Μιλώντας για ποιήματα μιλάει για ανθρώπους

Φωτ. Γιάννης & Μιχάλης Κατούφας
Φωτ. Γιάννης & Μιχάλης Κατούφας

Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ― όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων. Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο. Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα «δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν. Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία. Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου. Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση». Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη. Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.

Διάλεξα αυτό το κομμάτι του Νίκου γιατί νομίζω ότι τον περιγράφει αδιάψευστα. Μιλώντας για ποιήματα μιλάει για ανθρώπους. Αυτούς που του πήγαιναν. Όμως όχι μόνο γι αυτούς αλλά και για τον εαυτό του. Αυτός ήταν. Και η ζωγραφική του. Έτσι τη ζύγιαζε. Γιατί ο Νίκος ήταν αυτό που λέμε ένας συνολικός άνθρωπος στη δημιουργία. Όταν έγραφε, ήταν μόνο συγγραφέας. Όταν ζωγράφιζε, ήταν μόνο ζωγράφος. Όταν έκανε τραγούδια ήταν μόνο τραγουδοποιός. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε να πει. Το μέσον άλλαζε, αυτός ήταν ο ίδιος. Είχε πετύχει το δύσκολο: Τα δικά του, να γίνουν όλα ένα. Το «μέσον» ήταν το πρόσχημα… Ίδια ποιότητα και δύναμη σε ό,τι έκανε. Πάνω απ’ όλα ήταν ένας φυσικός άνθρωπος. Κι αυτό ήταν το μεγαλύτερό του χάρισμα. Κολυμπούσε μέσα στην δημιουργία, κι έπαιζε με τα κύματα της όπως τα παιδιά μέσα στη θάλασσα. Με ευχαρίστηση και με τρόμο. Γιατί η δημιουργία τάχει και τα δυο, σε ύψιστο βαθμό. Κι ο τρόμος του γνώστη τον συνόδευε γιατί ήξερε ότι πάντα κυνηγούσε το άπιαστο- κι ευτυχώς. Έτσι ανέβλυζαν οι ιστορίες από μέσα του, όπως το αστείρευτο νερό, στο ασταμάτητο κυνήγι. Με χρώματα, σχέδια, λέξεις, μουσικές. Πολύ γρήγορα το σινάφι τον αναγνώρισε. Κακά τα ψέματα, είναι εκεί που ο δημιουργός παίρνει το βάπτισμα του πυρός, όχι από τους κριτικούς.

Την εποχή που είμαστε στο Τρίτο του Μάνου Χατζιδάκι αποφάσισε ο ίδιος σε καθημερινή μετάδοση να διαβάζεται ο Λούσιας του Νίκου, που του άρεσε και μόλις είχε βγει – άλλη όσφρηση αυτός στην τέχνη, βέβαια. Άρχισαν τα μηνύματα από τη λογοκρισία να το σταματήσει. Τίποτα ο Μάνος. «Σταμάτησέ το» ήρθε η εντολή από ψηλά. Δε σήκωνε τέτοια ο Χατζιδάκης. Έφυγε. Μαζί του όλοι μας. Έτσι έκλεισε το Τρίτο Πρόγραμμα.

Συχνά, μετά από εκθέσεις που συναντιόμαστε όλοι, πηγαίναμε στο «Ιντεαλ» στην Πανεπιστημίου για να φάμε και να πιούμε με την Αλίκη (Καγιαλόγλου) τον Χρόνη (Μπότσογλου) τον Γιάννη (Βαλαβανίδη) τη Μάρθα (Χριστοφόγλου). Πιάναμε τις κουβέντες, ατελείωτες τότε. Ωραίες κουβέντες, από σοβαρά ως ανέκδοτα, αυτό το βραδινό σούρσιμο. Τι ωραίο! Όταν τα είχαμε πει όλα ο Νίκος έπιανε την κιθάρα κι η Αλίκη δεν ήθελε πολύ, πιάναμε τα τραγούδι, ερχόταν κι ο μαγαζάτορας ο Βλασσόπουλος, μέχρι που μας έδιωχναν τα ξημερώματα για να σκουπίσουν. Απλός ο Νίκος, ένα παιδί.  Όπως όλα τα σύνθετα, δικαιούνται και μπορούν να είναι απλά. Την τελευταία φορά που τον είδα στην Καπλανών, σε μια ομαδική που είχαν έργα ο Νίκος κι ο Γιάννης, μαζί με άλλους, καθόταν σε μια καρέκλα, φανερά αδυνατισμένος. Σφίχτηκε το μέσα μας. Περνούσαν όλοι να τον χαιρετήσουν. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. 

Γεια σου, βρε Νίκο, Ηπειρώτη. Σε θυμόμαστε και σ’ αγαπάμε.

Πάνω απ’ όλα σου, πάνω από σπουδαίος δημιουργός, ήσουν ένας φυσικός άνθρωπος!!!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: