Στον ύπνο ίσως μό­νο συ­να­ντή­θη­καν συ­χνά, ερή­μην
όντων σύ­γκλι­ση σε όνει­ρα κοι­νά από με­γά­λα βά­θη
τρό­μους, άλ­μα­τα.

Σε ένα σώ­μα πια, μη σώ­μα
το άτο­μο σε άτο­μα δια­σπά­ται, βιά­σου να το πεις:
άλ­λες μορ­φές άρ­χι­σε ήδη, δο­κι­μά­ζει
προ­σπα­θεί, πάλ­λε­ται, σφύ­ζει, στά­ζει
απο­συ­ντί­θε­ται, ανα­συ­ντί­θε­ται, απο­συ­ντί­θε­ται.

Με επι­τα­χυ­νό­με­νη ακι­νη­σία, προς το πα­ντού απλώ­νει η απου­σία.

Να σε συ­μπε­ρι­λά­βει. Βιά­σου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: