Πήραμε τη ζωή μας·
Φίλοι χρόνια οι δυο τους, κάποια στιγμή φιλοξενήθηκαν στο σπίτι ενός κοινού γνωστού, κι έπρεπε να κοιμηθούν στο ίδιο δωμάτιο. Εκείνη φόρεσε το νυχτικό της στο μπάνιο. Όταν επέστρεψε στο δωμάτιο τον πέτυχε να ξεντύνεται για να φορέσει τις πιτζάμες του. Απέστρεψε γρήγορα το βλέμμα, ωστόσο πρόλαβε να δει ότι εκείνος είχε ένα τρίτο χέρι, που ξεκινούσε -όπως και το κανονικό- από τον δεξί του ώμο, δεμένο με επίδεσμο στο πλευρό. Εκείνος δεν κατάλαβε ότι τον είχε δει· καληνυχτίστηκαν και έσβησαν το φως ξαπλώνοντας ο καθένας στο κρεβάτι του.
Την άλλη μέρα, καθώς έτρωγαν πρωινό με τους υπόλοιπους, εκείνη έγειρε προς το μέρος του και είπε χαμηλόφωνα:
— Το είδα. Χθες βράδυ χωρίς να το θέλω είδα το τρίτο σου χέρι. Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ όλη νύχτα. Να έχεις ένα τρίτο χέρι και να μου το κρύβεις! Γιατί δε μου είπες τίποτα τόσα χρόνια, εξήγησέ μου!
Την κοίταξε για μια στιγμή, ύστερα γύρισε το βλέμμα στο πιάτο του.
— Δεν είχα αυτό το χέρι μια ζωή, είπε, προσέχοντας να μην ακούσουν οι γύρω. Αυτό το χέρι φύτρωσε τον δεύτερο χρόνο της φιλίας μας. Είναι το χέρι που έγραψε το βιβλίο μου ενώ είμαι ατάλαντος, το χέρι που κάνει το σταυρό του ενώ είμαι άθεος, το χέρι που θα σου φορούσε στα μαλλιά ένα αγκάθινο στεφάνι, αν δεν το είχα σφιχτά δεμένο πάνω στο δεξί μου πλευρό.
Και συνέχισε να τρώει το πρωινό του και να ρουφάει με θόρυβο τον ζεστό του καφέ.
Κατερίνα Αγυιώτη
Ιστορία ενός σχολείου
«Πήραμε τη ζωή μας· την κρατάμε στα χέρια μας». Έτσι είπε η δασκάλα μας τη μέρα που άνοιξε το σχολείο, το πρώτο σχολείο για κορίτσια στην επαρχία μας. «Κι αν σας απειλήσουν, εσείς μη φοβηθείτε». Έτσι είπε η δασκάλα μας πριν αρχίσουμε το πρώτο μάθημα. Η δασκάλα μας. Είκοσι χρονών με μαύρα μαλλιά και πρόσωπο κατάλευκο σαν κρινάκι. Ένα πρωί του χειμώνα τη βρήκαμε κρεμασμένη έξω απ’ το σχολείο, στο μεγάλο δέντρο που μας άρεσε να στολίζουμε με πολύχρωμες κορδέλες. Στο στήθος της είχαν κρεμάσει ένα χαρτόνι που έλεγε «αυτά θα πάθουν όσες ξανάρθουν εδώ». Το σχολείο από τότε δεν ξανάνοιξε. Τώρα μένουμε σπίτι, κεντάμε, καθαρίζουμε τα ζώα, πλένουμε τις αυλές. Καμιά φορά σηκώνουμε τα μάτια προς τα εκεί που ήταν το σχολείο μας και κλαίμε κρυφά.
Άννα Γρίβα
Μεγάλη ιδέα
Άντε, πάμε, κουνήσου, off you go, που θα ’λεγε και η κόρη του, off he goes, λίγο αργά, προσεκτικά, να μη γλιστρήσει στο πλακόστρωτο. Τακούνια που χτυπούν στις πλάκες· οι μασημένοι λαστιχένιοι ήχοι των πολυφορεμένων παπουτσιών. Τρυπώνει σε μικρές παρέες, άγνωστοι που περπατούν σχεδόν αφηρημένοι, προσπερνάει σακάκια αυλακωμένα απ’ τις ριπές της βροχής. Πρόσεχε μη γλιστρήσεις. Πώς μοιάζει άραγε όταν περπατάει; Είχε σκεφτεί πολλές φορές την εικόνα που μετέδιδε ως σκιέρ των μικρών αποστάσεων – της κοινής, κοινότοπης ζωής. Ένας ατσούμπαλος καθηγητής με αυστηρό δρομολόγιο –εκτός Σαββάτου και Κυριακής– σπίτι-σχολή-σπίτι, ένας σκιέρ στον αυτόματο, που ωστόσο πατινάρει στο όριο του ατυχήματος. Κάθε φορά που είναι σε υπερένταση τα άκρα του λυγίζουν. Τα κόκαλα που λιώνουν.
Εύπλαστες, επίπλαστες, ξεβιδωμένες αρθρώσεις. Τώρα που το ξανασκέφτεται: ίσως όταν περπατάει να θυμίζει έναν τρυφηλό λόγιο χίπη. Πόσες αντιφάσεις πια; Όμως πώς φαίνεται άραγε όταν αρχίζει να τρέχει, για να προφτάσει, ας πούμε, κάποιον – ή κάτιεκείνοκάτι; Είχε βρεθεί αθόρυβα, χωρίς να το καταλάβει, στη λεκάνη της ερπετοειδούς ραχοκοκαλιάς που είχε γίνει η πομπή προς τον τάφο, μικρά χάσματα εδώ κι εκεί, το θηρίο λαβώθηκε, το θηρίο ματώνει, το φέρετρο που χάνεται ανάμεσα στα πεύκα. Πήραμε τη ζωή μας˙ και πώς την πήραμε δηλαδή; Παρατηρεί ότι τα δέντρα ολόγυρα έχουν μια αλκαλική επίστρωση, πράσινο μεταλλικό, το πράσινο της οβίδας. Ίσως να μοιάζει με ανθρωπόμορφο διαβήτη, με μυτερή προεξοχή και επάνω βιδωμένη μια νεκροκεφαλή. Και στο κεφάλι ένα ημίψηλο καπέλο. Σαν σκελετός-χορευταράς σε μιούζικαλ της Ντίσνεϊ. Μα σα μεγάλη ιδέα δεν έχεις για τον εαυτό σου;
Λευτέρης Καλοσπύρος
Μεσοπέλαγα
Κέρδισα τον Ψυχοπομπό στα ζάρια, τον κέρασα γλυκόπιοτο κρασί, του χάρισα ένα καύκαλο χελώνας για καλόπιασμα κι άρχισα να του διηγούμαι ιστορίες, ώσπου αφέθηκε και ήρθε, χωρίς να σκέφτεται αποστολές σε εκκρεμότητα, όπως να οδηγεί στον Άδη τις ψυχές, μαζί και τη δική μου ή άλλες αναθέσεις των Ολύμπιων, ενίοτε και βρόμικες.
Τον καλωσόρισα στο όνειρο και τον οδήγησα στο τρίστρατο του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, κι εκεί ο αλεξίκακος και αγαθών δωτήρ, αφού του υποσχέθηκα πως θα ξεγράψω τον Διόνυσο και τον Απόλλωνα, μου έμαθε να καταλύω όρια, να τα συνθέτω απ’ την αρχή.
Αντάμα περπατήσαμε στου Κρόνου τα χωράφια και πήραμε, αγκαλιά πήραμε τη ζωή μας˙ την πήραμε μια τρυφερή αγκαλιά, την κανακέψαμε, τη νανουρίσαμε να αντέξει το ταξίδι μες στη μνήμη, απ’ τη ζωή στον θάνατο και αντιστρόφως, απ’ το σκοτάδι προς το φως κι αλλιώς, κι αφού χορτάσαμε αναδρομές, θύμησες κι απολογισμούς, σαλπάραμε.
Είμαστε ακόμα μεσοπέλαγα. Λέμε να μείνουμε εδώ.
Καίτη Στεφανάκη