Ο Νίκος Καρούζος είχε φιλία με τον Νίκο Χουλιαρά, μέχρι και προσκόλληση μαζί του κατά καιρούς, τουλάχιστο κατά τα λεγόμενα του ίδιου του Χουλιαρά ― μια κι εγώ από μια στιγμή κι έπειτα ούτε ζωγραφιστό δεν ήθελα να ξαναδώ τον Καρούζο… (Κάποιες φορές, μού ’λεγε ο Χουλιαράς, αργά μες στη νύχτα, σχεδόν πρωινές ώρες, ο ίδιος ζωγράφιζε στο διαμέρισμά του κι ο Καρούζος δίπλα του ζωγράφιζε κι αυτός σαν παιδάκι κάτι λουλουδάκια, κι ύστερα του τα ’δειχνε, λέει, πάλι σαν παιδάκι, να του πει ο Χουλιαράς, αν ήταν της προκοπής, αν τα κατάφερνε).
Ένα καλοκαιρινό, λοιπόν, θυμάμαι, απόγευμα με ζέστη πολλή, είπαμε με τον Νίκο τον Χουλιαρά και τον Κώστα τον Ριζόπουλο, τον κουμπάρο μου τον χημικό, να κατηφορίσουμε να πάμε να χαζέψουμε ένα φιλικό παιχνίδι του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο, αν κι οπαδοί άλλων ομάδων κι οι τρεις μας, έτσι, για να δροσιστούμε και να διασκεδάσουμε λίγο. Ξεκινήσαμε από το σπίτι του Νίκου στη Δεινοκράτους με τα πόδια.
Λέει ο Νίκος: ―Δεν περνάμε από τη Σούτσου, να πούμε και του Καρούζου, μπας και τον πάρουμε μαζί, να ξεσκάσει κι αυτός, να βγει από τη μοναξιά του τη σκληρή;
Περάσαμε. Τον βρήκαμε γυμνό από τη μέση και πάνω, με το παντελόνι του μόνο φορεμένο, να πίνει τσίπουρο, στην υγρασία του υπογείου του μέσα, αν και κατακαλόκαιρο, Αύγουστος ήταν νομίζω. ―Έλα, Νίκο, να πάμε, να σε δούμε λίγο, να δούμε λίγη μπάλα παρέα. ―Να ‘ρθω, Νίκο, να ’ρθω κι εγώ; ―Ναι, Νίκο, να ’ρθεις κι εσύ, έλα, άντε ντύσου, σε περιμένουμε.
Ήρθε. Δεν μας άφησε να δούμε παιχνίδι καθόλου. Πριν την έναρξη για κακή μας τύχη, κρατήθηκε όχι ενός, δύο(!) λεπτών σιγή, για το θάνατο ενός διαιτητή νομίζω, και για τους παίκτες της Παχτακόρ, που είχαν χαθεί τότε με την πτώση του αεροπλάνου τους. Αυτό ήταν: ο Καρούζος καρφώθηκε στο μάταιο του κόσμου και της ζωής, μελαγχόλησε έως θανάτου, μας διέλυσε, μας ανάγκασε να σηκωθούμε να φύγουμε από το ημίχρονο, κάπου αλλού να πάμε, κάπου που ίσως καλύτερα ν’ άντεχε.
Μας πήγε σ’ ένα σκοτεινό μαγέρικο που συνήθιζε να τρώει, στην Πανόρμου κάπου, πάνω, σε κάποιο στενό εκεί γύρω, δεν μπορώ να πω ακριβώς, σαν όνειρο πια τα ανακαλώ όλα τώρα.
Παράγγειλε ο ίδιος ολίγη από κάτι, κι εμείς από κοντά κάτι φτωχά, μην τον προσβάλουμε. Τη στιγμή που ο Ριζόπουλος απέναντί του ετοιμαζόταν να βάλει την πρώτη μπουκιά στο στόμα του, ο Καρούζος είπε: ― Χτες που ήμουνα με τον Δαλάι Λάμα…
Του Κώστα του ’πεσε το πιρούνι, το σαγόνι. Γιατί τότε ο Δαλάι Λάμα δεν είχε γίνει όπως έγινε αργότερα σχεδόν τουριστική ατραξιόν, δεν ταξίδευε, έμοιαζε πρόσωπο μυθικό, απόμακρο, αόρατο κι απλησίαστο. Κι όμως: την παραμονή, το προηγούμενο βράδυ, στη συνεστίαση κάποιας εταιρίας ανατολικών μάλλον θρησκειών, ο Καρούζος ήταν όντως με τον Δαλάι Λάμα, καλεσμένος τιμητικά, ως ποιητής με επίδοση στη μεταφυσική, φαντάζομαι. Είχαν μάλιστα καθίσει εκ δεξιών και αριστερών του Λάμα, μας είπε, αυτός και ο Κατσαρός, ο άλλος των Ελλήνων ποιητών. Μάλιστα, ο Καρούζος μας παραπονέθηκε πως ο Κατσαρός κάθε τρις και λίγο, εν ευθυμία διατελών, έπιανε τον Δαλάι Λάμα από το πέτο και του απευθυνόταν ανοίκεια εντελώς, λέγοντάς του: ―Εμείς οι δύο είμαστε μόνο Θεοί!...
Ο Κώστας ο Ριζόπουλος τη σκηνή αυτή αυτού του υπέρτατου σουρεαλισμού δεν θα την ξεχάσει ποτέ, λέει, ούτε κι εγώ, βέβαια. Κι η ιστορία αυτή αν κι όπως εξελίχθηκε έχει κεντρικούς της ήρωες όχι τον ίδιο τον Χουλιαρά, αλλά τον Καρούζο και τον Κατσαρό, σαν ιστορία των περιθωριακών του Χουλιαρά ηρώων εμένα μου μοιάζει, θα μου μοιάζει εσαεί.
Σαν να ’μασταν με τον Δημητράκη Μαντζαρόπουλο και τον Απόστολο Βούρμπιανή του στην Αθήνα κι εμείς μια φορά. Με τον κόσμο όλο δικό μας.
(Από το ανέκδοτο βιβλίο του Σωτήρη Κακίση «Νουάρ Στιγμές»)