Για ποιον λόγο γράφεις παρά για να προδίδεις τη δική σου επικράτεια, να προδίδεις το φύλο, την τάξη σου, την πλειοψηφία ή την μειοψηφία στην οποία ανήκεις; Μήπως γίνεσαι προδότρια για να υπερασπιστείς με νύχια και με δόντια αυτό στο οποίο ενδίδεις το βράδυ όταν κάθεσαι στο κέντρο του τριθέσιου καναπέ και παρακολουθείς σε αποκλειστική προβολή, εβδομήντα χρόνια μετά την πρώτη προβολή, μια πρωτοποριακή για το σενάριο της ταινία του Τζ. Μάνκιεβιτς, τον δύστοκο γάμο τριών γυναικών σε ένα προάστιο μιας ανώνυμης αμερικανικής πόλης; Ποια ταινία προβάλλεται στη δική σου σκοτεινή αίθουσα; Αυτή που ούτε εσύ βλέπεις, όχι επειδή αποφεύγεις να δεις ούτε επειδή αρνείσαι να αντικρίσεις όσα στοιβάζονται μπροστά στα μάτια σου αλλά επειδή έχουν μαζευτεί τόσα πολλά μπροστά στα μάτια ή πίσω μάλλον πίσω από τα μάτια σου που είναι δύσκολο να διακρίνεις ποιος δίσκος είναι δίπλα από την «Πορνογραφία», αν υπάρχουν στο ράφι σοκολατάκια ανάμεσα στα βάζα με τα αμύγδαλα και τα καρύδια, αν υπάρχει δεύτερο μπουκάλι χλωρίνης στο ντουλάπι κάτω από τον νεροχύτη.
Κάπως έτσι, αρχές Νοέμβρη, η κυρία Δώρα Σκιαθά όταν ξεμπέρδεψε με την τακτοποίηση της ντουλάπας και οργάνωσε ανά χρωματικές ομάδες τα χειμωνιάτικα ρούχα, βρέθηκε μπροστά σε μια στοίβα ρούχα. Ανανέωσε τα σακουλάκια με λεβάντα, πέταξε τα καλοκαιρινά και τα αντικατέστησε με καινούργια, τα οποία αγόραζε από την κεντρική αγορά. Διατηρούσε αυτή τη μικρή πολυτέλεια: δύο φορές τον χρόνο αγόραζε πέντε κομψά, γαλάζια σακουλάκια γεμισμένα με λεβάντα, υβριδική, βέβαια, με χημικό άρωμα, από τότε που έπαψε να κρεμάει στην ντουλάπα τις χοντροκομμένες λινές σακούλες με λεβάντα από τον κήπο της πεθεράς της. Είχαν περάσει πέντε χρόνια από τότε που χώρισε, ο γαμήλιος κήπος με το γρασίδι είχε ξεραθεί.
Σε δύο μεγάλες από ιλουστρασιόν, χοντρό χαρτί τσάντες του πολυκαταστήματος που απλώνεται σε ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο στο κέντρο της πόλης και από το οποίο ψωνίζει μόνο στις εκπτώσεις, στοίβαξε διπλωμένα όσα ρούχα είχε εδώ και πολύ καιρό αφόρετα. Άλλα ήταν παλιομοδίτικα, όπως το ψαροκόκαλο ολόμαλλο παλτό που φορούσε ως φοιτήτρια, άλλα δεν είχαν πια περιθώριο να τα φαρδύνει ώστε να χωράει η μέση των πενήντα της χρόνων και κάποια, όπως ένα μοβ φόρεμα, δεν το ήθελε γιατί διέγραφε τα μπράτσα που είχαν αρχίσει να χαλαρώνουν.
Οι χάρτινες τσάντες έμειναν ένα μήνα δίπλα στην εξώπορτα του διαμερίσματος περιμένοντας τις φίλες της κυρίας Δώρας Σκιαθά, εκείνες όμως δεν προλάβαιναν να περάσουν από το σπίτι και η καθαρίστρια, που ήταν η μόνη σίγουρη αποδέκτρια, είπε «όχι, ευχαριστώ, κυρία». Αποφάσισε, λοιπόν, να δώσει τα πολυφορεμένα της σε ένα κοντινό κατάστημα ανταλλαγής ρούχων, στην πραγματικότητα ένα γωνιακό ισόγειο φιλανθρωπικών δωρεών. Το είχε προσέξει καθώς επέστρεφε από το μάθημα γιόγκα όταν είδε κόσμο πάνω από χαρτόκουτα να διαλέγουν στοιβαγμένα, άχρηστα για άλλους ρούχα. Κουβάλησε τις τσάντες, των οποίων το βάρος δεν είχε υπολογίσει σωστά, τα χερούλια από κορδόνια την ενοχλούσαν στις παλάμες αλλά το φιλανθρωπικό κατάστημα ήταν κλειστό κάθε Δευτέρα πρωί. Τις ακούμπησε στο έδαφος για να φωτογραφίσει με το κινητό το κολλημένο στην πόρτα χαρτί στο οποίο αναγραφόταν το ωράριο λειτουργίας. Πίσω από τη γωνιακή βιτρίνα μια γυναίκα σκυμμένη στο δεξί της γόνατο, φαινόταν πρησμένο, μυξόκλαιγε χαϊδεύοντας το πάνω από τη γαριασμένη, συνθετική δαντέλα της φούστας, ανασηκώνοντας συγχρόνως -από πόνο ή νάζι- τη μύτη της ψηλοτάκουνης, πλαστικής της μπότας. Η κυρία Δώρα ένιωσε τυχερή που επαναλαμβάνει καθημερινά ασκήσεις για τα πόδια και τη σπονδυλική της στήλη. Επιστρέφοντας προς το σπίτι υπό το βάρος των άχρηστων ρούχων σκέφτηκε ότι το μωβ φόρεμα με το βελούδινο gris argent λουλούδι που είχε πρωτοφορέσει στα τρίτα γενέθλια της μοναχοκόρης της, ίσως χωρούσε στη γυναίκα με τη συνθετική δαντέλα. Γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω μήπως και την δει, ένιωσε μια σουβλιά στην ωμοπλάτη που ακόμα την πονούσε γιατί δεν είχε ολοκληρώσει τις διατάσεις στη σαββατιάτικη γιόγκα. Η γυναίκα με το πονεμένο γόνατο που θα μπορούσε να φορέσει το γενέθλιο μωβ φόρεμα στεκόταν δύο βήματα πίσω.
«Να βοηθήσω;», ρώτησε και χωρίς να περιμένει απάντηση της πήρε από τα χέρια τις βαριές τσάντες. Η Δώρα χαμογέλασε ανακουφισμένη γιατί απαλλάχθηκε από την ενόχληση στην ωμοπλάτη και τις παλάμες. «Μεγάλο βάρος για τα χέρια», είπε η γυναίκα κοιτάζοντας με χαμηλωμένο βλέμμα τα ρούχα και το επίχρυσο, λεπτεπίλεπτο ρολόι, το μόνο κόσμημα που η Δώρα μας είχε από τη μητέρα της. Την κάλεσε στο σπίτι και χωρίς να σκεφτεί το πονεμένο γόνατο και τις βαριές, ιλουστρασιόν τσάντες που την ακολουθούσαν κατά πόδας, ανέβηκε με τα πόδια τους τρεις ορόφους μέχρι το διαμέρισμα. Η γυναίκα για την οποία θα ήταν ταιριαστό το μοβ φόρεμα, χωρίς να ρωτήσει, χωρίς καμία υπόδειξη εκ μέρους της Δώρας, άφησε τις ιλουστρασιόν τσάντες στην κρυμμένη, στενή αποθήκη δίπλα από το μπάνιο.
«Θέλετε καφέ;», ρώτησε η γυναίκα πηγαίνοντας προς την εσωτερική κουζίνα. «Στρέτο, παρακαλώ», απάντησε η Δώρα μας, με μόνη επιφύλαξη μήπως η γυναίκα δεν ήξερε να χειρίζεται με ακρίβεια την καφετέρια και κάθισε στην άκρη του τριθέσιου καναπέ. Μόλις που πρόλαβε να σκουπίσει με την αριστερή παλάμη τη σκόνη πάνω από τη στοίβα με τα περιοδικά και τη μαύρη λάκα του πλαϊνού τραπεζιού. Η γυναίκα ακούμπησε τον δίσκο με τους καφέδες και δύο σοκολατάκια υγείας. «Ήταν καλός ο καφές;», ρώτησε κοιτάζοντας τα ελαφρά αιωρούμενα σκουλαρίκια της Δώρας καθώς η Δώρα δάγκωνε το σοκολατάκι και σκεφτόταν την περιοδοντίτιδα που την ταλαιπωρούσε τον τελευταίο χρόνο. «Ευχαριστώ, η κρέμα κράτησε όλο το άρωμα».
Το επόμενο πρωί η γυναίκα την ρώτησε αν θα έπρεπε να φοράει τα ρούχα με τη σειρά που είναι διπλωμένα μέσα στις τσάντες. «Ναι, προτιμώ να τα φοράς με τη σειρά τους» απάντησε η Δώρα, «για να μην τσαλακώνονται. Μόνο το μοβ φόρεμα, αν σου αρέσει το λουλούδι, να το φορέσεις το βράδυ της Πρωτοχρονιάς». Τελείωσαν το πρωινό, από ένα βραστό αυγό και λίγο ανθότυρο, η Δώρα βγήκε στο μπαλκόνι, έκοψε ένα γεράνι, ανέβηκε στη σιδερένια κούνια, ισορρόπησε όρθια πάνω στην κούνια και μάσησε ένα ένα τα φύλλα. Η γυναίκα μέσα στο σπίτι μυξοκλαίγοντας έτριβε το δεξί γόνατο.