Παλιά, ο θάνατος φορούσε κοστούμι και είχε μαύρα μαλλιά. Ήταν νέος με ωραία μαύρα γυαλιστερά μαλλιά. Τώρα εδώ, είναι άλλος, θες να είναι άλλος, και είναι ίδιος. Ο θάνατος.
Κι εσύ άλλη είσαι, άλλη, αλλά ίδια, τόσο ίδια σαν τον θάνατο που τον έλεγες «πατέρα». Τότε παλιά.
Σήμερα, στην πορτοκαλί καρέκλα του νοσοκομείου, καθιστή ταχτοποιείς τα μέλη σου, το οξυγόνο κυλάει ακόμα μέσα τους, κινούνται, τα ταχτοποιείς. Απέναντι, ο καινούργιος θάνατος περιμένει.
Δεν τον λένε «πατέρα», είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι σκεπασμένος με λευκό σεντόνι και έχει μπαμπάκια στο στόμα και οι τοίχοι είναι λευκοί και οι ποδιές των γιατρών και εκείνες των νοσοκόμων είναι λευκές, ενώ όλα είναι μαύρα, μόνο μαύρα.
Δεν αγαπούσες ποτέ το λευκό και τώρα που είναι όλα λευκά νιώθεις γυμνή, εκτεθειμένη καθισμένη στην πορτοκαλί καρέκλα, κοιτώντας το θάνατο σκεπασμένο με το μαύρο σεντόνι το λευκό και με τα μπαμπάκια στο στόμα, χωρίς δόντια γιατί φορούσε μασέλα, καλύτερα όμως, γιατί έτσι κι αλλιώς τα δόντια δεν λιώνουν στο χώμα.
Δεν κλαις, θέλεις να κλάψεις αλλά η πορτοκαλί καρέκλα σε έχει καταπιεί και είσαι μισός άνθρωπος μισός καρέκλα και το πλαστικό είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού και οι νευρώνες δεν δίνουν σήμα να αναβλύσει η θλίψη, και εκείνη συσσωρεύεται και φουσκώνει, αλλά δεν πειράζει γιατί μέσα σου δεν δουλεύει τίποτα. Αυτήν τη φορά, τον καινούργιο θάνατο μπορείς να τον κοιτάς στα μάτια, δεν τον λένε «πατέρα», δεν είναι ο πατέρας. Είναι ο Σχοινοβάτης, σε κατάλαβε αμέσως, οι τσιρκολάνοι αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον, έγινες θετός του σπόρος, «όλη μας η ζωή, ένα τεντωμένο σχοινί», σ’ έμαθε να ακροβατείς, ήταν από τους παλιούς, «μη γελάς μπροστά τους» έλεγε, «οι σχοινοβάτες πρέπει να δείχνουν σοβαροί, αλλιώς τους λένε απατεώνες».
Ναι, αυτόν τον καινούργιο θάνατο μπορείς να τον κοιτάς στα μάτια, δεν θες να φοβάσαι, λες ότι δεν φοβάσαι, ψέματα λες, τρέμεις, έχεις κλειστοφοβία και το χώμα φέρνει ασφυξία και ίσως δεν φοβάσαι αλλά ο αέρας σού τελείωσε και παθαίνεις πανικό.
Οι νοσοκόμες πετάνε στα σκουπίδια ένα-ένα τα καλώδια και τα σωληνάκια που κρέμονταν από το σώμα του, που είχαν τρυπήσει το σώμα του. Μια τεράστια πράσινη σακούλα, καταπίνει σύριγγες, μπουκάλια, συσκευές ορού, βελόνες, κι άλλες βελόνες, ρολά κουζίνας, πλαστικά πιάτα αυτά δεν λιώνουν, πρέπει να καούν αλλιώς θα υπάρχουν για πάντα, ωραία, δεν θες να υπάρχεις για πάντα και προσεύχεσαι για το πάντα, να είσαι για πάντα. Είσαι μισός άνθρωπος, μισός καρέκλα, πορτοκαλί καρέκλα, είσαι χαρούμενη που είσαι καρέκλα. Η ορθοστασία πάντα σε κούραζε, εκείνον δεν τον κούραζε.
Δεν σε παίρνει κανείς να σε βάλει στην πράσινη σακούλα, δεν χωράς, τι καλά, μπορείς να τον κοιτάς σκεπασμένο με το λευκό σεντόνι και τα μπαμπάκια στο στόμα και να θυμάσαι και εντάξει ήταν μεγάλος σε ηλικία, όχι πολύ μεγάλος δηλαδή, αλλά εντάξει, έζησε κάμποσο, σκέφτεσαι ότι έζησε λίγο. Ένα μικρό κομμάτι του έζησε, αυτό ναι, αυτό είναι αλήθεια, μόνο ένα μικρό κομμάτι του. Η καρδιά του έζησε, το συκώτι, το στομάχι, τα πνευμόνια, όχι πολύ τα πνευμόνια γιατί είχε άσθμα, τα πόδια του, πολύ τα πόδια του γιατί περπατούσε πρωί-απόγευμα, λίγο από τον εγκέφαλό του, πολύ από την ψυχή του, λίγο, πολύ λίγο από τις ορμόνες της ευτυχίας…
Ένα μικρό κομμάτι του μεγάλωσε, ενηλικιώθηκε, έφτασε στο γήρας, τα άλλα τα σκότωσαν νωρίς, όταν ήταν παιδί, έχεις πάνω από τα μισά του χρόνια…
Εσύ; Προλαβαίνεις; Πόση από σένα θα ενηλικιωθεί; Εκείνος δεν πρόλαβε, μπορεί κι εσύ να μην τα καταφέρεις ποτέ. Μπορεί και όχι. Έχεις αλλάξει, δεν είσαι ίδια, ή μήπως είσαι τόσο ίδια, όσο και μια άλλη;
Παλιά, όταν ο θάνατος είχε μαύρα μαλλιά ρωτούσες «γιατί», σαν παιδί, ρωτούσες με νάζι, δάκρυα αυτολύπησης, εσένα ρωτούσες, σ’ εσένα απαντούσες, μπορεί και να χαιρόσουν λίγο, ήσουν νέα, πολύ νέα, ο χρόνος είχε πλατιά λάμα, κομμάτιαζε το θάνατο κρατούσε βαριά βιβλία φιλοσοφίας, τον έκλεινες στο υπόγειο, τον ξεχνούσες. Έχεις παραπάνω από τα μισά χρόνια από τον θάνατο με τα γκρίζα μαλλιά, εκείνον που είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι απέναντι, σκεπασμένος με το άσπρο σεντόνι που είναι μαύρο.
Αυτή τη φορά, δεν χάρηκες καθόλου, το μικρό παιδί τσιρίζει πάνω από το βάζο που έγινε θρύψαλα, να γίνει όπως πριν, με τις παιδικές στριγκλιές του τα θραύσματα θα ενωθούν, να γίνει το βάζο όπως πριν, δεν γίνεται να μη γίνει πάλι όπως πριν, όλα γίνονται όπως πριν, η μαμά θα τα κάνει βάζο, δεν υπάρχει κάτι που δεν μπορεί η μαμά, δεν υπάρχει «δεν γίνεται», όλα γίνονται, δεν τελειώνουν, γιατί δεν το θέλει το μικρό παιδί, θέλει το βάζο να ξαναγίνει ολόκληρο και διάφανο και να το γεμίσουν με λουλούδια και νερό.
Τσιρίζεις αλλά είσαι άνθρωπος-καρέκλα δεν ακούγεσαι, να γίνει πάλι όπως πριν, να σηκωθεί από το λευκό κρεβάτι, να πάει σπίτι του, να εξαχνωθεί αυτός ο χρόνος, να διπλωθεί προς τα πίσω αυτός ο χρόνος, να ξεκινήσει από την αρχή, τότε που ήταν όρθιος και είχε άσθμα και περπατούσε πολύ και δεν είχε κιτρινίσει από τον ίκτερο και το πάγκρεας δούλευε και δεν ήταν φαΐ για τα σκουλήκια.
Ο θάνατος φοράει πάλι κουστούμι, τώρα έχει γκρίζα μαλλιά. Γερασμένα μαλλιά. Στο νεκροταφείο δεν έχεις πορτοκαλί καρέκλα, στέκεσαι μακριά από τη χήρα, δεν σου αρέσει η ορθοστασία, στέκεσαι. Έβαλαν κι άλλα μπαμπάκια στο στόμα, πάρα πολλά, σου έρχεται να γελάσεις, το πτώμα έχει μάγουλα φουσκωμένα, εκείνος, ο Σχοινοβάτης, μοιάζει με πρησμένη κούκλα, τόσα μπαμπάκια! Θες να γελάσεις.
Η χήρα σπαράζει, ο καλύτερός του φίλος τσιγκουνεύτηκε το στεφάνι, θα τον περιποιηθεί αυτή μετά στην ψαρόσουπα. Θες να γελάσεις.
Ο παπάς αρπάζει τα λεφτά, τα χώνει στο ράσο, και κοιτά ευλαβικά προς τον ουρανό. Γελάς.
Γελάς δυνατά, χωρίς σταματημό, όλο και πιο δυνατά, γελάς μέχρι δακρύων.
Σε κοιτάνε όλοι.