Η ιστορία δεν καίγεται: ερμηνεύεται
H κατεδάφιση των πυλώνων του Δυτικού Πολιτισμού είναι καταιγιστική. Κανείς δεν αντιλέγει ότι ο Δυτικός Πολιτισμός κουβαλά πολλές μελανές σελίδες στην πολύτομη ιστορία του και σωστά ελέγχεται γι’ αυτό. Είναι ωστόσο αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι υπάρχει πολιτισμός χωρίς στοιχεία βαρβαρότητας, όπως εύστοχα το είχε διατυπώσει ο Walter Benjamin . Ο καλός σχολιαστής και δάσκαλος των πολιτισμών πρέπει να είναι σε θέση να ξεχωρίζει τα εγκλήματα από τα ευεργετήματα, καθώς και τα κέρδη από τις ζημιές. Το να απορρίπτει κανείς τη μελέτη της Μήδειας για την πράξη της ή τις αριστουργηματικές Περιπέτειες του Χάκλεμπερι Φιν (του Mark Twain), γιατί εκεί θα συναντήσει 200 φορές τη λέξη «αράπης/nigger ή τον Εμπορο της Βενετίας επειδή παρουσιάζει τους Εβραίους φραγκοφονιάδες και άπληστους, είναι παντελώς άστοχο. Και τούτο γιατί η ιστορία, από τη στιγμή που έχει γραφτεί, δεν ξεγράφεται ούτε καίγεται ούτε εκπαραθυρώνεται. Υπάρχει για να ερμηνεύεται ξανά και ξανά και σε βάθος. Το να βγαίνει η εποχή μας και να ηθικολογεί με όρους απόλυτους είναι σαν να αγνοεί όλες τις άλλες εποχές που προηγήθηκαν, για καθεμιά από τις οποίες οι τέχνες απελευθέρωναν άλλες αλήθειες, είχαν διαφορετική απήχηση και υποδοχή. Εν συντομία στέκομαι στην επική Αινειάδα
του Βιργιλίου, η οποία το 19 π.Χ αντιμετωπίστηκε ως ένας ύμνος του αυτοκράτορα Αυγούστου και του Ιουλίου Καίσαρα. Στον Μεσαίωνα οι αναγνώστες της την αντιμετώπισαν ως μια αλληγορία του Χριστιανισμού, του Everyman. Στον 20ό αιώνα ο Μουσολίνι τη διάβασε σε σχέση με την τρίτη ρωμαϊκή αυτοκρατορία κ.ο.κ. Θέλω να πω με το πρόχειρο παράδειγμά μου ότι το να ακυρώνουμε βιβλία ή θεάματα δεν λύνουμε το πρόβλημα. Αλίμονο εάνη κάθε εποχή έκαιγε τις όποιες πολιτιστικές επιδόσεις της προηγούμενης με την αιτιολογία ότι δεν συνάδουν με τα δικά της ήθη. Τι θα έμενε άραγε; Τότε όντως θα είχαμε φτάσει στο τέλος της ιστορίας, όπως είχε πει ο Francis Fukuyama.
Η ιστορία υπάρχει για να διδάσκει και να κρίνεται. Και εάν εκτιμούμε ότι κάποια πράγματα που μας κληροδότησαν οι κλασικοί δραματικοί λ.χ. δεν ταιριάζουν στη γενιά μας, υπάρχουν τρόποι να τα διαχειριστούμε. Και αυτός δεν είναι άλλος από τη σε βάθος επανερμηνεία τους.
Επειδή σήμερα πολλές από αυτές τις ακυρώσεις γίνονται στο όνομα της πολιτικής ορθότητας (η οποία, σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια είναι, «αποφυγή εκφράσεων ή ενεργειών που πιστεύεται ότι αποκλείουν, περιθωριοποιούν ή προσβάλλουν ομάδες ανθρώπων που μειονεκτούν κοινωνικά ή γίνονται διακρίσεις εις βάρος τους»), να σημειώσουμε ότι το κίνημα αυτό όντως βοήθησε στην αποκατάσταση σημαντικών κοινωνικών αδικιών, όμως δυστυχώς τείνει να εκφυλιστεί και να εκτραπεί προς μια μορφή ελέγχου της σκέψης που απειλεί την ελευθερία της έκφρασης , υποχρεώνοντάς την σε συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ομάδων πίεσης. Έχουμε δηλαδή εν εξελίξει ένα είδος «κοινωνικού φονταμενταλισμού», όπως τον αποκαλεί ο Umberto Eco, όπου οι πολίτες θεωρούν πλέον αυτονόητο να πυροβολούν ή να λιθοβολούν οτιδήποτε τους βρίσκει απέναντι. Στάση που, όπως έδειξα λίγο πιο πάνω, αφορά και το θέατρο και το αφορά ποικιλοτρόπως και πολύ μάλιστα.
Θέατρο και φόβος αποκλεισμού
Είναι προφανές ότι το θέατρο των ημερών μας δείχνει ότι θέλει να αναμετρηθεί με τις αποκλειστικότητες, τις αστοχίες, τα ατοπήματα, τις αδικίες και τα συμπεράσματα της ιστορίας. Ενδεικτική των προθέσεών του είναι και η φαρέτρα του με τα προσφερόμενα προς σκηνική εκμετάλλευση θέματα. Μια εξόχως ενδιαφέρουσα και απόλυτα αναγκαία στροφή στη φυλή, στο φύλο, στην ταυτότητα, στις έμφυλες σχέσεις, στον σεξισμό, στην εξουσία κ.λπ.
Όμως, διερωτώμαι: διαθέτει την ισχυρή βούληση ώστε να μπορέσει να παρακάμψει τις ντιρεκτίβες, τις υποδείξεις και τις μπροσούρες ορθής και πρέπουσας συμπεριφοράς και δράσης προκειμένου να πορευθεί μόνο του, ανεξάρτητο, όπως αισθάνεται και όχι όπως πρέπει; Ή, όπως θα ρωτούσε σε μια ανάλογη περίπτωση ο μέγας Hemingway, διαθέτει τη βαθιά αίσθηση της ομορφιάς, το θάρρος του ρίσκου, την τόλμη της αλήθειας, τη διάθεση της θυσίας να προχωρήσει, γνωρίζοντας πως με αυτά τα εφόδια ενδέχεται να γίνει ακόμη πιο ευάλωτο, σε σημείο αυτοκαταστροφής;
Θα αντιτείνει κάποιος ότι το θέατρο ήταν, και εξακολουθεί να είναι, «παιδί της κρίσης», οπότε διαθέτει όλα τα αναγκαία εργαλεία επιβίωσης. Πολύ σωστά, μόνο που τώρα, κοντά στα διάφορα πρακτικά και οικονομικά προβλήματα που καλείται να διαχειριστεί, έχει προστεθεί και ο φόβος, μακράν ο χειρότερος συνοδοιπόρος σε ένα χώρο που είναι από τη φύση του η άφοβη, ενίοτε αναιδής εμπροσθοφυλακή του ελεύθερου πνεύματος.
Όταν το θέατρο κυριαρχείται από φόβο και αναστολές, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από ένας συνεχής, επίπονος συμβιβασμός, δηλαδή μια ολοένα και μεγαλύτερη απομάκρυνση από τον κοινωνικό του ρόλο, με ορίζοντα μια εκ του ασφαλούς ανακύκλωση κανόνων καλής/αποδεκτής συμπεριφοράς, που ούτε θα ενοχλεί όπως και δεν θα διαφωτίζει. Θα υπάρχει για λίγο, και ενδεχομένως θα χειροκροτείται όσο θα διαρκεί η λάμψη των δανείων του.
Ιδωμένο μέσα από το πρίσμα των πρόσφατων μετεξελίξεων, θα τολμούσα να πω ότι το σύγχρονο θέατρο και το πειραματικό ειδικότερα, οδεύει προς μια από τις πλέον συντηρητικές (ή μήπως «φοβισμένες»;) περιόδους της πρόσφατης ιστορίας του, προς ένα θέατρο το οποίο για να «ανήκει» θα προσπαθεί ολοένα και περισσότερο να είναι αυτό που θέλουν οι άλλοι να είναι και όχι τι θέλει το ίδιο να είναι. Απέναντί του θα έχει διαρκώς τον φόβο της κουλτούρας της ακύρωσης και του εξοστρακισμού.
Μια τέτοια νοοτροπία φόβου και συνάμα συμπλέγματος δημοκρατικοφάνειας μου θυμίζει εκείνες τις θεατρικές κριτικές που φωνάζουν από μακριά ότι δεν γράφτηκαν για να φωτίσουν (με όποιο κόστος) μια παράσταση αλλά για να είναι «liked» ή «well liked».
Και σκέφτομαι, τώρα που το θέατρο επιστρέφει, μήπως τελικά όλοι αυτοί που σκοπεύουν να αναζητήσουν την πλατιά αποδοχή και τα εύσημα της έξωθεν καλής μαρτυρίας, θα ήταν καλύτερα να πάρουν ένα αδέσποτο σκυλάκι που θα τους κάνει διαρκώς like (και θα το αισθάνεται!!!—δεν θα κοροϊδεύει) και να αφήσουν την τέχνη της γραφής και της δημιουργίας σε εκείνους (έστω τους λίγους) που θέλουν να δημιουργούν με βάση αυτό που αισθάνονται βαθιά μέσα τους ανεξάρτητα από το τίμημα; Γιατί μόνο έτσι το μεταπανδημικό θέατρο θα κάνει μια νέα αρχή: αφενός μαθαίνοντας από τα λάθη, τις εμμονές και τις παθογένειες του παρελθόντος του και αφετέρου διασφαλίζοντας, όποιο και να’ ναι το κόστος, την ελευθερία του. Και αυτό ισχύει και για την πράξη της κριτικής που εμβόλιμα ανέφερα πιο πάνω.
Το ανθεκτικό θέατρο
Όλα αυτά σημαίνουν πως μια πραγματικά (ανα)δημιουργική πράξη δεν αρκεί απλώς να χτίζει επάνω σε μια θεωρία ή επάνω σε trendy ή άλλα θέματα, ανεξάρτητα πόσο πρωτότυπα, φλέγοντα και χρήσιμα είναι αυτά. Ασφαλώς δεν μπορεί και δεν πρέπει να τα παρακάμψει, εφόσον θέλει να ανήκει στον κόσμο του σήμερα. Όλα αυτά τα θέματα που ταλανίζουν την κοινωνία είναι η δεξαμενή με τα καύσιμά του. Όμως, έχει υποχρέωση καθώς τα αλιεύει ταυτόχρονα να τα κρίνει με αυστηρότητα και να τα ζυγίζει με ακρίβεια, προκειμένου να καταλήξει σε ένα λόγο δικό του που θα φέρει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του. Για παράδειγμα, δεν μπορεί μια ριζοσπαστική παράσταση που υποτίθεται κλείνει το μάτι στη ρήξη, να καταθέτει τις ανησυχίες της σε ένα καθωσπρέπει μεσοαστικό θέατρο (ένα Εθνικό λ.χ. ή ένα Κρατικό) και να σφυρίζει αδιάφορα, σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Και για να προλάβω παρερμηνείες. Με αυτό δεν υπαινίσσομαι ότι δεν πρέπει να φιλοξενείται σε τέτοιους χώρους. Κάθε άλλο. Ούτε πιστεύω ότι εάν πήγαινε σε μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη στον Βοτανικό θα ήταν καλύτερη ή πιο ανατρεπτική. Μάλιστα σε ένα τέτοιο χώρο διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο να γίνει γραφική ή απλά δήθεν ανατρεπτική.
Το έχω πει αρκετές φορές: το γεγονός ότι πολλές από τις παραστάσεις που φλερτάρουν με κάποια μορφή ρήξης ή αναθεώρησης δεν πείθουν (στον βαθμό που νομίζουν), είναι γιατί κρύβουν βιαστικά και αδικαιολόγητα τις ίδιες τις αντιφάσεις τους κάτω από το χαλί. Και τις κρύβουν γιατί οι ίδιες, ως καλλιτεχνικές προτάσεις, δεν «μεγαλώνουν» φυσιολογικά από κάτω προς τα πάνω όπως τα δέντρα. Εάν μεγάλωναν φυσιολογικά τότε και οι ίδιες οι αντιφάσεις τους θα ήταν μέρος της οντολογίας τους, του λόγου ύπαρξής τους. Με δανεικά και συνήθως αναφομοίωτα προϊόντα και μπροσούρες ανακύκλωσης, δεν φτάνουν ποτέ στην ουσιαστική, στην επιθυμητή αναθεώρηση πραγμάτων. Απλώς καταγράφουν ή/και περιγράφουν «καθώς πρέπει» (κι ας προσποιούνται ότι αντιμάχονται τον καθωσπρεπισμό), χωρίς να σπάνε το κέλυφος του ορατού και του οικείου προκειμένου να μας οδηγήσουν στα σκοτεινά και ανοίκεια βάθη του αόρατου (είτε του ψυχισμού είτε του κοινωνικού, του πολιτικού κ.λπ.), αλλά και του αόρατου των δικών τους παλινδρομήσεων, συμβιβασμών και αντιφάσεων. Πολύ απλά: προσπαθούν να κάνουν ομελέτα χωρίς να σπάσουν αυγά.
Τα υπογραμμίζω όλα αυτά με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, γιατί γίνονται σε μια εποχή ιδιαίτερα πονηρή, σκληρή και εν πολλοίς ισοπεδωτική, μια εποχή η οποία έχει ανάγκη μια θεατρική τέχνη που να ξαφνιάζει, να ξεβολεύει και να αποκαλύπτει. Όμως, μια τέτοια τέχνη για να επικοινωνήσει με ευεργετικό πρόσημο, πέρα από όραμα, καντάρια θάρρος και βαθιά γνώση και κριτική διάθεση, θέλει τον χρόνο της για να ωριμάσει και να κάνει τη διαφορά. Κάτι διόλου εύκολο.
Θέατρο και ο αμείλικτος χρόνος
Όπως έγραψα σε ένα άρθρο μου στο προηγούμενο τεύχος (Φεβρουάριος 2022), σήμερα όλοι λειτουργούμε, καλλιτέχνες και πολίτες, με το χρονόμετρο στο χέρι. Έχουμε χάσει την πραγματική αίσθηση του χρόνου. Πριν το καταλάβουμε έχουμε γεράσει. Το ίδιο και οι παραστάσεις. Γερνάνε πριν ακόμη κάνουν την πρεμιέρα. Και τα πολύβουα trends ομοίως. Είναι τέτοια η εναλλαγή συρμών, μανιφέστων και προτύπων, που στο τέλος θα αρχίσουμε να διδάσκουμε μαθήματα στις σχολές του τύπου: «Το σύγχρονο θέατρο του μήνα ή του διμήνου».
Δηλαδή, από τις πάλαι ποτέ χιλιετίες, τις εκατονταετίες και αργότερα τις δεκαετίες (το τελευταίο ιδιαίτερα αγαπητό στην Αμερική) της περιοδολόγησης, θα καταλήξουμε στις μηνιαίες και τις εβδομαδιαίες ταξινομήσεις. Και ακριβώς επειδή η ανακύκλωση προϊόντων είναι τόσο γρήγορη, η όποια καθυστέρηση εμπλοκής πιέζει πρακτικούς, θεωρητικούς, κριτικούς και φυσικά ακαδημαϊκούς του θεάτρου να δηλώνουν «παρών» στις εξελίξεις, πολλές φορές εργαλειοποιώντας θέματα και τάσεις.
Περί πόνου και απομόνωσης
Ο κόσμος σήμερα ζει σε συνθήκες έντονης απομόνωσης: εργασιακής, μαθησιακής, ψυχαγωγικής. Είναι λογικό λοιπόν να επιζητεί τη συλλογικότητα, έστω κι αν είναι κατασκευασμένη (βλ. λ.χ. τις συμμετοχικές παραστάσεις). Όπως είναι φυσιολογικό να έχει ανάγκη να αφηγηθεί ιστορίες και να ακούσει ιστορίες, δηλαδή να ανταλλάξει προσωπικές εμπειρίες. Υπ’ αυτή την έννοια, εξηγείται και η τάση του σύγχρονου θεάτρου να αλιεύει θέματα μέσα από αυτή την εξομολογητική δεξαμενή, μια δεξαμενή γεμάτη συνήθως από πόνο.
Το ότι κάποιοι μοιράζονται μαζί μας τον πόνο τους είναι απόλυτα σεβαστό και χρήσιμο. Ο πόνος συναντά εύκολα ευήκοα ώτα. Όμως διερωτώμαι, όπως διερωτήθηκα και στην αρχή του κειμένου: πέρα από το συγκινησιακό του φορτίο, είναι αυτό επαρκές ποιοτικό κριτήριο ώστε να γίνει τέχνη αξιώσεων η προσωπική εξομολόγηση ή η αυτοβιογραφία ή κάποια μαρτυρία; Μήπως πρέπει να συντρέχουν και άλλοι παράγοντες προκειμένου η συνάντηση του «τι» της ιστορίας με το «πώς» της γραφής να τέμνονται ευεργετικά;
Ας μην ξεχνάμε το εξής: Το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του ανθρώπου το διεκδικεί (και το κερδίζει) η λύπη, το δάκρυ, η ήττα και ο πόνος, δηλαδή η τραγωδία (και όχι η κωμωδία). Κι αν ακόμη θαυμάζουμε τους αρχαίους είναι γιατί έκαναν θέατρο το ανέκφραστο του πόνου. Αυτό είναι ακριβώς το ζητούμενο: Πώς κάνεις (ανακυκλώνοντας) θέαμα το βαθύ τραύμα; «Πώς» διαχειρίζεσαι την ποιητική της «μετα-γραφής» του πόνου; Εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι γύρω από την χρησιμότητα της ανακύκλωσης. Εκεί παίζεται η διαφορά ανάμεσα στο κλισέ και την πρωτοτυπία, το kitsch και τη σοβαρότητα, τη σοβαρότητα και τη σοβαροφάνεια, τον πόνο και το «σαν το πόνο», την ευεργετική λειτουργικότητα και τη σκόπιμη εργαλειοποίηση.
Ο κίνδυνος του kitsch
Εάν το μεταπανδημικό θέατρο στοχεύει μπροστά και ψηλά, εκτιμώ πως πρέπει, τώρα που επιστρέφει, να πάρει κάποιες ανάσες, να σταματήσει να τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από εντυπώσεις και μανιφέστα, και να κάνει δύσκολες και επώδυνες βυθίσεις και προτάσεις που θα αντέξουν στον χρόνο. Δεν χρειάζεται κάποιος σοφός να του υπενθυμίσει πως οτιδήποτε ακολουθεί βιαστικά και κατά γράμμα τη μόδα κινδυνεύει να καταλήξει σε εποχικό kitsch, το οποίο ξέρουμε ότι εμφανίζεται ταχύτατα, για να εξαφανιστεί εξίσου γοργά και να αντικατασταθεί από κάτι άλλο με μια παρόμοια πιεστική ημερομηνία λήξης. Όπως λέει ο Clement Greensberg, το kitsch «χωνεύει εκ των προτέρων την τέχνη για λογαριασμό του θεατή και τον απαλλάσσει από την προσπάθεια, του κόβει δρόμο προς τις απολαύσεις της τέχνης, παρακάμπτοντας ό,τι είναι κατ' ανάγκην δύσκολο στην αυθεντική τέχνη».
Με άλλα λόγια, το kitsch είναι μια αισθητική φόρμα ψεύδους και ως τέτοια έχει να κάνει με την απατηλή εντύπωση που έχουν πολλοί, ότι η ομορφιά ή ο πόνος ή το τραύμα ή το βαθύ συναίσθημα μπορούν να κοπιαριστούν, να γίνουν τσάτρα πάτρα παράσταση ή κάποιο άλλο «προϊόν» και να πουληθούν. Όχι, όλα αυτά δεν είναι για δουλειές βιαστικές ή μαϊμουδίστικες ή του συρμού. Θέλουν τον χρόνο τους, τις αλήθειες τους, γιατί ακριβώς εκπορεύονται εκ των ένδον, πράγμα που προϋποθέτει καλλιτέχνες που ξέρουν πώς να διαχειριστούν ευεργετικά τις παγίδες που κρύβει η σύγχρονη αισθητική της προσομοίωσης, όπως την ονομάζει ο Baudrillard, η οποία «αναπαράγει αντικείμενα μικρότερα ή μεγαλύτερα από τη ζωή, μιμείται υλικά, μαϊμουδίζει μορφές ή τις συνδυάζει ανάρμοστα, επαναλαμβάνει τη μόδα χωρίς να έχει υπάρξει μέρος της εμπειρίας της μόδας».
Κι αν επιμένω τόσο πολύ σε αυτή την ανάγκη δημιουργίας θεάτρου εκ των έσω, δηλαδή από προσωπική ανάγκη και βαθιές αλήθειες και τραύματα, είναι γιατί, όπως είπα, μόνο έτσι μεγαλώνει σωστά (αρχίζοντας από κάτω προς τα πάνω), κάτι που οι καιροί δυστυχώς δεν φαίνεται να αγαπούν ιδιαίτερα. Βολεύονται με ό,τι εύκολα υποδέχεται το μάτι. Και η μέχρι τώρα εμπειρία έδειξε ότι όσο το θέατρο βιάζεται (ίσως πιο σωστή λέξη θα ήταν: «πιέζεται») να βγάλει στην αγορά τα «προϊόντα» του, άλλο τόσο θα απομακρύνεται από τη σοβαρή, τη στοχαστική, τη συγκρουσιακή και την ευεργετική καλλιτεχνία, με κατάληξη τις πολυφορεμένες ευκολίες της αντιγραφής και της influencer culture.
Η βιαστική και ελάχιστα ψαγμένη μίξη των πολιτισμών, των παραδόσεων, των στυλ, των ιδεολογημάτων, των αφηγήσεων, εκ των πραγμάτων οδηγεί σε πρόχειρες και αναφομοίωτες αναπαλαιώσεις, μιμήσεις, σε ξεκάρφωτα δάνεια και kitsch δημιουργίες, όπου το λιγότερο άσχημο του άσχημου είναι ωραίο. Κάπως έτσι καλλιτέχνης και θεατής καταλήγουν να συνεργάζονται με βάση το ψέμα. O καλλιτέχνης δημιουργεί μια ψεύτικη εικόνα από το πιο παλιό (ή το διεθνές ή το τρέχον) και ο θεατής-πελάτης δηλώνει ικανοποιημένος όταν «εξαπατηθεί» ωραία. Μιλάμε για ένα ανομολόγητο παιχνίδι ψευδαισθήσεων ένθεν κακείθεν.
Εμείς και η ανακύκλωση των reality shows
Ας αναρωτηθούμε επιτέλους γιατί εφόσον όλοι κοπτόμεθα για την αλήθεια και την ομορφιά των πραγμάτων, για την πρόοδο του πολιτισμού, τις αξίες του κ.λπ., δίνουμε λ.χ. πρωτιές τηλεθέασης σε ανακυκλώσεις σκουπιδιών παντός τύπου, με κορωνίδα τα ανεκδιήγητα reality shows;