Ο θάνατος δεν έχει μυρωδιά

Φωτ. Γιάννης & Μιχάλης Κατούφας
Φωτ. Γιάννης & Μιχάλης Κατούφας

Μνή­μη Νί­κου Χου­λια­ρά


Κα­θώς ο θά­να­τος ερ­γά­ζε­τ’ ακα­τά­παυ­στα
σφυ­ρί­ζεις μέ­σα μας εκεί­νο τον πα­λιό σκο­πό
μα η βρο­χή που ξέ­ρεις πέ­φτει αστα­μά­τη­τα
σε άλ­λες πά­ντα πό­λεις, τ’ άλ­λου κό­σμου, κι όχι εδώ.

Το τραί­νο που διέ­σχι­ζε τον τα­ραγ­μέ­νο σου ύπνο
γι’ άλ­λους σε πή­ρε προ­ο­ρι­σμούς για απο­βά­θρες άλ­λες
Στο σπί­τι του εχθρού σου, ακά­λε­στος σε δεί­πνο
βρέ­θη­κες, και τρα­γού­δη­σες στις πα­γω­μέ­νες σά­λες.

Τρα­γού­δη­σες τη νύ­χτα, –πι­κρή πα­τρί­δα του έρη­μου–,
και τα χαρ­τιά σου γιό­μι­σαν στί­χους με μαύ­ρα δά­κρυα.
Δεν έβλε­πες, δεν άκου­γες, κι ας άπλω­να το χέ­ρι μου
να σε κρα­τή­σω στην ακτή και να μη μπεις στη βάρ­κα.

Το κέρ­μα που στο χά­ρι­σε ο αρ­χαί­ος πε­ρα­τά­ρης
σφί­χ’ το κα­λά στα δό­ντια και μην το δώ­σεις αλ­λου­νού.
Στου κά­τω κό­σμου την ακτή που σ’ άφη­σ’ ο βαρ­κά­ρης
παί­ξ’ το και δες την τύ­χη σου στον κου­λο­χέ­ρη τ’ ου­ρα­νού,

κι άμα κερ­δί­σεις χά­ρι­σ’ τα, του Χά­ρου χά­ρι­σέ τα,
κι εκεί­να τα ποι­ή­μα­τα που τουρ­του­ρί­ζουν στις γω­νιές
πά­ρ’ τα μπρος απ’ τα μά­τια του και σφι­χτα­γκά­λια­σέ τα
μη ξε­ψυ­χή­σουν τα έρη­μα στις άγριες πα­γω­νιές.

Στη νύ­χτα που σε ξέ­ρει τρα­γού­δα ένα σκο­πό
για τα φαρ­μά­κια πό’ χει η πι­κρο­ξε­νι­τειά,
τρα­γού­δα ηπει­ρώ­τι­κο, σκο­πό σπα­ρα­χτι­κό,
μπας και λυ­γί­σει ο Χά­ρος και δε σε θέ­λει πια.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: