Φωνάζω τ’ όνομά σου. Δεν ανταποκρίνεσαι.
Καρφώνω το βλέμμα μου απάνω σου
και συ κοιτάζεις μακριά.
Ύστερα σου μιλώ για τα παλιά
τις λατρεμένες αταξίες σου
για τότε που υπηρετούσες την πατρίδα
την μεγάλη σου την κόρη που σου μοιάζει
και την μικρή που όλο σε περιμένει.
Στημένος πλάι στο κρεβάτι μου
απαξιοίς την αγωνία μου
χάρτινος, τόσο χάρτινος
έγκλειστος μέσα
στην κορνίζα σου την ασημένια.
Το κράνος & άλλα ποιήματα
Απαξίωση
Το κράνος
Στο κρύο σού φορούσα πάντοτε έναν σκούφο να προστατεύει τα αφτιά σου. Κόκκινο, κατά προτίμηση, μια κι ήσουνα φανατικός Ολυμπιακός. Έτρεχες πάντα να προλάβεις την ζωή σου, σα να ‘ξερες πώς θα σου την στερούσαν.
Στο Ψυχιατρείο σου έλυνες πάντα τα προβλήματα των άλλων κι ας ήταν άλυτα τα δικά σου.
Φορούσε κράνος; με ρώτησαν στην αστυνομία. Ναι, πάντα τού φορούσα σκούφο, μπέρδεψα τα λόγια μου.
Ήταν Δευτέρα ξημερώματα. Δευτέρα κι ο πατέρας κι ο αδερφός μου.
Ευτυχώς, έτσι θα πάρετε μεγαλύτερη αποζημίωση, απεφάνθη ο αστυνόμος.
Ευτυχώς, μονολόγησα κι εγώ, ευτυχώς!
Χαλκίδα
«Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν»
Η λατρεμένη σου φωνή. Άξιον εστί. Χαλκίδα.
Πέρασαν χρόνια, κι ήρθε η συντέλεια του καιρού.
Ποιος μου ‘χε πει να μην φοβάμαι τον Απρίλη;
Ποιος μου ‘χε πει να μην φοβάμαι τις Δευτέρες;
Τα νερά του Ευρίπου έρχονται και φεύγουν.
Μια άρνηση και μια υπόσχεση.
Μα εσύ επιμένεις, σταθερός στην απουσία σου.
Αλλοίμονο! κι ούτε ζωή ν’ αλλάξουμε μπορούμε
ίσως και να μη θέλουμε.
Όμως τα αίματα, τα αίματα της αγάπης σου
για πάντα θα με πορφυρώνουν.