Αγαπητέ Νίκο Χουλιαρά,
τώρα σου γράφω μέσα απ' την ήσυχη νύχτα του χαρτιού και τη σιωπή μιας υγρής βραδιάς του Ιανουαρίου. Είναι μακρύς κι αυτός ο χειμώνας και λέω, ατενίζοντας κατάματα το φεγγάρι, πως η ζωή είναι ισόβια. Ναι, ισόβια είναι όταν η σκιά ενός νοητού σώματος ξαπλώνει σαν σύννεφο πάνω απ' την πόλη και γνωρίζεις τ' όνομά της. Ισόβια είναι όταν μαντεύεις το άλλο της μισό και το αναζητάς με αγωνία πίσω από πόρτες σφαλιστές και σε ξεκούρδιστους θρύλους, για να το ανακαλύψεις τελικά στα πίσω δωμάτια του νου σαν το χιόνι που ήξερες. Σαν το χιόνι που, πριν λιώσει, σού αντιστάθηκε.
Ισόβια γίνονται όλα όταν ξέρεις το όνομα της αγάπης και δεν περιμένεις τη ζωή ως την άλλη φορά. Κι εγώ, που έμαθα τις λεπτομέρειες του μαύρου κοιτώντας το χιόνι, κι εκείνη, που αργά μες στον ύπνο μου πέρναγε, είμαστε οι πιο καλά προετοιμασμένοι θανατοποινίτες. Γιατί ζήσαμε μες στη λάμψη του σαρκικού κατασπαράγματος του άλλου. Γιατί κατοικηθήκαμε και κοιτάξαμε απ' τα παράθυρα ενός άλλου κορμιού τον κόσμο.
Υπάρχουν δέντρα εκεί έξω. Υπάρχουν πολλά κατοικίδια δέντρα στις εξοχές του νου. Για να πιαστούν στα γυμνά τους κλαδιά οι κόκκινες κλωστές του ονείρου (περί αίματος πρόκειται και τραγωδίας) ή για να κρεμάσεις ένα κλουβί. Μες στο κλουβί μια φωνή θα κελαηδάει, ισόβια κι αυτή. Επειδή το σπίτι που βρήκε, όταν ήταν άστεγη, ήταν μόνο ένα συρμάτινο κλουβί. Δεσμώτες μιας μελαγχολικής ομορφιάς, γράφουμε και τραγουδάμε τις σκιές των δέντρων στο πέρασμα μιας μέρας με πολύ φως. Πολύ φως σημαίνει και πολλές λεπτομέρειες του μαύρου, αυτό λέει κελαηδώντας το πουλί. Μπορεί να είναι ένα καναρίνι ή ένα κοτσύφι. Παραμένοντας στο κλουβί, μπορεί να στέκεται σ' ένα καλώδιο γυμνό ή πάνω σ' έναν ξεφλουδισμένο κορμό όπου πολλοί περαστικοί έγραψαν τ' όνομά τους. Μπορεί να φαντάζεται το Ακαπούλκο, τη Μακρυνίτσα ή την Αντίπαρο. Τη δροσερή φυλλωσιά μιας πικροδάφνης, μια ορεινή υψοφοβία (γιατί φοβούνται και τα πουλιά το ύψος της ζωής) ή μια ζεστή φωλιά στα πεδινά. Μπορεί να φαντάζεται τα πάντα. Προπαντός, μπορεί ν' αγαπά.
Πολλοί θέλουν σήμερα να γίνουν σκοπευτές. Όχι για να σκοτώσουν αυτό το συγκεκριμένο πουλί, το άπιαστο κι ονειρικό. Αλλά για να σκοτώσουν κάθε πιθανή εκδοχή του στο Ακαπούλκο, στη Μακρυνίτσα ή στην Αντίπαρο. Στη δροσερή φυλλωσιά του, την ορεινή ή την πεδινή χαρά του. Για να το κρατήσουν συνειδητοποιημένο μες στο κλουβί. Για να ξέρει καλά τη φυλακή του, τα κάγκελα που το χωρίζουν απ' τον κόσμο. Και προπαντός για να μην αγαπά.
Ανήκουμε στους σκοπευτές των σκοπευτών, Νίκο Χουλιαρά. Δεν γνωριστήκαμε ποτέ κι όμως είναι σαν να σε ξέρω. Τραγουδήσαμε κάποτε μαζί διασκευασμένα ηπειρώτικα, αλλά εσύ δεν ήσουν. Μπορεί κι εγώ να μην ήμουν. Ήταν όμως τα τραγούδια κι αυτό σημαίνει πως ο χρόνος είναι πάντα με το μέρος σου. Κι οι μωβ βιτρίνες των συνοικιακών σφαγείων, που ζωγράφιζες, μένουν με το δικό μας. Εκτός κι αν, Νίκο Χουλιαρά. Εκτός κι αν οι ζωγραφισμένοι σου σε θυμούνται. Και γίνουμε όλοι σκοπευτές των σκοπευτών.
(Το κείμενο βασίστηκε σε ζωγραφικά έργα και τίτλους βιβλίων του Νίκου Χουλιαρά)