Ο Λεόντιος Μαχαιράς είναι Κύπριος χρονογράφος, ο οποίος έζησε πιθανότατα μεταξύ του β΄ μισού του 14ου και του α΄ μισού του 15ου αιώνα στο παλάτι των Λουζινιάν, στη φραγκοκρατούμενη Κύπρο (1192-1489). Μαζί με τους δυο του αδελφούς καταφέρνει να μορφωθεί, σε αντίθεση με τους περισσότερους Κύπριους της τότε εποχής που ήταν αμόρφωτοι. Η μόρφωση και ιδιαίτερα η γνώση της γαλλικής γλώσσας του παρείχε την ευκαιρία να αποκτήσει σημαντική θέση κοντά στους Φράγκους ευγενείς και να ζήσει από κοντά σπουδαία γεγονότα της εποχής του, τα οποία περιγράφει αργότερα στα έργα του. Υπηρετεί τη φράγκικη αυλή, όμως δεν εκλατινίζεται και δεν ασπάζεται τον καθολικισμό, αντίθετα διατηρεί τις εθνικές του ρίζες και την ορθόδοξη πίστη του.
Ο Μαχαιράς συνέγραψε το έργο Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνακα, τουτέστιν Χρονικόν, ανάμεσα στα 1423-1431. Το πρωτότυπο έργο του δεν έχει διασωθεί παρά μόνο τρία χειρόγραφα αντίγραφά του, τα οποία βρίσκονται στη βιβλιοθήκη της Βενετίας, της Οξφόρδης και της Ραβένας. Πρωτοπόρος για την εποχή του ο Μαχαιράς δουλεύει σε πεζό λόγο τη δημώδη γλώσσα, την ελληνική, όπως αυτή ομιλείται στην Κύπρο του μεσαίωνα. Γεγονός που σημαίνει την αποκοπή από την υπάρχουσα κυπριακή ιστοριογραφική παράδοση, δημιουργώντας ένα είδος χωρίς προηγούμενο. Το Χρονικό του Μαχαιρά δεν απευθύνεται στη μικρή ελίτ των ευγενών και αυλικών που γνωρίζουν ελληνικά, ούτε αποκλειστικά στους λίγους φραγκοσπουδασμένους Ρωμαίους, αλλά σε όλο τον λαό της Κύπρου και όχι μόνο σε αυτόν της εποχής του, αλλά και όλους «εκείνους, όπου ευρίσκονται», που πρόκειται δηλαδή να έρθουν, όπως τονίζει στο προοίμιό του. Για να αποκτήσει πειστικότητα ο λόγος του, ο Μαχαιράς χρησιμοποιεί την καθομιλουμένη της εποχής. Για να επιτευχθεί όμως υφολογική κυριαρχία του αφηγητή στο κοινό, αυτό πρέπει να δει και να ακούσει όλα όσα λέγονται, να έχει την ψευδαίσθηση όλων αυτών. Την ψευδαίσθηση που δημιουργείται στο θέατρο ή στον κινηματογράφο, ώστε να καταφέρει να εμπλέξει συναισθηματικά το κοινό. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι «σε ορισμένα σημεία η δραματική οργάνωση του λόγου αποκτά το σφρίγος, την ένταση και την υψηλή ποιότητα ενός δραματικού λόγου».[1]
Επανερμηνεύοντας τον Λεόντιο Μαχαιρά στον 21ο αιώνα
Εισαγωγικά
Μορφή κειμένου
Το Χρονικό του Μαχαιρά χρησιμοποιήθηκε ως βασική πηγή πληροφοριών για την ανασύσταση της κυπριακής ιστορίας του μεσαίωνα. Το παρόν μελέτημα δεν πραγματεύεται το περιεχόμενο, αλλά την κειμενική του μορφή. Μελετώντας την αφηγηματική τεχνική του κειμένου του Μαχαιρά ανάμεσα στα άλλα εστιάζουμε στον χρόνο του κειμένου. Παρατηρείται πληθώρα ασυνεπειών μεταξύ του χρόνου ιστορίας και του χρόνου αφήγησης. Στόχος είναι η ταυτόχρονη παρουσίαση πολλών ιστοριών, τις οποίες αρχίζει ο Μαχαιράς, σε κάποιο σημείο τις εγκαταλείπει για να διηγηθεί άλλες και στη συνέχεια επανέρχεται για να τις ολοκληρώσει. Η επιστροφή σε προαναφερθέντα γεγονότα γίνεται τις πλείστες φορές με έναν άμεσο τρόπο, τη φωνή του ίδιου του ποιητή: «Ως γοιον σας εξηγήθηκα οπίσω την αγάπη την είχε ο ρήγας με την ρήγαινα…»,[2]
«Ας έλθωμεν πάλιν εις τον θάνατον του ρηγός […]».[3]
Έτσι το κείμενο ακολουθεί περισσότερο μια κυκλική αφηγηματική δομή παρά ευθεία. Σύμφωνα με την Αναξαγόρου, η επαναφορά του Μαχαιρά σε γεγονότα που προαναφέρθηκαν περιληπτικά στην ορθή χρονολογική τους θέση, συχνά εκτυλίσσονταν σε αυτοτελείς ιστορίες υπό την έννοια ότι πληρούν όλα τα χαρακτηριστικά μιας ζωντανής και ολοκληρωμένης μίνι-αφήγησης,[4] όπως αυτά καθορίζονται από την έρευνα του William Labov στο θέμα της προφορικής διήγησης.[5]
Αρχικά γίνεται συνοπτική εισαγωγή στο θέμα με μια γενική περιγραφή της κατάστασης (απαντά στην ερώτηση περί τίνος πρόκειται;) και ένα απ’ ευθείας σχόλιο στο κοινό, παραδείγματος χάριν «Το λοιπόν είνε καιρός να θερίσωμεν τα στραχιδία της έχθρας, και να σας πω την κακία την είχαν ο ρήγας με τους καβαλλάριδές του και κείνοι μετά του».[6]
Ακολούθως, δίνονται τα βασικά στοιχεία της ιστορίας με αναφορά στον χρόνο, τον τόπο και τους βασικούς πρωταγωνιστές (απαντά στην ερώτηση ποιος, πότε, τί, πού;) Αυτό το μέρος θα λέγαμε ότι αποτελεί την αρχή της ιστορίας: «[Τῇ ηʹἰουναρίου] μηνὸς ἡμέρα κυριακῇ, ατξηʹ Χριστοῦ, εὑρισκομένου τοῦ ρηγὸς εἰς τὸ Ἀκάκιν, ἐπῆγεν εἰς τὸ κυνήγιν, καὶ κοντὰ τοῦ Ἀκακίου ἔχει ἕναν χωρίον μικρόν ὀνόματι Μένικον, καὶ ἦτο τοῦ σὶρ Χαρρὴν τε Ζιπλέτ, ὁ ποῖος καβαλλάρης εἶχεν ἕναν υἱὸν μονογενὴν ὀνόματι Τζακέ, καὶ μίαν κόρην ὀνόματι Μαρία, ἡ ποία ἦτον χήρα, καὶ μίαν πορνικὴν ὀνόματι Λόζε· ὁ αὐτὸς καβαλλάρης ἦτον βισκούντης τῆς χώρας, καὶ πολλὰ ἀγάπαν τὰ κυνηγία, καὶ ἐπαράγγειλεν καὶ ἐφέραν του ἀπὸ τὴν Τουρκίαν μίαν ζυγὴν σκυλλία λαγωνικὰ πολλὰ ὄμορφα […]» (§261). Ακολουθεί η δέση της ιστορίας, η οποία αποδίδεται με ευθύ λόγο και διάλογο. Η έκθεση της ιστορίας μπροστά στο κοινό γίνεται με τόσο απτό και παραστατικό τρόπο, που δεν διαφέρει καθόλου από αυτή στο θεάτρου (απαντά στην ερώτηση τι έγινε στη συνέχεια;): «Ὁ κούντης τῆς Τρίπολις ὁ σὶρ Πιὲρ τοῦ Λουζανία ὁ γνήσιος υἱὸς τοῦ ρηγός, καὶ ἔμπλασεν τοῦ σκυλλομάνγκου καὶ ἀρώτησέν τον: «Τίνος εἶνε τοῦτα τὰ λαγωνικά;» Καὶ εἶπεν του: «Ἀφέντη, εἶνε τοῦ ἀφέντη μου τοῦ Τζάκου τε Ζιπλέτ.» Καὶ ἐψηλαφῆσεν τα καλὰ καὶ εἶδεν τα, καὶ ὡς [παιδίος καὶ ἀφέντης] ἐπεθύμησέν τα, καὶ λαλεῖ τοῦ σκυλλομάνγκου: «Δός μου τὰ σκυλλία τοῦτα!» Καὶ ὁ σκυλ- λομάνγκος λαλεῖ του: «Δὲν τορμῶ, διατὶ φοβοῦμαι τὸν ἀφέντην μου· ζήτα τα τοῦ ἀφέντη μου, καὶ κεῖνος θέλει σοῦ τὰ δώσει […] Καὶ ἔπεψεν ὁ ρήγας ἕναν φρόνιμον καβαλλάρην εἰς τὸν σὶρ Χαρρὴν τε Ζιπλὲτ νὰ τοῦ ζητήσῃ τὰ σκυλλία διὰ τὸν υἱόν του τὸν κούντην τῆς Τρίπολις καὶ νὰ τὸν πλερώσῃ τὸ ξάζουν».[7] Τέλος, δίνεται η λύση της ιστορίας, η οποία εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο του σχολιασμού που κάνει ο αφηγητής σε μια προσπάθεια αξιολόγησης των πεπραγμένων (απαντά στην ερώτηση και τι μ’ αυτό;) και η εξαγωγή ηθικού διδάγματος με ευθεία απεύθυνση στο κοινό (απαντά στην ερώτηση και τι απέγινε τελικά;): «Ὁ καβαλλάρης, μωραγάπητος τοῦ υἱοῦ του, καὶ άγάπαν καὶ τὰ κυνηγία, καὶ νὰ φανερώσῃ καὶ ὁ καιρὸς τὴν κακίαν τὴν εἶχαν οἱ ἀφέντες μὲ τὸν ρήγαν, δὲν ἐννοιάστην πόση ζημία καὶ κίντυνος ὅπου μέλλει νὰ τοῦ ἔλθῃ διὰ τόσην μικρὴν ἀποσκότισιν, ὅτι οἱ σκύλλοι εἶνε ὀλλιγόζωτοι καὶ δὲν ἔχουν ζωὴν ὅσον ςʹ χρόνους καὶ ψοφοῦσιν, εἰ δὲ ὁ θυμὸς τοῦ ἀφέντη πολομᾶ πολλὴν ζημίαν εἰς ρέντες, σπιτία καὶ ἕτερα, καὶ ἄλλους ἐμπάζει καὶ ἄλλους κατεβάζει, καὶ πολλοὺς ξηκληρώννει τους ἀποὺ τὰ ἀγαθά τους […] Ὁ ρήγας ὥρισεν νὰ τὴν μαρτυρίσουν, καὶ τόσον τὴν ἐμαρτυρίσαν ὅτι ἐτηγανίσαν καὶ τὰ πόδιά της. Ἡ πτωχὴ ἡ ἀρχόντισσα δὲν ἐλάλεν ἄλλον παρού: «Θεέ, κρίσιν!»[8]
Στο Χρονικό παρεμβάλλονται πολλές τέτοιες αυτοτελείς ιστορίες, των οποίων η παρεμβολή ή η αφαίρεση δεν παρακωλύει τη ροή του έργου. Αυτές οι μακροσκελείς ιστορίες συνδέονται κυρίως με τον ευθύ λόγο. Εδώ ο Μαχαιράς δίνει τον λόγο στους ήρωές του να συνομιλήσουν, να κλείσουν συμφωνίες ειρήνης, να καταστρώσουν σχέδια, να καυγαδίσουν ή να λύσουν τις διαφορές τους με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο. Είναι σαφέστατη η διαφορά ανάμεσα στο υπόλοιπο Χρονικό
και τις αυτοτελείς ιστορίες, οι οποίες εμπεριέχουν το προσωπικό στυλ του Μαχαιρά και ίσως να συντέθηκαν πριν το υπόλοιπο Χρονικό με σκοπό να ζωντανέψουν την ιστορία του.
Η συχνή άρση της αφήγησης και η υιοθέτηση του άμεσου δραματικού λόγου παίρνει μορφή είτε ανταλλαγής «λόγων», είτε τη μορφή αποστολής, είτε ανταλλαγής «χαρτιών». Σε αυτές τις περιπτώσεις, με στόχο πάντοτε την αληθοφάνεια, ο Μαχαιράς δραματοποιεί το κείμενό του (ποιεί θέατρο). Ο αναγνώστης ή ο ακροατής του κειμένου θα πρέπει να καταστεί αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας των γεγονότων, συνεπώς η μίμηση των πράξεων και των λόγων (προφορικών ή γραπτών) είναι απαραίτητη προϋπόθεση.
Η έλλειψη τάξης στη διαδοχική σειρά των γεγονότων, η ύπαρξη χρονικών ασυνεπειών και η περιπλεγμένη αφηγηματική δομή είναι βασικά χαρακτηριστικά της προφορικής αφήγησης ιστοριών σε επεισόδια, όπως μας διαβεβαιώνουν μελέτες πάνω στην ποιητική του μεσαίωνα.[9]
Επίσης η πληθώρα των αυτοτελών ιστοριών που φέρουν όλα τα συστατικά της προφορικής διήγησης αποτελούν ισχυρό τεκμήριο της επεισοδιακής μορφής του Χρονικού και της μετάδοσης του σε πολλαπλές αυτοτελείς συνέχειες.[10]
Σύμφωνα με την Αναξαγόρου, η συχνή χρήση της φόρμουλας «Ηξεύρετε», «Γιγνώσκετε» εκπηγάζει από τις συνθήκες του προφορικού λόγου και είναι απαραίτητη στρατηγική για έναν αφηγητή που νιώθει την ανάγκη να κεντρίσει την προσοχή του κοινού του. Επιπρόσθετα, ο παρατακτικός λόγος είναι στοιχείo προφορικότητας. Τα στοιχεία της προφορικότητας διασώζονται στο ενετικό χειρόγραφο, ενώ ελαχιστοποιούνται ή εξαφανίζονται τελείως από τα χειρόγραφα της Οξφόρδης και της Ραβέννας, που αποτελούν μεταγενέστερες επεξεργασίες του αρχικού υλικού, προορισμένες για ένα αναγνωστικό κοινό.[11]
Η διαφοροποίηση του Μαχαιρά από τη βυζαντινή ιστοριογραφία είναι εμφανής. Η αφήγηση των Βυζαντινών είναι πλήρης ρητορικών σχημάτων, αποτυπωμένη σε μια περιοδική σύνταξη. Μια τεχνική που ακινητοποιεί τον αφηγηματικό χρόνο σε μια φωτογραφική απεικόνιση μέσω λυρικών περιγραφών και μακρόσυρτων δημηγοριών. Ενώ η αφήγηση του Μαχαιρά σφύζει από δράση με τον αφηγηματικό χρόνο να τρέχει σε χρόνους κινηματογραφικούς. Υπάρχει σαφής επίδραση από τη δυτική τέχνη, τα γαλλικά χρονικά που έσφυζαν από κίνηση και ζωντανό διάλογο. Ο Μαχαιράς χρησιμοποιεί αφηγηματικές και υφολογικές τεχνικές όμοιες με αυτές που χρησιμοποιούν οι Γάλλοι χρονογράφοι Geoffroy de Villehardouin,[12]
Robert de Clari,[13]
Jean Froissart[14] για τη ζωντανή αναπαράσταση των ιστοριών τους στις γαλλικές αυλές.
Σκηνοθετικές προσεγγίσεις
Ακολούθως, μελετάται κατά πόσο μπορεί ένα ιστορικό κείμενο να εμπνεύσει σήμερα καλλιτέχνες του θεάτρου, μια προσπάθεια επανερμηνείας του Λεόντιου Μαχαιρά στον 21ο αιώνα μέσω διαφορετικών σκηνοθετικών προσεγγίσεων. Παρουσιάζεται και αναλύεται, με συντομία, η φιλοσοφία τεσσάρων θεατρικών παραστάσεων που βασίζονται στο Χρονικό του Μαχαιρά.
1. Το Χρονικό της Κύπρου του Λεόντιου Μαχαιρά (ΘΕΠΑΚ 1998-σήμερα)
Πρόκειται για παράσταση του Θεατρικού Εργαστηρίου του Πανεπιστημίου Κύπρου, που παιζόταν από το 1998 μέχρι πρόσφατα στην Κύπρο και το εξωτερικό. Η δραματουργική προσαρμογή και η σκηνοθεσία ανήκει στον νεοελληνιστή καθηγητή του πανεπιστημίου Κύπρου Μιχάλη Πιερή, οι μουσικές γέφυρες στον Ψαραντώνη, η μουσική των χορικών και των τραγουδιών στον Ευαγόρα Καραγιώργη. Η παράσταση ακολουθεί μια ρεαλιστική σκηνοθετική προσέγγιση, που στοχεύει να μεταφέρει στο σύγχρονο κοινό τον κόσμο του Λεόντιου Μαχαιρά. Ο πρωταγωνιστής στην παράσταση του Πιερή, είναι ο ίδιος ο κυπριακός λαός, τη φωνή του οποίου ακούμε στα χορικά και στον λόγο του αφηγητή του Χρονικού, τον οποίο ο Μαχαιράς κατασκεύασε στο μοντέλο του σοφού λαϊκού παραμυθά της Κύπρου.
Η παράσταση χαρακτηρίστηκε «μείζον φιλολογικό και θεατρικό γεγονός».[15]
Ενώ, πέρα από τις κριτικές στον ελλαδικό και κυπριακό τύπο, τη σημασία της παράστασης για την ιστορική αυτογνωσία του λαού της Κύπρου, επισήμαναν και ξένοι μελετητές, όπως ο διακεκριμένος καθηγητής της μεσαιωνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Cardiff της Oυαλίας, Peter W. Erbury[16]
και ο Καταλανός ελληνιστής Eusebi Ayensa Prat, ο οποίος σημειώνει ανάμεσα σε άλλα ότι «η παράσταση αναδεικνύει ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα της μεσαιωνικής κυπριακής γραμματείας και προδρομικού των κειμένων της κρητικής αναγέννησης».[17]
2. Ιστορίες …. από τη γλυκειά χώρα Κύπρο (Κέντρο Παραστατικών Τεχνών ΜΙΤΟΣ, 2011)
Η παράσταση, σε σκηνοθεσία του Λούκα Βαλέβσκι, βασίζεται σε αυτοτελείς ιστορίες του έργου του Λεόντιου Μαχαιρά (δολοφονία του βασιλιά Πέτρου Α΄, η ζήλια της Βασίλισσας Ελεονώρας, η διάλυση των Τεμπλιωτών, ο μικρός προσκυνητής Γεώργιος κ.ά). Η παράσταση λαμβάνει χώρα στο δωμάτιο του Λεόντιου Μαχαιρά (υπόγειο του Μεσαιωνικού Κάστρου της Λεμεσού), ο οποίος διηγείται στους καλεσμένους του, με τη βοήθεια των δύο υπηρετριών του, ιστορίες και κουτσομπολιά της αυλής. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στην παράσταση είναι κυρίως η μεσαιωνική γλώσσα του συγγραφέα και σε μικρότερη έκταση ακούστηκε η σύγχρονη κυπριακή διάλεκτος. Πρόκειται για μια εναλλακτική παράσταση, μια προσπάθεια αποδόμησης της κυρίαρχης αφήγησης του Χρονικού. Ακολουθήθηκε μια απλή παραστατική φόρμα με συγκεκριμένες δράσεις και με αυτοσχεδιαστική διάθεση.
3. Παρεξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου (AVENDRE 2013)
Η παράσταση σκηνοθετήθηκε από τον Κύρο Παπαβασιλείου και έλαβε μέρος στο διεθνές φεστιβάλ «Κύπρια». Ο τίτλος αποτελεί παράφραση του Χρονικού του Λεόντιου Μαχαιρά. Ο σκηνοθέτης της παράστασης εξηγεί σε συνέντευξή του «ακολουθούμε τον τίτλο σαν άξονα για να δούμε τι μπορεί να σημαίνει αυτό, εκ των υστέρων. Αλλά δεν οδηγηθήκαμε σε μια κριτική ματιά της σημερινής πραγματικότητας, όπως τη δηλώνουν οι ειδήσεις. Ίσως η παρεξήγηση να αναφέρεται στις αντιφάσεις που έχουμε μέσα μας και που έχουν οι δικές μας προσωπικές ιστορίες με την ιστορία ως αφήγηση. Κατ’ επέκταση μπορεί να δημιουργεί κάποιες αυταπάτες και έτσι χάνεται μια αντικειμενική πραγματικότητα. Δημιουργούνται δηλαδή μύθοι. Και καταλήγουμε, επιτέλους, σε αυτό που μας ζητήθηκε».[18]
Με αφορμή τα γραφόμενα του Μαχαιρά για τον Βασιλιά Ιανό (βασιλιάς της Κύπρου 1398-1432) και τα όσα εξελίχθηκαν στην πολιορκία της Αμμοχώστου και στην επανάσταση του Ρε-Αλέξη, ο σκηνοθέτης οδήγησε το κοινό στα άδυτα της «Ιστορίας και του μύθου». Η παράσταση χρησιμοποιεί αποσπάσματα από το Χρονικό, εντάσσοντάς τα γύρω από έναν άξονα προβληματισμού περί μύθου και ιστορικότητας. Σίγουρα δεν πρόκειται για μια απλή αναπαράσταση των γεγονότων του Χρονικού. Στην εξιστόρηση της ιστορίας της Κύπρου παρεμβάλλονται άλλες αφηγήσεις, παρα-αφηγήσεις, παράλληλες ιστορίες από το Τέξας, το Λονδίνο, εξίσου σημαντικά γεγονότα. Στην παράσταση είναι έντονο το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού.
Δομικά η παράσταση ήταν χωρισμένη σε τρία μέρη: το πρώτο μέρος ήταν αφιερωμένο στην γραπτή ιστορία, την καταγραφή της Ιστορίας, όπου χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από το Χρονικό, στο δεύτερο μέρος ανακρίνεται ο ίδιος ο Λεόντιος Μαχαιράς, κατά την οποία μαθαίνουμε ότι ο αδερφός του Λεόντιου ήταν σύμμαχος του Ιανού. Στο μέρος αυτό αποκαλύπτεται τι αφήνει απ’ έξω η Ιστορία και τι τελικά εκλαμβάνουμε εμείς σαν ιστορία. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της παράστασης η αναφορά σε πρόσφατα ιστορικά γεγονότα προκαλεί προβληματισμό ως προς το τι τελικά είναι Ιστορία και για ποιον είναι σημαντική ή όχι.
Έτσι, η παράσταση δανειζόμενη κώδικες από το σωματικό θέατρο (physical theatre), το θέατρο της επινόησης (devised theatre), καθώς και μη θεατρικά κείμενα, υπερασπίζεται ένα θέαμα μακριά από την ασφάλεια που παρέχει η νατουραλιστική απόδοση ενός θεατρικού κειμένου, και πέρα από κλειστά κείμενα, ιερές αλήθειες, αμετακίνητες γωνίες πρόσληψης. Σκοπός του σκηνοθέτη ήταν η αποδόμηση και η αναδημιουργία ενός κειμένου, που αποτελεί σταθμό για την κυπριακή μεσαιωνική γραμματεία, με νέα νοηματοδότηση.
Οι απόψεις της κριτικής διίστανται για την παράσταση. Η ενασχόληση της ομάδας με ένα σημαντικό κείμενο της κυπριακής μεσαιωνικής γραμματείας σε ορισμένους προκάλεσε ιδιαίτερο προβληματισμό. Γράφει η Μολέσκη: «ο ενεργός διάλογος με κάποιο κλασικό κείμενο ως άξονας μιας παράστασης ενοποιημένου θεάτρου είναι και αυτός ένας δρόμος ολισθηρός που μπορεί να οδηγήσει την ομάδα σε μια πτήση ή μια πτώση. […] Η υποκειμενικότητα των ατομικών φωνών που συνηθίζεται στο επινοημένο θέατρο δεν ήταν αισθητή, καθώς τα κείμενα των «προσωπικών αντιδράσεων» ηχούσαν κοινότοπα».[19]
Από την άλλη, γράφει η Γεωργίου στην κριτική της, σχολιάζοντας τόσο το σκηνικό κείμενο όσο και τη συμπερίληψη της παράστασης στα «Κύπρια», « […] το κείμενο κατόρθωσε κάτι ευφυές: να σχολιάσει έμμεσα αλλά με καυστικότητα πρόσφατα γεγονότα που συγκλόνισαν την Κύπρο. Ήταν ένα κείμενο που μας αφορούσε, κι εξέφραζε πολλές από τις σκέψεις και τις αντιδράσεις όλων μας, όταν βιώναμε αυτά τα γεγονότα. Παρά τις ατέλειές του, το κείμενο πέτυχε το στόχο του που, όπως περιγράφεται στο εισαγωγικό σημείωμα της παράστασης, ήταν η «παρουσίαση της σημερινής ψευδαίσθησης της πραγματικότητας», των σημερινών ιστορικών και άλλων συνθηκών που, ως βιώματα, χαρακτηρίζονται από μια δόση υποκειμενικότητας και μυθοπλασίας […] Στο σύνολό της ήταν μια αξιόλογη προσπάθεια, και συνάμα μια άρτια εγχώρια παραγωγή».[20]
4. Ωδά κι εκειά (Κέντρο Παραστατικών Τεχνών ΜΙΤΟΣ 2017)
Πρόκειται για μια εναλλακτική παράσταση, σκηνοθετημένη από την Έλενα Αγαθοκλέους με αφορμή το διεθνές φεστιβάλ «Κύπρια». Χαρακτηρίζεται από σαρκαστική διάθεση και αποτελεί ακόμη μια προσπάθεια αποδόμησης της κυρίαρχης αφήγησης του Μαχαιρά. Ο τίτλος είναι και πάλι ενδεικτικός της σκηνοθετικής προσέγγισης που ακολουθήθηκε (Ωδά κι εκειά (φράση από το Χρονικό)= εδώ κι εκεί). Η παράσταση βγαίνει από τις θεατρικές αίθουσες και συναντά το κοινό σε δημόσιο χώρο (θέατρο δρόμου). Ένα μπουλούκι (ο ίδιος ο Λεόντιος Μαχαιράς και τρεις υπηρέτριές του), με ένα καρότσι και κάποια συμπράγκαλα αφηγείται την ιστορία του νησιού, δίνοντας έμφαση σε διάφορα γεγονότα της ζωής του Φράγκου βασιλιά Πέτρου Α΄.
Οι ιστορίες που επιλέγηκαν να παρουσιαστούν αποκαλύπτουν τον ρόλο της εξουσίας. Ο φτωχός λαός σχεδόν απουσιάζει από την αφήγηση, γιατί άλλοι φροντίζουν για αυτόν. Η ίδια η σκηνοθέτις σε συνέντευξή της δήλωσε «παρ’ όλες, λοιπόν, τις υπενθυμίσεις του Μαχαιρά, εμείς εδώ στην Κύπρο χρόνια μετά, φαίνεται πως παραμένουμε οι ίδιοι «απλικεμένοι απάνω εις μίαν πέτραν εις την θάλασσαν». Αποφασίσαμε λοιπόν να ζωντανέψουμε με χιούμορ κάποιες από τις ιστορίες του και να τις παρουσιάσουμε ως παραδοχή πια, ότι, ναι, δεν αλλάζει τίποτα!»[21]
Η παράσταση είναι περισσότερο μια καυστική κριτική, μέσω της σάτιρας και του σαρκασμού (και αυτοσαρκασμού), της εξήγησης των κατορθωμάτων και των καμωμάτων των αρχόντων της εποχής, γι’ αυτούς που είχαν σκοπό να ηγούνται στρατιών και ταυτόχρονα επιδίδονταν σε έρωτες, μοιχείες, μονομαχίες, κλοπές αλόγων, μηχανογραφίες, εκτελέσεις, δολοφονίες ακόμα και ευνουχισμούς. Αφεντικά και δούλοι, μπερδεύουν γεγονότα με κουτσομπολιά, σχολιάζουν στα κυπριακά, αφηγούνται στη μεσαιωνική κυπριακή διάλεκτο, μπλέκουν το παρόν με το παρελθόν, θυμούνται, ξεχνούν συγχέοντας τη σειρά των γεγονότων.
Γράφει η Μολέσκη για την παράσταση: «η επιλογή των ιστοριών είναι, φυσικά, αυτή που μπορεί να προκαλέσει κουτσομπολίστικη διέγερση σε μια διαχρονική κουζίνα, μια και η πολυστρωματικότητα του κειμένου του Μαχαιρά δικαιώνει και μια τέτοια οπτική. Το κείμενο επικεντρώνεται στον βίο του Πέτρου Α', αλλά οι μπρος πίσω «ιστορικές» προεκτάσεις απλώνονται στην πολυαίωνη πορεία της Κύπρου. Η ουσία του θεατρικού εγχειρήματος έγκειται στην προσπάθεια να μεταδοθεί ο αυτοσαρκασμός των δημιουργών και στο κοινό τους […] Συμπαθέστατη παράσταση».[22]
Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι το κείμενο του Λεόντιου Μαχαιρά, τόσο από άποψη περιεχομένου, όσο και από άποψη δομής, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους Κύπριους, και όχι μόνο, σκηνοθέτες/τιδες, οι οποίοι με τις προσεγγίσεις τους κατάφεραν να επανερμηνεύσουν αυτό το κείμενο σταθμό για την κυπριακή μεσαιωνική γραμματεία. Η προφορικότητα του κειμένου και το έντονα δραματικό στοιχείο το καθιστούν ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τους σκηνοθέτες και παράλληλα πρόκληση να αναμετρηθούν μαζί του ξεδιπλώνοντας ο καθένας τη φαντασία και τη δημιουργικότητά του, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να το μεταφέρουν στη σκηνή, κάνοντας μια νέα ανάγνωση. Αν προσέξουμε τους τίτλους των παραστάσεων (Το Χρονικό της Κύπρου, Ιστορίες …. από τη γλυκειά χώρα Κύπρο, Παρεξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, Ωδά κι εκειά) θα διαπιστώσουμε ότι είναι ενδεικτικοί των σκηνοθετικών προσεγγίσεων που ακολουθήθηκαν. Ο κάθε σκηνοθέτης/τιδα στοχεύοντας σε κάτι διαφορετικό βασίστηκε στο κείμενο, ώστε να εκφράσει τους προβληματισμούς, τις διαπιστώσεις, αλλά και τις αγωνίες του τόσο για τον ίδιο τον άνθρωπο καθ’ αυτόν, όσο και για την τύχη και το μέλλον της Κύπρου. Πρόκειται για τέσσερις διαφορετικές προσεγγίσεις, που αποδεικνύουν το πόσο ενδιαφέρον, αλλά και ανοικτό σε ερμηνείες και νοηματοδοτήσεις παραμένει το κείμενο του Μαχαιρά.
Βιβλιογραφία
E. Ayensa Prat (1999), Erytheia, Revista de Estudios Bizantinos y Neogriegos, τ. 20, Μαδρίτη.
E. Faral (επιμ.) (1924), Robert de Clari: La Conqȇte de Constantinople, τ.2, Librairie Ancienne Edouard Champion, Παρίσι.
E. Faral (επιμ.) (1961), Villehardouin: La Conqȇte de Constantinople, τ. 2, Société d’ Edition «Les belles Lettres», Παρίσι.
H. J. Chaytor (1966), From Script to Print: An Introduction to Medieval Vernacular Literature, W. Heffer & Sons Ltd, Κέμπριτζ.
J.A.C. Buchon (επιμ.) (1835), Les Chroniques de Sire Jean Froissart, τ. 3, A. Desrez, Librairie Editeur, Παρίσι.
P.W. Erbury (1999), Journal of Medieval History, τ. 25, τχ. 1.
W. Labov (1972), Language in the Inner City: Studies in the Black English Vernacular, University of Pennsylvania Press, Φιλαδέλφεια.
W. Ryding (1971), Structure in Medieval Narrative, The Hague, Mouton, Παρίσι.
Γ. Χατζηδάκης (1998), εφ. H Kαθημερινή, 19 Ιουλίου.
Λ. Μαχαιράς (2015), Χρονικόν. Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνακα τουτέστιν Χρονικόν, Ενδυμίων.
Μ. Μωυσέως (2013), Πολίτης, 16 Σεπτεμβρίου, Λευκωσία.
Μ.Πιερής (1996), «Γύρω από τον Λεόντιο Μαχαιρά. Ιστορική και Θρησκευτική Συνείδηση/Γλώσσα και Λογοτεχνικότητα, Αφηγηματική και Δραματική Δομή», στο: Λ. Λοΐζου Χατζηγαβριήλ (επιμ.), Λεόντιος Μαχαιράς-Γεώργιος Βουστρώνιος, Δύο Χρονικά της Μεσαιωνικής Κύπρου, Ίδρυμα Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, Λευκωσία, 35-54.
Ν. Αναξαγόρου (1996), «Αφηγηματικές και Υφολογικές Δομές στο Χρονικό
του Λεόντιου Μαχαιρά», στο: Λ. Λοΐζου Χατζηγαβριήλ (επιμ.), Λεόντιος Μαχαιράς-Γεώργιος Βουστρώνιος, Δύο Χρονικά της Μεσαιωνικής Κύπρου, Ίδρυμα Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, Λευκωσία, 21-33
Ν. Μολέσκη (2013), «Παρεξήγησις της Γλυκείας χώρας Κύπρου» του Κύρου Παπαβασιλείου, Εφτά Μέρες Πολιτισμός, 22 Σεπτεμβρίου, 6.
Ν. Μολέσκη (2017), «Η ουσία στον αυτοσαρκασμό», εφ. Ο Φιλελεύθερος, 15 Οκτωβρίου.
Χ. Γεωργίου (2013), «Παρεξήγησις της Γλυκείας Χώρας Κύπρου», περ. Άνευ, τχ. 49, σς. 67-68.
- Πιερής (1996) 53.
- Μαχαιράς (2015) §242, 127-128.
- ό.π. §310, 169.
- Αναξαγόρου (1996) 24.
- Labov (1972) 370.
- Μαχαιράς (2015) §261, 138.
- ό.π. §§262-264, 138-140.
- ό.π. §§264-266, 140-142.
- Ryding (1971) 76.
- Chaytor (1966) 4-5.
- Αναξαγόρου (1996) 31.
- Faral (1961).
- Faral (1924).
- Buchon (1835).
- Χατζηδάκης (1998).
- Erbury (1999).
- Ayensa Prat (1999).
- Μωυσέως (2013).
- Μολέσκη (2013) 6.
- Γεωργίου (2013) 68.
- Συνέντευξη Έλενας Αγαθοκλέους στον Απόστολο Κουρουπάκη, « Ένα μεσαιωνικό παραμύθι, από τον Μαχαίρα, κατεβαίνει στους δρόμους», 7/10/2017. http://m.kathimerini.com.cy/gr...
- Μολέσκη (2017).