Τα βάσανα ή ο καημός

Λεπτομέρεια ωρολογιακού μηχανισμού του Δημήτρη Καλοκύρη
Λεπτομέρεια ωρολογιακού μηχανισμού του Δημήτρη Καλοκύρη

Οι λέξεις ‘βάσανο’ ή ‘καημός’ του έφερναν πάντα μια δυσφορική διάθεση που ταλαντωνόταν –όπως μπορείτε να μαντέψετε μεταξύ του στέρνου και του υπογαστρίου, όταν όμως αποφάσιζε να ξεκουραστεί, στεκόταν κάπου στο διάφραγμα.
Ώσπου, ένα απόγευμα, παρατηρώντας μια γερασμένη συκιά σκυμμένη από τη διαρκή βάσανο των ευβοϊκών ανέμων, σκέφτηκε ότι στο σώμα των ανθρώπων, η πορεία των βασάνων και των καημών είναι απολύτως ορατή.
Στην περιοχή φερ’ειπείν των οφθαλμών –για να αρχίσουμε από πάνω προς τα κάτω–, ο μεν καημός λούφαζε στις άκρες τους και διοχετευόταν στις πλαϊνές ρυτίδες, ενώ τα βάσανα κατοικούσαν τις κόρες.
Το ίδιο θα μπορούσε να ισχυριστεί για τα χείλια· ο καημός κατοικούσε στις γωνίες, ενώ τα βάσανα προτιμούσαν τις πτυχώσεις τής σαρκώδους περιοχής θολώνοντας καμιά φορά το περιθώριό της, ξεφεύγοντας προς το δέρμα μέσα σε αδιόρατες μικρές αύλακες. Και ο μεν καημός μετατοπιζόταν συνήθως προς τα πάνω και πλαγίως μεταμφιεσμένος σε χαμόγελο αυστηρά περιορισμένο στις παρειές και δη κάτω από την λιπώδη σφαίρα, καμιά φορά όμως σχημάτιζε δύο σχεδόν συμμετρικές αύλακες, μέσα από τις οποίες έρρεε προς τον τράχηλο και τις ωμοπλάτες· εκεί –και αν κατόρθωνε να τις σμιλεύσει συμμετρικά– τις καμπύλωνε προς τα πίσω, και στερεοποιούμενος ενσωματωνόταν σε ορισμένα περιστατικά και μεταβαλλόταν σε βάσανο· αν πάλι οι ωμοπλάτες τύχαινε να κυρτώσουν προς τα εμπρός, τότε σχημάτιζαν μια γέφυρα με τις γωνίες των ματιών συντροφεύοντάς τες.
Οι κλειδώσεις πάλι –σκέφτηκε– είχαν έναν απολύτως δικό τους τρόπο να κρατούν τα βάσανα· στο χρώμα τους, στην καμπυλότητα, στην αρθριτική τους παραδοχή, τα άφηναν να φωλιάζουν κάτω από τον αντίχειρα και να παίρνουν τη θέρμη του και να σπρώχνουν τις μικρές φλέβες γύρω τους. Αντίθετα, όταν οι καημοί κατοικούν τα χέρια, προτιμούν την παλάμη και μένουν συνήθως αθέατοι μέσα στις γραμμές της, τις οποίες και βαθαίνουν συν τω χρόνω εναποθέτοντας μέσα τους μια πολύστοιβη κοκκινωπή ευαισθησία.
Στην σπονδυλική στήλη πάλι, τα βάσανα και ο καημός αναγκαζόταν να συνυπάρξουν, την αγκάλιαζαν σαν αναρριχητικό φυτό, διοχετεύοντας τους χυμούς τους προς το έδαφος της λεκάνης, προκαλώντας παράξενους πόνους που με τη σειρά τους απλωνόταν στην περιοχή των ποδιών, μέχρι κάτω μακριά στα πέλματα..
Βέβαια, αν το βλέμμα και τα λόγια μας είναι περιοχές του σώματός μας, τότε πρέπει να αναφέρουμε και τον τρόπο με τον οποίο προσήλωνε το βλέμμα του στα ρολόγια· ή, καλύτερα, τον τρόπο με τον οποίο η εικόνα των ρολογιών έμπαινε στα μάτια του. όταν δηλαδή κρατούσαν όλα τους τα ψηφία ορατά ή τα διέχεαν στη σκέψη του και τα ακουμπούσαν στον καημό του, ακριβώς διότι αυτός σκαρφάλωνε και ξάπλωνε σε όλες τις ώρες της ημέρας. Στις περιπτώσεις που είχαν λατινικούς αριθμούς και εκκρεμές, ο καημός του βάθαινε· όχι –όπως ανακάλυψε– γιατί ο ήχος ή τα σχήματα τον επηρέαζαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αλλά διότι τα εκκρεμή, ωραία και μπρούτζινα άνθιζαν συνήθως μπροστά από κιγκλιδώματα εκκλησιών δίπλα σε λεμονίτσες ή νεραντζιές στις πλατείες των μικρών πόλεων. Οι μυρωδιές μαζί με τον αέρα, που όπως όλοι ξέρουμε είναι πυκνότερος και ταυτοχρόνως πιο ελαφρός στην επαρχία, κάναν τον καημό του να βαθαίνει μεν, αλλά να βγαίνει στην επιφάνεια ταυτοχρόνως με περίεργα τρυκ, εξαερούμενος φερ’ειπειν σ’ έναν βαθύ αναστεναγμό, κολλημένος ίσως στα θραύσματα μιας παλιας μελωδίας, πάνω σ’ ένα λεμονάκι, ένα κύμα, ή ένα δυό τραγουδισμένα χελιδόνια.
Την ίδια στιγμή τα βάσανά του, ένωναν κοντινά ή απομακρυσμένα σημεία τού χρόνου, τα οποία συνέτασσαν σε εικόνες συνήθως καθαρές και συνήθως γεμάτες τεκταινόμενα. Καταλαβαίνετε βέβαια ότι τα τεκταινόμενα είχαν πάντοτε ήχο, θυμόταν την χροιά μιας φωνής ή τον μεταλλικό θόρυβο μιας πτώσης, το χρρ του ψαξίματος, θροϊσματα φορεμάτων κ.ο.κ, ενώ οι καημοί του ήταν τελείως άηχοι, τα πρόσωπα που ανασύρονταν δεν μιλούσαν, ούτε κινιόντουσαν, μια σειρά δηλαδή ασύνδετες θα λέγαμε φωτογραφίες σπρωγμένες βαθιά στη μνήμη στο χρόνο και στον ορίζοντα, πίσω από τους πρόσφατους λόφους και τους διάμεσους αμπελώνες.

Κατάλαβε έτσι ότι τα βάσανα και ο καημός είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα, φτιαγμένα από την ίδια οδύνη, προορισμένα τα μεν βάσανα να σμιλεύουν το πρόσωπο και να εμφανίζονται πάνω στο σώμα μας, ο δε καημός να διαχέεται στα σπλάγχνα, να αποχρωματίζει τις ελπίδες μας, να υποστρέφει τις επιθυμίες μας και να στερεί τις κινήσεις μας από το νόημά τους.

Αν δε, όπως είπαμε, παραδεχτούμε ότι και τα λόγια μας είναι κομμάτι του σώματός μας θα δείτε ότι όταν ο καημός αποφασίσει να εμφανιστεί και να συμπράξει με τα βάσανα, το κεφάλι και οι βραχίονες παίρνουν στενάχωρη στάση και παράγονται μικρές προτάσεις χωρίς αιτιώδη σύνδεση, αλλά με υπαρκτή μουσικότητα, κάτι δηλαδή σαν αναφιλητό· πώς λέμε ότι η λύπη και η θλίψη, συνεννοήθηκαν πολύ νωρίς, να ανταλλάζουν μεταξύ τους, τα ύψιλον τα ήτα και τα ιώτα, στο μακρύ λυγμώδες ήσυχο τραγούδι τους.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: