Ο Νίκος Χουλιαράς εκτός από τη ζωγραφική και το γράψιμο, αγαπούσε και τη μουσική, η οποία μοιραία επηρέασε το καλλιτεχνικό του βλέμμα. Στη γραφή του, λοιπόν, πεζή και ποιητική, υπάρχει η μέριμνα για το «μέλος» και αυτό το στοιχείο είναι που της χαρίζει το μη γειωμένο ύφος: κάτι στο βάθος απαλλαγμένο από το περιττό βάρος που υπηρετεί μια έκφραση πτητική.
Ας έχουν το βαρύ σχήμα φαινομενικά τα όντα και οι καταστάσεις που περιγράφει στις σελίδες του, όπως και στους πίνακές του όπου οι φιγούρες είναι σωματώδεις, απόλυτα δήθεν ταυτισμένες με την υλικότητά τους.
Παράλληλα, όμως, αυτές οι φιγούρες είναι συνήθως και σκοτεινές (θα μπορούσαμε με βάση τον σωματότυπο να υποθέσουμε ότι σκιαγραφούν τον ίδιο τον καλλιτέχνη). Οι αδρές και βαριές αυτές φιγούρες βρίσκονται εντός ενός τοπίου νυχτερινού, με έντονο το φόντο του στερεώματος. Μοιάζουν σαν ετερόφωτες από την εσωτερική ανάγκη να κινηθούν μέσα στο σκοτάδι, από το Φως της νύχτας, όπως έλεγε και ο φίλος ποιητής.
Δικαιολογημένα, λοιπόν, έχει γραφτεί ότι η γλώσσα εικαστική και λογοτεχνική του Νίκου Χουλιαρά έχει στοιχεία εξπρεσιονιστικά. Το δέμας των ηρώων, οι φωτισμοί και το φόντο του τοπίου, που δεν είναι άλλο από το ηπειρωτικό, επαναλαμβάνω, επιβεβαιώνει αυτήν την παρατήρηση.
Από προφορικές διηγήσεις, εκτός από τις παλιές και νεότερες σελίδες ηπειρωτών συγγραφέων (πρόχειρα αναφέρω τις Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων του Βασίλη Γκουρογιάννη), έχω ακούσει περιγραφές του σκληρού, περίκλειστου και επιβλητικού τοπίου, οι οποίες από μόνες τους μεταδίδουν ένα σκοτεινό αίσθημα. Θα κοινοτοπούσα εάν αναφερόμουνα και σε μια εικονιστική, καλλιτεχνική εμπειρία: δηλαδή στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου στην Αναπαράσταση και στα βροχερά πλάνα της περιοχής όπου οι πέτρινοι όγκοι παρέπεμπαν στην εξπρεσιονιστική ασφυξία.
Ο Νίκος Χουλιαράς μιλά σε μια σελίδα του για την «μετρημένη ζωή» που αναγκάστηκε να κάνει στην Αθήνα, μετά τη μετανάστευσή του εκεί από την Ήπειρο: από έναν τόπο όπου η πραγματικότητά του «απαιτεί πολλή φαντασία», όπως θα μπορούσε να πει, χρησιμοποιώντας μια γνωστή φράση.
Η εμπειρία του τόπου του εμπνέει αβίαστα και παραγωγικά τον Χουλιαρά σε όλα τα επίπεδα της έκφρασής του. Και για να μείνω στον έμμετρο και πεζό του λόγο οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις που περιγράφει είναι διϋλισμένες μέσα από την ονείρευση, τη ρέμβη και φυσικά την φαντασία.
Χρησιμοποιώντας τη μνήμη και τον χρόνο ως βασικούς άξονες στην ποιητική του έννοιες και δραματουργικά ή ατμοσφαιρικά ευρήματα τον αέρα (στις περισσότερες σελίδες φυσάει ένας αέρας, ένα πολλαπλό εσωτερικό σύμβολο εξουσίας ενός μυστικού κόσμου), τον ύπνο, την αϋπνία, το όνειρο, τη νύχτα, τη γλωσσική και σαρκική αδυναμία επικοινωνίας, τη βαθύτερη σχιζοφρένεια, που αναδεικνύεται μέσα από τη μοναδικότητά της ως ποιητικό αξιοπερίεργο και βέβαια τη Φύση ως εξουσιαστικό μυστικό, πλάθει έναν κόσμο που, ενώ μοιάζει πρωτοβάθμιος εξαίρεται πάνω από το συνηθισμένο.
Με αυτά τα στοιχεία θέλει να αναδείξει τον συνήθως ταπεινό κόσμο των ηρώων του. Ο Χουλιαράς επιμένει στην περιοχή των ταπεινών, στον μικροκλίμακα ανθρώπων της επαρχιακής καθημερινότητας , προνεωτερικής, συνδεδεμένης ακόμα με την παράδοση, τα ήθη και τις προλήψεις της.
Αυτή την «οπισθοδρομική» ανθρωπογεωγραφία, που μοιάζει να την γνωρίζει πολύ καλά, γιατί την συναναστράφηκα μικρός στην Ήπειρο, είναι το κύριο υλικό της τέχνης του.
Μέσα σε αυτήν φιλοτεχνεί και το δικό του πορτρέτο, με την έννοια, ότι περιγράφοντας τα ήθη, εξωτερικά και βαθύτερα της αμέσως μεταπολεμικής περιόδου, εντάσσει θα έλεγα με ευλάβεια και σεβασμό τον εαυτό του, κάνοντας έναν απολογισμό ζωής, τρόπον τινά.
Γιατί αυτόν τον κόσμο γνωρίζει καλά και μπορεί να μιλάει με ασφάλεια για τις όψεις του, για τα θραύσματα και τις αντανακλάσεις εντός των οποίων εικονίζεται.
Προτείνοντας έναν συνολικό δημιουργικό πίνακα που εικονίζει στάσεις ζωής, φαντάσματα, απωθήσεις, ανάγκες, στερήσεις, χάσματα και ματαιώσεις ενός οικείου κόσμου, εντός του οποίου λειτουργεί η συνείδησή του, ο Χουλιαράς, επαναλαμβάνω, αυτοβιογραφείται. Γιατί εντάσσει την προσωπική του μυθολογία του συγκεκριμένου περιβάλλοντος.
Και στα αστικά του κείμενα αυτοβιογραφείται, βέβαια, αλλά και σ’ αυτά αυτοπροτείνεται στην ουσία ως ανέστιος, ως κάποιος διωγμένος από την εστία του, εν πάση περιπτώσει, που ζει ως εσωτερικός μετανάστης.
Μεταφέροντας, μάλιστα, τη χαρακτηρολογία των ηρώων τους γενέθλιου τόπου του, κατ’ αναλογίαν, τις περισσότερες φορές, προτείνει ήρωες επίσης ταπεινούς, καθημερινούς, τους οποίους περιγράφει ως πρόσωπα της γειτονιάς του πέριξ της Δεινοκράτους όπου έμενε.
Στις συζητήσεις μας συχνά αντί για θεωρητικά επιχειρήματα, επιστράτευε θυμοσοφικές σκέψεις απλών συμπατριωτών του, με τρόπο θαυμαστικό. Οι περισσότερες, έτσι κι αλλιώς, αναφορές του αφορούσαν τα χρόνια της παιδικής και νεαρής του ηλικίας στον μαγικό χώρο της ιδιαίτερης πατρίδας του, που ήθελε να ξανακερδίσει, νιώθοντας οιονεί εξόριστος στην πρωτεύουσα.
Ο Νίκος Χουλιαράς με τη στάση του αυτή, εικαστική, μουσική και λογοτεχνική, είχε αυτοενταχθεί στην χορεία των καλλιτεχνών, των οποίων οι αναφορές σχετίζονται με τον τόπο καταγωγής. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η τεχνοτροπία του με τους παραδοσιακούς της άξονες, τον παρέδιδε στον ακαδημαϊσμό Αντίθετα η φαντασμαγορία πινάκων και κειμένων στηρίζεται στην έλλειψη, τον υπαινιγμό και την υποβολή.
Και σε αυτό, ασφαλώς, συντελεί το πλάγιο βλέμμα, ο πλάγιος λόγος του Χουλιαρά, φαινομενικά περιγραφικός, πλην, όμως, υπόγειος, αφού κατορθώνει να δημιουργεί δίνες και συστροφές, μετατρέποντας τη θέαση, όπως προτείνει το αγγλοσαξωνικό inside looking out.
Τα πρόσωπα εκκινούν από τα συναισθήματά τους, τα οποία, όμως, γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι είναι επηρεασμένα από το εξπρεσιονιστικό περιβάλλον, από ένα σκληρό τοπίο. Έτσι οι ορμές και τα πάθη συναντούν μια καταγωγική φυσική αφετηρία: ένα σημείο επαφής αστάθμητο και απροσδιόριστο, τον οποίο επισημαίνει ο αφηγητής, επιδιώκοντας με γενναιοδωρία και τρυφερά αισθήματα, αν όχι να δικαιολογήσει αλλά να κατανοήσει.
Γιατί ο Χουλιαράς νιώθοντας σαρξ εκ της σαρκός των ηρώων του, περιβάλλει τον κάθε απολωλότα με αγαπητική συγκατάβαση. Εξ ού και σε μερικές σελίδες του η απερίφραστη συμμετοχή του στο δράμα τους, χωρίς να αισθηματολογεί, παρ’ όλ’ αυτά. Γιατί πέραν του ότι εντός τους εικονίζεται, διαθέτει ως συγγραφέας την αίσθηση της οικονομίας.
Αλλιώς δεν θα μπορούσε να είναι μετρημένος εκφραστικά, να υπαινίσσεται, να αφαιρεί το περιττό και να αποφορτίζει το καθημερινό, ορεσίβιο ιδίωμα από την γραφικότητά του. Και το σπουδαιότερο: να του χαρίζει μια άλλη ιδιαιτερότητα, που τους χαρίζει το ανεπανάληπτο της λογοτεχνικής ζωής.
Μιλώντας τις προάλλες με φίλο εξ Ιωαννίνων μου τόνιζε τον λόγο για τον οποίο οι περισσότεροι κάτοικοι της Ηπείρου συγκόπτουν τις λέξεις λόγω των ανέμων, οι οποίοι τους εμποδίζουν να τις αρθρώσουν ολόκληρες.
Κατ’ αναλογίαν το φαινόμενο παραπέμπει σε χώρες παγωμένων ημισφαιρίων όπου οι κάτοικοι λόγω του ψύχους αρθρώνουν «κατ’ οικονομίαν» τον λόγο τους.
Έχει από πολλούς παρατηρηθεί ότι οι αναφορές του Νίκου Χουλιαρά στον αέρα της Ηπείρου είναι πολύ συχνές, χρησιμοποιημένες όχι μόνον ατμοσφαιρικά αλλά και ως ένα στοιχείο ζωής του τόπου που περιγράφει. Ο αέρας μας συνέδεσε με τη γλώσσα της Ηπείρου και του Χουλιαρά.
Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι θα ήταν χρήσιμη η παραπομπή σε ένα αθησαύριστο κείμενο που αφορά τη γλώσσα του τελευταίου. Πρόκειται για μια συζήτηση που κάναμε στο Δέντρο το 1986 (βλ. τχ. 27) με αφορμή το αφιέρωμα «Γλώσσα και νεοελληνική έκφραση» του περιοδικού στη νεοελληνική γλώσσα. Εκεί, ο δημιουργός του Λούσια μιλούσε, εκτός των άλλων, και για την καταγωγή και τη χρήση εκ μέρους του της γλώσσας. Το σχετικό απόσπασμα:
Η πραγματικότητα απαιτεί φαντασία
«Η γλώσσα του μονοδιάστατου ανθρώπου» – Μια συζήτηση του Νίκου Χουλιαρά με τον Κώστα Μαυρουδή και τον Τάσο Γουδέλη
Τ.Γ.: Στο πρώτο μυθιστόρημά σου Ο Λούσιας, η χρήση της γλώσσας παρουσιάζει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι συντάσσει το εσωτερικό λεξικό ενός διανοητικά καθυστερημένου νέου, καθώς και ότι ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ιδιώματος-ως ένα βαθμό- του επαρχιακού περιβάλλοντος. Πόσο ήσουν επηρεασμένος από το ιδίωμα της ιδιαίτερης πατρίδας σου στην προσέγγιση μιας ιδιαίτερης αισθήσεως της γλώσσας;
ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ: Στην Ήπειρο κόβουν τα φωνήεντα. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι τυχαίο, εκφράζει μια εσωτερική σχέση των ανθρώπων με τη γλώσσα, η οποία δημιουργεί ένα κλίμα, μια αίσθηση καθολικότερη των λέξεων, ένα βαθύ δεσμό με τα πράγματα. Έχω απόλυτα επηρεασθεί από το ιδίωμα αυτό. Το πως θα μεταφερθεί μέσω της γλώσσας το αντικείμενο, αλλάζει και την αίσθηση που έχουμε γι’ αυτό. Διαφορετικά εισπράττω το «υπόγειο» όταν το ακούω ως «μπίμτσα» στα ηπειρώτικα και αλλιώς το εννοώ ως «υπόγειο»…Τα βαθύτερα αισθήματά μας, πιστεύω, τα καθορίζει η γλώσσα… Δεν σκέφτηκα βεβαίως να πλησιάσω ηθογραφικά τον Λούσια…Τα προηγούμενα μάλιστα κείμενά μου τα οποία δημοσίευσα στο Τραμ
ή στο Δέντρο δεν είχαν σχέση σαν γραφή και σαν γλώσσα με το μυθιστόρημα αυτό. Στον κεντρικό ήρωα και στην γλώσσα του έργου κατέληξα, προσπαθώντας να ξεφύγω από προσωπικά προβλήματα, σε μια άσχημη περίοδο της ζωής μου.
Αναζήτησα στον ψυχισμό και στη συμπεριφορά του ήρωά μου την αφέλεια της παιδικότητας και στη γλώσσα του, κατ’ επέκτασιν, ένα είδος προστασίας. Ο χαρακτήρας βέβαια ήταν κατασκευασμένος, οι αφετηρίες του όμως απηχούσαν τις δικές μου ανάγκες καθώς και άλλων φαντάζομαι. Η απομόνωσή του και η στάση του, σε τελευταία ανάλυση, ήταν η δική μου απομάκρυνση από κάποια πράγματα, η ανάγκη μιας συγκεκριμένης γραφής και γλώσσας.
Εκ των υστέρων πάντοτε, κρίνοντας το παρελθόν με νηφαλιότητα, μπορώ να κατανοήσω, ως ένα βαθμό, τους λόγους που με ώθησαν στον τρόπο του Λούσια και να συμπεράνω, όπως είπα, ότι το γλωσσικό περιβάλλον του δεν ήταν απολύτως τεχνητό. Στο βαθμό που εξέφραζε την ενδιάθετη ανάγκη εγκλεισμού, φυγής και αντιδράσεων μέσω της γλώσσας, το κλίμα ήταν αποτέλεσμα ήταν έντεχνο· σε μεγάλο ποσοστό όμως η έκφρασή του ήταν δεμένη με μνήμες γλώσσας πολύ συγκεκριμένες, συναρτημένες με ανθρώπους της επαρχίας. Θα ’χετε ακούσει να δίνουν συνεντεύξεις στην τηλεόραση επαρχιώτες με λίγες γραμματικές γνώσεις. Κυκλώνουν τις λέξεις με επαναλήψεις από δύο ή τρεις διαφορετικές λέξεις και καταλήγουν σε ένα περίεργο αποτέλεσμα, αρκετά φορτισμένο. Η κατάργηση του ουσιαστικού ή του επιθέτου δημιουργεί μια ιδιαίτερη αίσθηση. Αυτό το πράγμα έκανα στο Λούσια. Ως ένα σημείο για να ειρωνευθώ ή για να παίξω με τη γλώσσα γενικά. Έλεγα π.χ. «Ύστερα ήρθε ο αέρας ήρθε και η κυρία Μπερτοδούλου…»
Εάν δεν κατέφευγα σ’ αυτό το τέχνασμα μέσω της γλώσσας δεν νομίζω ότι το μυθιστόρημα θα είχε γραφτεί, αλλά κι εγώ, δεν θα κατάφερνα να ξεπεράσω τα προσωπικά μου προβλήματα. Η γλώσσα πέρα από την ανάγκη της γραφής, στην περίπτωσή μου, νομίζω ότι λειτούργησε λυτρωτικά.
Για να καταλήξω όμως στον ήρωά μου, έπρεπε να υποδυθώ μέσω αφαιρέσεων και τεχνασμάτων έναν άλλο ρόλο, εντελώς διαφορετικό απ’ αυτόν που συνιστά ο προφορικός λόγος ή η συγγραφική ανάγκη. Μέσω διαδοχικών μεταμορφώσεων, πέτυχα την τελική υπόδυση με γνώμονα τη δική του εκφραστική.
Αυτή η γλώσσα δεν αντέγραφε ούτε μιμήθηκε την τοπική διάλεκτο. Προσπάθησα να χρησιμοποιήσω λέξεις άγνωστες για τους περισσότερους, για να ηχήσουν και μέσα μου σαν μαγικά στοιχεία και να λειτουργήσουν στο κείμενο σαν ξόρκια…»