Αν ένα πρωί μέσα στον χρόνο πάρεις το καράβι από τον Πειραιά και τραβήξεις μαζί του κατά τον Νότο, μετά από μια μέρα και μια νύχτα περίπου, ακολουθώντας την ανατολική πορεία και έχοντας περάσει από την πλειάδα των νησιών της άγονης, κυρίως, γραμμής, θα δεις από μακριά μια πόλη ποντισμένη στο πέλαγος. Όσο το καράβι σου πλησιάζει τόσο πιο καθαρά αναδύεται εκείνη μέσα από το νερό. Δεν είσαι σίγουρος αν είναι καρτ ποστάλ αυτό που αντικρίζεις στο πρωινό φως ή μια πόλη αληθινή. Μεσαιωνικά κάστρα με τις πολεμίστρες τους την περιτριγυρίζουν, στο κέντρο της ένα ιπποτικό παλάτι, εκκλησίες αλλά και τζαμιά με τους μιναρέδες τους να ξεχωρίζουν, πομπώδη αρχιτεκτονήματα της ιταλικής κατοχής, ο ναός του Πυθίου Απόλλωνα στην κορυφή του λόφου να βάζει το όριο της ομορφιάς.
Εσύ όμως μόλις έφθασες στην πόλη σου. Σε λίγο θα έχεις ανέβει στο Μόντε Σμιθ και θα κοιτάζεις από ψηλά το περίγραμμα της ακτής, το Ενυδρείο, τα βουνά, απέναντι, της Ασίας της Μικράς.
Επιχειρώντας να μιλήσεις γι' αυτήν θα ανασύρεις παλιές λέξεις και σημάδια ανθεκτικά: Πύλη Θαλασσινή, San Francisco, Στάδιο του Διαγόρα, Παναγία του Kάστρου, Εβραϊκό Νεκροταφείο, Τραμπολίνο, Εκατό Χουρμαδιές, Ξενοδοχείο των Ρόδων, Υφάσματα — Αδελφοί Καμπουρόπουλοι.
Από ψηλά βλέπεις τα χρώματά της. Άσπρη, κόκκινη και γαλανή. Άσπρα τα ινδικά φούλια, κόκκινοι οι ιβίσκοι και γύρω γύρω το νερό.
Αισθάνεσαι την υφή της. Μαλακή σαν ζυμάρι και ταυτόχρονα σαν βράχος σκληρή. Ό ήλιος της όλα τα πλάθει και τους δίνει τα σχήματα που του αρέσουν ενώ οι αρχαίες πέτρες και τα κάστρα την κάνουν αγέρωχη στους δυνατούς ανέμους και στις καταιγίδες. Λες από μέσα σου ρυθμικά το σχολικό τραγουδάκι: «Του ήλιου νύμφη εσύ, του ήλιου νύμφη εσύ…».
Η πόλη σου είναι θερμή και υγρή. Μερικές φορές το καλοκαίρι, έτσι όπως την παρατηρείς, νομίζεις ότι βλέπεις μια μεγάλη χύτρα που βράζει. Εκείνες τις μέρες ξυπνάς αχάραγα για να τρέξεις στη θάλασσα. Στη «Μύτη». Η «Μύτη» είναι πάντα εκεί πρόθυμη και ωραία. Το μεσημέρι σε περιμένει η παμπάλαια αγραμυθιά στο Αρχαίο Στάδιο. Κάθεσαι κάτω από την πυκνή της σκιά με το βιβλίο σου. Λίγο πριν βραδιάσει, φτάνουν. Παίζουν ξανά το προγονικό παιχνίδι. Έχουν την ηλικία του πατέρα σου αλλά αυτός δεν είναι πια εκεί.
Η πόλη σου μυρίζει κρέμα παγωτό, παστέλι με σουσάμι, πανίνο φρεσκοψημένο. Ακολουθώντας τις μυρωδιές μπαινοβγαίνεις συνεχώς από τη νέα της πλευρά στην παλιά. Αργά περνάς την πύλη D` Amboise να συναντήσεις τα μεγάλα πλατάνια. Σε προκαλεί η πόλη σου, να κοιτάξεις ψηλά το Ρολόι, το Τριανταφυλλί Τζαμί μετά, να σταθείς μπροστά στο Παλάτι των Ιπποτών, να περπατήσεις στην οδό Σωκράτους, να φτάσεις στο Συντριβάνι. Η πορεία έξω από τα τείχη θα σε οδηγήσει στο Μανδράκι. Τα «Ελαφάκια», οι Μύλοι, ο Παλιός Φάρος που αναβοσβήνει, καΐκια και ιστιοφόρα που ένα ένα μπαίνουν στο μικρό λιμάνι. Καραβάκια που το πρωί θα ξεκινήσουν για τα κοντινά νησιά. Κάθεσαι στο πεζούλι του Τρούλου μέσα στη βουή, γίνεσαι μέρος του σκηνικού.
Η πόλη σου κρύβει μέσα της πολλά. Πίσω από τα τείχη, στα σοκάκια, κάτω από τη χρυσή της άμμο, είναι καταχωνιασμένα, πόνοι, βαθιές, ανεπούλωτες ρωγμές. Η πιο οδυνηρή είναι πολύ κοντινή. Έχει το όνομα ενός κοριτσιού. Το λες σαν προσευχή: Ελένη Τοπαλούδη. Ελένη Τοπαλούδη.
Δυσκολεύεσαι να μιλήσεις για την πόλη σου. Συλλαβίζεις λέξεις παλιές και σημάδια ανθεκτικά: Καζούλειο, Ακαδημία, Ακταίον, Άγιος Φανούριος, Βelvedere, Πανεπιστήμιο, Οδός Ιπποτών, Αρχαιολογικό Μουσείο, Μητρόπολη, Ορφανοτροφείο Θηλέων, Οδός των Δασκάλων, Δέντρο, Νέα Αγορά.
Ένας προορισμός είναι η πόλη σου. Τα μεγάλα της καλοκαίρια εκατομμύρια τουρίστες την περιδιαβαίνουν. Τότε όλα είναι λαμπερά. Φωτεινά ξενοδοχεία, ακριβά restaurant, εκκωφαντικές μουσικές, πολλών χιλιομέτρων πλαζ, όλα στοιβάζονται καλά. Τότε, κρύβεται η πόλη σου κάτω από τα σελοφάν και οι ατέλειες σπρώχνονται στα στενά. Περισσεύεις, δεν χωράς πουθενά. Φοβάσαι πως θα την χάσεις, σκαρφίζεσαι τρόπους για να την ξαναβρείς. Θυμάσαι το μητρικό παραμύθι. Γίνεσαι αίφνης ο Κοντορεβυθούλης και με τα ψίχουλα στην τσέπη φτιάχνεις τον δικό σου χάρτη.
Κι άλλους ξένους δέχεται η πόλη σου, όχι μόνο τους θερινούς. Ξένους όλων των καιρών. Χωνευτήρι ήταν από παλιά. Έτσι θέλεις ακόμα να τη σκέφτεσαι.
Η πόλη σου ήταν γεμάτη με νωχελικές γάτες, ελάφια τρυφερά, παγόνια με πανέμορφα, βασιλικά, φτερά. Πολλές φορές μέσα στα χρόνια το ξεχνά και γίνεται μαζί τους ανελέητη, κακιά.
Άλλες φορές βγάζει την ομορφιά της στη φόρα κι εσύ αποσβολωμένη την καμαρώνεις. Θέλεις να την ενσωματώσεις να γίνεις η ιερή μήτρα. Τρέχοντας θα κατέβεις τις μικρές κατηφόρες, θα προχωρήσεις ανάμεσα στα δέντρα και στις αρχαίες πέτρες. Σήμερα δεν έχει ομίχλη. Αριστερά σου τα βουνά φαίνονται ολοκάθαρα. Θα μπεις στο μικρό πάρκο με τους ιβίσκους. Θα το δεις άλλη μια φορά φρεσκοβαμμένο να σε ξεγελά, κλειστό και ερημωμένο. Το περίπτερό σου. Εφημερίδα και λεμονάδα μα.πο.λε. Θα σταθείς κάμποση ώρα απέναντί του. Πέτρινο κατά τόπους και περίτεχνο, εκθαμβωτικά ωραίο ακόμα κάτω από το υπεραιωνόβιο πλατάνι του. Θα το φωτογραφίσεις. Πού πάνε οι εφημερίδες όταν κλείσουν τα περίπτερα; Και όλοι εκείνοι που τα αγαπούν; Οι ρέκτες των περιπτέρων;
Η πόλη σου έχει θαμμένα, τον πιο πολύ καιρό, στις βαθιές της σπηλιές, ό,τι αγαπάς. Πρέπει να σκαλίσεις με τέχνη και να σκάψεις. Κάποτε τα βρίσκεις, αυτά φανερώνονται σαν ευλογία, και τότε η πόλη σου δεν είναι πια καρτ ποστάλ, γίνεται μια αληθινή γωνιά μέσα στον κόσμο.
Είναι πολύ δύσκολο όμως να μιλήσεις για την πόλη σου, να σταθείς σε ένα σημείο και να μιλήσεις. Φοβάσαι συνεχώς ότι θα πέσεις. Η πόλη σου άξαφνα γίνεται δυσδιάκριτη, χάνεται μέσα στους ατμούς της. Ξένη χώρα γίνεται, μητριά. Ευτυχώς που φυλάς καλά τις παλιές λέξεις και τα θερμά σημάδια. Ανοίγεις μαζί τους έναν δρόμο: Αρχαία, Ενόπλων Δυνάμεων, στο Νεκροταφείο / Παλατιόσχημες κατοικίες, Παλιά Πόλη, στο Μανδράκι / Πανεπιστήμιο, Belvedere, στο Ακταίον / Αλφαβητάρι, Καζούλειο, στην Ενόπλων Δυνάμεων / Άγιος Φανούριος, Τριανταφυλλί Τζαμί, στα Αρχαία / Πίνδου, Ακταίον, στο Νεκροταφείο / Καζούλειο, Παγωτό Στάνη, στα Υφάσματα —Αδελφοί Καμπουρόπουλοι / Άγιος Φανούριος, Ακταίον, στο Νεκροταφείο / οδός Πίνδου, στα Αρχαία, στα Αρχαία…