Η άραχνη θηλιά

Η άραχνη θηλιά

( Ο  Ι  Κ  Ο  Γ  Ε  Ν  Ε  Ι  Α  Κ  Η   Ρ  Ι  Ζ  Α   9 )



Η Ζα­χα­ρού­λα Σταύ­ρου Κα­λο­γε­ρή πα­ντρεύ­τη­κε τον Γιώρ­γο Ιω­άν­νου Θα­νά­σου­λα, ένα ευ­θύ παι­δί, δί­χως βιός, ερ­γά­τη γης από την Ερα­τει­νή, μα με πα­νέ­μορ­φες πα­λά­μες και θε­ό­ρα­τες πλά­τες, σε γά­μο που τέ­λε­σε ο πα­τέ­ρας της στον Άγιο Νι­κό­λαο και με κα­λε­σμέ­νους από τρία χω­ριά. Η Μυρ­σί­νη εί­χε μό­λις πα­ντρευ­τεί κι ήταν έγκυος στον Ευ­τύ­χη της, η κοι­λιά της ήταν μυ­τε­ρή και σε κά­θε αλ­λη­λού­ια έμοια­ζε να πάλ­λε­ται σαν τα­μπούρ­λο, λες κι έψελ­νε το έμ­βρυο το Μέ­γα Αλ­λη­λου­λά­ριον του Αγί­ου Ιω­άν­νη του Δα­μα­σκη­νού. Η Αν­θού­λα, που φό­ρα­γε ακό­μη σο­σό­νια γυ­ρι­στά, έβα­λε στο γά­μο τα επί­ση­μα σκαρ­πί­νια της κι ένα φου­ρό από ιβουάρ πο­πλί­να, σχε­δόν έτοι­μη δε­σποι­νίς, ενώ ο Κων­στα­ντί­νος, που μό­λις ξε­κί­να­γε τό­τε το σχο­λειό, έβα­λε την ίδια γρα­βά­τα που φο­ρού­σε και στην ομα­δι­κή φω­το­γρα­φία του αγια­σμού, όπου χώ­ρε­σαν όλες οι τά­ξεις πα­ρα­ταγ­μέ­νες κά­τω από τον πλά­τα­νο κι ο δά­σκα­λος πό­ζα­ρε κα­θι­στός σε μια κα­ρέ­κλα στη μέ­ση της θά­λασ­σας των τριά­ντα τριών αγο­ριών και των σα­ρά­ντα πέ­ντε κο­ρι­τσιών, ελα­φρά μει­διών κά­τω από τον κε­ρω­μέ­νο του μύ­στα­κα ώστε να φαί­νε­ται έως κι ένας χρυ­σω­μέ­νος γομ­φί­ος και με το κα­βου­ρά­κι του ανά χεί­ρας. Τα αδέρ­φια γί­νη­καν και τα δυο πα­ρα­νυ­φά­κια, πα­ρά την εντυ­πω­σια­κή υψο­με­τρι­κή τους δια­φο­ρά. Αρ­κού­σε που οι λα­μπά­δες που βα­στού­σαν ήταν ισο­ϋ­ψείς, χυ­μέ­νες σε κη­ρο­ποιείο ει­δι­κώς για την πε­ρί­στα­ση. Η Ζα­χα­ρού­λα κα­θό­λου δεν αι­σθα­νό­ταν έτοι­μη για πα­ντρειές –μι­κρό κο­ρί­τσι και η ίδια ακό­μη– μα την πί­ε­ζε η μά­να της και οι θειά­δες της να ξε­μπερ­δεύ­ει πριν γε­ρο­ντο­κο­ριά­σει για τα κα­λά. Αρ­χι­κώς οι νιό­πα­ντροι πή­γαν να μεί­νουν σε ένα χα­μό­σπι­το που αντί για πά­τω­μα εί­χε πα­τη­μέ­νο χώ­μα, στην άκρια του χω­ριού, ιδιο­κτη­σί­ας Γιανν­δού­ση, κα­τά πως εκεί­νος, άκλη­ρος και μπε­κιά­ρης γαρ, βρέ­θη­κε από τους χω­ρια­νούς λί­γους μή­νες πριν το γά­μο, με τη γλώσ­σα δα­γκω­μέ­νη, νε­κρός ανά­με­σα στα πρό­βα­τα. Εκεί, στου Γιανν­δού­ση το πα­ρα­στρού­γκι, έφτια­ξαν εκ θε­με­λί­ων την οι­κο­γε­νεια­κή ρί­ζα 9 που δεν έμελ­λε να δώ­σει πα­ρα­κλά­δια. Και δεν έφται­γε για τού­το κα­θό­λου το προ­ξε­νιό κα­θώς, κι εκεί­νης της κα­λά­ρε­σε ο Θα­νά­σου­λας –ένα ταυ­ρί τον βρή­κε στο κρε­βά­τι με χέ­ρια σαν άρο­τρα και πό­δια αγριε­λιές– κι εκεί­νος την αγά­πη­σε και την φρό­ντι­ζε εξ αρ­χής κι ήταν δου­λευ­τα­ράς κι άξιος κα­θώς μα­στό­ρευε διαρ­κώς ακό­μη κι όταν δε δού­λευε στο αγρο­τε­μά­χιο που έλα­βαν προί­κα από τον πα­πα-Σταύ­ρο και το οποίο ήταν αρ­κε­τά γό­νι­μο αν και με κά­ποιους βρά­χους εδώ κι εκεί και πά­νω σε πλα­γιά με ελα­φρά κλί­ση. Το χω­ρά­φι εκεί­νο τους έδι­νε σι­τη­ρά για χρό­νια και σι­γά σι­γά από­κτη­σαν και συ­ντη­ρού­σαν σχε­δόν σα­ρά­ντα πρό­βα­τα και δυο γε­λά­δια, έκα­μαν προ­κο­πή. Πα­ρό­λα αυ­τά, έφται­γε η τύ­χη, έφται­γε ο με­γα­λο­δύ­να­μος, έφται­γε ο άντρας της, έφται­γε εκεί­νη, δεν κα­τά­φε­ρε πο­τέ να ευ­λο­γη­θεί με καρ­πόν κοι­λί­ας. Αντ’ αυ­τού κά­θε δυο χρό­νια πα­ρου­σί­α­ζε ανε­μο­γκά­στρια που εί­χαν όλα τα ση­μά­δια της εγκυ­μο­σύ­νης, διαρ­κού­σαν εν­νιά μή­νες ακρι­βώς και κα­τά τη διάρ­κειά τους μι­λού­σε με το υπο­τι­θέ­με­νο έμ­βρυο κα­θώς χάι­δευε και κα­νά­κευε την κοι­λιά της, απέ­φευ­γε να ση­κώ­νει βά­ρη, εί­χε διά­φο­ρες γκα­στριές για όλων των ει­δών τα πα­στω­μέ­να τρό­φι­μα και μιαν ακό­ρε­στη όρε­ξη για τον ασβέ­στη που τον έξυ­νε με το νύ­χι από τη μά­ντρα τους και τον κα­τά­πι­νε αμά­ση­το. Την πρώ­τη φο­ρά, μό­λις έκλει­σε 36 εβδο­μά­δες, εμ­φά­νι­σε φα­ντα­στι­κές ωδί­νες που δι­ήρ­κη­σαν σχε­δόν ένα με­ρό­νυ­χτο οπό­τε κι ο άντρας της ανα­γκά­στη­κε να φέ­ρει τη μα­μή κα­θώς κοι­λο­πο­νού­σε ακρι­βώς σα να ήταν ετοι­μό­γεν­νη· έβρα­σαν νε­ρά, έστρω­σαν λι­νά σε­ντό­νια και πε­ρί­με­ναν με μια σκά­φη τον το­κε­τό. Κα­τά τα χα­ρά­μα­τα της επο­μέ­νης που έπαυ­σαν οι ωδί­νες στα σε­ντό­νια δε εί­χε βγει πα­ρά μια πη­χτή, πρά­σι­νη βλέν­να δί­χως κα­θό­λου αί­μα, η κοι­λιά της εί­χε ξε­φου­σκώ­σει από­το­μα με έναν ήχο σαν βρά­χου που απο­κό­πτε­ται απ’ τον σει­σμό, το χρώ­μα εί­χε επι­στρέ­ψει στα μά­γου­λά της μα μια λε­πτή κλω­στή φά­νη­κε να σπά­ει για τα κα­λά μέ­σα στο μυα­λό της κα­θώς γύ­ρι­σε κι εί­πε στη μα­μή πως γέν­νη­σε επι­τέ­λους τον Άνε­μο του Χιο­νιά και να της τον φέ­ρει να τον θη­λά­σει. Με­τά το δεύ­τε­ρο ανε­μο­γκά­στρι, αφού επα­να­λή­φθη­καν τα πά­ντα με ανα­τρι­χια­στι­κή ακρί­βεια κι ο άντρας της αι­σθα­νό­ταν από­λυ­τη απελ­πι­σία, η Ζα­χα­ρού­λα τον κα­θη­σύ­χα­σε και τον δια­βε­βαί­ω­σε ότι γέν­νη­σε μό­λις το Γλυ­φό Νε­ρό. Και πή­γαι­νε έτσι δί­νο­ντας ιν­διά­νι­κα ονό­μα­τα στα φα­ντα­στι­κά παι­διά της, μα και συ­ζη­τώ­ντας τους κα­θη­με­ρι­νώς σε όλους τους τό­νους, πη­γαί­νο­ντάς τα στο σχο­λειό ή στην εκ­κλη­σιά ή στα χω­ρά­φια ώσπου στα 42 της χρό­νια (ακο­λου­θώ­ντας το ρι­ζι­κό σχε­δόν κά­θε γυ­ναί­κας τους γέ­νους Κα­λο­γε­ρή) κι ενώ εί­χε ήδη κά­νει έν­δε­κα γέν­νες, εί­χε με­γα­λώ­σει έν­δε­κα παι­διά σα μα­ταιω­μέ­να ποι­ή­μα­τα, τα εί­χε χί­λιες φο­ρές χτε­νί­σει, σκε­πά­σει, χαϊ­δέ­ψει, θη­λά­σει, πέ­θα­νε από μια επι­πλο­κή που εί­χε κλι­νι­κή ει­κό­να συ­στρο­φής του εντέ­ρου και της έκα­νε ση­ψαι­μία, ενώ ήταν έγκυος, όπως έλε­γε, στην Άρα­χνη Θη­λιά. Στον τά­φο της δεν κα­τά­φε­ρε πο­τέ κα­νείς να κά­νει ένα τρι­σά­γιο ή να προ­σευ­χη­θεί κα­θώς όλα τ’ απο­παί­δια της τη συ­ντρό­φευαν με­τά θά­να­τον στορ­γι­κά και προ­στα­τευ­τι­κά. Κά­θε διέ­λευ­ση προς το μνή­μα κα­τέ­στη απρο­σπέ­λα­στη. Ακό­μη και τον Αύ­γου­στο φύ­σα­γε ένας ξε­ρός βο­ριάς, τα μάρ­μα­ρα ήταν διαρ­κώς βρεγ­μέ­να και το νε­ρό από την πα­ρα­κεί­με­νη πη­γή στο κοι­μη­τή­ριο γί­νη­κε λά­σπη. Γρή­γο­ρα φύ­τρω­σαν πυ­ρά­καν­θοι κι αγριο­τρια­ντα­φυλ­λιές και το σώ­μα τους πύ­κνω­σε σε ένα αι­μά­τι­νο στρώ­μα που έφτα­νε κο­ντά στα δυο μέ­τρα ύψος και κά­λυ­πτε τα πά­ντα. Μο­νά­χα κά­ποια αστρα­φτε­ρή μέ­ρα, ανά­με­σα στα μάρ­μα­ρα και στα κα­τα­κόκ­κι­να άν­θη, μπο­ρού­σε κα­νείς να δια­κρί­νει από μα­κριά μια κα­τά­μαυ­ρη θη­λιά πλεγ­μέ­νη, λες, από χο­ντρή τρι­χιά και βυ­θι­σμέ­νη μες στο γρά­σο, που τύ­λι­γε τον Σταυ­ρό της τρυ­φε­ρά κι έμοια­ζε να κλαί­ει, από πά­νω απ’ την τα­φό­πλα­κα, με μαύ­ρο δά­κρυ._

(Από τη συλλογή διηγημάτων Οικογενειακή ρίζα 88 )



 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: