Ι
Η κορνίζα σου
ανοίγει
ένα μικρό παράθυρο στο ράφι.
Η προβλήτα στο βάθος – τα σπίτια – ολόκληρη η πόλη
ξεθωριάζουν τριγύρω.
Ενώ κινείσαι με γυρισμένη πλάτη
στρέφεις εδώ
το κεφάλι.
Χαμογελάς στη Στιγμή
– άραγε διακρίνεις, την ειρωνεία στο βλέμμα;
Σημεία αποχαιρετισμού
άναρχα σκορπισμένα σε έναν
περιβάλλοντα χώρο
αλλοιωμένο, απομονωμένο
στην ορθογώνια αποτύπωση της εικόνας σου.
Εξωφρενικά ακίνητη
αντιστέκεσαι
στον χρόνο που τρέχει
προς τη διαρκή αφήγηση της ιστορίας.
– Έχεις δίκιο για τα ρούχα
κρέμονται στην αιώνια χώρα
φθείρονται από το τίποτα
αγωνιούν για ένα άγγιγμα. Η φροντίδα
εικάζει πολυτέλεια
στο υφασμάτινο ριχτό σώμα τους.
Παγιδεύω τα σκεπάσματα κάτω απ’ το στρώμα
να σε τυλίξει η μητρική ασφάλεια του ύπνου.
ΙΙ
Ενετικό κάστρο
θωρακισμένος ο κόσμος σου
σε μεσογειακά παράλια
στο ανελέητο φως
είναι αδύνατο να μείνεις αόρατος.
ΙII
Ονειρεύτηκα
την επονομαζόμενη
τελευταία κατοικία.
Την όριζε ένας μακρύς υπαίθριος διάδρομος
ελαφρά σκαμμένη γη
έμοιαζε
σα να έχεις κατέβει δυο τρία σκαλιά
– πλησίασα
αυτό το λευκό παγωμένο υλικό
συμπαγές, βαρύ, προκλητικά αιωνόβιο.
Ξύπνησα με την απορία
αν είσαι καλά
η ανάσα μου
κοβόταν και άρχισα να βήχω.
Μάλλον συνέχισα να ονειρεύομαι
γιατί ανάμεσα στη ζάλη
ένιωσα να κουλουριάζομαι στον χωματένιο διάδρομο
και μια αλμυρή βροχή να βυθίζει το σώμα μου
στη μυρμηγκότρυπά σου.
IV
Πολλά μαζί
έρχονται.
Η αίσθηση του οργωμένου εδάφους
ελαφρώς νοτισμένο και ανάλαφρο
χρωματίζει τα νύχια.
Ο αέρας σκορπίζει το χώμα
μαυρίζει την όραση, στρέφει
το πρόσωπό σου.
Γυρνάς προς τα εμάς
τολμώ να πω
είμαστε το κοινό σου.
Δεν μπορείς να μιλήσεις όμως
τα μάτια σου τρέμουν
υπονοούν μια υπόκωφη κραυγή
αρχίζουν ν’ ανοιγοκλείνουν.
Σε κάθε βλεφάρισμα
η χάρτινη εικόνα σου
σχίζεται.
Το μελάνι δακρύζει
κουκκίδα κουκκίδα παρασέρνει
ό,τι
θυμάμαι από εσένα.