Η πραγματικότητα απαιτεί φαντασία

Φωτ. Γιάννης & Μιχάλης Κατούφας
Φωτ. Γιάννης & Μιχάλης Κατούφας

Ο Νί­κος Χου­λια­ράς εκτός από τη ζω­γρα­φι­κή και το γρά­ψι­μο, αγα­πού­σε και τη μου­σι­κή, η οποία μοι­ραία επη­ρέ­α­σε το καλ­λι­τε­χνι­κό του βλέμ­μα. Στη γρα­φή του, λοι­πόν, πε­ζή και ποι­η­τι­κή, υπάρ­χει η μέ­ρι­μνα για το «μέ­λος» και αυ­τό το στοι­χείο εί­ναι που της χα­ρί­ζει το μη γειω­μέ­νο ύφος: κά­τι στο βά­θος απαλ­λαγ­μέ­νο από το πε­ριτ­τό βά­ρος που υπη­ρε­τεί μια έκ­φρα­ση πτη­τι­κή.
Ας έχουν το βα­ρύ σχή­μα φαι­νο­με­νι­κά τα όντα και οι κα­τα­στά­σεις που πε­ρι­γρά­φει στις σε­λί­δες του, όπως και στους πί­να­κές του όπου οι φι­γού­ρες εί­ναι σω­μα­τώ­δεις, από­λυ­τα δή­θεν ταυ­τι­σμέ­νες με την υλι­κό­τη­τά τους.
Πα­ράλ­λη­λα, όμως, αυ­τές οι φι­γού­ρες εί­ναι συ­νή­θως και σκο­τει­νές (θα μπο­ρού­σα­με με βά­ση τον σω­μα­τό­τυ­πο να υπο­θέ­σου­με ότι σκια­γρα­φούν τον ίδιο τον καλ­λι­τέ­χνη). Οι αδρές και βα­ριές αυ­τές φι­γού­ρες βρί­σκο­νται εντός ενός το­πί­ου νυ­χτε­ρι­νού, με έντο­νο το φό­ντο του στε­ρε­ώ­μα­τος. Μοιά­ζουν σαν ετε­ρό­φω­τες από την εσω­τε­ρι­κή  ανά­γκη να κι­νη­θούν μέ­σα στο σκο­τά­δι, από το Φως της νύ­χτας, όπως έλε­γε και ο φί­λος ποι­η­τής.
Δι­καιο­λο­γη­μέ­να, λοι­πόν, έχει γρα­φτεί ότι η γλώσ­σα ει­κα­στι­κή και λο­γο­τε­χνι­κή του Νί­κου Χου­λια­ρά έχει στοι­χεία εξ­πρε­σιο­νι­στι­κά. Το δέ­μας των ηρώ­ων, οι φω­τι­σμοί και το φό­ντο του το­πί­ου, που δεν εί­ναι άλ­λο από το ηπει­ρω­τι­κό, επα­να­λαμ­βά­νω, επι­βε­βαιώ­νει αυ­τήν την πα­ρα­τή­ρη­ση.
Από προ­φο­ρι­κές δι­η­γή­σεις, εκτός από τις πα­λιές και νε­ό­τε­ρες σε­λί­δες ηπει­ρω­τών συγ­γρα­φέ­ων (πρό­χει­ρα ανα­φέ­ρω τις Δι­η­γή­σεις πα­ρα­φυ­σι­κών φαι­νο­μέ­νων του Βα­σί­λη Γκου­ρο­γιάν­νη), έχω ακού­σει πε­ρι­γρα­φές του σκλη­ρού, πε­ρί­κλει­στου και επι­βλη­τι­κού το­πί­ου, οι οποί­ες από μό­νες τους με­τα­δί­δουν ένα σκο­τει­νό αί­σθη­μα. Θα κοι­νο­το­πού­σα εάν ανα­φε­ρό­μου­να και σε μια ει­κο­νι­στι­κή, καλ­λι­τε­χνι­κή εμπει­ρία: δη­λα­δή στην πρώ­τη με­γά­λου μή­κους ται­νία του Θό­δω­ρου Αγ­γε­λό­που­λου στην Ανα­πα­ρά­στα­ση και στα βρο­χε­ρά πλά­να της πε­ριο­χής όπου οι πέ­τρι­νοι όγκοι πα­ρέ­πε­μπαν στην εξ­πρε­σιο­νι­στι­κή ασφυ­ξία. 
Ο Νί­κος Χου­λια­ράς μι­λά σε μια σε­λί­δα του για την «με­τρη­μέ­νη ζωή» που ανα­γκά­στη­κε να κά­νει στην Αθή­να, με­τά τη με­τα­νά­στευ­σή του εκεί από την Ήπει­ρο: από έναν τό­πο όπου η πραγ­μα­τι­κό­τη­τά του «απαι­τεί πολ­λή φα­ντα­σία», όπως θα μπο­ρού­σε να πει, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μια γνω­στή φρά­ση.
Η εμπει­ρία του τό­που του εμπνέ­ει αβί­α­στα και πα­ρα­γω­γι­κά τον Χου­λια­ρά σε όλα τα επί­πε­δα της έκ­φρα­σής του. Και για να μεί­νω στον έμ­με­τρο και πε­ζό του λό­γο οι χα­ρα­κτή­ρες και οι κα­τα­στά­σεις που πε­ρι­γρά­φει εί­ναι δι­ϋ­λι­σμέ­νες μέ­σα από την ονεί­ρευ­ση, τη ρέμ­βη και φυ­σι­κά την φα­ντα­σία.
Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τη μνή­μη και τον χρό­νο ως βα­σι­κούς άξο­νες στην ποι­η­τι­κή του έν­νοιες και δρα­μα­τουρ­γι­κά ή ατμο­σφαι­ρι­κά ευ­ρή­μα­τα τον αέ­ρα (στις πε­ρισ­σό­τε­ρες σε­λί­δες φυ­σά­ει ένας αέ­ρας, ένα πολ­λα­πλό εσω­τε­ρι­κό σύμ­βο­λο εξου­σί­ας ενός μυ­στι­κού κό­σμου), τον ύπνο, την αϋ­πνία, το όνει­ρο, τη νύ­χτα, τη γλωσ­σι­κή και σαρ­κι­κή αδυ­να­μία  επι­κοι­νω­νί­ας, τη βα­θύ­τε­ρη σχι­ζο­φρέ­νεια, που ανα­δει­κνύ­ε­ται μέ­σα από τη μο­να­δι­κό­τη­τά της ως ποι­η­τι­κό αξιο­πε­ρί­ερ­γο και βέ­βαια τη Φύ­ση ως εξου­σια­στι­κό μυ­στι­κό, πλά­θει έναν κό­σμο που, ενώ μοιά­ζει πρω­το­βάθ­μιος εξαί­ρε­ται πά­νω από το συ­νη­θι­σμέ­νο.
Με αυ­τά τα στοι­χεία θέ­λει να ανα­δεί­ξει τον συ­νή­θως τα­πει­νό κό­σμο των ηρώ­ων του. Ο Χου­λια­ράς επι­μέ­νει στην πε­ριο­χή των τα­πει­νών, στον μι­κρο­κλί­μα­κα αν­θρώ­πων της επαρ­χια­κής κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας , προ­νε­ω­τε­ρι­κής, συν­δε­δε­μέ­νης ακό­μα με την πα­ρά­δο­ση, τα ήθη και τις προ­λή­ψεις της.
Αυ­τή την «οπι­σθο­δρο­μι­κή» αν­θρω­πο­γε­ω­γρα­φία, που μοιά­ζει να την γνω­ρί­ζει πο­λύ κα­λά, για­τί την συ­να­να­στρά­φη­κα μι­κρός στην Ήπει­ρο, εί­ναι το κύ­ριο υλι­κό της τέ­χνης του.
Μέ­σα σε αυ­τήν φι­λο­τε­χνεί και το δι­κό του πορ­τρέ­το, με την έν­νοια, ότι πε­ρι­γρά­φο­ντας τα ήθη, εξω­τε­ρι­κά και βα­θύ­τε­ρα της αμέ­σως με­τα­πο­λε­μι­κής πε­ριό­δου, εντάσ­σει θα έλε­γα με ευ­λά­βεια και σε­βα­σμό τον εαυ­τό του, κά­νο­ντας έναν απο­λο­γι­σμό ζω­ής, τρό­πον τι­νά.
Για­τί αυ­τόν τον κό­σμο γνω­ρί­ζει κα­λά και μπο­ρεί να μι­λά­ει με ασφά­λεια για τις όψεις του, για τα θραύ­σμα­τα και  τις αντα­να­κλά­σεις εντός των οποί­ων ει­κο­νί­ζε­ται.
Προ­τεί­νο­ντας έναν συ­νο­λι­κό δη­μιουρ­γι­κό πί­να­κα που ει­κο­νί­ζει στά­σεις ζω­ής, φα­ντά­σμα­τα, απω­θή­σεις, ανά­γκες, στε­ρή­σεις, χά­σμα­τα και μα­ταιώ­σεις ενός οι­κεί­ου κό­σμου, εντός του οποί­ου λει­τουρ­γεί η συ­νεί­δη­σή του, ο Χου­λια­ράς, επα­να­λαμ­βά­νω, αυ­το­βιο­γρα­φεί­ται. Για­τί εντάσ­σει την προ­σω­πι­κή του μυ­θο­λο­γία του συ­γκε­κρι­μέ­νου πε­ρι­βάλ­λο­ντος.
Και στα αστι­κά του κεί­με­να αυ­το­βιο­γρα­φεί­ται, βέ­βαια, αλ­λά και σ’ αυ­τά αυ­το­προ­τεί­νε­ται στην ου­σία ως ανέ­στιος, ως κά­ποιος διωγ­μέ­νος από την εστία του, εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, που ζει ως εσω­τε­ρι­κός με­τα­νά­στης.
Με­τα­φέ­ρο­ντας, μά­λι­στα, τη χα­ρα­κτη­ρο­λο­γία των ηρώ­ων τους γε­νέ­θλιου τό­που του, κα­τ’ ανα­λο­γί­αν, τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, προ­τεί­νει ήρω­ες επί­σης τα­πει­νούς, κα­θη­με­ρι­νούς, τους οποί­ους πε­ρι­γρά­φει ως πρό­σω­πα της γει­το­νιάς του πέ­ριξ της Δει­νο­κρά­τους όπου έμε­νε.
Στις συ­ζη­τή­σεις μας συ­χνά αντί για θε­ω­ρη­τι­κά επι­χει­ρή­μα­τα, επι­στρά­τευε θυ­μο­σο­φι­κές σκέ­ψεις απλών συ­μπα­τριω­τών του, με τρό­πο θαυ­μα­στι­κό. Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες, έτσι κι αλ­λιώς, ανα­φο­ρές του αφο­ρού­σαν τα χρό­νια της παι­δι­κής και νε­α­ρής του ηλι­κί­ας στον μα­γι­κό χώ­ρο της ιδιαί­τε­ρης πα­τρί­δας του, που ήθε­λε να ξα­να­κερ­δί­σει, νιώ­θο­ντας οιο­νεί εξό­ρι­στος στην πρω­τεύ­ου­σα.
Ο Νί­κος Χου­λια­ράς με τη στά­ση του αυ­τή, ει­κα­στι­κή, μου­σι­κή και λο­γο­τε­χνι­κή, εί­χε αυ­το­ε­ντα­χθεί στην χο­ρεία των καλ­λι­τε­χνών, των οποί­ων οι ανα­φο­ρές σχε­τί­ζο­νται με τον τό­πο κα­τα­γω­γής. Χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει ότι η τε­χνο­τρο­πία του με τους πα­ρα­δο­σια­κούς της άξο­νες, τον πα­ρέ­δι­δε στον ακα­δη­μαϊ­σμό Αντί­θε­τα η φα­ντα­σμα­γο­ρία πι­νά­κων και κει­μέ­νων στη­ρί­ζε­ται στην έλ­λει­ψη, τον υπαι­νιγ­μό και την υπο­βο­λή.
Και σε αυ­τό, ασφα­λώς, συ­ντε­λεί το πλά­γιο βλέμ­μα, ο πλά­γιος λό­γος του Χου­λια­ρά, φαι­νο­με­νι­κά πε­ρι­γρα­φι­κός, πλην, όμως, υπό­γειος, αφού κα­τορ­θώ­νει να δη­μιουρ­γεί δί­νες και συ­στρο­φές, με­τα­τρέ­πο­ντας τη θέ­α­ση, όπως προ­τεί­νει το αγ­γλο­σα­ξω­νι­κό inside looking out.
Τα πρό­σω­πα εκ­κι­νούν από τα συ­ναι­σθή­μα­τά τους, τα οποία, όμως, γί­νε­ται άμε­σα αντι­λη­πτό ότι εί­ναι επη­ρε­α­σμέ­να από το εξ­πρε­σιο­νι­στι­κό πε­ρι­βάλ­λον, από ένα σκλη­ρό το­πίο. Έτσι οι ορ­μές και τα πά­θη συ­να­ντούν μια κα­τα­γω­γι­κή  φυ­σι­κή αφε­τη­ρία: ένα ση­μείο επα­φής αστάθ­μη­το και απροσ­διό­ρι­στο, τον οποίο επι­ση­μαί­νει ο αφη­γη­τής, επι­διώ­κο­ντας με γεν­ναιο­δω­ρία και τρυ­φε­ρά αι­σθή­μα­τα, αν όχι να δι­καιο­λο­γή­σει αλ­λά να κα­τα­νο­ή­σει.
Για­τί ο Χου­λια­ράς νιώ­θο­ντας σαρξ εκ της σαρ­κός των ηρώ­ων του, πε­ρι­βάλ­λει τον κά­θε απο­λω­λό­τα με αγα­πη­τι­κή συ­γκα­τά­βα­ση. Εξ ού και σε με­ρι­κές σε­λί­δες του η απε­ρί­φρα­στη συμ­με­το­χή του στο δρά­μα τους, χω­ρίς να αι­σθη­μα­το­λο­γεί, πα­ρ’ όλ’ αυ­τά. Για­τί πέ­ραν του ότι εντός τους ει­κο­νί­ζε­ται, δια­θέ­τει ως συγ­γρα­φέ­ας την αί­σθη­ση της οι­κο­νο­μί­ας.
Αλ­λιώς δεν θα μπο­ρού­σε να εί­ναι με­τρη­μέ­νος εκ­φρα­στι­κά, να υπαι­νίσ­σε­ται, να αφαι­ρεί το πε­ριτ­τό και να απο­φορ­τί­ζει το κα­θη­με­ρι­νό, ορε­σί­βιο ιδί­ω­μα από την γρα­φι­κό­τη­τά του. Και το σπου­δαιό­τε­ρο: να του χα­ρί­ζει μια άλ­λη ιδιαι­τε­ρό­τη­τα, που τους χα­ρί­ζει το ανε­πα­νά­λη­πτο της λο­γο­τε­χνι­κής ζω­ής.
Μι­λώ­ντας τις προ­άλ­λες με φί­λο εξ Ιω­αν­νί­νων μου τό­νι­ζε τον λό­γο για τον οποίο οι πε­ρισ­σό­τε­ροι κά­τοι­κοι της Ηπεί­ρου συ­γκό­πτουν τις λέ­ξεις λό­γω των ανέ­μων, οι οποί­οι τους εμπο­δί­ζουν να τις αρ­θρώ­σουν ολό­κλη­ρες.
Κα­τ’ ανα­λο­γί­αν το φαι­νό­με­νο πα­ρα­πέ­μπει σε χώ­ρες πα­γω­μέ­νων ημι­σφαι­ρί­ων όπου οι κά­τοι­κοι λό­γω του ψύ­χους αρ­θρώ­νουν «κα­τ’ οι­κο­νο­μί­αν» τον λό­γο τους.
Έχει από πολ­λούς πα­ρα­τη­ρη­θεί ότι οι ανα­φο­ρές του Νί­κου Χου­λια­ρά στον αέ­ρα της Ηπεί­ρου εί­ναι πο­λύ συ­χνές, χρη­σι­μο­ποι­η­μέ­νες όχι μό­νον ατμο­σφαι­ρι­κά αλ­λά και ως ένα στοι­χείο ζω­ής του τό­που που πε­ρι­γρά­φει. Ο αέ­ρας μας συ­νέ­δε­σε με τη γλώσ­σα της Ηπεί­ρου και του Χου­λια­ρά.
Σκέ­φτη­κα, λοι­πόν, ότι θα ήταν χρή­σι­μη η πα­ρα­πο­μπή σε ένα αθη­σαύ­ρι­στο κεί­με­νο που αφο­ρά τη γλώσ­σα του τε­λευ­ταί­ου. Πρό­κει­ται για μια συ­ζή­τη­ση που κά­να­με στο Δέ­ντρο το 1986 (βλ. τχ. 27) με αφορ­μή το αφιέ­ρω­μα «Γλώσ­σα και νε­ο­ελ­λη­νι­κή έκ­φρα­ση» του πε­ριο­δι­κού στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα. Εκεί, ο δη­μιουρ­γός του Λού­σια μι­λού­σε, εκτός των άλ­λων, και για την κα­τα­γω­γή και τη χρή­ση εκ μέ­ρους του της γλώσ­σας. Το σχε­τι­κό από­σπα­σμα:

«Η γλώσ­σα του μο­νο­διά­στα­του αν­θρώ­που» – Μια συ­ζή­τη­ση του Νί­κου Χου­λια­ρά με τον Κώ­στα Μαυ­ρου­δή και τον Τά­σο Γου­δέ­λη

Τ.Γ.: Στο πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μά σου Ο Λού­σιας, η χρή­ση της γλώσ­σας πα­ρου­σιά­ζει το ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον ότι συ­ντάσ­σει το εσω­τε­ρι­κό λε­ξι­κό ενός δια­νοη­τι­κά κα­θυ­στε­ρη­μέ­νου νέ­ου, κα­θώς και ότι αντα­πο­κρί­νε­ται στις απαι­τή­σεις του ιδιώ­μα­τος-ως ένα βαθ­μό- του επαρ­χια­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος. Πό­σο ήσουν επη­ρε­α­σμέ­νος από το ιδί­ω­μα της ιδιαί­τε­ρης πα­τρί­δας σου στην προ­σέγ­γι­ση μιας ιδιαί­τε­ρης αι­σθή­σε­ως της γλώσ­σας;

ΝΙ­ΚΟΣ ΧΟΥ­ΛΙΑ­ΡΑΣ: Στην Ήπει­ρο κό­βουν τα φω­νή­ε­ντα. Αυ­τό το φαι­νό­με­νο δεν εί­ναι τυ­χαίο, εκ­φρά­ζει μια εσω­τε­ρι­κή σχέ­ση των αν­θρώ­πων με τη γλώσ­σα, η οποία δη­μιουρ­γεί ένα κλί­μα, μια αί­σθη­ση κα­θο­λι­κό­τε­ρη των λέ­ξε­ων, ένα βα­θύ δε­σμό με τα πράγ­μα­τα. Έχω από­λυ­τα επη­ρε­α­σθεί από το ιδί­ω­μα αυ­τό. Το πως θα με­τα­φερ­θεί μέ­σω της γλώσ­σας το αντι­κεί­με­νο, αλ­λά­ζει και την αί­σθη­ση που έχου­με γι’ αυ­τό. Δια­φο­ρε­τι­κά ει­σπράτ­τω το «υπό­γειο» όταν το ακούω ως «μπίμ­τσα» στα ηπει­ρώ­τι­κα και αλ­λιώς το εν­νοώ ως «υπό­γειο»…Τα βα­θύ­τε­ρα αι­σθή­μα­τά μας, πι­στεύω, τα κα­θο­ρί­ζει η γλώσ­σα… Δεν σκέ­φτη­κα βε­βαί­ως να πλη­σιά­σω ηθο­γρα­φι­κά τον Λού­σια…Τα προη­γού­με­να μά­λι­στα κεί­με­νά μου τα οποία δη­μο­σί­ευ­σα στο Τραμ ή στο Δέ­ντρο δεν εί­χαν σχέ­ση σαν γρα­φή και σαν γλώσ­σα με το μυ­θι­στό­ρη­μα αυ­τό. Στον κε­ντρι­κό ήρωα και στην γλώσ­σα του έρ­γου κα­τέ­λη­ξα, προ­σπα­θώ­ντας να ξε­φύ­γω από προ­σω­πι­κά προ­βλή­μα­τα, σε μια άσχη­μη πε­ρί­ο­δο της ζω­ής μου.
Ανα­ζή­τη­σα στον ψυ­χι­σμό και στη συ­μπε­ρι­φο­ρά  του ήρωά μου την αφέ­λεια της παι­δι­κό­τη­τας και στη γλώσ­σα του, κα­τ’ επέ­κτα­σιν, ένα εί­δος προ­στα­σί­ας. Ο χα­ρα­κτή­ρας βέ­βαια ήταν κα­τα­σκευα­σμέ­νος, οι αφε­τη­ρί­ες του όμως απη­χού­σαν τις δι­κές μου ανά­γκες κα­θώς και άλ­λων φα­ντά­ζο­μαι. Η απο­μό­νω­σή του και η στά­ση του, σε τε­λευ­ταία ανά­λυ­ση, ήταν η δι­κή μου απο­μά­κρυν­ση από κά­ποια πράγ­μα­τα, η ανά­γκη μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης γρα­φής και γλώσ­σας.
Εκ των υστέ­ρων πά­ντο­τε, κρί­νο­ντας το πα­ρελ­θόν με νη­φα­λιό­τη­τα, μπο­ρώ να κα­τα­νο­ή­σω, ως ένα βαθ­μό, τους λό­γους που με ώθη­σαν στον τρό­πο του Λού­σια και να συ­μπε­ρά­νω, όπως εί­πα, ότι το γλωσ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον του δεν ήταν απο­λύ­τως τε­χνη­τό. Στο βαθ­μό που εξέ­φρα­ζε την εν­διά­θε­τη ανά­γκη εγκλει­σμού, φυ­γής και αντι­δρά­σε­ων μέ­σω της γλώσ­σας, το κλί­μα ήταν απο­τέ­λε­σμα ήταν έντε­χνο· σε με­γά­λο πο­σο­στό όμως η έκ­φρα­σή του ήταν δε­μέ­νη με μνή­μες γλώσ­σας πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νες, συ­ναρ­τη­μέ­νες με αν­θρώ­πους της επαρ­χί­ας. Θα ’χε­τε ακού­σει να δί­νουν συ­νε­ντεύ­ξεις στην τη­λε­ό­ρα­ση επαρ­χιώ­τες με λί­γες γραμ­μα­τι­κές γνώ­σεις. Κυ­κλώ­νουν τις λέ­ξεις με επα­να­λή­ψεις από δύο ή τρεις δια­φο­ρε­τι­κές λέ­ξεις και κα­τα­λή­γουν σε ένα πε­ρί­ερ­γο απο­τέ­λε­σμα, αρ­κε­τά φορ­τι­σμέ­νο. Η κα­τάρ­γη­ση του ου­σια­στι­κού ή του επι­θέ­του δη­μιουρ­γεί μια ιδιαί­τε­ρη αί­σθη­ση. Αυ­τό το πράγ­μα έκα­να στο Λού­σια. Ως ένα ση­μείο για να ει­ρω­νευ­θώ ή για να παί­ξω με τη γλώσ­σα γε­νι­κά. Έλε­γα π.χ. «Ύστε­ρα ήρ­θε ο αέ­ρας ήρ­θε και η κυ­ρία Μπερ­το­δού­λου…»
Εάν δεν κα­τέ­φευ­γα σ’ αυ­τό το τέ­χνα­σμα μέ­σω της γλώσ­σας δεν νο­μί­ζω ότι το μυ­θι­στό­ρη­μα θα εί­χε γρα­φτεί, αλ­λά κι εγώ, δεν θα κα­τά­φερ­να να ξε­πε­ρά­σω τα προ­σω­πι­κά μου προ­βλή­μα­τα. Η γλώσ­σα πέ­ρα από την ανά­γκη της γρα­φής, στην πε­ρί­πτω­σή μου, νο­μί­ζω ότι λει­τούρ­γη­σε λυ­τρω­τι­κά.
Για να κα­τα­λή­ξω όμως στον ήρωά μου, έπρε­πε να υπο­δυ­θώ μέ­σω αφαι­ρέ­σε­ων και τε­χνα­σμά­των έναν άλ­λο ρό­λο, εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό απ’ αυ­τόν που συ­νι­στά ο προ­φο­ρι­κός λό­γος ή η συγ­γρα­φι­κή ανά­γκη. Μέ­σω δια­δο­χι­κών με­τα­μορ­φώ­σε­ων, πέ­τυ­χα την τε­λι­κή υπό­δυ­ση με γνώ­μο­να τη δι­κή του εκ­φρα­στι­κή.
Αυ­τή η γλώσ­σα δεν αντέ­γρα­φε ού­τε μι­μή­θη­κε την το­πι­κή διά­λε­κτο. Προ­σπά­θη­σα να χρη­σι­μο­ποι­ή­σω λέ­ξεις άγνω­στες για τους πε­ρισ­σό­τε­ρους, για να ηχή­σουν και μέ­σα μου σαν μα­γι­κά στοι­χεία και να λει­τουρ­γή­σουν στο κεί­με­νο σαν ξόρ­κια…»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: